Το φαινόμενο της ανυπακοής σε επιταγές της εξουσίας που θεωρούνται άδικες είναι τόσο παλιό όσο η περίφημη ανυπακοή του Προμηθέως στην εντολή του Δία να μην αποκαλύψει στους ανθρώπους τη χρήση της φωτιάς. 

Η Αντιγόνη του Σοφοκλή [1] αποτελεί ασφαλώς το πιο λαμπρό παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής, ενώ αντίθετα στον Κρίτωνα του Πλάτωνος, ο Σωκράτης μας δίνει το πιο λαμπρό παράδειγμα υπακοής σε μια άδικη αλλά νομότυπη καταδίκη.

Τα δύο έργα επιδέχονται διάφορες αναγνώσεις και έχουν άλλωστε σχολιασθεί από επιφανείς διανοητές της ανθρώπινης σκέψης που έχουν επισημάνει πολύ πιο σύνθετα στοιχεία από την σχηματική αντιπαράθεση υπακοής και ανυπακοής στους νόμους. 

 

Ο Σωκράτης π.χ. είναι βέβαιο ότι σε άλλες περιστάσεις, πάλι με κίνδυνο της ζωής του, δεν δίστασε να αψηφίσει εντολές της πόλεως που θεωρούσε άδικες. Όπως έχει παρατηρήσει ο Γ. Βλαστός, στο Κρίτωνα το βασικό ζήτημα δεν είναι η ανυπακοή στους νόμους αλλά η άρνηση αποδοχής μιας πράξης ατιμωτικής, της δωροδοκίας των φρουρών, στην οποία ο Σωκράτης δεν μπορεί να συναινέσει [2]. Παρόλα αυτά, δεν είναι άτοπο να εξετάσουμε εδώ την Αντιγόνη και τον Σωκράτη ως δύο αντίθετες και παραδειγματικές στάσεις έναντι άδικων επιταγών της εξουσίας 

Η Αντιγόνη παραβιάζει τις εντολές του Κρέοντος αντιτάσσοντας την υποχρέωση υπακοής της σε ένα αλλο, κατά τη γνώμη της, ανώτερο δικαιικό σύστημα. «[Δεν] μπορούσα να φανταστώ ότι τα δικά σου κηρύγματα έχουν τόση δύναμη, ώστε μπορείς εσύ αν και θνητός να υπερνικήσεις τους άγραφους και ατράνταχτους νόμους των θεών. Γιατί δεν υπάρχουν αυτά σήμερα μόνο και χτες αλλά αιώνια ισχύουν…» [3]. 
Η ανυπακοή της γίνεται φανερά· στην προτροπή της Ισμήνης να κρατήσουν μυστικό το σχέδιό της απαντά: «Αλίμονο, λέγε το φανερά· πολύ πιο μισητή θα είσαι αν σιωπήσεις, αν σ’ όλους δεν διαλαλήσεις τούτα εδώ» [4], με υπερηφάνεια, «από πού θα κέρδιζα ευγενέστερη φήμη παρά θάβοντας τον αδελφό μου;» [5], με γνώση και αποδοχή των συνεπειών της πράξης της, «θάναι ευτυχία για μένα αυτό να κάνω και μετά να πεθάνω» [6]. Η επιχειρηματολογία του Κρέοντος προβάλλει την διασφάλιση του κύρους της εξουσίας που, κατά τη γνώμη του, δεν μπορεί να ανεχθεί καμία ανυπακοή. «Αλήθεια, τώρα εγώ άντρας δεν είμαι, αυτή θα είναι άντρας, αν αυτή η νίκη της θα μείνει στο ενεργητικό της ατιμώρητη» [7 . 
Η υπακοή στους νόμους και η πειθαρχία είναι απαραίτητα στοιχεία της σωστής διακυβέρνησης. «Από την αναρχία […] κακό δεν υπάρχει μεγαλύτερο.» [8]. Όσο και αν ο Σοφοκλήςπαρουσιάζει με πειστικότητα και τις δύο απόψεις δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τη στάση της Αντιγόνης θαυμάζουμε και αυτή μας φαίνεται σωστή [9]. 
Αντίθετα στον Κρίτωνα μας φαίνεται σωστή η στάση του Σωκράτη που αρνείται την ευκαιρία ανυπακοής που του προσφέρεται για να διαφύγει τη θανατική καταδίκη που άδικα αλλά νομότυπα του επεβλήθη. Τι θα απαντήσουμε στους νόμους της πόλεως, όταν την ώρα που το βάζουμε στα πόδια, μας θέσουν αμείλικτα ερωτήματα όπως το εξής: «Φαντάζεσαι ότι μία πόλις μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να μην ανατραπεί αν οι νομικές αποφάσεις που εκδίδονται δεν έχουν καμία δύναμη και μπορούν να ακυρωθούν και να καταστραφούν από τους πολίτες; Ήταν μέρος της συμφωνίας μας η ανυπακοή σου σε τυχόν λαθεμένες δικαστικές αποφάσεις, ή είχες συμφωνήσει ότι όλες οι αποφάσεις της πόλεως είναι δεσμευτικές; Δεν καταλαβαίνεις ότι αν δεν μπορείς να πείσεις πρέπει να κάνεις ό,τι σε διατάζει η χώρα σου και υπομονετικά να υποτάσσεσαι σε οποιαδήποτε τιμωρία σου επιβάλλει; Μολονότι οι εντολές μας δεν είναι ωμές διαταγές αλλά έχουν την μορφή προτάσεων και δίνουμε την επιλογή είτε να μας πείσει κανείς σε κάτι διαφορετικό είτε να κάνει ό,τι λέμε, εσύ ούτε υπακούς ούτε προσπαθείς να μας πείσεις να αλλάξουμε την απόφασή μας αν ήταν λάθος σε κάτι» [10]. 
Ο Σωκράτης δεν βρίσκει δικαιολογίες για την απόδρασή του από την άδικη καταδίκη. Τα επιχειρήματά του είναι υπέρ της υπακοής στα κελεύσματα της πόλεως.   2. Η αξίωση υπακοής της έννομης τάξης 
Πώς μπορούμε άραγε να συμβιβάσουμε την συμπάθειά μας προς την Αντιγόνη με την επιδοκιμασία μας προς τη στάση του Σωκράτη; Είναι δυνατόν να αναγνωρίζουμε την καθολική υποχρέωση υπακοής ή εφαρμογής των νόμων και συγχρόνως να αποδεχόμαστε ορισμένες περιπτώσεις ανυπακοής και να αιτιολογούμε την ατιμωρησία; Η ενδεχόμενη αντίθεση μεταξύ μιας συλλογικής αντίληψης της δικαιοσύνης, που υποτίθεται ότι εκφράζει η έννομη τάξη, και της ατομικής ιδέας της δικαιοσύνης, φαίνεται κατ’ αρχήν χωρίς περιθώρια συμβιβασμού. Σε μία δημοκρατική κοινωνία η έννομη τάξη αποτελεί αξία καθεαυτήν. Η ίδια δε η έννοια της έννομης τάξης φαίνεται να αναιρείται χωρίς την υποχρέωση υπακοής στις επιταγές της. Ο Kant αρνούμενος το δικαίωμα αντίστασης εκφράζει αυτήν την ιδέα. «Δεν μπορεί να υπάρξει δικαιολογημένη αντίσταση από την πλευρά του λαού προς τη νομοθετική αρχή του κράτους. 
Ένα κράτος δικαίου είναι δυνατό μόνον δια της υποταγής στην καθολική νομοθετική βούλησή του […]. Ο λόγος για τον οποίο αποτελεί καθήκον του λαού να ανέχεται ακόμη και ό,τι φαίνεται ως η πλέον αβάσταχτη κατάχρηση της ανώτατης εξουσίας είναι ότι είναι αδύνατον να νοηθεί ποτέ η αντίστασή του στην ανώτατη νομοθετική αρχή ως κάτι διαφορετικό από παρανομία και υπεύθυνο για την ακύρωση όλου του νομικού οικοδομήματος» [11]. Είναι προφανώς αντιφατικό, υποστηρίζει ο Kant, να προβλέπει η ίδια η έννομη τάξη τη δυνατότητα αντίστασης στις επιταγές της, διότι τότε αυτοαναιρείται ως υπέρτατη αρχή. Βεβαίως ο συλλογισμός αυτός έχει βάση μόνον στην περίπτωση που η έννομη τάξη έχει δημοκρατική νομιμοποίηση. Σε ένα τυραννικό καθεστώς, που οι πολίτες αποκλείονται από τη νομοθετική διαδικασία, δεν τίθεται θέμα υποχρέωσης υπακοής σε μία ετερόνομη έννομη τάξη. Σε ένα τέτοιο καθεστώς, ο καθένας έχει δικαίωμα αντίστασης, δικαίωμα εξέγερσης. 
Το στοιχείο της συναίνεσης είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα στον Πλατωνικό διάλογο. Το δίλημμα που θέτουν οι νόμοι στον Σωκράτη, ή πείθεις για αλλαγή ή υπακούς, ταιριάζει σε μια δημοκρατική κοινωνία που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει διαδικασίες διαλόγου και οι αποφάσεις της εκφράζουν τη θέληση της πλειοψηφίας. 
Νομιμοποιείται όμως μια δημοκρατική κοινωνία να αξιώνει την πλήρη και τυφλή συμμόρφωση του πολίτη στις επιταγές της; Η θεμελίωση μιας τέτοιας αξίωσης δεν μπορεί παρά να ανάγεται στην ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και το σεβασμό της αρχής της πλειοψηφίας. Όμως ούτε η ίση συμμετοχή ούτε η αρχή της πλειοψηφίας ισοδυναμούν με την αυτονομία του πολίτη και επομένως δεν αποτελούν επαρκείς αιτιολογίες για την δέσμευση των πολιτών. Γι’ αυτό άλλωστε στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες η πλειοψηφία δεν είναι παντοδύναμη αλλά περιορίζεται από αρχές που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα. Νόμοι που αντίκεινται στους συνταγματικούς κανόνες και αρχές δεν είναι δεσμευτικοί για τον πολίτη, η δε ανυπακοή σε τέτοιους νόμους δεν αποτελεί νομική παράβαση. 
Η αρχή της πλειοψηφίας είναι ένα χρήσιμο μέσο λήψης των αποφάσεων, ο καλύτερος διαθέσιμος τρόπος επιλογής μεταξύ εναλλακτικών λύσεων μέσα στα πλαίσια που διαγράφει το Σύνταγμα και η νομική δέσμευση στις επιλογές της εξαρτάται από τη συμβατότητά τους με τις γενικές συνταγματικές αρχές. Όμως και το περιεχόμενο των γενικών συνταγματικών αρχών επιδέχεται αμφισβητήσεις και διαφωνίες που ασφαλώς δεν αίρονται με καταμέτρηση ψήφων ούτε ακόμη με μια δικαστική απόφαση. Όσες π.χ. δικαστικές αποφάσεις και αν θεωρήσουν συνταγματικό το νόμο περί προσηλυτισμού δεν πρόκειται να με πείσουν ότι ο εν λόγω νόμος δεν περιορίζει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. 
Μπορεί βεβαίως να αντιταχθεί ότι σε μια κοινωνία δεν είναι νοητό ο καθένας να κρίνει με ποιο τρόπο θα εξειδικεύονται οι βασικές αρχές της κοινωνικής συμβίωσης και, επομένως, οι διαφωνίες πάνω στο νόημα των βασικών αρχών και στην εφαρμογή τους πρέπει να κρίνονται από κάποιο συντεταγμένο όργανο, του οποίου οι αποφάσεις πρέπει να είναι σεβαστές. Η κρίση ενός τέτοιου οργάνου, ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου π.χ., ασφαλώς δημιουργεί πρόσθετα επιχειρήματα υπέρ της συμμόρφωσης και εναντίον της ανυπακοής. Δεν είναι όμως επιχειρήματα που θεμελιώνουν ηθική υποχρέωση υπακοής. Το ενδεχόμενο άλλωστε αλλαγής της νομολογίας είναι πάντοτε ανοικτό και κανείς δεν διανοείται ότι μία δικαστική απόφαση λύνει οριστικά και αμετάκλητα ένα ζήτημα θεμελιώδους σημασίας. Τα επιχειρήματα υπέρ της συμμόρφωσης ανάγονται όλα στη ρεαλιστική λογική διευθέτησης της κοινωνικής τάξης και κανένα δεν είναι ικανό να θεμελιώσει απόλυτη υποχρέωση υπακοής. 
Αν μια τέτοια απόλυτη υποταγή δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε με την δημοκρατική αρχή ούτε με την αρχή της πλειοψηφίας, τότε το ζήτημα υπακοής ή μη στις επιταγές της έννομης τάξης τίθεται με πιο ελαστικούς όρους. Ασφαλώς δεν μπορούμε να φαντασθούμε την επιβίωση μιας κοινωνίας αν η συμμόρφωση στους νόμους εξαρτάται από την προσωπική βούληση των πολιτών. Δεν είναι ανάγκη όμως να φθάσουμε στο άλλο άκρο και να θεωρούμε ότι κάθε ανυπακοή δοκιμάζει τη συνοχή της κοινωνίας και αναιρεί την έννομη τάξη καθεαυτήν. Το πραγματικό ζήτημα επομένως είναι να εξετάσουμε σε ποιες περιπτώσεις η έννομη τάξη μπορεί να ανεχθεί την ανυπακοή και να την αιτιολογήσει.   3. Η αμερικανική παράδοση (Thoreau, Μ.L.King jr., Rawls)   Σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου η απολύτως κρατούσα δογματική προσέγγιση του δικαίου δεν άφηνε περιθώρια αιτιολόγησης της ανυπακοής, στις ΗΠΑ αναπτύχθηκε μια παράδοση ανεκτική και ευνοϊκή σε φαινόμενα πολιτισμένης πολιτικής συμπεριφοράς, που ανήγαγε την ανυπακοή σε άδικους νόμους σε μέσο πολιτικής έκφρασης. Θα αναφερθώ συνοπτικά σε αυτή την παράδοση, θα προσπαθήσω να προσδιορίσω για το τι είδους ανυπακοή πρόκειται και θα στηριχθώ βασικά στη θεωρία του John Rawls για την δικαιολόγησή της. 
Οι ΗΠΑ είναι, κατά τον Dworkin, μία χώρα «που υπέφερε από μακρά περίοδο πολιτικών διχασμών, οι οποίοι κατέστησαν ιδιαίτερα έντονα τα διλήμματα περί νομιμότητας.» [12]. Η δουλεία υπήρξε ένα μέγα ηθικό, πολιτικό και νομικό ζήτημα και πριν τον εμφύλιο πόλεμο πολλοί άνθρωποι αρνιόνταν να υπακούσουν στο νόμο που επέβαλλε την κατάδοση δούλων που δραπέτευαν. Διάφορες θρησκευτικές ομάδες αρνιόνταν να υπακούσουν σε νόμους που επέβαλλαν κάποια συμπεριφορά που θεωρούσαν αντίθετη προς την θρησκεία τους. 
Ετσι, π.χ. οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνιόνταν να συμμορφωθούν με τον υποχρεωτικό χαιρετισμό της σημαίας στο σχολείο. Πιο πρόσφατα οι αγώνες των μαύρων για την κοινωνική τους απελευθέρωση, με επικεφαλής τον μεγάλο ηγέτη τους Martin Luther King Jr., είχαν ως βασική στρατηγική τους την ανυπακοή στους νόμους που διαιώνιζαν τη διάκριση μαύρων και λευκών. Το κίνημα ειρήνης και η αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ οδήγησε πολλούς ανθρώπους να αρνηθούν τη στράτευση. Ολα αυτά υπήρξαν γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της Αμερικής και η πολιτική ανυπακοή επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής συλλογικής συνείδησης για την οποία σήμερα κανείς δεν φαίνεται μετανιωμένος. Ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν αντίθετος στον πόλεμο του Βιετνάμ και ακόμη και πολλοί από εκείνους που φανατικά επέμεναν στη τιμωρία όσων αρνήθηκαν να καταταγούν τότε, σήμερα δεν θεωρούν ότι διαπράχθηκε κανένα τρομερό έγκλημα. 
Πατέρας της παράδοσης της πολιτικής ανυπακοής θεωρείται ο Henry David Thoreau που, στα μέσα του περασμένου αιώνα, αρνήθηκε να πληρώσει φόρους και φυλακίστηκε, όχι γιατί ήταν αντίθετος στη φορολογία γενικά, αλλά επειδή ήταν αντίθετος στον πόλεμο της κυβέρνησης εναντίον του Μεξικού, στη δουλεία και στην παραβίαση των δικαιωμάτων των Ινδιάνων. Το ενδιαφέρον στη στάση του Thoreau είναι ότι σε αντίθεση με την Αντιγόνη ή τον Σωκράτη δεν υφίστατο προσωπικά κάποια αδικία, αλλά αντιδρούσε και αντιστεκόταν σε γενικές αδικίες που διέπραττε η κυβέρνηση και θεωρούσε ότι με τη φορολογία γίνεται συνεργός σε αυτές τις αδικίες. 
Με έντονη ατομιστική φιλοσοφία αμφισβητούσε το δικαίωμα της εξουσίας και φυσικά της πλειοψηφίας να κυριαρχεί πάνω στη συνείδηση του ανθρώπου («Επιθυμητό δεν είναι να καλλιεργούμε το σεβασμό προς το νόμο αλλά το σεβασμό προς το δίκαιο. Η μόνη υποχρέωση που πρέπει να έχω είναι να κάνω πάντοτε ό,τι θεωρώ σωστό» [13]. «Ο σοφός άνθρωπος δεν θα αφήσει το ορθό στο έλεος της τύχης ούτε [θα το εμπιστευθεί] στη δύναμη της πλειοψηφίας» [14]. Όταν υπάρχουν άδικοι νόμοι πρέπει να τους υπακούμε ή να πρέπει προσπαθούμε να τους αλλάξουμε; Και μέχρι να καταφέρουμε να τους αλλάξουμε πρέπει να τους υπακούμε ή πρέπει να τους παραβιάζουμε αμέσως; Οι άνθρωποι γενικά πιστεύουν ότι πρέπει να περιμένουμε μέχρι να πείσουμε την πλειοψηφία να τους αλλάξει. Νομίζουν ότι αν αντισταθούν το φάρμακο είναι χειρότερο από το κακό. Αλλά η κυβέρνηση ευθύνεται γι’ αυτό. Εκείνη είναι που δημιουργεί αυτή την κατάσταση. Ας είναι καλύτερη κι ας προβλέπει την αποφυγή τέτοιων αδικιών. Αν η αδικία είναι μικρή μπορεί κανείς να την παραβλέψει, «αλλά αν είναι τέτοιας φύσης που να απαιτεί από σένα να γίνεις ο δράστης της αδικίας προς ένα άλλο άνθρωπο, τότε λέω παραβίασε το νόμο» [15]. 
Ο Thoreau θεωρεί ότι η ανυπακοή είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος ατομικής πολιτικής παρέμβασης που μπορεί να επιδράσει στην αποτροπή της αδικίας με το παράδειγμα και τη συμβολική δύναμη που έχει. Δεν προχωρεί σε μία θεωρία που να επιχειρεί να εντάξει κάποιες μορφές ανυπακοής σε μιαν αντίληψη κοινωνικής αντιπαράθεσης αλλά μάλλον εκφράζει με πάθος την ατομική αντίσταση στην αδικία. Αντίθετα, ο Martin Luther King Jr., ως ηγέτης ενός ειρηνικού κινήματος που είχε ως βασικό μέσο πάλης την πολιτική ανυπακοή, ήταν υποχρεωμένος να δει το φαινόμενο στις κοινωνικές του διαστάσεις. Μολονότι το Ανώτατο Δικαστήριο, με την απόφαση Brown ν. Board of Education of Topeka [16], το 1954, είχε ανοίξει το δρόμο για να τερματισθεί ο διαχωρισμός μαύρων και λευκών στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα στο Νότο, διάφορες ρυθμίσεις διαιώνιζαν αυτόν τον απαράδεκτο διαχωρισμό. Στη δεκαετία του ’60 το κίνημα των μαύρων στράφηκε εναντίον αυτών των ρυθμίσεων και με πορείες, διαδηλώσεις και ειρηνική αντίσταση προσπάθησε να καλλιεργήσει μια «δημιουργική μη βίαιη ένταση» [17] στην κοινή γνώμη για να κατακτήσει ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες. Εκτός από την αυτονόητη γενική έκκληση για ανυπακοή σε όλους τους διαχωριστικούς νόμους, παραβιάζονταν επίσης νόμοι που απαιτούν άδειες για πορείες και διαδηλώσεις. Το 1963, στη φυλακή για μια τέτοια παραβίαση, ο King γράφει το περίφημο «Γράμμα από την φυλακή της πόλης του Birmingham», όπου εκθέτει τις ιδέες του για την πολιτική ανυπακοή. 
Παραδέχεται ότι είναι δικαιολογημένη σε μια κοινωνία η ανησυχία από την παραβίαση των νόμων. Ομως υπάρχουν δίκαιοι και άδικοι νόμοι και όπως είπε και ο Αγιος Αυγουστίνος «ένας άδικος νόμος δεν είναι διόλου νόμος». Αδικοι είναι οι νόμοι που έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους της ηθικής και τους νόμους του Θεού. Τέτοιοι είναι όλοι οι διαχωριστικοί νόμοι και με αυτούς δεν πρέπει να συμμορφώνεται κανείς. Και πάλι όμως ο φόβος της αναρχίας είναι δικαιολογημένος. 
Γι’ αυτό δεν διακηρύσσει την υπεκφυγή ή αναμέτρηση με τον άδικο νόμο αλλά την πολιτισμένη πολιτική ανυπακοή που απαιτεί η παραβίαση να γίνει φανερά, με αγάπη και ετοιμότητα αποδοχής της ποινής. [Αυτός] «που παραβιάζει ένα νόμο που η συνείδησή του λέει ότι είναι άδικος και πρόθυμα αποδέχεται την τιμωρία μένοντας στη φυλακή για να εγείρει τη συνείδηση της κοινότητας πάνω στην αδικία, αυτός στη πραγματικότητα εκφράζει το μεγαλύτερο σεβασμό προς το νόμο» [18]. 
Στο παράδοξο που καταλήγει ο Μ.L. King, ότι δηλαδή αυτού του είδους η ανυπακοή εκφράζει σεβασμό προς το νόμο, αποτελεί ίσως το πιο κρίσιμο στοιχείο για την δικαιολόγηση της. Ο King δεν επαγγέλλεται οποιαδήποτε ανυπακοή ή αντίσταση στον άδικο νόμο αλλά εκείνη που α) γίνεται φανερά, δημόσια, ανοιχτά, β) που αποφεύγει τη βία, και γ) που είναι συνειδητή και έτοιμη να αποδεχθεί την ενδεχόμενη κύρωση για την παράβαση του νόμου. Πρόκειται για μια πολιτική πράξη που απευθύνεται στην κοινή γνώμη με αίτημα την άρση της αδικίας. Σε αυτά τα στοιχεία, πολλά από τα οποία υπάρχουν στην ανυπακοή της Αντιγόνης, στηρίζεται και ο ορισμός της πολιτικής ανυπακοής που δίνει ο Rawls: «η πολιτική ανυπακοή είναι μία δημόσια, μη βίαιη, ενσυνείδητη πολιτική πράξη αντίθετη στο νόμο, η οποία γίνεται συνήθως με σκοπό να επιφέρει αλλαγή στο νόμο ή στις επιλογές της κυβέρνησης» [19]. Η παραβίαση του νόμου έχει τον χαρακτήρα μιας δραματικής και ύστατης έκκλησης προς τη συνείδηση της πλειοψηφίας να αναθεωρήσει τις απόψεις της. Γι αυτό ακριβώς γίνεται πολιτισμένα και δημόσια, χωρίς βία, αφού σκοπό έχει να πείσει για την ειλικρίνεια, την ένταση και την ακεραιότητα των προθέσεων της πράξης. Στο σκοπό αυτό συμβάλλει και η αποδοχή της ενδεχόμενης κύρωσης, η οποία δείχνει πράγματι ένα γενικότερο σεβασμό προς την έννομη τάξη, αφού της αναγνωρίζει το δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις.   4. Η ανοχή της πολιτισμένης πολιτικής ανυπακοής   Αν έτσι οριοθετηθεί η πολιτική ανυπακοή, είναι σαφές ότι διακρίνεται από άλλες μορφές αντίστασης ή ανυπακοής. Διακρίνεται από την επανάσταση ή εξέγερση η οποία έρχεται σε ρήξη με την έννομη τάξη και αμφισβητεί θεμελιακά τη νομιμοποίησή της. Διακρίνεται επίσης από την ατομική μη συμμόρφωση για λόγους συνείδησης στο βαθμό που λείπει το πολιτικό στοιχείο της έκκλησης προς την κοινή γνώμη. Στην περίπτωση των αντιρρησιών συνείδησης προέχει το προσωπικό στοιχείο της ανυπακοής, δεν είναι απαραίτητο η άρνηση τους να περιβάλλεται με δημοσιότητα, δεν είναι αναγκαίο να έχει πολιτικό κίνητρο και είναι πιθανόν η διεκδίκησή τους να περιορίζεται στην εξαίρεσή τους από την εφαρμογή του κανόνα. 
Στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής έννομης τάξης, η πολιτική ανυπακοή, κατά τον Rawls, έχει τον χαρακτήρα διορθωτικής παρέμβασης στη νομοθετική διαδικασία. Βεβαίως, σε μια δημοκρατία οι αποφάσεις της πλειοψηφίας είναι κατ’ αρχήν δεσμευτικές και μια τέτοια μη θεσμοθετημένη πίεση από την μειοψηφία φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τον βασικό κανόνα που διέπει την αρχή λήψης των αποφάσεων. Όμως, όπως ακριβώς και στην περίπτωση συνδυασμού της παράβασης του νόμου με το αίσθημα σεβασμού προς την έννομη τάξη, έτσι και εδώ δεν υπάρχει απόρριψη της αρχής της πλειοψηφίας, αλλά μια προσπάθεια πειθούς της πλειοψηφίας. Στο δημοκρατικό σύστημα, άλλωστε, δεν υπάρχει τρόπος υπολογισμού της έντασης με την οποία επιθυμείται ένα μέτρο. Η πλειοψηφία που δεν ενδιαφέρεται έντονα για ένα ζήτημα πιθανόν να επιβάλλει μέτρα που για μια ομάδα ανθρώπων είναι ζωτικής σημασίας [20]. Η πολιτική ανυπακοή μπορεί να δείξει την ένταση των αισθημάτων της μειοψηφίας, τις διαστάσεις του προβλήματος και να προκαλέσει αναθεώρηση. 
Πρόκειται ασφαλώς για μια ιδιόμορφη παρέμβαση που ασκεί πίεση στα θεσμοθετημένα όργανα του κράτους και ιδιαίτερα η συστηματική πρακτική της από διάφορες ομάδες ενέχει τον κίνδυνο της αταξίας. Γι’ αυτό, πολλοί υποστηρίζουν ότι η πολιτική ανυπακοή πρέπει να θεωρείται έσχατο μέσο διαμαρτυρίας, που προϋποθέτει την εξάντληση όλων των νόμιμων μέσων προσβολής του άδικου νόμου. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι μια κοινωνία δεν αντέχει πέρα από ορισμένα όρια την πολιτική ανυπακοή και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να ασκείται με φειδώ και σε περιπτώσεις που η αδικία θεωρείται μεγάλη. 
Το ζήτημα είναι αν η έννομη τάξη μπορεί να προβλέψει περιπτώσεις πολιτικής ανυπακοής και να τις ανεχθεί. Αν ορισμένες φορές μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη στη κοινωνία, τότε η άκαμπτη θέση που θεωρεί κάθε παραβίαση του νόμου προσβολή και αποδυνάμωση της έννομης τάξης δεν είναι σωστή. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Dworkin, από τον συλλογισμό που υπαγορεύει ότι«μια κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει όταν ανέχεται κάθε ανυπακοή, δεν προκύπτει ούτε είναι προφανές ότι αυτή θα διαλυθεί αν ανέχεται κάποια μόνον ανυπακοή» [21]. Υπάρχει τουλάχιστον ένας ισχυρός λόγος που συνηγορεί υπέρ της ανοχής του παραβάτη στην πολιτική ανυπακοή. Αυτός είναι το κίνητρο. Ολες οι έννομες τάξεις αποδίδουν σημασία στο κίνητρο και διαφοροποιούν την αξιόποινη συμπεριφορά ανάλογα με το κίνητρο του δράστη. Στην πολιτική ανυπακοή (αλλά και στην περίπτωση των αντιρρησιών συνείδησης) είναι πρόδηλο ότι το κίνητρο είναι ευγενές και ο πολιτισμένος τρόπος της παραβίασης του νόμου δεν έχει καμία σχέση με την συνήθη εγκληματική συμπεριφορά [22]. 
Παρόλα αυτά είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς κάποια γενική διάταξη που να αίρει το αξιόποινο της πολιτικής ανυπακοής ή να θεωρεί την πολιτική ανυπακοή ως δικαίωμα του πολίτη. Η δυσκολία δεν έγκειται τόσο στη διάκριση της πολιτικής ανυπακοής από άλλες μορφές παράβασης ή περιφρόνησης των νόμων, μολονότι στη σύγχρονη Ελλάδα ακόμη και προκλητικές περιπτώσεις περιφρόνησης των νόμων εμφανίζονται ως πολιτική ανυπακοή [23]. Εγκειται κυρίως στο ότι μια τέτοια «θετικοποίηση» λογικά αναιρεί το φαινόμενο της πολιτικής ανυπακοής. Πράγματι, αν υποθέσουμε ότι η έννομη τάξη προβλέπει και δικαιολογεί συγκεκριμένες περιπτώσεις ανυπακοής στους νόμους, τότε δεν υπάρχει νομική παράβαση και άρα εκλείπουν όλα εκείνα τα στοιχεία που της προσδίδουν τον ιδιαίτερο, δραματικό και εξωθεσμικό χαρακτήρα που εξ ορισμού έχει [24].  
Η αντίφαση που περιέχει η προσπάθεια θεσμοθέτησης της πολιτικής ανυπακοής δεν σημαίνει όμως και αδυναμία της κοινωνίας να διακρίνει πράξεις ανυπακοής που συνεγείρουν τη συλλογική συνείδηση, να εκτιμά την ακεραιότητα των προθέσεων και το ήθος που αναδύεται από ανθρώπους που η στάση τους παραδειγματίζει. Και τελικά να βρίσκει τρόπους ανοχής και αποδοχής μιας τυπικά παράνομης αλλά ηθικά υποκινούμενης συμπεριφοράς.    

 

[1] Βλ. Gregory Vlastos, Socrates on Political Obedience and Disobedience, Yale Review (Summer 1974), σ. 517. [2] Διανοητές όπως ο Goethe και ο Hegel έχουν σχολιάσει την «Αντιγόνη». Για μια πιο σύγχρονη και «ευφάνταστη» ανάγνωση βλ. Jacques Lacan, Le Seminaire, livre VII, 1986, σ. 285-333. [3] Σοφοκλέους, Αντιγόνη, κριτική και ερμηνευτική έκδοση Γερ. Μαρκαντωνάτου, Αθήνα, 1991, σ. 183. [4] Στο ίδιο σ. 159. [5] Στο ίδιο σ. 185. [6] Στο ίδιο σ. 157. [7] Στο ίδιο σ. 185. [8] Στο ίδιο σ. 197. [9] Αντίθετα ο Jean Anouilh στο θεατρικό του έργο Antigone, αναδεικνύει, χωρίς επιτυχία κατά τη γνώμη μου, την επιχειρηματολογία του Κρέοντος. [10] «Και ότι ομολογήσας ημίν πείθεσθαι ούτε πείθεται ούτε πείθει ημάς, ει μη καλώς τι ποιούμεν, προτιθέντων ημών και ουκ αγρίως επιταττόντων ποιείν, ά αν κελεύωμεν, αλλά εφιέντων δυοίν θάτερα, ή πείθειν ημάς ή ποιείν, τούτων ουδέτερα ποεί.» Πλάτων, Κρίτων § 13. [11] Immanuel Kant, The Metaphysics οf Morals, στο τόμο Political Writings, Cambridge, 1970, σ. 144. [12] R. Dworkin, «Civil Disobedience and Nuclear Protest» στο «Α Matter of Principle», Cambridge, 1985, σ. 104. [13] Henry David Thoreau, Civil Disobedience, στον τόμο Civil Disobedience in Focus, έκδ. Hugo Adam Bedau, 1991 σ. 29. [14] Στο ίδιο σ. 33. [15] Στο ίδιο σ. 36. [16] 347 U.S. 483 (1954). [17] Η φράση ανήκει στον Martin Luther King Jr.: «Nonviolent direct action seeks to create such a crisis and establish such creative tension that a community that has constantly refused to negotiate is forced to confront the issue.» Letter from Birbingham City Jail, στο Civil Disobedience in Focus, ό.π. σ. 71. [18] Στο ίδιο σ. 74. [19] John Rawls, Α Theory of Justice, Cambridge, 1971, σ. 364. [20] Βλ. Peter Singer, Disobedience as a Plea for Reconsideration, στο Civil Disobedience in Focus, ό.π. σ. 122. [21] Ronald Dowrkin, Taking Rights Seriously, Cambridge, 1977, σ. 206. [22] «Civil disobedience, whatever further dinstinctions we might want to make within that general category, is very different from ordinary criminal activity motivated by selfishness or anger or madness.» R. Dowrkin, Α Matter of Principle, ό. π. σ. 105. [23] Βλ. τον προβληματισμό της Κ.Δ. Σπινέλλη, «Περιφρόνηση των ποινικών νόμων ως μορφή πολιτικής ανυπακοής» και «βαθύτερη φύση του εγκλήματος», στην Υπεράσπιση, 1991, σ.1269 επ. Η γνώμη μου είναι ότι στον τόπο μας περισσεύει η ανυπακοή και δεν υπάρχει διόλου το φαινόμενο της πολιτισμένης πολιτικής ανυπακοής. [24] Έτσι αντιλαμβάνομαι την επιχειρηματολογία του Joseph Raz, The Authority of Law, Oxford, 1979, σ. 266-275, ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε δικαίωμα στην πολιτική ανυπακοή.

 

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι λέκτορας του δημόσιου δικαίου στο πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

ΠΗΓΗ