Η σοβούσα πολιτοικονομική κρίση απορρέει από τη συστημική δυναμική του νεοφιλελεύθερου διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Συνάμα καταφέρει και συντριπτικά κατάγματα εναντίον του νομικού πολιτισμού, που συνδέεται με τις αρχές του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου. Αυτό με τη σειρά του εκτρέφει αντικειμενικές συνθήκες για ένταση της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας. Άρα και όξυνση της κοινωνικής δυσαρέσκειας και εκδηλώσεις πολιτικής ανυπακοής.
Συγχωρείται όμως πολιτική ανυπακοή σε συντεταγμένη πολιτεία, έστω και υπό όρους; Ή μήπως οι πολίτες υπέχουν καθήκον να τηρούν τους νόμους άνευ ετέρου, μόνο και μόνο επειδή θεσπίσθηκαν από τη νομοθετική εξουσία, ανεξάρτητα από το δίκαιο ή άδικο περιεχόμενο των νόμων;
Πριν απ’ όλα, αρμόζει να τεθούν κάποιοι βασικοί όροι προς απάντηση του ερωτήματος. Αυτοί ανατρέχουν στις προϋποθέσεις για ουσιαστική νομιμοποίηση του δικαιοπολιτικού συστήματος. Οπότε προϋποτίθενται της εκάστοτε κειμένης νομιμότητας και τη δεσμεύουν ηθικοπολιτικά. Τίθενται δε αμφίπλευρα, υπό τη συμβολική μορφή ενός κοινωνικού συμβολαίου. Από τη μία μεριά αξιώνεται οπωσδήποτε πολιτική υπακοή των εξουσιαζομένων. Ενώ από την άλλη, ταυτόχρονα, ζητείται πολιτική δέσμευση των κυβερνώντων στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης.
Και οι μεν και οι δε, άλλωστε, λογίζονται ως πολίτες ισότιμοι κι ελεύθεροι. Επειδή υπόκεινται στους νόμους εξ ίσου, «δικαίωμα» ανυπακοής δεν μπορεί να υπάρξει, τυπικά και κατά κυριολεξία. Διότι κάτι τέτοιο θα αναιρούσε την ίδια τη βάση μιας νομιμότητας άξιας υπακοής. Τι δέον γενέσθαι όμως, εάν η νομιμότητα εμφανίζει σοβαρό έλλειμμα νομιμοποίησης; Αυτό που λησμονούν οι κήρυκες της άνευ όρων υποταγής των πολιτών στον «νόμο και την τάξη» είναι τούτο. Κατ’ αρχάς πρόκειται μάλλον για συντηρητική παρά φιλελεύθερη στάση. Ο φιλελευθερισμός ήδη από τη γέννησή του, πρωτίστως με τον Τζων Λοκ, διακήρυξε την ελευθερία των πολιτών να αντιταχθούν ενεργά στην κρατική εξουσία, οσάκις αυτή παραβιάζει κατά συρροή τα απαράγραπτα δικαιώματά τους. Εφόσον πρόκειται για αυταρχικό πολίτευμα, τούτο είναι ευνόητο. Εάν όμως το ισχύον πολίτευμα είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία, άραγε νομιμοποιούνται οι πολίτες να τραπούν σε αντίσταση απέναντι σε ό,τι θεωρούν ως κρατική αυθαιρεσία;
Ιδίως εάν πρόκειται για πολίτευμα έμμεσης (αντιπροσωπευτικής) δημοκρατίας, οι εξουσιαζόμενοι διατηρούν έναν απαραχώρητο πυρήνα συλλογικής αυτονομίας. Απεναντίας, στο υποθετικό υπόδειγμα άμεσης δημοκρατίας, οι πολίτες θα μετείχαν αυτοπροσώπως στην ίδια την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Οπότε κανονικά δύσκολα θα μπορούσε να ανακύψει ανάλογο πρόβλημα. Ωστόσο, ακόμη και σε πλαίσιο αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η νομοθέτηση και οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να είναι νομιμοποιημένες. Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός πρότεινε ως κύριο κριτήριο νομιμοποίησης, ότι πρέπει αυτές να λαμβάνονται με τέτοιον τρόπο, ωσάν οι πολίτες να μπορούσαν να μετέχουν στη λήψη των αποφάσεων ως συννομοθέτες.
Κατά συνέπεια, όταν εξαπολύονται καταπατήσεις της πολιτικής δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, του κοινωνικού κράτους, ως κρούσματα κρατικής αυθαιρεσίας, οι πολίτες αναμφίβολα νομιμοποιούνται να αντιδράσουν. Σε δημοκρατικό πολίτευμα η πολιτική ελευθερία συμπεριλαμβάνει τον αδιάλειπτο έλεγχο εκ των κάτω στην άσκηση των κρατικών λειτουργιών. Περικλείει επομένως και τη δυνατότητα των πολιτών να εκδηλώνουν είτε ατομικά είτε από κοινού κοινωνική ή πολιτική διαμαρτυρία για την προάσπιση κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και θεμιτών συμφερόντων τους.
Σε τέτοιο ενδεχόμενο, ακόμη και στάση –όχι «δικαίωμα»– πολιτικής ανυπακοής μπορεί να καταστεί θεμιτή απέναντι σε άδικα θέσμια ή επικίνδυνες κυβερνητικές επιλογές. Υπό τον όρο ότι: α) θίγονται αναγκαίες παράμετροι του κοινού βίου, θεσμικοί όροι της κοινωνικής συνεργασίας και συνοχής ή το καλώς νοούμενο δημόσιο συμφέρον. Και β) η αντίδραση αυτή των πολιτών είναι δημόσια, εύλογη και υπό δική τους ευθύνη.
Τέτοια αντίδραση γίνεται θεμιτή, ιδίως όποτε: α) προσβάλλονται θεμελιώδεις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες τμημάτων της κοινωνίας. β) Σημειώνεται ουσιαστικό έλλειμμα δημοκρατίας στη λειτουργία του πολιτεύματος. γ) Η κυρίαρχη πολιτική αποδεικνύεται ανίκανη να θέσει θεσμικούς φραγμούς στην ταξική εκμετάλλευση των κοινωνικά ασθενεστέρων, στην καταστροφή του περιβάλλοντος ή τη διασπάθιση δημόσιων αγαθών.
Επομένως, η πολιτική υπακοή είναι αλληλένδετη με την υποχρέωση των κρατούντων να σέβονται εμπράκτως τις θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών. Να διευκολύνουν τη δημοκρατική άσκηση του συλλογικού αυτοκαθορισμού. Να διασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή κοινωνική προστασία των πολιτών με δεσμούς αλληλεγγύης. Στο βαθμό που οι κρατούντες αθετούν ή παραβιάζουν κατάφωρα τις αρχές αυτές, εναπόκειται στους πολίτες να επιδείξουν ανυπακοή απέναντι σε όσους θίγουν αυθαίρετα τους υλικούς και θεσμικούς όρους του κοινού βίου.
Τι άλλο, δηλαδή, μπορεί να αναμένουν οι κρατούντες, όταν εξ αντικειμένου χάνεται η νομιμοποίηση της εξουσίας τους στη συνείδηση της κοινωνίας; Εκτός κι αν επιλέξουν τον δρόμο της ανοιχτής πια καταστολής, της ωμής κρατικής βίας. Αλλά τότε πλέον, όσο κι αν επικαλούνται επιλεκτικά τον «νόμο και την τάξη», το «δίκηο» θα βρίσκεται στην αντίπερα πλευρά. Αυτό συμβαίνει, όταν οι πολίτες καταφρονούνται κατ’ εξακολούθηση από την άρχουσα τάξη και τους κυβερνώντες περίπου ως ανδράποδα ή υποζύγια. Το μάθημα της Ιστορίας βρίθει από εύγλωττα παραδείγματα πάνω σ’ αυτό.
*Ο Κ. Σταμάτης είναι καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ.