«…τι μπορώ να πω γι’ αυτό το κίνημα — γι’ αυτή την επαναστατική στιγμή — το ξέρω ότι κάτι χτίζεται, μεγαλώνει, διαμορφώνεται — το νιώθω — προσπαθεί με κάθε τρόπο να κατακτήσει την άμεση δημοκρατία — τι ακολουθεί κανείς δεν ξέρει — είναι μια αχτίδα φωτός που πιέζει το γυαλί — έτοιμη να το κάψει ή να φωτίσει το δρόμο — είναι φανερό ότι πρόκειται για κάτι παραπάνω από μια απεργία, την εκδίωξη ενός κυβερνήτη, ένα οδόφραγμα, μια αποσπασματική συμμαχία — είναι μια αυθεντική λαϊκή εξέγερση — ακούω το θρόισμα από τη ζούγκλα Λακαντόνα στους δρόμους — σε κάθε γωνιά του δρόμου όπου οι άνθρωποι αποφασίζουν να παραμείνουν ενωμένοι — το βλέπω στα πρόσωπά τους — ινδιάνοι, γυναίκες, παιδιά — τόσο γενναίοι — τόσο άγρυπνοι τη νύχτα — τόσο περήφανοι και αποφασισμένοι…» Brad Will, Οκτώβρης 2006

Από τον Ιούνη ως τον Δεκέμβρη του 2006, η μεξικανική πολιτεία της Οαχάκα έζησε μια μεγάλη λαϊκή εξέγερση που προκάλεσε το θαυμασμό, τη συγκίνηση και την αλληλεγγύη των κοινωνικών κινημάτων και των αγωνιζόμενων ανθρώπων όχι μόνο στο Μεξικό, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο εξεγερμένος λαός της Οαχάκα κατέλαβε την ομώνυμη πρωτεύουσα, κατέλυσε κάθε κρατική αρχή και απαίτησε όχι μόνο το κεφάλι του κυβερνήτη, αλλά και τη ριζοσπαστική αλλαγή της πραγματικότητας.
Ακολούθησε μια πολύμηνη διαδικασία αυτοοργάνωσης, πολιτικής αυτονομίας και συλλογικής διοίκησης της πόλης, με την κατάληψη κρατικών κτιρίων, την υπεράσπιση εκατοντάδων οδοφραγμάτων με επιτροπές αυτοάμυνας, την αυτοδιαχείριση κατειλημμένων μέσων ενημέρωσης και τη λήψη αποφάσεων μέσα από δυναμικές λαϊκές συνελεύσεις.

Το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο

Η Οαχάκα είναι μαζί με την Τσιάπας και το Γκερέρο οι πολιτείες του νότιου Μεξικού με τη μεγαλύτερη φτώχεια, κακοποίηση γυναικών, διαφθορά και μετανάστευση, αλλά και το μεγαλύτερο πλούτο σε φυσικούς πόρους, πολιτιστικές παραδόσεις και κοινωνικούς αγώνες. Σ’ έναν πληθυσμό 3,5 εκατομμυρίων κατοίκων -από τους οποίους τα 2/3 ανήκουν σε 16 διαφορετικούς ινδιάνικους λαούς (η μεγαλύτερη αναλογία σε ολόκληρη τη χώρα)-, το 77% υποσιτίζεται, το 72% ζει με περίπου 6 δολάρια τη μέρα, το 50% έχει πρόσβαση σε πόσιμο νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, σύστημα αποχέτευσης και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ το 30% είναι αναλφάβητο και ζει σε σπίτια χτισμένα πάνω στο χώμα.

Η Οαχάκα είναι επίσης μια περιοχή στρατηγική για τον παγκόσμιο καπιταλισμό και το διεθνές εμπόριο, που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τα τεράστια αποθέματά της σε φυσικούς πόρους: είναι η πολιτεία με την πιο πλούσια βιοποικιλότητα στο Μεξικό (βουνά, λίμνες, δάση, σπάνια είδη φυτών), αλλά και πολύτιμο υπέδαφος (πετρέλαιο, ουράνιο, κάρβουνο, σίδηρο, χρυσό, άργυρο, μόλυβδο, υδράργυρο), κυρίως στις περιοχές όπου ζουν οι ινδιάνικοι λαοί. Νεοφιλελεύθερα προγράμματα, όπως το «Σχέδιο Πουέμπλα-Παναμάς», που προϋποθέτει την κατασκευή τεράστιων έργων υποδομής (αυτοκινητοδρόμων, λιμανιών, φραγμάτων),  ή ο «Διάδρομος του Ισθμού του Τεχουαντεπέκ», που θα διευκολύνει τη μεταφορά των εμπορευμάτων από τον Ειρηνικό στον Ατλαντικό Ωκεανό, χρησιμοποιούνται από την εξουσία για να στρατιωτικοποιεί, να λεηλατεί και να εξοντώνει πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά τις ινδιάνικες κοινότητες στο όνομα της «προόδου».

Ο κυβερνήτης της Οαχάκα, Ουλίσες Ρουίς Ορτίς, που ανήκει στο Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (PRI), άξιο κληρονόμο των τρομοκρατικών πρακτικών των τσιφλικάδων, κατέκτησε την εξουσία το 2004 με εκλογική νοθεία. Το κόμμα του κυβερνά την πολιτεία για πάνω από 70 χρόνια με τη βία, τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις, τις εκλογικές νοθείες, τις πολιτικές δολοφονίες και την ποινικοποίηση των κοινωνικών αγώνων, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει την αμέριστη στήριξη των δύο διαδοχικών ομοσπονδιακών κυβερνήσεων του Βισέντε Φοξ (2000) και του Φελίπε Καλδερόν (2006), που προέρχονται από το δεξιό Κόμμα Εθνικής Δράσης (PAN).

Ο Ουλίσες Ρουίς, υπηρετώντας πιστά τις τοπικές και τις πολυεθνικές οικονομικές ελίτ και τις ομάδες των επιχειρηματιών, ιδιαίτερα του τουριστικού τομέα, εφάρμοσε ένα είδος στρατιωτικού νόμου, ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», αναστέλλοντας ντε φάκτο τις συνταγματικές εγγυήσεις και καταπατώντας το δικαίωμα της διαδήλωσης, της απεργίας και της ελευθερίας της έκφρασης. Παράλληλα, προσπάθησε να διασπάσει το συνδικάτο των εκπαιδευτικών, πολλαπλασίασε τις διώξεις κατά κοινωνικών οργανώσεων, καταχράστηκε εκατοντάδες εκατομμύρια μεξικανικά πέσος σε καταστροφικά «σχέδια ανασυγκρότησης» και ενίσχυσε την κρατική και παρακρατική καταστολή στις ινδιάνικες περιοχές. Πριν ακόμη ξεσπάσει η εξέγερση, είχε ήδη φροντίσει να σπείρει τον τρόμο σ’ ολόκληρη την πολιτεία: οι πάνω από 100 πολιτικοί κρατούμενοι και οι 36 πολιτικές δολοφονίες φέρουν τη σφραγίδα του.

Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, με την ανάληψη της προεδρίας του Μεξικού από τον Φελίπε Καλδερόν, το 2006, η χώρα στην ουσία κυβερνάται με την πυγμή των στρατιωτικών διοικητών. Το Κογκρέσο ψήφισε το «νόμο κατά της τρομοκρατίας», που ποινικοποιεί την κοινωνική διαμαρτυρία και μετατρέπει τους κοινωνικούς αγωνιστές σε εν δυνάμει τρομοκράτες, ενώ «υπονομευτές του πολιτεύματος» δεν θεωρούνται πλέον μόνο τα μέλη των πολιτικοστρατιωτικών οργανώσεων, αλλά και οι πολιτικοί ακτιβιστές, οι μαχητικοί δημοσιογράφοι ή οι ενοχλητικοί υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  

Ο κοινωνικός έλεγχος συνιστά στρατηγική προτεραιότητα της εξουσίας, η καταστολή έχει γενικευτεί και το κράτος συγκρούεται σε διάφορες πολιτείες με τους ανθρακωρύχους, τους δασκάλους, τους πλανόδιους πωλητές, με όλους τους εργαζόμενους που διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Η στρατιωτικοποίηση των ινδιάνικων περιοχών, οι δολοφονίες, οι «εξαφανίσεις», τα βασανιστήρια και οι βιασμοί από το στρατό και την αστυνομία είναι συνήθης πρακτική: οι εξεγέρσεις και οι συγκρούσεις μπορούν να εκδηλωθούν οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιαδήποτε σημείο.

Έτσι, διόλου τυχαία, η μεξικανική κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες το «Σχέδιο Μεξικό», κάτι αντίστοιχο με το «Σχέδιο Κολομβία», το οποίο, με το πρόσχημα της καταπολέμησης του λαθρεμπορίου ναρκωτικών, του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, θα επιτρέπει στις ένοπλες δυνάμεις και στα στρατιωτικοποιημένα αστυνομικά σώματα να συντρίβουν κάθε πολιτική αντίσταση. Στην ίδια κατεύθυνση, εξάλλου, κινείται η Συμφωνία για την Ευημερία και την Ασφάλεια στη Βόρεια Αμερική (ASPAN), που υπογράφηκε το 2005 από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μεξικό και τον Καναδά, για να εδραιώσει τον «αντιτρομοκρατικό πόλεμο» σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο.

Είναι σαφές ότι το μοντέλο του «κράτους έκτακτης ανάγκης», που εφαρμόστηκε πειραματικά στην Οαχάκα, αρχίζει να εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη χώρα, ακόμη και στις πολιτείες που κυβερνά το υποτιθέμενο κεντροαριστερό Κόμμα Δημοκρατικής Επανάστασης (PRD), στην Τσιάπας για παράδειγμα. 

Tο κίνημα των εκπαιδευτικών

Η ιστορία του εκπαιδευτικού κινήματος στο Μεξικό ανάγεται στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι δάσκαλοι άρχισαν να ασχολούνται συστηματικά με τα εκπαιδευτικά ζητήματα, να εντάσσονται στους κοινωνικούς αγώνες  και στους επαναστατικούς στρατούς της εποχής.

Το 1920 σχηματίζονται οι πρώτες μικρές οργανωμένες ομάδες δασκάλων, που αποτελούν τον προάγγελο των συνδικάτων. Το κράτος όμως, επιδιώκοντας την αφομοίωση αυτών των ομάδων, ιδρύει, το 1943, το Εθνικό Συνδικάτο Εργαζομένων στην Εκπαίδευση (SNTE), με διορισμένη ηγεσία και κατάτμηση σε τομείς ανά πολιτεία, το οποίο σήμερα είναι το μεγαλύτερο συνδικάτο στη Λατινική Αμερική, με 1.700.000 μέλη.

Από την πλευρά τους, οι εκπαιδευτικοί αντιδρούν, διεκδικούν τη συνδικαλιστική ανεξαρτησία τους, καλύτερους μισθούς και την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι, μετά και την πανεπιστημιακή και φοιτητική εξέγερση του 1968, αυξάνονται διαρκώς.

Ο εκπαιδευτικός τομέας της Οαχάκα εντείνει τους αγώνες του τη δεκαετία του ’80, με απεργίες πείνας, μόνιμες κατασκηνώσεις, πεζοπορίες μέχρι την Πόλη του Μεξικού, πολύμηνες απεργίες και, το 1989, καταφέρνει να αυτονομηθεί και να δημιουργήσει το Εθνικό Συντονιστικό Εργαζόμενων στην Εκπαίδευση (CNTE): προωθούνται προγράμματα εναλλακτικής εκπαίδευσης και κέντρα πολιτικών μελετών, ανεξάρτητα από την ομοσπονδιακή διοίκηση, με αντινεοφιλελεύθερο και κοινοτικό προσανατολισμό, σε συνεργασία με τους ινδιάνους δασκάλους.    

Αυτός ο προσανατολισμός οδηγεί στην ανάπτυξη ενός οριζόντιου και συμμετοχικού κινήματος, το οποίο διαθέτει τη μεγαλύτερη μαχητικότητα και οργανωτική ικανότητα στην πολιτεία της Οαχάκα, αλλά και στενούς δεσμούς με τις αγροτικές και ινδιάνικες οργανώσεις: αυτό εξηγεί, εξάλλου, γιατί κατά καιρούς έχει αποτελέσει έναν από τους αγαπημένους στόχους τόσο της πολιτειακής όσο και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

«Συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά είμαστε απασχολημένοι: γράφουμε την ιστορία μας!».

Την άνοιξη του 2006, το σύνθημα στους τοίχους της πρωτεύουσας, μιας ιδιαίτερα τουριστικής πόλης περίπου 350.000 κατοίκων, προειδοποιεί τους επισκέπτες για την καταιγίδα που έρχεται.

Η Οαχάκα έχει παράδοση αιώνων στην αντίσταση. Υπήρξε γενέτειρα του φιλελεύθερου Μπενίτο Χουάρες, του μοναδικού ινδιάνου που έγινε πρόεδρος του Μεξικού (1858-1872), αλλά και των αναρχικών αδελφών Φλόρες Μαγόν, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην προεπαναστατική περίοδο των αρχών του 20ού αιώνα.

Στο Μεξικό, οι αναρχικές ιδέες εμφανίστηκαν πολύ πριν από τις σοσιαλιστικές ή τις μαρξιστικές ιδέες: οι ενώσεις αλληλοβοήθειας και οι συνεργατικές των χειρονακτών του 19ου αιώνα διαπνέονταν από το λόγο και την πρακτική του αναρχισμού. Το αναρχικό «Σπίτι του Παγκόσμιου Εργάτη», που ιδρύθηκε το 1912, ο αναρχοσυνδικαλισμός της μεξικανικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών μετά το 1920, οι αυτοοργανωμένοι αγώνες των νέων και των φοιτητών της εξέγερσης του 1968 άνοιξαν το δρόμο στις σημερινές ελευθεριακές ομάδες.

Αυτή η παράδοση δεν αποτελεί νεκρή μνήμη, πυροδοτεί διαχρονικά το πνεύμα και την καρδιά του λαού της Οαχάκα. Έτσι, η συσσωρευμένη οργή αυτού του λαού δεν χρειαζόταν παρά μια αφορμή για να ξεσπάσει ξανά, κι αυτή την προσέφεραν οι εκπαιδευτικοί και το ισχυρό συνδικάτο τους.

Στις 14 Ιούνη 2006, ο κυβερνήτης αποφασίζει να καταστείλει με τη βία τη μόνιμη λαϊκή κατασκήνωση των εκπαιδευτικών στην κεντρική πλατεία της Οαχάκα -την οποία διατηρούσαν ως μέσο πίεσης και διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών ζωής για τους ίδιους και τους μαθητές τους-, στέλνοντας 3.000 αστυνομικούς, που επιτίθενται λυσσαλέα. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, ο λαός ενώνεται με τους εκπαιδευτικούς και ανακτά τον έλεγχο του κέντρου της πόλης.

Δύο μέρες μετά, μια μεγαπορεία 300.000 ανθρώπων -φοιτητών, δασκάλων, νοσοκόμων και απλών πολιτών-, στο κέντρο της Οαχάκα, εκδηλώνει την αλληλεγγύη της στον αγώνα των εκπαιδευτικών. Και, στις 16 Ιούνη, 365 πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις από ολόκληρη την πολιτεία δημιουργούν μαζί με τους εκπαιδευτικούς τη «Λαϊκή Συνέλευση των Λαών της Οαχάκα» (APPO). Συγκροτούνται εσωτερικές επιτροπές (τύπου, οδοφραγμάτων, προπαγάνδας) και μια προσωρινή συλλογική διοίκηση, η οποία, έπειτα από διαβούλευση με τη βάση, ανακοινώνει τις αποφάσεις και το πρόγραμμα των κινητοποιήσεων του κινήματος, ενώ η παραίτηση του κυβερνήτη Ουλίσες Ρουίς μετατρέπεται σε ομόθυμη απαίτηση του λαού.

Βέβαια, όσα ακολουθούν διαστρεβλώνονται συστηματικά από τα μέσα ενημέρωσης και την κυβέρνηση, η οποία παρουσιάζει το κίνημα ως ένα «επικίνδυνο και ανεξέλεγκτο αντάρτικο πόλης» που απειλεί την τάξη και την ομαλότητα σ’ ολόκληρη την πολιτεία.

Στη διάρκεια των έξι μηνών που διήρκεσε αυτό που αποκαλείται «Κομμούνα της Οαχάκα», εκατοντάδες χιλιάδες άτομα κατέκλυσαν τους δρόμους, πραγματοποιώντας περίπου δώδεκα μεγαπορείες, οι οποίες έφτασαν να αριθμούν ως και ένα εκατομμύριο άτομα, γεγονός πρωτόγνωρο για την πολιτεία. Μαζί σφυρηλάτησαν έναν πολύμορφο αγώνα, χωρίς να απαρνηθούν τις διαφωνίες και τις ιδιαιτερότητές τους, μαζί ανάγκασαν τον Ουλίσες Ρουίς να παραμένει για έξι μήνες ουσιαστικά «έγκλειστος», μαζί κατέλαβαν τα δημόσια κτίρια και τα μέσα ενημέρωσης, μαζί υπερασπίστηκαν μέρα και νύχτα τα οδοφράγματα, μαζί απέκρουσαν τις δολοφονικές επιθέσεις της αστυνομίας και των παρακρατικών, μαζί οργάνωσαν τον ανεφοδιασμό της πόλης σε είδη πρώτης ανάγκης, την υγεία, τις μεταφορές και τη δημόσια ασφάλεια, συγκροτώντας ομάδες αυτοδιαχείρισης και δικαιοσύνης, όπως το «τιμητικό σώμα των topiles», ένα είδος λαϊκής πολιτοφυλακής που προέρχεται από την ινδιάνικη παράδοση. (Στις ινδιάνικες κοινότητες, οι «τοπίλες» εκλέγονται συναινετικά στη λαϊκή συνέλευση και ασκούν εθελοντικά καθήκοντα που αφορούν την απονομή δικαιοσύνης και τη διευθέτηση διενέξεων, χωρίς να φέρουν όπλα). 

Είναι φανερό ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που δεν ανέχεται σε καμία περίπτωση να αμφισβητείται ένας κυβερνήτης, πολύ περισσότερο δεν θα επέτρεπε να εφαρμόζεται ένα σύστημα «αυτοκυβέρνησης» στην Οαχάκα, το οποίο θα μπορούσε να «μολύνει» κι άλλες πολιτείες του Μεξικού. Έτσι, μετά την άγρια κρατική και παρακρατική καταστολή, η οποία οδήγησε σε μαζικές συγκρούσεις (14 Ιούνη, 23 Αυγούστου, 27-28 και 30 Οκτώβρη, 2, 20 και 25 Νοέμβρη 2006), πέρασε σε μια φάση επιλεκτικής εξόντωσης μελών του κινήματος, με «εξαφανίσεις», βασανιστήρια, απειλές και φυλακίσεις.

Τον Δεκέμβρη του 2006 ο απολογισμός του τρόμου είναι 23 νεκροί, πάνω από 500 κρατούμενοι και 370 τραυματίες.

Μια συλλογική έκρηξη αντίστασης

Όπως συμβαίνει σε κάθε αυθεντική κοινωνική εξέγερση, πολλοί άνθρωποι ανακάλυψαν στην πράξη τις κρυφές και καταπιεσμένες δυνατότητές τους. Η συμμετοχή των γυναικών ήταν τεράστια και αποφασιστική. Ορισμένα άτομα μπορεί στο παρελθόν να είχαν ψηφίσει ακόμη και το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (PRI). Μια ηλικιωμένη γυναίκα, εντελώς μόνη και με μοναδικό όπλο την αξιοπρέπειά της, απαλλοτρίωσε ένα λεωφορείο για να ενισχύσει ένα οδόφραγμα. Νέοι άνθρωποι έφτιαχναν βόμβες μολότοφ και δίπλα τους ηλικιωμένοι γέμιζαν με πέτρες καρότσια του σούπερ μάρκετ. Και, μια ομάδα γυναικών κατέλαβε και λειτούργησε κανονικά έναν τηλεοπτικό σταθμό για περίπου ένα μήνα. «Αντικαπιταλιστική Οαχάκα: τουρίστες γυρίστε στα σπίτια σας!», ήταν το σύνθημα που εμφανίστηκε σε διάφορα σημεία της πόλης.

Πολλοί από αυτούς που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις ήταν ινδιάνοι μετανάστες, που κατοικούν κυρίως στα περίχωρα της πρωτεύουσας και πηγαινοέρχονται στα χωριά τους: ορισμένοι ήταν δάσκαλοι, άλλοι χειροτέχνες και πλανόδιοι πωλητές που μετέφεραν την εμπειρία και τη μνήμη από την εξαθλίωση, τις σφαγές, τις διακρίσεις και την περιθωριοποίηση και ενός κατά βάση φεουδαρχικού καθεστώτος.

Σ’ αυτούς προστέθηκαν οι νέοι της πόλης, των οποίων η συλλογική ταυτότητα συγκροτείται στη βάση της γειτονιάς, των μουσικών επιλογών, του τρόπου ντυσίματος και της καλλιτεχνικής έκφρασης, καθώς και άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως οι πόρνες, οι ομοφυλόφιλοι και οι λεσβίες, μεταλλάσσοντας τους εξευτελισμούς και την καταπίεση που υφίστανται σε συλλογική κραυγή για δικαιοσύνη και ελευθερία.
Ένας φασίστας δημοσιογράφος γράφει γεμάτος φρίκη: «οι δρόμοι έχουν βρωμίσει από τη μυρωδιά των ινδιάνων και τα γκράφιτι των αναρχοπάνκς».

Την πορεία αυτού του αποφασισμένου πλήθους δεν μπόρεσε να ανακόψει ούτε η μαζική τρομοκρατία της Πολιτειακής Αστυνομίας, της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας Πρόληψης (PFP) και των ειδικών σωμάτων του στρατού, ούτε τα τάγματα θανάτου, ούτε οι δολοφονίες, ούτε τα βασανιστήρια, ούτε οι συλλήψεις, ούτε η εκστρατεία δαιμονοποίησης του κινήματος.

Σ’ αυτήν την πορεία, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα κινηματικά μέσα ενημέρωσης και τα οδοφράγματα. Οι καταλήψεις των εμπορικών και των κρατικών μέσων ενημέρωσης ξεκίνησαν ως μέτρο προστασίας μετά την καταστροφή του «Ράδιο Τέντα», που εξέπεμπε από την κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας, και τις επιθέσεις κατά του «Ράδιο Ουνιβερσιδάδ», που στεγαζόταν στο Αυτονόμο Πανεπιστήμιο της Οαχάκα, πεδίο των πιο σκληρών μαχών.

Αυτά τα μέσα υπήρξαν η αιχμή του δόρατος του κινήματος και οι μοναδικές φωνές αντίστασης και αλληλεγγύης. Είναι σαφές ότι χωρίς αυτά, το κίνημα δεν θα είχε εξαπλωθεί τόσο σύντομα σ’ ολόκληρη την πολιτεία, ούτε θα είχε καταφέρει να επικοινωνήσει με το υπόλοιπο κόσμο, εντός και εκτός Μεξικού. Το ραδιόφωνο μέσω του Διαδικτύου, οι αμέτρητες ηλεκτρονικές σελίδες αντιπληροφόρησης και η ταχύτατη κυκλοφορία των βίντεο που κινηματογραφούνταν επί τόπου, μετέδωσαν σε απευθείας σύνδεση τη μάχη της Οαχάκα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη: τις πληροφορίες, τις ανακοινώσεις, τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις και την εξέλιξη ενός πολύμηνου αγώνα σε μια απομακρυσμένη και ξεχασμένη γωνιά της γης.

Τα οδοφράγματα, που στήθηκαν ως αναγκαίο αμυντικό μέσο, για να εμποδίσουν τις δολοφονικές επιδρομές των ταγμάτων θανάτου του κυβερνήτη και των παρακρατικών, υπολογίζονται γύρω στα 1.500 μέσα στην πόλη, αν και ποτέ δεν θα μάθουμε τον ακριβή αριθμό τους. Τα μέλη τους, στις περισσότερες περιπτώσεις λαϊκοί άνθρωποι της ίδιας γειτονιάς, αλλά και νέοι, ελευθεριακοί και αναρχοπάνκς, πειραματίστηκαν πολλές μακριές και δύσκολες νύχτες με νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και έζησαν μια πραγματική συλλογική γιορτή. Ιδιαίτερα οι νέοι και οι νέες, ακόμη και ανήλικα παιδιά, έδωσαν τις πιο σκληρές μάχες στο δρόμο και μετέτρεψαν τα οδοφράγματα σε χώρους συντροφικότητας, αλληλεπίδρασης και πολιτικών συζητήσεων, σ’ ένα καθημερινό σύμβολο λαϊκής αντίστασης. Ξεχωριστή σημασία απέκτησε το οδόφραγμα «Σίνκο Σενιόρες», ή «οδόφραγμα του θανάτου» ή «οδόφραγμα της νίκης», που προστάτευε το Πανεπιστήμιο και εκκενώθηκε τελευταίο: το υπερασπίστηκε μια ομάδα νέων, αναρχικών και πανκς και έγινε γνωστό με το όνομα «Πέντε Τσακάλια».

Σε γενικές γραμμές, στην οργάνωση των οδοφραγμάτων αποτυπώθηκαν δύο τάσεις: η πρώτη εστιαζόταν στην άμεση δράση και την αυτοάμυνα απέναντι στις επιθέσεις, ενώ η δεύτερη προσπάθησε να δημιουργήσει ένα αλληλέγγυο δίκτυο με κατοίκους άλλων συνοικιών, με στόχο να ενισχυθεί ο λαϊκός χαρακτήρας της αντίστασης. Σε κάθε περίπτωση, η οργανωτική εμπειρία των οδοφραγμάτων ήταν πολύ κοντά στην ελευθεριακή κουλτούρα. Όπως σημείωσε ένας φοιτητής που πήρε μέρος στον αγώνα, χωρίς να έχει συγκεκριμένη ιδεολογική τοποθέτηση, «τα οδοφράγματα ήταν μια εμπειρία ισότητας και ελευθερίας, στην οποία όλοι και όλες συμμετείχαν πλήρως και ισότιμα στη λήψη των αποφάσεων».
 
Ήταν η APPO συνώνυμο του κινήματος;

Η οργή, η αγωνία και η ευαισθησία του πλήθους των εξεγερμένων της Οαχάκα έδωσαν ώθηση στη δύναμη, τη φαντασία και τον πλούτο των ιδεών και των πρακτικών που χαρακτήρισε το κίνημα.

Δεν ήταν ένα ταξικό κίνημα, με την κλασική έννοια του όρου, αφού η εργατική τάξη είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην Οαχάκα. Υπήρχαν άνθρωποι με σφυροδρέπανα, με λάβαρα της Παναγίας της Γουαδαλούπης, με πανό που είχαν το άλφα της αναρχίας, αλλά και άλλοι που αναγνωρίζονταν από την τοπική ένταξή τους: τη γειτονιά, τη συνοικία, την κοινότητα.
Δεν ήταν ένα αποκλειστικά τοπικό κίνημα, αφού η εμπειρία του συνδέεται με τα κινήματα του Ισημερινού, της Βραζιλίας, της Αργεντινής, αλλά και των μεξικανών μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δεν ήταν ούτε ένα κίνημα ηγετών, παρά το γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης πρόβαλαν συστηματικά ορισμένες «προσωπικότητες». Γρήγορα, στους τοίχους της πόλης εμφανίστηκε το σύνθημα «αυτό το κίνημα δεν είναι των ηγετών, είναι της βάσης» με υπογραφή συγκεκριμένης ομάδας, για να συμπληρωθεί αμέσως από κάτω από άλλα άτομα: «δεν είναι των ηγετών, αλλά ούτε και των ομάδων».
Πολύ περισσότερο, δεν ήταν ένα κίνημα που επιθυμούσε την κατάκτηση της εξουσίας, παρά τα σταλινικά παραληρήματα ορισμένων μελών του. Τα γκράφιτι στο ιστορικό κέντρο της πόλης απαντούσαν εύγλωττα: «Θέλουν να μας υποχρεώσουν να κυβερνήσουμε, αλλά δεν πρόκειται να πέσουμε σ’ αυτή την παγίδα!».

Με λίγα λόγια, το κίνημα της Οαχάκα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε ελευθεριακό, ούτε κομμουνιστικό, ούτε «ιθαγενικό», ούτε… Ήταν, και είναι, η συλλογική θέληση ενός λαού να καθορίζει ο ίδιος το παρόν και το μέλλον του, ανταλλάσσοντας ιδέες και λαμβάνοντας αποφάσεις σε μια δημόσια αγορά, τη συνέλευση. 

Όσον αφορά την πολιτική σύνθεση της Λαϊκής Συνέλευσης των Λαών της Οαχάκα (APPO), αυτή ήταν από την αρχή ετερόκλητη: συνδικάτα, παλιοί σχηματισμοί της μαρξιστικής-λενινιστικής αριστεράς, οργανώσεις πολιτών, ελευθεριακές συλλογικότητες, ινδιάνικες ενώσεις, εργάτες, καλλιτέχνες, γιατροί, φοιτητές και άτομα χωρίς κομματική ένταξη. Έτσι, στο εσωτερικό της διαμορφώθηκαν τρεις διαφορετικές συνιστώσες. Η πρώτη πρεσβεύει την αστική δημοκρατία, την ευρύτερη κοινωνική εκπροσώπηση, την εξάλειψη της νοθείας από το εκλογικό σύστημα, την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης και την ομαλή λειτουργία των θεσμών του κράτους δικαίου. Η δεύτερη τάση προωθεί τη συμμετοχική δημοκρατία, την ενδυνάμωση της λαϊκής πρωτοβουλίας, την καθιέρωση των δημοψηφισμάτων, τη δυνατότητα ανάκλησης των πολιτικών εκπροσώπων στις δημόσιες θέσεις. Η τρίτη τάση, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπερασπίζεται τη ριζοσπαστική ή άμεση δημοκρατία, δεν αποδέχεται την ύπαρξη πολιτικής εξουσίας από τα πάνω, αλλά αγωνίζεται για μια κοινωνία που θα «αυτοκυβερνάται», στην οποία η οργάνωση της ζωής θα βασίζεται στην ατομική και συλλογική αυτονομία όλων των ανθρώπων. Πρόκειται για ένα ρεύμα που διαπερνά ολόκληρο το Μεξικό και εμπνέεται από τους ινδιάνικους λαούς, τα κινήματα των πόλεων, τις αναρχικές ιδέες, αλλά και την ελευθεριακή παράδοση του μαγονισμού, που παραμένει ιδιαίτερα ζωντανή στην Οαχάκα.

Εξάλλου, υπήρξαν πολιτικοί χώροι που λειτούργησαν εκτός της δομής της APPO. Ένας από αυτούς ήταν η «Διαπολιτισμική Κατάληψη Αντίστασης», ένας παλιός σταθμός της δημοτικής αστυνομίας, στο κέντρο της πόλης της Οαχάκα, τον οποίο κατέλαβαν αναρχικοί, πανκς και ελευθεριακοί τον Αύγουστο του 2006. Η κατάληψη, στην οποία λειτούργησαν προγράμματα λαϊκής κουζίνας, τοιχογραφιών και αυτοδιαχειριζόμενων εργαστηρίων, ήταν μια προσπάθεια να προωθηθεί η αυτοοργάνωση και ο συντονισμός όλων των αυτόνομων χώρων, στις γειτονιές και τις κοινότητες.

Επιπρόσθετα, εδώ και δεκαετίες, στην Οαχάκα δραστηριοποιούνται περίπου 17 μικρές ένοπλες ομάδες, με αλλεπάλληλες διασπάσεις και συνενώσεις. Η εξέγερση του λαού των Μίξε ενάντια στους τσιφλικάδες το 1959, οι βομβιστικές επιθέσεις της «Ένωσης του Λαού» το 1970 και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Λαϊκού Επαναστατικού Στρατού (EPR) το 1996, είναι μερικά από τα πιο γνωστά περιστατικά. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένοπλη οργάνωση ή πολιτικό κόμμα που να έχει τη δυνατότητα να υποδαυλίσει μια τέτοια μαζική και ποικιλόμορφη εξέγερση, η οποία ανταποκρίνεται σε άλλα κίνητρα και άλλες δυναμικές.

Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή πολιτική δυναμική του κινήματος, υπερέβη εκ των πραγμάτων τις μεθοδεύσεις των συνδικάτων και των αριστερών οργανώσεων και υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό την αυτοοργάνωση και την αυτοδιεύθυνση, ελπίζοντας στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού χώρου αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης που θα ανέκοπτε την τρομακτική επέλαση της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας.

Οι ινδιάνικοι λαοί

Θεμελιώδες κλειδί για να κατανοήσει κανείς τη δυναμική αυτής της εξέγερσης είναι οι ινδιάνικοι λαοί, των οποίων τη βαθιά θέληση για αντίσταση και χειραφέτηση δεν κατάφερε να υποτάξει η βάρβαρη κυριαρχία πέντε αιώνων. Μόνο οι ισπανοί κατακτητές, καταδικάζοντας τους ινδιάνους της Οαχάκα να δουλεύουν στα ορυχεία κάτω από άθλιες συνθήκες, αφάνισαν το 90% του πληθυσμού.

Όμως, οι ινδιάνικοι λαοί διαρκώς επιστρέφουν. Η πολιτική και οικονομική κυριαρχία δεν βλέπει τα σημάδια αυτής της επιστροφής γιατί δεν θέλει να τα δει. Ένα από αυτά εκδηλώθηκε το 1992, όταν ινδιάνοι της Τσιάπας γκρέμισαν το άγαλμα του ισπανού κατακτητή Ντιέγο δε Μαζαριέγος. Η εξουσία τους αγνόησε, αλλά δύο χρόνια μετά βρήκε μπροστά της την ένοπλη εξέγερση των Ζαπατίστας ενάντια στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Σήμερα, που οι λαοί της Οαχάκα αγωνίζονται για να απαλλαγούν από ένα ακόμη τυραννικό σύστημα, οι πολιτικοί, όπως και στην περίπτωση της Τσιάπας, διαβεβαιώνουν ότι οι ινδιάνοι είναι ανίκανοι να δημιουργήσουν ένα κίνημα του μεγέθους που γνώρισε η Οαχάκα, και γι’ αυτό προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους εξαγοράσουν, προσφέροντάς τους ψίχουλα για μην πεθάνουν από την πείνα.

Αλλά οι ινδιάνικοι λαοί λένε όχι σ’ αυτές τις «προσφορές». Γιατί, τόσο η εξέγερση της Οαχάκα όσο και αυτή της Τσιάπας έχουν βαθιές ρίζες. Από τη μια πλευρά, είναι αποτέλεσμα του άγριου καπιταλισμού που μετατρέπει σε εμπόρευμα όλα τα δημόσια αγαθά και εκτοπίζει τις ινδιάνικες κοινότητες και, από την άλλη, συνιστά αναπόφευκτη συνέπεια της ανώμαλης συγκρότησης του μεξικανικού κράτους, το οποίο περιφρονεί, εξευτελίζει και εξοντώνει τους ινδιάνικους πληθυσμούς. Ο συνδυασμός αυτών των δύο φαινομένων έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση νέας αποικιοκρατίας, η οποία λεηλατεί τους φυσικούς πόρους, καταστρέφει τις αυτόνομες μορφές διακυβέρνησης των ινδιάνικων λαών, στρατιωτικοποιεί τις κοινότητές τους και δολοφονεί όσους και όσες αντιστέκονται.  

Οι μεγαλύτερες εξεγέρσεις στην Τσιάπας και την Οαχάκα στη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν εκδηλώθηκαν κατά τον πόλεμο για την Ανεξαρτησία, αλλά αργότερα. Τα αίτιά τους δεν αφορούσαν μόνο την αρπαγή της γης των ινδιάνων, αλλά και το σφετερισμό της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσής τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ινδιάνικοι λαοί συμμετείχαν στην επανάσταση του 1910, όταν ο Φρανσίσκο Μαδέρο κάλεσε στα όπλα για να ανατρέψει τον δικτάτορα Πορφίριο Ντίας, αλλά πολλοί εγκατέλειψαν τον αγώνα όταν ο πρώτος συμφώνησε με τον δεύτερο για τη διατήρηση του καθεστώτος. Τηρουμένων των αναλογιών, οι διεκδικήσεις εκείνης της εποχής συνεχίζουν να είναι οι ίδιες και σήμερα.

Χιλιάδες γυναίκες και άντρες, εδώ και πολλά χρόνια, αγωνίζονται οργανωμένα στις κοινότητές τους ενάντια στην καταπίεση, τον αυταρχισμό, τη διαφθορά και το ρατσισμό των κυβερνητών της Οαχάκα.
Η Ζαπατιστική Μαγονιστική Συμμαχία, Η Επιτροπή για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων του Λαού, το Λαϊκό Ινδιάνικο Συμβούλιο Ρικάρδο Φλόρες Μαγόν, η Οργάνωση του Λαού των Μίξε, το Μέτωπο για την Υπεράσπιση των Ινδιάνων, η Ένωση Οργανώσεων της Οροσειράς Χουάρες, η Ένωση των Ινδιάνικων Κοινοτήτων του Ισθμού του Τεχουαντεπέκ, το Ενωμένο Κίνημα του Αγώνα των Τρίκι είναι μόνο μερικές από τις οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σ’ ολόκληρη την πολιτεία.

Αλλά και στην πόλη της Οαχάκα, που πλήττεται από μια άγρια αστικοποίηση, οι εκτοπισμένοι από τις ινδιάνικες κοινότητες χρησιμεύουν ως φτηνά εργατικά χέρια, χωρίς αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής και κοινωνικά δικαιώματα. Έτσι, οι ινδιάνοι μετανάστες, για να επιβιώσουν, μεταφέρουν στην πόλη τον κοινοτικό τρόπο οργάνωσης της ζωής τους, επηρεάζοντας βαθιά τις εκατοντάδες κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις βάσης.

Τα τέσσερα κεντρικά στοιχεία αυτής της κοινοτικής ζωής είναι: η κοινοτική γη (χρήση και υπεράσπιση του συλλογικού χώρου), η κοινοτική εργασία (οικογενειακή και συλλογική αλληλοβοήθεια μέσω του «τέκιο», που είναι η εθελοντική εργασία προς όφελος του χωριού), η κοινοτική διοίκηση (συμμετοχή στη συνέλευση και ανάληψη διαφόρων διοικητικών και θρησκευτικών καθηκόντων) και η κοινοτική ψυχαγωγία (συμμετοχή και οργάνωση των γιορτών).

Συνδετικό κρίκο συνιστά βέβαια η συνέλευση, που αρχίζει πάντοτε με ένα τελετουργικό στο οποίο γίνεται έκκληση σε όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος να επιτρέψουν στις ιδέες να συναντηθούν, ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν όλες οι εναλλακτικές προτάσεις για την επίλυση των προβλημάτων. Πρόκειται για μια λαϊκή, αυτόνομη και ελεύθερη οργανωτική δομή, στην οποία λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις που αφορούν την κοινότητα και η οποία, με τη μία ή την άλλη μορφή, ισχύει στο 80% από τους 570 δήμους και τις 10.000 κοινότητες της Οαχάκα.

Η λαϊκή εξέγερση του περασμένου χρόνου, και ιδιαίτερα οι ποικίλες μορφές αντίστασης, όπως η αυτοάμυνα, η αυτοοργάνωση και η αλληλεγγύη, αντανακλούν την παράδοση αιώνων της ιθαγενικής συνέλευσης. Αυτός είναι ο λόγος που, εκτός από τις γυναίκες και τη νεολαία, κεντρικό ρόλο στην εξέγερση της Οαχάκα έπαιξαν τα φτωχά προάστια της πρωτεύουσας, η ινδιάνικη «μητρόπολη». Η «Κομμούνα της Οαχάκα» τροφοδοτήθηκε και εμπνεύστηκε από τον ινδιάνικο κοινοτισμό.

Και μετά την εξέγερση;

Σημείο καμπής για τις εξελίξεις στο εσωτερικό της «Λαϊκής Συνέλευσης των Λαών της Οαχάκα» (ΑPPO) και του κινήματος γενικότερα ήταν η Πολιτειακή Συνέλευσή της στις 10 και 11 Φλεβάρη 2007. Σ’ αυτήν αποφασίστηκε ότι η APPO δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε εκλογικές διαδικασίες ως κίνημα, σεβόμενη τις διακηρυγμένες πολιτικές αρχές της, και συμφωνήθηκε ότι όσες ομάδες επιθυμούν, μπορούν να το πράξουν αυτόνομα, αλλά κανείς υποψήφιος δεν θα δικαιούται να χρησιμοποιήσει στον προεκλογικό αγώνα τη σχέση του με την APPO, ούτε θα μπορεί να είναι υποψήφιος και ταυτόχρονα μέλος του πολιτειακού συμβουλίου της.

Σ’ αυτή τη συγκυρία γεννιέται η συλλογικότητα «Φωνές της Οαχάκα που Οικοδομούν την Αυτονομία και την Ελευθερία» (VOCAL), από ελευθεριακές και αναρχικές ομάδες, αυτόνομα άτομα, αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, μαγονιστικές οργανώσεις, μέλη της «Άλλης Εκστρατείας» των Ζαπατίστας, αλλά και κόσμο που είχε πάρει μέρος στις κινητοποιήσεις και είχε υπερασπιστεί τα οδοφράγματα του περασμένου χρόνου, είτε εντός είτε εκτός της APPO.

Οι VOCAL αγωνίζονται για ένα κοινωνικό κίνημα ενάντια στα αφεντικά της εξουσίας και του χρήματος, αυτόνομο και ανεξάρτητο από τα πολιτικά κόμματα, βασισμένο στην αυτοοργάνωση, την αλληλοβοήθεια και τη λήψη αποφάσεων μέσω των λαϊκών συνελεύσεων. Επιπλέον, πραγματοποιούν διάφορα προγράμματα: τεχνολογία (για παράδειγμα, εργαστήρια κατασκευής μηχανών από εξαρτήματα μεταχειρισμένων ποδηλάτων), πολιτική (στήριξη λαϊκών δημοτικών συμβουλίων και αυτόνομων δήμων), διατροφή (εργαστήρια γεωργικής καλλιέργειας στην πόλη), ενημέρωση (στήριξη κοινοτικών ραδιοφώνων), αυτοδιαχείριση (εργαστήρια βιβλιοδεσίας και επιμόρφωσης).

Από την πρώτη στιγμή όμως, οι VOCAL ποινικοποιήθηκαν, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από ορισμένες «εκλογικές» ομάδες της APPO, οι οποίες μάλιστα έφτασαν στο σημείο να τους κατηγορούν ως προδότες, διασπαστικά στοιχεία ή ακόμη και πράκτορες (με πρώτο θύμα τον πολιτικό κρατούμενο Νταβίντ Βενέγας, που είναι ταυτόχρονα μέλος του πολιτειακού συμβουλίου της APPO).

Οι πρόσφατες εξελίξεις

Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 2007, η κυβέρνηση της Οαχάκα εξαπέλυσε ένα νέο κύμα καταστολής, το οποίο όμως δεν κατάφερε να εξαντλήσει την αντοχή του κινήματος. Την πρωτομαγιά του ίδιου χρόνου, χιλιάδες διαδηλωτές κατακλύζουν ξανά τους δρόμους της πόλης και, στις 15 Μάη, οι δάσκαλοι επανέρχονται στις απεργιακές κινητοποιήσεις τους.

Στις 14 Ιούνη, πρώτη επέτειο της εξέγερσης, ξαναστήνονται συμβολικά τα οδοφράγματα, οι εκπαιδευτικοί επιστρέφουν στην κατασκήνωση της κεντρικής πλατείας και χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν στους δρόμους.

Στις 16 Ιούλη, το συνδικάτο των εκπαιδευτικών, η APPO και οι VOCAL γιορτάζουν τη «Λαϊκή Γελαγέτσα», εκδηλώνοντας την αντίθεσή τους  στην «Επίσημη Γεγαλέτσα», στην οποία συμμετέχει κόσμος που έχει εξαγοραστεί και απειληθεί από την κυβέρνηση και τους επιχειρηματίες. (Η Γεγαλέτσα είναι μια κοινοτική γιορτή που αναφέρεται στην αλληλεγγύη, τη χαριστικότητα και τη συλλογική εργασία των ινδιάνικων λαών, την οποία η κυβέρνηση έχει μετατρέψει σε τουριστικό φολκλορικό φεστιβάλ). Η αστυνομία επιτίθεται στους διαδηλωτές με δακρυγόνα και πέτρες, με αποτέλεσμα έναν τραυματία σε κωματώδη κατάσταση και δεκάδες συλλήψεις.

Στις 25 Ιούλη επαναλαμβάνονται οι διαδηλώσεις για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και την παραίτηση του κυβερνήτη, την 1η Αυγούστου το «Συντονιστικό των Γυναικών της Οαχάκα» συγκεντρώνει ξανά χιλιάδες αγωνιζόμενες γυναίκες, ενώ την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη δάσκαλοι, μέλη της APPO και άλλοι εργαζόμενοι διαδηλώνουν με πρόσθετο αίτημα την κατάργηση ενός νέου καταστροφικού νόμου για την κοινωνική ασφάλιση, την υγεία και την πρόνοια.

Ταυτόχρονα, συνεχίζονται οι συλλήψεις, οι «εξαφανίσεις» και οι απειλές κατά μελών του κινήματος και εντείνεται η στρατιωτικοποίηση των ινδιάνικων περιοχών, ιδιαίτερα της Λοσίτσα, που υφίσταται εδώ και έντεκα χρόνια έναν εξοντωτικό πόλεμο κρατικών και παρακρατικών δολοφόνων. Αρκετοί κοινωνικοί αγωνιστές αναγκάζονται να περάσουν στην παρανομία ή να εγκαταλείψουν την πολιτεία, άλλοι παραμένουν στη φυλακή.

Επίσης, στις 25 Μάη στρατιωτικές υπηρεσίες «εξαφανίζουν» δύο μέλη της λενινιστικής πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης «Επαναστατικός Λαϊκός Στρατός» (EPR). Η οργάνωση αναλαμβάνει την ευθύνη για την τοποθέτηση οκτώ εκρηκτικών μηχανισμών σε εγκαταστάσεις των «Μεξικανικών Πετρελαίων» (PEMEX) σε δύο πολιτείες, απαιτώντας την απελευθέρωση των μελών της.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, στις 5 Αυγούστου 2007 διεξάγονται οι εκλογές για την ανανέωση ενός μέρους του τοπικού κοινοβουλίου. Η αποχή των ψηφοφόρων που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% των πολιτών με δικαίωμα ψήφου, φτάνει το 80%, ενώ σε ορισμένες περιοχές ο κόσμος καίει ή εξαφανίζει τις κάλπες.

Για την κοινωνία της Οαχάκα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ένας μαφιόζικος θεσμός πολιτικής ηγεμονίας, μέσω του οποίου μια μικρή ομάδα διεφθαρμένων πολιτικών συντηρεί τις κοινωνικές ανισότητες, την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Το ιδιαίτερα ηχηρό μήνυμα των εκλογών («Να φύγουν όλοι!») δείχνει το δρόμο που έχει αποφασίσει να ακολουθήσει η κοινωνία για να αλλάξει τα πράγματα: την αυτοοργάνωση και την κινητοποίηση από τα κάτω.

Καπιταλισμός ή βαρβαρότητα

Το κοινωνικό κίνημα που συγκλόνισε την Οαχάκα είναι ένα από τα πιο ριζοσπαστικά και σημαντικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας του Μεξικού, το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την εξέγερση των Ζαπατίστας το 1994.

Η πολιτειακή και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, καταφεύγοντας στην τρομοκρατία, το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», την «κατάσταση πολιορκίας» και τον «αντεπαναστατικό πόλεμο», προσπάθησε να αναγκάσει τους εξεγερμένους και τις εξεγερμένες είτε να πάρουν τα όπλα είτε να επιδιώξουν την κατάκτηση της εξουσίας. Όμως, το κίνημα δεν έπεσε στην παγίδα. Μετατόπισε το κέντρο του άξονα της σύγκρουσης: δεν θέλησε να προκαλέσει την αναμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή του εχθρού, αλλά να την καταστήσει μάταιη, να την αχρηστεύσει, υιοθετώντας ένα είδος «επιθετικής κοινωνικής ανυπακοής». Απέναντι στις σφαίρες, τα δακρυγόνα, τα άρματα μάχης και τα στρατιωτικά ελικόπτερα αντέταξε τις πέτρες, τα αυτοσχέδια «μπαζούκας», τις βόμβες μολότοφ και, κυρίως, τη δύναμη του εξεγερμένου λόγου και της συλλογικής οργάνωσης της κοινωνίας, μια κουλτούρα ζωής και όχι θανάτου. Και νίκησε.

Η εξέγερση σε ένα από τα πιο καταπιεσμένα μέρη του παγκόσμιου νότου συνιστά ένα παράδειγμα σύγχρονης πολιτικής δράσης για τα μητροπολιτικά κινήματα του βορρά, σ’ έναν κόσμο όπου το κέντρο της μάχης είναι στην περιφέρεια και το αντίστροφο. Είναι η φωνή της ανθρωπότητας που αρνείται να μετατραπεί σε παγκόσμια καταπιταλιστική αποικία, στην οποία ο πόλεμος θα επιβάλλεται ως κοινωνική και πολιτική συνθήκη.

Για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνεται μια νέα πραγματικότητα για την παγκοσμιοποίηση της αντίστασης: όσο κι αν η εξουσία προσπαθεί να επιβάλλει μια παγκοσμιοποίηση του χρήματος, η αντίσταση από τα κάτω την υπερβαίνει με ρωγμές, συγκρούσεις και εξεγέρσεις οι οποίες καθίστανται μεταδοτικές, οικουμενικές και ανεξέλεγκτες.

«Δεν είστε μόνοι! Δεν είστε μόνες!». Η άμεση απάντηση των κινημάτων και των αγωνιζόμενων ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον κόσμο δεν αποτελεί μόνο μια κραυγή αλληλεγγύης, αλλά και την έμπρακτη διαβεβαίωση ότι η μορφή και το περιεχόμενο της εξέγερσης στην Οαχάκα συνδέονται άρρηκτα με τους δικούς τους αγώνες στο δρόμο για την ελευθερία.

Ο Ραούλ Βανεγκέμ, στις 11 Νοέμβρη 2006, γράφει μεταξύ άλλων: «O αγώνας στην Oαχάκα συνεχίζει μιαν ιστορική πορεία που ξεκινά από την Kομμούνα του Παρισιού και προχωρά στις κολλεκτίβες της Aνδαλουσίας, της Kαταλονίας και της Aραγονίας, κολλεκτίβες που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης του 1936-1938, όταν η εμπειρία της αυτοδιαχείρισης έθεσε τις βάσεις για μια νέα κοινωνία».

Στην Οαχάκα, τα εξεγερμένα πλήθη κατάφεραν να πάρουν την τύχη της ζωής τους στα χέρια τους και να εφαρμόσουν στην πράξη την άμεση δημοκρατία μέσα από τις παραδοσιακές λαϊκές συνελεύσεις, οι οποίες υπήρχαν πολύ πριν επιβληθεί η αποικιοκρατία και ο καπιταλισμός στη χώρα.

Μ’ αυτήν την έννοια, το κίνημα αποτέλεσε μια ουσιαστική απειλή για τον παγκόσμιο νεοφιλελευθερισμό. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αν η εξουσία, που διαιωνίζει τη βαρβαρότητα πάνω στους ανθρώπους και τη φύση, μπορεί να ηττηθεί και να αντικατασταθεί από μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης σε μια πολιτεία, γιατί όχι και στον υπόλοιπο κόσμο

Έυη Παπακωσταντίνου

 
Πληροφορίες, εκτιμήσεις και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις αντλήθηκαν από πηγές όπως:
Indymedia Oaxaca
enlacezapatista.ezln.org.mx
www.zeztainternazional.org
www.asambleapopulardeoaxaca.com/appo
cml.vientos.info
www.kaosenlared.net/oaxaca
noticias-oax.com.mx
www.rebelion.org
www.narconews.com
www.oaxacalibre.net/oaxlibre/index.php
espora.org/amz
oaxacaenpiedelucha.blogspot.com
www.jornada.unam.mx
remaba.blogspot.com
www.vocal.lunasexta.org
labarrikada.blogcindario.com
revuelta.radiolivre.org/ 
… και διάφορες άλλες που μπορείτε να βρείτε ψάχνοντας.

Για ένα εκτενές και πιο ζωντανό χρονικό, δείτε το βίντεο
«Η εξέγερση της Οαχάκα», www.black-tracker.gr)

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΥΤΟΠΙΑ, Τ. 15