Η κρίση χρέους που ξέσπασε εδώ και δύο χρόνια στη χώρα, και σύντομα εξελίχθηκε σε βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση απειλώντας να διαλύσει το κοινωνικό συμβόλαιο, αποκάλυψε την παθολογία του ελληνικού πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου. Έφερε στο φως την πραγματική μας κατάσταση, σε αντίθεση με την πλαστή εικόνα που κατασκευάζαμε για τον εαυτό μας εδώ και δεκαετίες –αν όχι και παραπάνω: το στρεβλό και αντιπαραγωγικό οικονομικό μας μοντέλο που στηριζόταν στον κρατισμό και τον εξωτερικό δανεισμό, την ανεπάρκεια του πολιτικού μας συστήματος που λειτουργούσε στη βάση των πελατειακών σχέσεων, και κυρίως το λαϊκιστικό πνεύμα και τη λαϊκιστική νοοτροπία που κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο. Η έκταση που καταλαμβάνουν ο λαϊκισμός και η δημαγωγία ακόμα και σε καιρό που η χώρα κινδυνεύει με πλήρη κατάρρευση, συνιστούν τις τρανές αποδείξεις πως σε αυτόν τον τόπο το ατομικό-ιδιωτικό και κομματικό-συντεχνιακό συμφέρον υπέρκεινται του δημόσιου συμφέροντος και της προστασίας των αδυνάμων, πως ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός, και όχι η ευθύνη, είναι ο κανόνας, πως η απαίτηση για διάσωση των προνομίων μπορεί να επικρατήσει της κοινής λογικής μέσα από έναν ανορθολογισμό που αρνείται τη σκληρή πραγματικότητα.
Μπορούμε να εντοπίσουμε, grosso modo, δύο λόγους για τους οποίους αυτή η κοινωνία επιθέτει το ατομικό στο δημόσιο συμφέρον, κόντρα στις αδήριτες επιταγές της κοινής λογικής και του ρεαλισμού. Οι λόγοι που προτάσσουμε παραπέμπουν σε νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες στην νεοελληνική κοινωνία, γι’ αυτό και συνιστούν το ύψιστο διακύβευμα της κρίσης. Ο πρώτος είναι ότι η νεοελληνική κοινωνία δε συγκροτήθηκε ποτέ, σε φαντασιακό επίπεδο, ως πολιτική κοινωνία, ως κοινωνία δηλαδή πολιτών που φέρουν ατομικά την πολιτική και ιστορική ευθύνη των πράξεων τους και διεκδικούν συλλογικά τα δημοκρατικά τους δικαιώματα. Το αίσθημα της ένταξης σε μια πολιτική κοινότητα, κάτι που συνέβη, κατά το μάλλον ή ήττον, στον κεντροευρωπαϊκό χώρο από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, είναι προϋπόθεση ώστε μια κοινωνία να αποκτήσει δημοκρατικό πολίτευμα και κράτος δικαίου. Είναι γι’ αυτό που ο εκσυγχρονισμός των δομών του κράτους παρέμεινε πάντοτε ατελής, σκοντάφτοντας στην ιδιομορφία της «ελληνικής ιδιαιτερότητας»· που ανάμεσα στους κρατικούς θεσμούς και την κοινωνία υπήρχε πάντοτε μια σχέση εχθρότητας –ενώ την ίδια στιγμή το κράτος παρέμενε ο βασικός εργοδότης· που στην ελληνική κοινωνία καλλιεργούνταν πάντα μια ενδόμυχη καχυποψία και αντίθεση απέναντι στο νόμο. Αντιθέτως, η νεοελληνική κοινωνία παρέμεινε προσδεμένη σε παραδοσιακές αξίες και θεσμούς της καθ’ ημάς ανατολής όπως ο τοπικισμός, η οικογενειοκρατία και η Εκκλησία. Και αυτό δεν επέτρεψε τη δημιουργία ενός πραγματικά νεωτερικού κράτους, όπως τα περισσότερα ευρωπαϊκά, παρά την πρόωρη υιοθέτηση συνταγμάτων και την πρόωρη ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό λοιπόν που ο Παναγιώτης Κονδύλης αποκαλούσε η καχεξία του αστικού στοιχείου εν Ελλάδι οδήγησε στη δημιουργία ενός κράτους που μόνο κατ’ εικόνα μοιάζει ευρωπαϊκό, αφού οι θεσμοί του δεν ενσαρκώνονται στους πολίτες, ενώ αυτοί οι τελευταίοι δεν είναι φορείς της πολιτικής κουλτούρας που απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία των εν λόγω θεσμών. Από αυτήν την άποψη το ουσιαστικό πρόβλημα της χώρας, πέραν της τρέχουσας κρίσης, ήταν και είναι η κυρίαρχη νοοτροπία.
Ο δεύτερος λόγος είναι περισσότερο κοινωνιολογικής υφής, άμεσα όμως συνδεδεμένος με τον πρώτο και εξίσου ανασταλτικός για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης. Αφορά στην ύπαρξη μιας «προνομιούχας τάξης» εντός της ελληνικής κοινωνίας προσδιορισμένης με κριτήριο τόσο την επωφελή γι’ αυτήν οικονομική συνδιαλλαγή της με το κράτος, όσο και τον εξουσιαστικό χαρακτήρα της απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία είτε μέσω της κομματοκρατίας και του συνδικαλισμού είτε μέσω των πελατειακών σχέσεων που διαπερνούν όλα τα επίπεδα επαφής με το κράτος. Η τάξη αυτή είναι ετερόκλητη και αποτελείται από τους κομματικούς, συνδικαλιστικούς, εκκλησιαστικούς φορείς έως τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, τις διάφορες συντεχνίες κι ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι σήμερα που το κράτος αναγκάζεται να περικόψει τα ελλείμματά του και να ζήσει με όσα παράγει, η εν λόγω τάξη αρνείται να παραδώσει τα προνόμιά της αποτρέποντας όλες τις μεταρρυθμίσεις και παραλύοντας το κράτος στο όνομα πάντοτε του λαού –στην Ελλάδα σχεδόν όλοι όσοι δρουν στη δημόσια σφαίρα το κάνουν στο όνομα του λαού. Σε μια στιγμή που απαιτούνται θυσίες, μιας και αυτό επιβάλλει η ελλειμματική πραγματικότητα του ελληνικού δημοσίου, αντί να προστατευτούν οι άνεργοι και οι πραγματικά αδύναμοι, το κομμάτι αυτό της κοινωνίας, που δεν είναι ασφαλώς και τόσο μειοψηφικό, προσπαθεί να αγκιστρωθεί στα προνόμια που του παρείχε ένα πλέον νεκρό σύστημα αθρόου δανεισμού και διαφθοράς. Και το χειρότερο είναι ότι το κάνει αυτό στο όνομα των αδυνάμων δημιουργώντας έναν πολτό διαμαρτυρόμενων που φτάνουν να καταλύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς για να υπερασπιστούν αντικοινωνικά ιδιωτικά προνόμια.
Το λαϊκιστικό ξέσπασμα των τελευταίων δύο χρόνων που διαπερνάει όλα τα μέρη του πολιτικού φάσματος διακατέχεται από μια άρνηση της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα αυτή συνίσταται στην αναγνώριση της αδιαμφισβήτητης δημοσιονομικής, και ευρύτερα οικονομικής, κατάστασης της χώρας. Το Μάιο του 2010 που υπογράφηκε το Μνημόνιο τα ταμεία του ελληνικού δημοσίου ήταν άδεια, η χώρα λόγω του δημοσιονομικού της εκτροχιασμού θεωρούνταν πλέον αφερέγγυα στις αγορές και δεν μπορούσε να δανειστεί -παρά με τεράστιο επιτόκιο- για να εξυπηρετήσει το χρέος της, ενώ ταυτόχρονα διέθετε πολύ μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα. Με την υπογραφή του Μνημονίου και των υπόλοιπων δανειακών συμβάσεων το ελληνικό κράτος μπορεί να μειώσει σταδιακά τα πρωτογενή του ελλείμματα (άλλως θα έπρεπε εν μια νυκτί να περικόψει από μισθούς και συντάξεις περίπου 25 δισεκατομμύρια ευρώ, όσο ήταν δηλαδή το πρωτογενές έλλειμμα το 2009), δρομολογώντας ταυτόχρονα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα του επέτρεπαν να δημιουργήσει μια πιο παραγωγική οικονομία που δεν θα είχε ανάγκη το διαρκή δανεισμό. Ωστόσο από τη στιγμή που η χώρα βρέθηκε υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο άρχισαν οι κορώνες περί «ξένης κατοχής» -όσο μας έδιναν τζάμπα τα λεφτά δεν μας ένοιαζε- και περί φαλκίδευσης του κοινωνικού κράτους, κάτι που δεν είχαμε ποτέ με τη δυτική έννοια –το ελληνικό κράτος δεν παρείχε κοινωνικά δίκαια προνόμια προς τους αδύναμους, αλλά κυρίως αντικοινωνικά ιδιωτικά προνόμια προς τους πελάτες των κομμάτων. Στην περίπτωση που δεν υπήρχε η διεθνής οικονομική βοήθεια, το ελληνικό δημόσιο θα αναγκαζόταν σε μονομερή στάση πληρωμών. Αυτό θα συνεπαγόταν βίαιη μείωση μισθών και συντάξεων, εσωτερική υποτίμηση πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή, έλλειψη βασικών αγαθών που προέρχονται από εισαγωγές (τρόφιμα και καύσιμα) και κυρίως περιθωριοποίηση της χώρας κάπου μεταξύ Αλβανίας του Χότζα και Μέσης Ανατολής, καθώς επίσης και τεράστιους κινδύνους για τη δημοκρατία.
Φυσικά, μπορεί κανείς να προσάψει πολλά και στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και στην Ευρώπη. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να καταφέρει να μειώσει τα ελλείμματα περισσότερο μέσω της δημιουργίας ενός αξιόπιστου φοροεισπρακτικού μηχανισμού παρά από οριζόντιες φοροεπιδρομές. Επίσης πολλοί καταλογίζουν στην Ευρώπη το γεγονός ότι δεν προχωρεί σε μια άλλη πιο αλληλέγγυα πολιτική και σε μια άλλη αρχιτεκτονική του ευρώ, μιας και αυτή είναι η βαθύτερη αιτία της κρίσης. Πράγματι το ευρώ χρειάζεται μια άλλη αρχιτεκτονική και η Ευρώπη οφείλει να γίνει πέραν από νομισματική, οικονομική και -κυρίως- πολιτική ένωση. Ωστόσο εμείς εδώ, στην Ελλάδα, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε ανάγκη μια άλλη αρχιτεκτονική του κράτους και του οικονομικού μοντέλου, όποια επιλογή κι αν ακολουθήσει η Ευρώπη, ακόμα και την πιο ριζοσπαστική των ευρωομολόγων και των επενδύσεων. Κι αυτό είναι ένα προαπαιτούμενο. Χωρίς την κάθαρση της χώρας από το λαϊκισμό και τον παρασιτικό κρατισμό δεν πρόκειται να ορθοποδήσει η χώρα, ακόμα κι αν μας χάριζαν τα χρέη και μας μπούκωναν στις επενδύσεις. Άλλωστε, τόσα χρόνια λεφτά δεν μας έδιναν με τα κοινοτικά κονδύλια και τον φθηνό δανεισμό; Τι τα κάναμε; Κι αυτό το αναγνωρίζουν και οι νεοκεϋνσιανοί οικονομολόγοι που εναντιώνονται στις πολιτικές της λιτότητας, αλλά όταν μιλούν για την Ελλάδα κάνουν λόγο για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων και ελέγχου των δημοσιονομικών.
Το να αρνούμαστε τα μνημόνια γενικώς και αορίστως όπως κάνει σήμερα ο αριστερό-δεξιό-βαθυπασοκικός λαϊκισμός είναι μόνο υπεράσπιση του παλιού κόσμου. Μια προοδευτική πολιτική πρέπει να μπορεί να αναγνωρίσει τα θετικά και δίκαια μέτρα (όπως το ενιαίο μισθολόγιο, η εισφορά αλληλεγγύης, το άνοιγμα επαγγελμάτων, κατάργηση συντεχνιακών προνομίων κ.ά.) που περιλαμβάνει το μνημόνιο, αλλά να τοποθετείται πέραν αυτού δημιουργώντας μια ευρύτερη προοπτική εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων για τη χώρα. Ταυτόχρονα μπορούμε να διεξάγουμε ένα διάλογο για το ποια κοινωνικά στρώματα πρέπει να προστατέψουμε περισσότερο και ποια πρέπει να αναλάβουν το μεγαλύτερο βάρος. Το σίγουρο όμως είναι πως εδώ που φτάσαμε εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Θα πληρώσουμε όλοι γιατί ζούσαμε με περισσότερα από όσα παράγαμε. Κυρίως όμως, πρέπει να πληρώσουν όσοι επωφελήθηκαν από τις πελατειακές σχέσεις και την αναξιοκρατία του μεταπολιτευτικού πάρτι, και βέβαια όσοι έκαναν περιουσίες φοροδιαφεύγοντας.
Υπάρχουν πολλοί που επικρίνουν την Ευρώπη γιατί μας επιβάλλει μια πολύ σκληρή λιτότητα, η οποία, πράγματι, σε συνδυασμό και με τη δική μας ανικανότητα ως λαού να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του προβλήματος, φαίνεται να γονατίζει την εσωτερική αγορά και να πλήττει θανάσιμα τον ιδιωτικό τομέα. Οι πολιτικές της λιτότητας είναι προϊόν των εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών εντός των οποίων ξέσπασε η ελληνική κρίση. Στο εξωτερικό, η Ευρώπη καθοδηγείται σήμερα από συντηρητικές ηγεσίες που είναι λιγότερο ή περισσότερο εθισμένες στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις για την οικονομία. Παράλληλα μια παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και των κρατικών οικονομιών βρίσκεται σε εξέλιξη καθιστώντας την ατμόσφαιρα ιδιαιτέρως πνιγηρή. Ωστόσο υπάρχουν δυνάμεις στην Ευρώπη της σοσιαλδημοκρατίας και της πολιτικής οικολογίας, που όπως όλα δείχνουν θα πάρουν την εξουσία στη Γαλλία και Γερμανία, οι οποίες προσανατολίζονται να ασκήσουν έλεγχο στις αγορές και να ελαφρύνουν τα βάρη που σηκώνουν τα κατώτερα στρώματα μέσα από αναπτυξιακές πολιτικές. Ασφαλώς για την αντιστροφή του κλίματος δεν απαιτείται μόνο μια αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων, αλλά και ένα νέο σχέδιο για την Ευρώπη -και εδώ απαιτείται η ενεργός συμμετοχή των πολιτών της Ευρώπης- που θα στοχεύει, εκτός από τον έλεγχο των τραπεζών και των χρηματαγορών, στη δημιουργία ενός άλλου παραγωγικού-καταναλωτικού προτύπου. Αυτό άλλωστε επιβάλλει και η ανάδυση νέων οικονομικών γιγάντων (BRIC) εις βάρος των οποίων δεν θα μπορεί να ζει για πολύ ακόμα ο δυτικός κόσμος.
Αλλά πέραν της εξωτερικής συγκυρίας οφείλουμε ως κοινωνία να αναλογιστούμε και τη δική μας ευθύνη. Μας ενοχλεί η λιτότητα τη στιγμή που συγκροτούμε μια κοινωνία που καταναλώνει –ναι, ακόμα και σήμερα- περισσότερα από όσα παράγει, παράγοντας μόνο ελλείμματα. Το σύστημα εντός του οποίου περνάγαμε όλοι καλά θέλει 20 επιπλέον δισεκατομμύρια για τη φετινή χρονιά (σήμερα μετά δύο χρόνια λιτότητας τόσο είναι το έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών) για να καλύψει τις ανάγκες του αφού πρώτα καταναλώσει ό,τι παράγαμε, ό,τι μας αφήνουν οι εξαγωγές και ο τουρισμός και ό,τι μας έρχεται από τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης. Ασφαλώς αυτά τα χρήματα θα τα βρούμε δανειζόμενοι. Όσο δεν αναδιαρθρώνεται ο παραγωγικός ιστός της οικονομίας, όσο συνεχίζουμε να ανταλλάσσουμε υπηρεσίες μεταξύ μας με λεφτά που πληρώνει το κράτος και δεν μετακινείται το εργατικό δυναμικό προς εξωστρεφείς και καινοτόμες επιχειρήσεις, τόσο η λιτότητα θα παραμένει η μόνη μας πραγματικότητα. Κι επειδή τελευταία η ανάπτυξη και οι επενδύσεις έχουν γίνει καραμέλα, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως καμία επένδυση δεν θα γίνει χωρίς ριζική αλλαγή τόσο των δομών του κράτους στα πρότυπα των ευρωπαϊκών όσο και της νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει να εξαλειφθεί ο ανασταλτικός ρόλος της γραφειοκρατίας, το κράτος να μπορεί να εισπράττει φόρους και οι Έλληνες να μάθουν να κάνουν κάτι πιο παραγωγικό τα λεφτά των Ευρωπαίων από το να τα σπαταλούν με βάση το παράδειγμα που μας δίδαξαν οι αγρότες στα χρόνια του πατριάρχη του λαϊκισμού, τότε που μέχρι πρωίας τρώγανε τις επιδοτήσεις σε κωλάδικα της εθνικής οδού.
Η έξοδος της χώρας από την κρίση απαιτεί τη χάραξη μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής, η οποία θα περιλαμβάνει θυσίες, αλλά θα δημιουργεί μια προοπτική για το μέλλον μέσα από την αλλαγή των δομών του κράτους, την αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού και την ανανέωση του πολιτικού συστήματος μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ένωσης και του ευρώ. Πάνω απ’ όλα όμως απαιτείται μια υπεύθυνη δέσμευση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού πως θα υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα. Πρέπει να τελειώνουμε άμεσα με το χάιδεμα του λαού, που από τη μία θέλει να συνεχίσει να δανείζεται, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει τίποτα. Στην Ελλάδα σήμερα πρέπει να υπογραφεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο μέσα από ένα διάλογο που θα στηρίζεται στην αλήθεια και όχι στο λαϊκισμό. Οι δημοκόποι και οι υποκριτές της δημόσιας σφαίρας πρέπει ή να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα ή η ελληνική κοινωνία να τους θέσει στο περιθώριο υπερβαίνοντας, κι έτσι μεταμορφώνοντας, τον ίδιο της τον εαυτό. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο Για εμάς το νέο κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει να στηρίζεται σε ορισμένους βασικούς άξονες που θα σηματοδοτούν τη ρήξη με το παρελθόν και θα αποτελούν τα θεμέλια μιας νέας αρχής για την ελληνική κοινωνία. Αυτοί, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να είναι: 1) Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας: Αν και η ιστορία του νεοελληνικού κράτους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι των τελευταίων δύο αιώνων, η ταύτιση του ελληνικού λαού με την Ευρώπη υπήρξε αναιμική και τουλάχιστον καχύποπτη. Η δημιουργία μιας πρόσθετης ευρωπαϊκής ταυτότητας σε αυτό που συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα είναι αναγκαία για να μπορούμε να εγγυηθούμε, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη ενός κράτους δικαίου και τη δημοκρατική του λειτουργία. Αυτό απαιτεί μια θετική αφήγηση για την Ευρώπη που θα αποδεχθεί η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, αλλά και τη θεμελίωση μιας ευνομούμενης πολιτείας και ενός πραγματικά κοσμικού κράτους. (επίσης βλ. εδώ το κείμενο μας για την Ευρώπη) 2) Η τήρηση των νόμων: Πρέπει να γίνει ευρέως αποδεκτό ότι η εφαρμογή των νόμων, καθώς επίσης και η μη παραβίαση του Συντάγματος και των δημοκρατικών οργάνων και θεσμών είναι αναγκαία προϋπόθεση τόσο για την ουσιαστική λειτουργία ενός κράτους δικαίου όσο και για την αναγκαία εμβάθυνση και τον αναγκαίο εμπλουτισμό των δημοκρατικών θεσμών. Κυρίως όμως, πως οι νόμοι, τα συντάγματα και η δημοκρατία είναι ο μόνος τρόπος για την προστασία των ανίσχυρων. Με την κατάλυση τους η κυριαρχία των ισχυρών θα είναι απόλυτη και ανεξέλεγκτη. Αν αυτό δεν το συνειδητοποιήσουν όσοι προβαίνουν σε ακραίες πράξεις βίας και κατάλυσης της συνταγματικής νομιμότητας είναι καλύτερο να επιστρέψουμε μια ώρα αρχύτερα στην εποχή των κλεφτών, των κοτζαμπάσηδων και του Αλή Πασά, που μπορεί να μας ταιριάζει και καλύτερα. Πάντως, η πραγματική πολιτική ανυπακοή προϋποθέτει την αποδοχή τόσο της έννομης τάξης όσο και των κυρώσεων του νόμου στο πλαίσιο του κράτους δικαίου. Σίγουρα όμως δεν αφορά τους μεταμοντέρνους επαναστάτες, που ενώ λαμβάνουν μισθούς και κομματικές επιδοτήσεις από το κράτος, καταλαμβάνουν ταυτόχρονα με τη βία το δημόσιο χώρο. 3) Η οικοδόμηση ενός πραγματικά κοινωνικού κράτους: Κοινωνικό κράτος υφίσταται όταν μια δημοκρατική κοινωνία αναδιανέμει τον παραγόμενο πλούτο της προς όφελος των αδύναμων και ευρύτερα του δημόσιου καλού κυρίως μέσα από τη φορολόγηση των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων. Στην Ελλάδα οι πολίτες δεν πληρώνουν φόρους και οι πρόσοδοι από την παραγωγική οικονομία δεν αντιστοιχούν στο βιοτικό επίπεδο που απολαμβάναμε. Έτσι το κράτος δανειζόταν για να ασκεί μια πλουραλιστική πολιτική παροχής ιδιωτικών προνομίων στους πελάτες του κομματικού συστήματος επικαλούμενο μια στρεβλή αντίληψη περί κοινωνικής αλληλεγγύης. Λέγοντας κοινωνικό κράτος εννοούμε ένα κράτος που εξασφαλίζει δωρεάν παροχές παιδείας, υγείας, μετακίνησης, υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας για τη στήριξη των ανέργων, των χαμηλοσυνταξιούχων, των κοινωνικά αποκλεισμένων κ.λπ., ένα πλέγμα ασφαλείας για την προστασία των φτωχών και των αδυνάμων μέσω της δίκαιης φορολογίας των εχόντων –της μεσαίας τάξης περιλαμβανομένης. Στην Ελλάδα αντιθέτως θριαμβεύουν η παραπαιδεία, το φακελάκι, η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή και τα επιδόματα υπέρ των πελατών του κομματικού συστήματος. Επίσης, οι Έλληνες λατρεύουν τους πολιτικούς που υπόσχονται όχι περιβαλλοντικά βιώσιμα και λειτουργικά δημόσια μέσα μεταφοράς προσιτά σε όλους, αλλά περισσότερους αυτοκινητόδρομους για να ξεσαλώνουν με τις κούρσες τους, δηλαδή τον πλέον αντικοινωνικό, αντιοικολογικό και ατομικιστικό τρόπο μετακίνησης. Μερικές προτάσεις Με βάση τα όσα έχουμε πει έως τώρα, θεωρούμε πως το μείζον διακύβευμα της κρίσης είναι η αποκατάσταση της σχέσης του Έλληνα με το δημόσιο συμφέρον και την ατομική ευθύνη. Μένουν να γίνουν πολλά για να λάμψει σε αυτόν τον τόπο για πρώτη φορά η δικαιοσύνη και η αλήθεια. Φαντάζει ακόμη μακρινό να συμφωνήσει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας με όσα περιγράψαμε παραπάνω. Ωστόσο, για εμάς, τα παραπάνω αποτελούν προπολιτικάαπαιτούμενα ώστε να μπορέσει αυτή η κοινωνία να λειτουργήσει στη βάση μιας στοιχειώδους πολιτικής κοινότητας. Παρακάτω θα θέλαμε να αναφερθούμε σε κάποιες προτάσεις που θα μπορούσαν, κατά τη γνώμη μας, να συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, καθώς επίσης και στη διαχείριση της κρίσης με έναν κοινωνικά πιο δίκαιο και οικολογικά βιώσιμο τρόπο.
Πρώτα απ’ όλα θεωρούμε αναγκαία σε στιγμές διάλυσης του κοινωνικού ιστού την προστασία των πραγματικά αδύναμων: άνεργων, χαμηλοσυνταξιούχων, άπορων κ.λπ. Πρέπει να διερευνήσουμε, ακόμα και σε αυτές τις δημοσιονομικά δύσκολες συνθήκες, τη δυνατότητα να δημιουργηθεί άμεσα ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας για όσους βρίσκονται στο όριο της εξαθλίωσης μέσα από τη θέσπιση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αλλά και την παροχή κοινωνικής πρόνοιας που θα μπορούσε να προσφέρει ένας συντονισμός δημόσιων υπηρεσιών, ιδιωτικών και τοπικών φορέων, ΜΚΟ και δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, ούτως ώστε να διασωθεί η κοινωνική συνοχή που σήμερα απειλείται από την ύφεση και τη βία κάθε μορφής. Αν και φαντάζει αδύνατο σήμερα να βρεθούν οι πόροι, πιστεύουμε πως υπάρχουν ακόμα πολλές πηγές σπατάλης στο δημόσιο τομέα που θα μπορούσαν να γίνουν πολύ χρήσιμες αν μεταφέρονταν αλλού.
Παράλληλα, αξιοποιώντας τις ιδέες της πολιτικής οικολογίας, η κρίση, η μείωση των εισοδημάτων και ορισμένως η απώλεια της εργασίας συνιστούν ευκαιρίες για την ανάπτυξη μιας αλληλέγγυας οικονομίας. Μιας οικονομίας που θα βασιζόταν στη σχέση αλληλεγγύης μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, μιας οικονομίας που θα εξασφάλιζε ποιοτικά προϊόντα σε λογικές τιμές για τους καταναλωτές και μια δίκαιη αμοιβή για τους παραγωγούς μέσω της δημιουργίας δικτύων παραγωγών και καταναλωτών και κατάργησης των ενδιάμεσων. Τα χρήματα που χάνουν οι άνθρωποι λόγω της κρίσης θα μπορούσαν σταδιακά να υποκατασταθούν από τον πλούτο που παράγεται μέσω επιτυχημένων εγχειρημάτων ανταλλακτικής οικονομίας, αυτοπαραγωγής (δηλαδή παραγωγής στο σπίτι αντί της αγοράς έτοιμων, βιομηχανοποιημένων, ακριβών ή αμφιβόλου ποιότητας προϊόντων) και γιατί όχι και από τράπεζες χρόνου όπου οι άνθρωποι θα ανταλλάσσουν δωρεάν υπηρεσίες προσφέροντας ο καθένας το χρόνο του και τις ικανότητές του. Τα συνδικάτα θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να συμβάλλουν σε αυτές τις κατευθύνσεις και να καταπολεμήσουν εμπράκτως την ανεργία, υιοθετώντας ως αίτημα την τετραήμερη εργασία -έστω και με μειωμένες αποδοχές που όμως δε θα ξεπερνούν τα ελάχιστα όρια του κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος- και τη μείωση του μη-μισθολογικού κόστους της εργασίας (ασφάλιση, επιδόματα κ.λπ.) που είναι υψηλό στην Ελλάδα. Τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι μια καταφατική απάντηση στη λιτότητα που επιβάλλει η οικονομική συγκυρία, σε αντίθεση με τις αδιέξοδες συνεχείς απεργίες που επιπρόσθετα μειώνουν τα έσοδα που τόσο ανάγκη έχει σήμερα το κράτος. Επιπλέον η εφαρμογή των παραπάνω προτάσεων θα συνιστά και μια παρακαταθήκη για ένα μέλλον με περισσότερη αληθινή κοινωνική αλληλεγγύη, αντίθετα με αυτήν της εμπορευματοποιημένης πρόνοιας που παρέχει ο κατά τον Εντγκάρ Μορέν «φιλάνθρωπος δράκος», δηλαδή το παραδοσιακό κοινωνικό κράτος.
Σύμφωνα με όσα προσπαθήσαμε να πούμε παραπάνω για την έξοδο από την κρίση απαιτείται βαθιά αναδιάρθρωση του αντιπαραγωγικού και σπάταλου κράτους κι αυτό απαιτεί, άμεσα, πρωτογενή πλεονάσματα και περικοπή του δημόσιου τομέα. Αυτό συνεπάγεται εφεδρείες, απολύσεις, αποκρατικοποιήσεις, μειώσεις των στρατιωτικών δαπανών. Αυτά βέβαια πρέπει να υλοποιηθούν με τρόπο που δεν θα διαλύσουν τη δημόσια διοίκηση. Ειδικά οι αποκρατικοποιήσεις θα πρέπει να ξεκινούν από οργανισμούς χωρίς μεγάλη σημασία για την κοινωνία (ΟΠΑΠ, ακίνητα), ενώ σε οργανισμούς που αφορούν βασικά δημόσια αγαθά (νερό, ενέργεια) το κράτος οφείλει να διατηρήσει ισχυρή εποπτεία για χάρη του δημοσίου συμφέροντος, ακόμα κι αν πουλήσει όλες τις μετοχές του.
Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα απαιτεί τη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού από τις υπηρεσίες και το δημόσιο στην παραγωγική οικονομία. Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη -και δεν πρέπει- να στραφεί τόσο στη βιομηχανική παραγωγή όσο στο να αξιοποιήσει τη μικρό-ιδιοκτησιακή δομή που συνέχει την οικονομία της -που συνάδει και με τις σύγχρονες επιταγές του οικολογικού μετασχηματισμού της οικονομίας- καθιστώντας τις περισσότερο καινοτόμες και εξωστρεφείς, ιδίως σε πεδία όπως ο τουρισμός και η αγροτική παραγωγή. Το κράτος πρέπει να ευνοήσει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα μέσα από τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, καθώς επίσης και τη δημιουργία ενός ορθολογικού, και κυρίως σταθερού, φορολογικού συστήματος.
Στο πολιτικό πεδίο απαιτείται ριζική ανανέωση του πολιτικού συστήματος. Τα πρώτα βήματα θα μπορούσαν να αρχίσουν από την εγκαθίδρυση περιορισμών στη δυνατότητα επανεκλογής των βουλευτών (πλαφόν μάξιμουμ δύο βουλευτικών θητειών) και από την κατάργηση των προνομίων και της ασυλίας των βουλευτών και των υπουργών. Αναγκαίος, για την εγκαθίδρυση μια πραγματικής πολιτικής κοινωνίας, είναι ο πλήρης χωρισμός κράτους-εκκλησίας, η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πληρωμή εφεξής των μισθών των ιερέων απευθείας από τους πιστούς (όσοι πιστοί προσέλθετε…). Το κράτος οφείλει να πατάξει τη φοροδιαφυγή και να κυνηγήσει τους φοροφυγάδες που εξάγουν το μαύρο χρήμα στο εξωτερικό, κάτι που ίσως απαιτεί τη δημιουργία ανεξάρτητων αρχών που θα επιφορτιστούν το εν λόγω έργο. Στις βασικές αρχές που σκιαγραφήσαμε θεωρούμε πως θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια πολιτική ατζέντα για την εφαρμογή της οποίας θα έπρεπε μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες να δεσμευτεί τόσο ο ελληνικός λαός όσο και οι πολιτικές δυνάμεις, ώστε να μπορέσει η χώρα να διασωθεί από την κρίση και να παραμείνει στην Ευρώπη. Γιάννης Κορομηλάς Θανάσης Κουραβέλος Άγγελος Νικολόπουλος Θανάσης Πολλάτος Παναγιώτης Σιαβελής Παναγιώτης Τατούλης