Η έκθεση του WWF Ελλάς προτείνει το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα και τις δέσμες μέτρων που μπορεί να υλοποιήσει, προκειμένου να τηρήσει τις μελλοντικές δεσμεύσεις της, να μπει ενεργά στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής και να μειώσει εγκαίρως τις εκπομπές της, μεγιστοποιώντας με αυτό τον τρόπο τα οφέλη και περιορίζοντας το όποιο βραχυπρόθεσμο οικονομικό κόστος.
Η Ελλάδα είναι σε θέση να υιοθετήσει εγκαίρως τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και να ανταποκριθεί στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, μειώνοντας τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στα πλαίσια που προτείνει η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC)1. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει, μεταξύ άλλων, η νέα επιστημονική έκθεση της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF Ελλάς «Λύσεις για την κλιματική αλλαγή: όραμα βιωσιμότητας για την Ελλάδα του 2050», που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τα πορίσματα της έκθεσης, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να μειώσει τις εκπομπές της ως το 2050 κατά 67% σε σχέση με το έτος βάσης 1990 χωρίς να επηρεαστεί η οικονομική της ανάπτυξη2. Η μείωση αυτή αντιστοιχεί στην έκλυση μόλις 36 εκ. τόνων ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (CO2eq)3 στην ατμόσφαιρα το 2050 – από 109 εκ. τόνους που ήταν το 1990.
Για να γίνει εφικτή αυτή η μείωση, το «όραμα βιωσιμότητας» προτείνει μια σειρά από άμεσα εφαρμόσιμες πολιτικές και μέτρα σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ειδικά για τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, που συμβάλλει τα μέγιστα στην κλιματική αλλαγή, προτείνεται η μετάβαση σε ένα μοντέλο που δίνει έμφαση στον περιορισμό της ζήτησης, στην εξοικονόμηση ενέργειας και στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών (ΑΠΕ). Συγκεκριμένα, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα του 2050 θα μπορούσε να ανέρχεται σε μόλις 73.000 GWh, καλυπτόμενη από ΑΠΕ κατά 58%, από φυσικό αέριο κατά 23%, ενώ θα έχει περιοριστεί σημαντικά η χρήση λιγνίτη (μόλις 16%). Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 93% έως το 2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Άλλοι τομείς με μεγάλα περιθώρια μείωσης των εκπομπών είναι τα κτίρια και οι μεταφορές. Έτσι, έως το 2050, οι εκπομπές από τον τομέα των κτιρίων μπορούν να μειωθούν κατά 93% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, ενώ οι δράσεις στον τομέα των μεταφορών θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών κατά 55%. Στην έκθεση τονίζεται, επίσης, η σημασία της εξοικονόμησης ενέργειας, καθώς τα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς ευθύνονται για το 54% των μειώσεων εκπομπών.
Το κόστος υλοποίησης των προτεινόμενων παρεμβάσεων εκτιμάται σε περίπου 0,7% του ΑΕΠ της χώρας το 2050, το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απαγορευτικό, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το κόστος της απραξίας θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Ο υπολογισμός των δαπανών δε λαμβάνει υπόψη τα περιφερειακά οφέλη που σίγουρα θα προκύψουν από τη μειωμένη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων και από την έγκαιρη αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής.
«Με συγκεκριμένα στοιχεία και τεκμηριωμένες προτάσεις, το WWF οραματίζεται μια Ελλάδα της καθαρής ενέργειας, των χαμηλών εκπομπών άνθρακα και της βιώσιμης ανάπτυξης», τονίζει ο Δημήτρης Καραβέλλας, Διευθυντής του WWF Ελλάς. «Η χώρα μας μπορεί να ανταποκριθεί δυναμικά στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής – αρκεί να υπάρχει το κατάλληλο όραμα, η πολιτική βούληση και ο σχεδιασμός που να βλέπει πέρα από τον χρονικό ορίζοντα τετραετίας», καταλήγει ο κ. Καραβέλλας.
Την έκθεση του WWF Ελλάς χαιρετίζει ο Επίτροπος Περιβάλλοντος της ΕΕ, κ. Σταύρος Δήμας, ο οποίος προλογίζει την έντυπη μορφή της, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Η συγκεκριμένη έκθεση είναι από τις πιο σημαντικές εργασίες που έχουν εκπονηθεί ως τώρα στο πλαίσιο καταγραφής των δράσεων που μπορεί να αναλάβει μια χώρα σαν την Ελλάδα για να συνεισφέρει στην κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης της παγκόσμιας κλιματικής πρόκλησης».
1. Η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή έχει αποφανθεί πως οι ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου οφείλουν έως το 2050 να έχουν μειώσει τις εκπομπές τους κατά τουλάχιστον 60-80%.
2. Λαμβάνεται ως δεδομένο ότι ο περιορισμός των εκπομπών θα συνυπάρξει με την απρόσκοπτη ανάπτυξη της χώρας, θεωρώντας ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα συνεχιστεί με ρυθμό 3% έως το 2020, για να μειωθεί ύστερα στο 1,5% ετησίως από το 2020 έως το 2050, προσεγγίζοντας έτσι το μέσο ευρωπαϊκό όρο.
3. Το ισοδύναμο CO2 είναι μια μονάδα μέτρησης όλων των αερίων θερμοκηπίων, όπως το μεθάνιο (CH4), το υποξείδιο αζώτου (N2O) και το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), που έχει δημιουργηθεί με βάση το Δυναμικό Παγκόσμιας Θέρμανσης του πλανήτη (GWP) κάθε αερίου θερμοκηπίου.