Το 2010 ήταν η χρονιά που ξέσπασε η Κρίση στην ευρωζώνη. Κάθε μήνα και μια απόφαση της ΕΕ. Η μια μηνιαία συνέντευξη τύπου διαδεχόταν την άλλη με βαρύγδουπες εξαγγελίες που αρχικά ηρεμούσαν τις αγορές. Όμως μερικές μέρες αργότερα, όλοι συνειδητοποιούσαν ότι τα μέτρα και οι εξαγγελίες ήταν κατώτερες των περιστάσεων. Πιστόλια στο τραπέζι, πακτωλοί νέων δανείων, μνημόνια, μηχανισμοί στήριξης, τίποτα δεν κατάφερε να πτοήσει το κτήνος της Κρίσης. Το φθινόπωρο πια τα spreads ανέβαιναν όσο ακόμα οι ηγέτες μας συσκέπτονταν – δεν τους περίμεναν καν να τελειώσουν και να βγουν για την εθιμοτυπική φωτογραφία.
Επιδοθήκαμε σε ένα μαραθώνιο εξηγήσεων του απλού λόγου που αυτά τα μέτρα δεν είχαν καμία ελπίδα να βάλουν το τζίνι της Κρίσης ξανά μέσα στο λυχνάρι και να το κρατήσουν εκεί ώστε να πάρουμε όλοι μια ανάσα. Κάποια στιγμή, στις σελίδες τούτες, δημοσιεύσαμε (από κοινού με τον Stuart Holland) και μια Πρόταση για την Κρίση (την οποία αγγλιστί την ονομάσαμε A Modest Proposal). Σκοπός μας δεν ήταν βέβαια να υποκαταστήσουμε την πολιτική ηγεσία του τόπου και της ΕΕ αλλά, απλώς, να δείξουμε στους αναγνώστες ότι, αν η ΕΕ θέλει, λύση-πακέτο υπάρχει. Το γεγονός ότι αυτή μας η Πρόταση υιοθετήθηκε από τα Ευρωπαϊκά Συνδικάτα (την ETUC), προσυπεγράφη από έναν τέως πρωθυπουργό της Ιταλίας και έναν τέως Πρόεδρο της Πορτογαλίας, την συζητήσαμε με τον υπουργό οικονομικών της Ιταλίας, έφτασε ακόμα και να δεχθεί θετικό σχολιασμό από τον υπουργό οικονομικών της … Κορέας, αποδεικνύει ένα πράγμα: Οι λογικές προτάσεις δεν πάνε εντελώς χαμένες.
Την εποχή εκείνη, η ευγενής κοινωνία (στην οποία δεν συγκαταλεγόμασταν) θεωρούσε την στάση μας ακραία, καθώς πίστευε ότι δεν υπάρχει λόγος για κάτι παραπάνω από τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις περικοπές, την βελτίωση του κρατικού μηχανισμού και την συνεχιζόμενη προσπάθεια επίτευξης των στόχων του Μνημονίου. Κι όταν θέταμε το ερώτημα του πως θα διαχειριστεί η Ευρώπη την εξελισσόμενη Κρίση εκτός των ελληνικών συνόρων, η απάντηση που εισπράτταμε ήταν απλή: Ο νέος Μηχανισμός Στήριξης (το EFSF), ιδίως αφού μετατραπεί σε μόνιμο μηχανισμό (στο ESM), αρκεί για να διασώσει ένα-διό ακόμα κράτη-μέλη που έχουν ανάγκη. Όταν εμείς επιμέναμε ότι αυτό δεν αρκεί, καθώς η Κρίση εξελίσσεται παράλληλα και στον τραπεζικό τομέα, βρισκόμασταν αντιμέτωποι με την σιωπή. Όταν μάλιστα αναφερόμασταν στους μηχανισμούς αυτούς ως τοξικά κατασκευάσματα, μας κοίταζαν παράξενα. Όταν απορρίπταμε την ιδέα της επαναγοράς χρέους ως άνευ σημασίας, μας θεωρούσαν δύστροπους.
Ξάφνου, κατά τα τέλη Νοεμβρίου, η επιταχυνόμενη Κρίση ανάγκασε τους περισσότερους σχολιαστές και πολιτικούς να κατανοήσουν ότι το πρόβλημα δεν ήταν η αποτελεσματικότητα ή το μέγεθος του ελληνικού δημοσίου αλλά η όλη αρχιτεκτονική του ευρώ που δεν μπόρεσε να αποσβέσει τους κλυδωνισμούς του Μεγάλου Διεθνούς Κραχ του 2008. Έτσι, από τα τέλη του 2010, οι Ευρωπαίοι ηγέτες άρχισαν μιλάνε για την ανάγκη μια Συνολικής Λύσης, μιας λύσης-πακέτο που θα έδινε τέλος στην Κρίση της Ευρωζώνης. Αποτέλεσμα αυτών των υποσχέσεων ήταν να ηρεμήσουν οι αγορές. Τέθηκαν σε αναμονή, καθώς τα κέντρα ευρωπαϊκής εξουσίας διέρρεαν διάφορα σενάρια για το τι θα περιέχει η λύση-πακέτο. Το γεγονός ότι οι διαρροές αυτές αναφέρονταν σε προβληματικά ημίμετρα (τα οποία άγγιζαν τα όρια της ανοησίας) δεν αναίρεσαν το κλίμα αναμονής. Όσο οι αγορές περίμεναν μια κάποια λύση-πακέτο, έδειχναν στωική υπομονή. Αυτή εξανεμίστηκε όταν έγινε προφανές πως οι ευρωπαίοι ηγέτες όχι μόνο δεν συνέκλιναν προς μία λύση-πακέτο αλλά, αντίθετα, απέκλιναν όλο και περισσότερο. Κι όταν ο κ. Τρισέ, ο Διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είδε και αποείδε με τους ηγέτες μας (για χάρη των οποίων εργαζόταν σκληρά ώστε να κρατά, με μεγάλο κόστος, τις αγορές όσο πιο ήρεμες μπορούσε), και προ-ανακοίνωσε την αύξηση των επιτοκίων της ευρωζώνης, ο κύβος ερρίφθη: Οι αγορές τέθηκαν σε συναγερμό, ο πανικός επέστρεψε, τα spreads εκτινάχτηκαν στα ύψη και η Κρίση πήρε μια νέα, βίαιη τροπή.
Σε αυτό το κλίμα, οι ηγέτες μας συσκέπτονται υπό πίεση μπας και τα καταφέρουν τελικά να συμφωνήσουν σε μια λύση-πακέτο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σωστά, φαίνεται διατεθειμένος να μην δώσει στην Γερμανία αυτό που εκείνη ζητά (το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας) αν εκείνη δεν συναινέσει σε μια βιώσιμη λύση-πακέτο για την Κρίση της Ευρωζώνης. Στο προηγούμενο άρθρο μου είχα γράψει ότι ο πρωθυπουργός καλά μεν είπε ότι η λύση-πακέτο είναι το ελάχιστο ζητούμενο της Συνόδου Κορυφής αλλά, από την άλλη, αντί να ξορκίζει την Moody’s για την υποβάθμιση (που σωστά μας έκανε, αν και εγκληματική επιχείρηση) αυτό που έπρεπε να κάνει ο ίδιος είναι να καταθέσει την δική του, συγκεκριμένη πρόταση για το πως βλέπει αυτή την πολυπόθητη λύση-πακέτο. Καθώς είναι άδικο να ζητάς από τον άλλον κάτι που εσύ δεν προσφέρεις, υποσχέθηκα την δική μας, ανανεωμένη, πρόταση όσον αφορά την λύση-πακέτο. Πριν την παρουσιάσω παρακάτω (πατήστε εδώ για την αγγλική της εκδοχή), απαιτείται μια διάγνωση της Φύσης της Κρίσης. Χωρίς καλή διάγνωση, η θεραπεία απειλεί να είναι χειρότερη από την ασθένεια…
Η Φύση της Κρίσης και της έως τώρα Αποτυχίας
Η ευρωζώνη αντιμετωπίζει τρεις κρίσεις ταυτόχρονα: (1) κρίση κρατικών χρεών, (2) κρίση τραπεζικού συστήματος, και (3) κρίση επενδύσεων. (Θα μπορούσα να προσθέσω και μια τέταρτη κρίση: την κρίση των δημοκρατικών θεσμών της ΕΕ, κάτι που έκανα εδώ. Δεν θα το κάνω όμως για να μην προσθέσω κι άλλη έκταση σε ένα ήδη μακροσκελές κείμενο.)
Ο λόγος τώρα που οι έως τώρα πολιτικές και οι νέοι θεσμοί (π.χ. το Ταμείο EFSF, το μέγα δάνειο προς την Ελλάδα κλπ) απέτυχαν να σταματήσουν την Κρίση, είναι απλούστατος: Η ΕΕ προσπάθησε να λύσει την μία από τις τρεις εκφάνσεις της Κρίσης (εκείνη του δημόσιου χρέους), χωρίς να κάνει το παραμικρό για τις άλλες δύο εκφάνσεις της. Λογικό είναι μια τέτοια μερική απάντηση στην Κρίση (ιδίως όταν βασίζεται σε μέτρα που διογκώνουν το πρόβλημα, π.χ. ακριβά δάνεια σε πτωχευμένα κράτη, τα οποία μάλιστα αντλούνται μέσω τοξικών παραγώγων, πολιτική λιτότητας που μειώνει την φορολογική βάση κλπ) να αποτύχει.
Τέσσερεις βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν την λύση-πακέτο
Πρώτον, να χτυπάει και τις τρεις αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις ταυτόχρονα: το χρέος, τις τραπεζικές ζημίες και την έλλειψη επενδύσεων. Δεύτερον, να προβλέπει συμψηφισμό κάποιων από τα χρέη των κρατών-μελών με κάποιες από τις ζημίες των τραπεζών, χωρίς αυτό να σημαίνει γενικό κούρεμα ομολόγων (έτσι ώστε να μην πλήττονται τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ιδιώτες μικρο-ομολογιούχοι). Τρίτον, η λύση-πακέτο να μην απαιτεί χρηματοδότηση από τον Γερμανό, τον Ολλανδό ή τον Φιλανδό φορολογούμενο. Τέλος, η λύση-πακέτο να μην απαιτεί μεγάλες θεσμικές αλλαγές στην ΕΕ (π.χ. ομοσπονδοποίηση) που, από πλευράς πολιτικού κόστους, είναι αδύνατες. Υπάρχει λύση-πακέτο που να πληροί και τις τέσσερις αυτές αρχές; Πιστεύουμε πως ναι. Και είναι η εξής, αποτελούμενη από τρεις πολιτικές (μια για κάθε έκφανση της Κρίσης) που πρέπει όμως να εφαρμοστούν από κοινού:
1η Πολιτική – Η λύση της Κρίσης Χρέους: Αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης χωρίς κόστος για τους φορολογούμενους είτε του ευρωπαϊκού Βορρά είτε του Νότου. (Φορέας: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα)
Η ΕΚΤ να λειτουργήσει ως μοχλός που βοηθά την ευρωζώνη να μειώσει το συνολικό δημόσιο χρέος αλλά και να θέσει το χρέος των υπερχρεωμένων κρατών-μελών σε μια διαχειρίσιμη πορεία. Η βασική ιδέα είναι, κατόπιν αίτησης μιας χώρας, το κατά-Μάαστριχτ νόμιμο χρέος της (δηλαδή ομόλογά της ίσης αξίας με το 60% του ΑΕΠ της χώρας) να περάσει στην ΕΚΤ. Ο τρόπος είναι απλός: Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι ομολογιούχοι δύνανται να εγγράψουν σε μια συγκεκριμένη υπηρεσία της ΕΚΤ το 40% των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που κατέχουν (καθώς το 60% του ΑΕΠ μας αντιστοιχεί περίπου στο 40% των ελληνικών ομολόγων). Αυτά τα ομόλογα πλέον τα εξυπηρετεί η ΕΚΤ. Για να το πράξει αυτό, εκδίδει η ίδια δικά της 10ετή ή και 30ετή ακόμα ομόλογα (ευρωομόλογα ή e-bonds) αρκετής αξίας ώστε να εξυπηρετείται το συγκεκριμένο ελληνικό χρέος. Σημειωτέον ότι τα ελληνικά ομόλογα που θα περάσουν με αυτόν τον τρόπο στην ΕΚΤ θα έχουν διαφορετικές ημερομηνίες λήξης. Κάποια θα λήγουν γρήγορα, άλλα σε 3 ή 5 ή 8 χρόνια. Το ελληνικό δημόσιο εξακολουθεί να χρωστά τα χρήματα αυτά στην ΕΚΤ μόνο που του δίνεται η δυνατότητα να τα αποπληρώνει σε βάθος χρόνου και με επιτόκια που αντανακλούν εκείνα που εξασφάλισε η ΕΚΤ πουλώντας τα ευρωομόλογά της (επιτόκια της τάξης του 3%). Στην πράξη, η ΕΚΤ θα ανοίξει δανειακό λογαριασμό για το ελληνικό δημόσιο στον οποίο το κράτος μας θα καταβάλει ανά εξάμηνο τέτοια ποσά αποπληρωμής ώστε το κόστος αυτής της ουσιαστικής αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους για την ΕΚΤ να είναι μηδενικό μακροπρόσθεσμα. Να λοιπόν πως μπορεί να γίνει ουσιαστική αναδιάρθρωση χωρίς να πληρώσει δεκάρα ούτε ο Γερμανός φορολογούμενος αλλά ούτε και το ΙΚΑ (που κατέχει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου).
Το παραπάνω θεσμικό πλαίσιο δίνει και άλλες δυνατότητες στην ΕΚΤ. Π.χ. κάθε φορά που μια τράπεζα ζητά από την ΕΚΤ ρευστότητα (δηλαδή ζεστό χρήμα) χωρίς να έχει εχέγγυα της προκοπής (π.χ. όπως κάνουν πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες σήμερα), η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από αυτές να ‘σκίζουν’, ως αντάλλαγμα, ένα μέρος των ομολόγων που κατέχουν της Ελλάδας, της Ιρλανδίας κλπ. Η ίδια η ΕΚΤ μπορεί να χρεώνει τον δανειακό λογαριασμό της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας με ένα ποσοστό αυτών των διαγραμμένων χρεών (ώστε να καλύπτει τα κόστη της) όμως και οι χώρες αυτές θα βλέπουν το συνολικό τους χρέος να μειώνεται.
2η Πολιτική – Η λύση της Κρίσης Τραπεζικού Συστήματος: Καθάρισμα των βιβλίων των τραπεζών από τοξικά παράγωγα και προβληματικά κρατικά ομόλογα (Φορέας: Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – EFSF)
Οι τράπεζες τις ευρωζώνης είναι γεμάτες με χαρτιά άνευ αξίας, τοξικά παράγωγα και κρατικά ομόλογα (πχ. ελληνικά ή ιρλανδικά) τα οποία φοβούνται ότι δεν θα πληρωθούν ποτέ στο ακέραιο. Αυτό κάνει τις τράπεζες να κηρύττουν στάση δανεισμού απέναντι σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενισχύοντας τις υφεσιακές δυνάμεις που καθηλώνουν την Ευρώπη. Η ιδέα εδώ είναι απλή: Να υποχρεωθούν οι τράπεζες σε έναν σοβαρό λογιστικό έλεγχο (stress tests) που να παίρνει ως δεδομένο ένα κούρεμα των τοξικών της τάξης του 90% και ένα αντίστοιχο κούρεμα των ομολόγων των υπερχρεωμένων κρατών της τάξης του 30% με 50%. Στόχος αυτού του ελέγχου είναι να υπολογιστεί το νέο κεφάλαιο που απαιτείται για να μην κηρυχθούν πτωχευμένες ώστε, μετά τον υπολογισμό αυτόν, να τεθούν υπό το εξής δίλημμα: Είτε εκδίδουν νέες μετοχές σε βαθμό που να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια από επενδυτές είτε, σε περίπτωση που δεν τα καταφέρουν, να αποδεχθούν τα κεφάλαια αυτά από το EFSF με αντάλλαγμα μετοχές που θα παρακρατήσει το EFSF εκ μέρους των ευρωπαίων φορολογούμενων. Έτσι, οι τράπεζες εξυγιαίνονται και, κάποια στιγμή, το EFSF πουλάει τις μετοχές αυτές με κέρδος, το οποίο καλύπτει τα κόστη λειτουργίας του.
3η Πολιτική – Η λύση της Κρίσης Επενδύσεων: Ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη (Φορέας: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο)
Η 1η και η 2η Πολιτική θα βοηθήσουν να καταλαγιάσει εντυπωσιακά η Κρίση. Όμως τίποτα δεν μπορεί να την δαμάσει μιας δια παντός όσο η ισομερής ανάπτυξη. Τα τελευταία χρόνια οι επενδύσεις, γενικά στην ευρωζώνη, κινούνται σε χαμηλά επίπεδα και, ειδικότερα, έχουν καταβαραθρωθεί στην περιφέρεια. Αποτέλεσμα είναι η ευρωζώνη στο σύνολό της να χωλαίνει καθώς οι προβληματικές της περιοχές και χώρες λειτουργούν σαν βαρίδια που της μειώνουν την συνολική δυναμική. Μια τέτοια συγκυρία απαιτεί σημαντικές επενδύσεις που οι τράπεζες, ακόμα και μετά την εξυγίανση που θα φέρει η 2η Πολιτική, δεν θα χρηματοδοτήσουν.
Για αυτόν τον σκοπό υπάρχει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η ΕΤΕπ. Η ΕΤΕπ έχει αστείρευτες χρηματοδοτικές ικανότητες και είναι ‘ταγμένη’ στην δημιουργία υποδομών αλλά και στην προαγωγή της κοινωνικής συνοχής μέσα πό επενδυτικά project που στοχεύουν στην υγεία, στην παιδεία, στις οικολογικές τεχνολογίες, στην αναμόρφωση των αστικών περιοχών (που τόσο ανάγκη έχουμε) κλπ. Το μόνο που σταματά την ΕΤΕπ από το να εκπονήσει ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη είναι το γεγονός ότι η ΕΤΕπ μπορεί να συγχρηματοδοτήσει μόνο το 50% ενός επενδυτικού έργου. Όμως το άλλο 50% πρέπει να έρθει από τον κρατικό προϋπολογισμό του κράτους-μέλους. Και επειδή τα κράτη-μέλη, ιδίως τα υπερχρεωμένα τα οποία έχουν την μέγιστη ανάγκη από επενδύσεις, δεν έχουν τα χρήματα για αυτό το 50%, η επένδυση απλώς δεν γίνεται.
Πως μπορεί να απεγκλωβιστεί η επενδυτική ικανότητα της ΕΤΕπ; Πολύ απλά, επιτρέποντας τα κράτη-μέλη να αντλούν το δικό τους 50% από τον δανειακό λογαριασμό που έχουν στην ΕΚΤ (βλ. 1η Πολιτική πιο πάνω) χωρίς αυτά τα δάνεια να προσμετρούνται στο εθνικό χρέος εφόσον το project έχει εγκριθεί από την ΕΤΕπ. Έτσι, η ΕΤΕπ μπορεί, με μια απλή θεσμική αλλαγή που δεν απαιτεί τροποποιήσεις των βασικών Συνθηκών της ΕΕ, να μετατραπεί στον μηχανισμό που θα επενδύει τα πλεονάσματα της ευρωζώνης σε παραγωγικές μονάδες λειτουργώντας έτσι ως ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ για την μετά την Κρίση ευρωζώνη.
Επίλογος
Στις παραπάνω γραμμές θελήσαμε να δώσουμε μια νότα αισιοδοξίας. Να δείξουμε ότι υπάρχει απάντηση στο ερώτημα: “Καλά, και ο έλληνας πρωθυπουργός, τι πρόταση για λύση-πακέτο θα μπορούσε να παρουσιάσει στην Σύνοδο Κορυφής;” Θεωρώ ότι μια τέτοια πρόταση θα έφερνε την κα Μέρκελ σε δύσκολη θέση. Δεν απαιτεί ούτε ένα ευρώ από τον Γερμανό φορολογούμενο. Δεν βασίζεται σε περαιτέρω δανεισμό των ισχυρών για να βοηθηθούν οι σπάταλοι ανίσχυροι. Απαιτεί από τις πτωχευμένες τράπεζες να πληρώσουν ένα μέρος της Κρίσης (όπως ζητά εδώ και καιρό η κα Μέρκελ) και να εξυγιανθούν είτε από μόνες τους είτε αποδεχόμενες κρατικά κεφάλαια που θα τις βοηθήσουν να ορθοποδήσουν πριν ξανα-ιδιωτικοποιηθούν. Τέλος, προωθεί νέα δάνεια μόνο στον βαθμό που συνεισφέρουν σε παραγωγικές επενδύσεις από τις οποίες κερδίζουν όλοι οι Ευρωπαίοι.
Εν συντομία, η πρότασή μας δείχνει ότι το πρόβλημα επιδέχεται τεχνοκρατικής λύσης που είναι, συνάμα, δίκαιη και ορθή. Οπότε θέτει τους έχοντες την εξουσία προ του αμείλικτου ερωτήματος: Γιατί δεν βρίσκετε, αν όχι αυτή την λύση-πακέτο, μια αντίστοιχη;
ΥΓ. Πολλές από τις τεχνικές πτυχές της πρότασής αυτής παρέχονται στην αγγλική της έκδοση εδώ.
11/03/2011
με τον Stuart Holland
ΠΗΓΗ: