Το Παράδειγμα των αυτοδιαχειριζόμενων κήπων της Νέας Υόρκης
”Το αμερικανικό αστικό οικόπεδο με τα σκουριασμένα του κονσερβοκούτια, τα σπασμένα του γυαλιά και τα σκουπίδια του διασκορπισμένα χαοτικά ανάμεσα σε αγριόχορτα και χαμόκλαδα, αντανακλά σε μικρογραφία τα λεηλατημένα υπολείμματα δασών, υδάτινων οδών, ακρογιαλιών και κοινοτήτων.»
(M. Bookchin, Τα Όρια της Πόλης)
Στη Νέα Υόρκη, μια μεγαλούπολη η οποία για πολλούς ανθρώπους αντιπροσωπεύει αυτό που δε θα έπρεπε να είναι ο πλανήτης Γη, χιλιάδες κάτοικοι έχουν κατά καιρούς αναλάβει την πρωτοβουλία να μεταμορφώσουν αχρησιμοποίητα κομμάτια γης σε κοινοτικούς κήπους. Στη Νέα Υόρκη των μέσων της δεκαετίας του ΄90, υπήρχαν 11000 άδεια κομμάτια γης στην ιδιοκτησία της πόλης. Μόνο στο Χάρλεμ, η πόλη έχει στην ιδιοκτησία της 1500 τέτοιους χώρους και 1800 εγκαταλελειμμένα κτίρια. Αυτά τα άδεια οικόπεδα ήταν γεμάτα σωρούς από σκουπίδια. Σε αρκετές περιπτώσεις, ομάδες κατοίκων από τη γύρω περιοχή πήραν την πρωτοβουλία να μεταμορφώσουν τους χώρους αυτούς σε ζώνες πρασίνου. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄90, στη Νέα Υόρκη, υπήρχαν περίπου 700 κοινοτικοί κήποι συνολικής έκτασης σχεδόν 800 στρεμμάτων, έκταση δηλαδή τέσσερις φορές μεγαλύτερη από το βοτανικό κήπο του Μπρούκλιν. Ακούγεται αρκετό, ωστόσο δεν καλύπτει ούτε το ένα δέκατο των άδειων χώρων της πόλης. Η δημιουργία και η διατήρηση τέτοιων κήπων απελευθέρωσε μια εκπληκτικά θετική κοινωνική δυναμική. Γείτονες γνωρίζονται μεταξύ τους, Πορτορικανοί, Αγγλοσάξωνες, Δομινικανοί, Κολομβιανοί, Πολωνοί και μετανάστες άλλων εθνικοτήτων δουλεύουν μαζί φυτεύοντας δέντρα και κηπευτικά, ζωγραφίζοντας επιβλητικές τοιχογραφίες, επενδύοντας χρήματα και μόχθο, οργανώνοντας ρεσιτάλ ποίησης και συναυλίες τζαζ. Με λίγα λόγια κάνουν τα πάντα για να συντηρήσουν και να φροντίσουν αυτούς τους κήπους οι οποίοι κατάφεραν να γίνουν το μέσο για την κοινωνική οργάνωση, την πολιτιστική αναγέννηση, την οικολογική ανάπλαση και τη διανοητική ανύψωση.
Δεν μετατράπηκαν όμως όλα τα οικόπεδα σε κήπους. Άλλα έγιναν παιδικές χαρές, χρησιμοποιώντας ανακυκλωμένα υλικά για τον εξοπλισμό τους. Αρκετά από τα οικόπεδα τα ανέλαβαν τα τοπικά σχολεία για να τα χρησιμοποιήσουν ως εκπαιδευτικά κέντρα, όπου οι νέοι της κάθε περιοχής έκαναν μαθήματα γεωργίας και οικολογίας. Η μεταμόρφωση των οικοπέδων βοήθησε στην επανένταξη του φυσικού κόσμου μέσα σε αυτές τις κοινότητες του γκέτο.
Οι ομάδες των καλλιεργητών – αξιοποιώντας τις προγονικές παραδόσεις της η κάθε μια – κατάφεραν να αντλήσουν από όλα τα στρώματα της κοινότητας (νέοι, γέροι κλπ.) που συχνά μένει αποκομμένη από τη διαδικασία ανάπτυξης. Οι κήποι έδωσαν φρέσκα, υγιεινά, οργανικά προϊόντα, βελτιώνοντας τη διατροφή και μειώνοντας το κόστος της τροφής για τους καλλιεργητές της κοινότητας. Αυτό ενίσχυσε την αυτοδυναμία της κοινότητας με ένα σημαντικό συμβολικό τρόπο και η εκπαίδευση στις καλλιέργειες οδήγησε σε σχέδιά για την επέκτασή τους με την κατασκευή θερμοκηπίων στις ταράτσες.
Οι κάτοικοι που έλαβαν μέρος σε τέτοιες κινήσεις συνδύασαν την κριτική ανάλυση των προβλημάτων τους με την άμεση δράση. Ήταν απλές πράξεις μα τα αποτελέσματά τους ήταν βαθύτατα. Τα οικόπεδα αρχικά μεταμορφώθηκαν από ανθρώπους που κινούνταν από τη βαθιά ανάγκη να αναμορφώσουν το περιβάλλον τους. Ενήργησαν χωρίς την επίσημη άδεια της πόλης? στην πραγματικότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήρθαν σε αντίθεση με τις αρχές της πόλης.
Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στο έργο, απέκτησαν μια αίσθηση υπερηφάνειας και επιτυχίας. Ορισμένες μάλιστα συμμορίες νέων αναμίχθηκαν στο κίνημα.
Χωρίς να θέλουμε να εκθειάσουμε τα όσα συνέβησαν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού (ας μην ξεχνάμε, πολλές απ’ αυτές τις προσπάθειες έχουν σημαντικούς δεσμούς με τον ανορθολογισμό, καθώς διάφοροι πολίτες μετέτρεψαν αρκετούς κήπους σε τόπους θρησκευτικής λατρείας) δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως κάτι σημαντικό συνέβη εκεί: οι άνθρωποι είδαν πως όταν θέλουν να πετύχουν κάτι, αυτό θα γίνει με δικιά τους πρωτοβουλία και οργάνωση. Αναγνωρίζουμε ότι οι προσπάθειες αυτές είναι αποσπασματικές και στην πλειοψηφία τους δεν περιέχουν επαφή με την πολιτική αρένα, ωστόσο έχουν να μας δείξουν κάτι, κι αυτό είναι ότι οι σύγχρονοι πολίτες δεν είναι πλήρως αποβλακωμένοι. Ακόμη και μέσα από τη μερικότητα τέτοιων κινήσεων, η ανάγκη πολλών ατόμων να νοιώσουν πως ανήκουν σε μια κοινότητα (γεωγραφικά και όχι εθνικά ορισμένη) είναι προφανής.
Οι κήποι της Νέας Υόρκης είναι μικρόσκοσμοι δημοκρατίας όπου οι άνθρωποι καθιερώνουν μια αίσθηση κοινότητας και συνάμα μια αίσθηση ότι ανήκουν στη γη.
Τέτοιες πρωτοβουλίες ήρθαν μέσα από την ίδια την κοινότητα, από έναν ντόπιο πυρήνα που ανέλυσε το πρόβλημα και αναζήτησε μια ανασχηματιστική λύση. Δεν περίμεναν από τις αρχές της πόλης να προσφέρουν τις λύσεις? δημιούργησαν τις δικές τους. Διεκδίκησαν από τις αρχές την υλική βάση της κοινότητάς τους, τη γη. Τα παραπάνω είναι προφανές πως ενοχλούν την εξουσία (σε όποια μορφή κι αν έχει λάβει στη συγκεκριμένη περίσταση). Δεν είναι τυχαίο πως ο γνωστός Ρούντολφ Τζουλιάνι – σε αγαστή συνεργασία με τους πολιτικούς συμμάχους του, τις εταιρείες ανοικοδόμησης, τους ιδιοκτήτες ακινήτων και διάφορους άλλους κερδοσκόπους – πρωτοστάτησε το 1977 στην ισοπέδωση με μπουλντόζες ενός από τους πλέον φημισμένους τέτοιους κήπους. Αξίζει ν΄ αναφερθεί ότι αφορμή για την επίθεση που έκανε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, το 1968, η εθνοφρουρά χρησιμοποιώντας δακρυγόνα, σφαίρες και ελικόπτερα ενάντια στους άοπλους φοιτητές στάθηκε η προσπάθεια των τελευταίων να μετατρέψουν ένα άδειο οικόπεδο σε Δημοτικό Πάρκο.
Υποσημείωση: οι πληροφορίες για τη δημιουργία κοινοτικών κηπων στη Ν. Υόρκη προέρχονται από το κείμενο τουCarmelo Ruiz Guerilla Gardens and Urban Ecology, το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων με τίτλο ”Anarchy in Action”.
Η Περίπτωση της Αθήνας
”Το να υλοποιήσεις την ελευθερία σημαίνει πριν απ΄ όλα ν΄ αφαιρέσεις από έναν αλλοτριωμένο πλανήτη μερικά τμήματα της επιφάνειάς του.”
(Α.Κοtanyi – R.Vaneigem, Στοιχειώδες πρόγραμμα του γραφείου Ενωτικής Πολεοδομίας)
Υπάρχουν άραγε τρόποι να πολεμήσουμε την κυριαρχία της αστικής πολεοδομίας μέσα σ΄ ένα τεράστιο χωνευτήρι όπως είναι μια μεγαλούπολη; Μπορεί να αναγεννηθεί η έννοια αλλά και η μορφή του Δημόσιου χώρου τη στιγμή που το κράτος επιβάλλεται μέσα από την πολεοδομική και την αστυνομική καταστολή σε κάθε γωνιά της πόλης, ενώ η οικονομία της αγοράς έχει μετατρέψει τους δρόμους και τις πλατείες σε τόπους λατρείας της κατανάλωσης και του εμπορεύματος; υπάρχουν σημεία στην πόλη που δύνανται να αναδειχτούν σε χώρους ελευθερίας όταν όλη οι δρόμοι της μεγαλούπολης ελέγχονται από εκατοντάδες κάμερες και χιλιάδες κρατικούς, δημοτικούς και ιδιωτικούς αστυνομικούς, ενώ οι πλατείες έχουν καταληφθεί από τα τραπεζάκια των καφετεριών; πού μπορούν οι άνθρωποι να συνευρεθούν και να επικοινωνήσουν σε ανοιχτό δημόσιο χώρο δίχως αυτή η συνεύρεση να σχετίζεται με την οποιαδήποτε εμπορευματική διαδικασία; πώς μπορεί να σπάσει η εξατομίκευση και η ιδιώτευση που επιβάλει η αστική πολεοδομία και ο μητροπολιτικός τρόπος ζωής; πού μπορούν να βρεθούν τα χωροταξικά σημεία εκείνα που να είναι γνώριμα, προσεγγίσιμα καθημερινά και ζωντανά στους ανθρώπους ώστε να πάρει και οστά η έννοια της κοινότητας;
Το παράδειγμα των εκατοντάδων κοινοτικών κήπων που δημιούργησαν κάτοικοι της Ν. Υόρκης στις γειτονιές τους αποτελεί μία από τις μορφές έμπρακτης απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα.
Θεωρούμε πως τέτοια σημεία, προκειμένου να μπορούν ν΄ αποτελέσουν ζωντανά σημεία συνεύρεσης για ανθρώπους με κοινά προβλήματα και βιώματα, μπορούν να δημιουργηθούν σε επίπεδο συνοικίας ή γειτονιάς στα πλαίσια της δραστηριοποίησης αυτόνομων τοπικών συλλογικοτήτων.
Η κατάληψη ή η ενοικίαση με χαμηλό αντίτιμο άδειων οικοπέδων και η διαμόρφωσή τους σε αυτοδιαχειριζόμενους κήπους μπορεί να επιτευχθεί από πρωτοβουλίες ριζοσπαστών κατοίκων που ζουν στην ίδια περιοχή. Η μετατροπή τέτοιων οικοπέδων σε κήπους μπορεί να φέρει σε επαφή τον κάτοικο της μεγαλούπολης έστω και μ΄ ένα κομμάτι της γης όχι μέσα από μία εκδρομική ή ακόμα χειρότερα τουριστική αντιμετώπιση αλλά σαν ένα γεγονός ζωντανό στην καθημερινή του ζωή. Τα σημεία αυτά μπορεί να πάψουν να αποτελούν πάρκινγκ για τα αυτοκίνητα και να αποτελέσουν κέντρα γνώσης για πράγματα που οι άνθρωποι της μεγαλούπολης στάθηκε αδύνατο να μάθουν αλλά και κέντρα παραγωγής μιας μικρής μερίδας των τροφίμων τους από τους ίδιους. Η δημιουργία τέτοιων κήπων, σε περιοχές όπου ακόμα διατηρείται η έννοια αλλά και το χρώμα της γειτονιάς, μπορεί να επιφέρει ουσιαστικές βελτιώσεις στο αστικό περιβάλλον, αναζωπυρώνοντας την ιδέα της εναρμονισμένης πόλης με το φυσικό περιβάλλον (η ουτοπία της Κηπούπολης) και ασκώντας έμπρακτη κριτική στην αστική πολεοδομία (η πραγματικότητα της τσιμεντούπολης). Ακόμα όμως και σε περιοχές όπου οι πολυκατοικίες δεν έχουν αφήσει χώρο παρά για την αρτηριοσκληρωτική κυκλοφορία των αυτοκινήτων, πιθανότατα υπάρχουν ακόμα κάποια ”τυφλά” σημεία, κατάλληλα για οικειοποίησή τους από κάποια αυτόνομη πρωτοβουλία των γύρω κατοίκων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης αποτελεί η κατάληψη του κτήματος στη συμβολή των οδών Πάτμου και Καραβία στα Κάτω Πατήσια, σε μια περιοχή της Αθήνας κυριολεκτικά πηγμένη από το τσιμέντο. Στο κτήμα αυτό, εδώ και δέκα χρόνια, οι καταληψίες κάτοικοι έχουν δημιουργήσει έναν μοναδικό ανοιχτό χώρο συνεύρεσης για τη γειτονιά, χρησιμοποιώντας τους διαθέσιμους κτιριακούς χώρους, φροντίζοντας τις δεκάδες των δέντρων και εκτρέφοντας πουλερικά.
Κι αν δεν υπάρχουν οι χώροι ή οι διαθέσεις για τη δημιουργία κήπων στην μεγαλούπολη, υπάρχουν αρκετά κτίρια – μονοκατοικίες σε κάθε περιοχή που θα μπορούσαν να διαμορφωθούν σε τόπους συνάντησης (στέκια) από αυτόνομες τοπικές πρωτοβουλίες. Τέτοιοι χώροι μπορούν να λειτουργήσουν ”ως πεδία ΘΕΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ που διασφαλίζει την ουσιαστική συμμετοχή, την αυτόνομη συλλογικοποίηση και την αντίστοιχη ευθύνη…”(Ευτοπία, τ. 4), γεγονός άλλωστε που συμβαίνει με τα ήδη υπάρχοντα στέκια σε συνοικίες της Αθήνας αλλά και σε ορισμένες επαρχιακές πόλεις.