Ένα από τα κυρίαρχα θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών αφορά την προσπάθεια κοστολόγησης των περιβαλλοντικών προβλημάτων, αρχικά, και εν συνεχεία και της ίδιας της φύσης, με στόχο την καλύτερη προστασία της. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης, αν κάτι μπορεί να μετρηθεί και κοστολογηθεί, τότε αποκτά οικονομική αξία στην αγορά και άρα μπορεί ευκολότερα να προστατευτεί, αν αποδειχθεί ότι η αξία διατήρησής του υπερβαίνει το κόστος καταστροφής του.

Πώς όμως κοστολογείται ένα βουνό; Οι περιβαλλοντικοί οικονομολόγοι λένε ότι αυτό παρέχει μια σειρά από λειτουργίες, τις οποίες ονομάζουν «υπηρεσίες», όπως η παροχή τροφής και ενέργειας, η ρύθμιση του κλίματος μέσω της δέσμευσης άνθρακα και παροχής οξυγόνου, η ανακύκλωση θρεπτικών συστατικών, η προστασία που μας παρέχει από τις πλημμύρες, αλλά και μια σειρά από πολιτιστικές, πνευματικές, θεραπευτικές ή ψυχαγωγικές υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός. Όλα τα παραπάνω επιχειρούνται να κοστολογηθούν και άρα να μπορούν να συγκριθούν με το κόστος μιας επένδυσης. Πέραν της αντικειμενικής δυσκολίας κοστολόγησης των παραπάνω, το ερώτημα είναι βαθύτερο. Ισοδυναμεί το κόστος με τη αξία ενός βουνού; Μπορεί αυτή να είναι μόνο οικονομική;

Η προσπάθεια και μόνο κοστολόγησης των «υπηρεσιών» που προσφέρει ένα βουνό, ακόμα και η ορολογία που χρησιμοποιείται, μαρτυράει πολλά για το σύστημα αξιών της κοινωνίας μας όπου όλα δυνητικά μπορούν να μετρηθούν σε χρήμα. Οι υποβόσκουσες θεμελιώδεις αξίες αυτής της προσέγγισης σπανίως αμφισβητούνται, και απόψεις που δεν ταιριάζουν με αυτό το οικονομιστικό μοντέλο είτε προσπερνιούνται ή στην καλύτερη περίπτωση χλευάζονται. Έτσι, σύμφωνα με την κυριαρχούσα λογική της διαρκούς ανάπτυξης, τα περιβαλλοντικά ζητήματα είναι βασικά προβλήματα τεχνικού χαρακτήρα και, εάν αυτά εισέλθουν στον δημόσιο διάλογο, η συζήτηση περιορίζεται σε διαχειριστικό επίπεδο, γεγονός που μειώνει δραματικά την δυνατότητα εναλλακτικών επιλογών.

Πώς σχετίζονται αυτά με τη Σαμοθράκη;

Πριν λίγους μήνες έγινε γνωστό ότι σχεδιάζεται βιομηχανικό αιολικό πάρκο 39 ανεμογεννητριών στο όρος Σάος της Σαμοθράκης, ένα από τα πολλά που δρομολογούνται αυτόν τον καιρό σε Βέρμιο, Εύβοια, Κυκλάδες, ηπειρωτική χώρα κ.α. Το αφήγημα παραμένει πάνω κάτω το ίδιο: Η κλιματική αλλαγή επιβάλλει τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από το πετρέλαιο και τον λιγνίτη και καθιστά αναγκαία μια στροφή προς την «πράσινη ανάπτυξη» και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τοποθετημένη σε αυτήν τη βάση, η υποστήριξη του έργου μοιάζει σχεδόν αυτονόητη. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη μετάβασης σε λιγότερο ρυπογόνες μορφές ενέργειας. Ποιό είναι λοιπόν το πρόβλημα;

Υπάρχουν αμέτρητα πρακτικά ζητήματα που αξίζει και πρέπει να τεθούν στο τραπέζι, όπως οι επιπτώσεις στο μικρόκλιμα της περιοχής, στον υδροφόρο ορίζοντα, στη γεωλογία, στην πανίδα, και φυσικά οι θέσεις εργασίας, οι επιπτώσεις στον τουρισμό κ.α. Το βασικό όμως πρόβλημα είναι ότι το ζήτημα τέθηκε από την πρώτη στιγμή (από την εταιρεία αλλά όχι μόνο) σε μια αμιγώς οικονομοτεχνική βάση: Μιλάμε για τα πόσα ενέργειας, για το κόστος της επένδυσης, για τα ανταποδοτικά τέλη, και ό,τι θέμα προκύπτει οφείλει να αντικρούσει τα παραπάνω. Αυτό αποτελεί ήδη μια πρώτη και σημαντική ήττα του διαλόγου σχετικά με εναλλακτικές επιλογές. Διότι εισερχόμενοι στον διάλογο από μια πολύ συγκεκριμένη οικονομιστική σκοπιά παραδεχόμαστε, εν αγνοία μας, μια σειρά από υποθέσεις και επικροτούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές υφίστανται.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ερωτήσεις όπως: «Χρειαζόμαστε περισσότερη ενέργεια; Για ποιους σκοπούς την χρησιμοποιούμε; Ποιος ελέγχει και αποφασίζει για την παραγόμενη ενέργεια;» μένουν αναπάντητες. Συζητώντας λοιπόν «μόνον» για τις επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα ή το ύψος των πιθανών οικονομικών ανταποδοτικών τελών, αποδεχόμαστε σιωπηρά μια σειρά από εικασίες, όπως λ.χ. ότι χρειαζόμαστε περισσότερη ενέργεια και όχι σωστότερη διαχείριση της υπάρχουσας, ότι οι αποφάσεις μας μετράνε πολύ περισσότερο από αυτές των επόμενων γενεών, ότι οι ανανεώσιμες πηγές μειώνουν την παραγωγή λιγνίτη, κ.α.

Για να έχει η τοπική κοινωνία τη δυνατότητα συμμετοχής, ελέγχου, καθώς και συνδιαμόρφωσης ενός βιώσιμου ενεργειακού μέλλοντος, χρειάζεται να έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει πάνω σε κομβικά θέματα, πολύ πριν ασχοληθεί με ζητήματα διαχειριστικού χαρακτήρα. Για παράδειγμα, κανείς δεν υποστηρίζει ότι είναι προτιμότερο να διατηρείται ένα φορτίο βάσης από λιγνίτη. Δυστυχώς όμως, εντός του υπάρχοντος πλαισίου, τα βιομηχανικά πάρκα ΑΠΕ που σχεδιάζονται δεν θα προκαλέσουν μείωση της παραγωγής λιγνίτη στη χώρα, όταν η ανάγκη για ενέργεια διαρκώς μεγαλώνει! Απλά θα αυξήσουν την παραγωγή και πιθανόν και τις εξαγωγές. Αυτή δεν είναι κάποια περιφερειακή παράπλευρη απώλεια αλλά η βάση του συστήματος που ονομάζουμε καπιταλιστικό. Ο καπιταλισμός χρειάζεται οικονομική ανάπτυξη και η ανάπτυξη περισσότερη ενέργεια. Η παραγωγή «πράσινης» ενέργεια αποτελεί μια ακόμα αγορά που θα μπορέσει να μεγαλώσει την πίτα και τον αέναο κύκλο της ανάπτυξης. Μια εταιρία μπορεί να επενδύσει σε διάφορες μορφές γκρίζας, πράσινης η μπλε ενέργειας. Δεν μπορεί όμως να επενδύσει σε λιγότερη ενέργεια, γιατί αυτό θα πήγαινε ενάντια στη λογική της. Ποια όμως είναι η λογική των ανθρώπων;

Κάλεσμα για μια βιώσιμη λύση

Σε ποιόν εν τέλει ανήκει το βουνό; Στο κράτος; Στους μόνιμους κατοίκους του νησιού, ακόμα και αυτούς που δεν το έχουν περπατήσει ποτέ; Στους επισκέπτες που έρχονται να το επισκεφτούν από την άκρη της Ευρώπης; Στις επόμενες γενιές κατοίκων και επισκεπτών; Μήπως ανήκει εξίσου στα δάση του, τα ζώα και τα πουλιά του;

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση ας λάβουμε ως αφετηρία την κυριαρχούσα φιλοσοφία και το σύστημα αξιών της εποχής μας, τα οποία διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναζητούνται οι λύσεις στα προβλήματα που προκύπτουν. Η υπερισχύουσα άποψη λέει ότι όλα μπορούν να μετρηθούν σε χρήμα, ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι μη διαπραγματεύσιμη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το αφήγημα της εταιρείας ακούγεται σαν μονόδρομος. Τι θα γινόταν όμως αν αλλάζαμε το αφήγημα; Αν πούμε γενναία ότι δε συμφωνούμε με την οικονομοτεχνική διαχείριση ενός θέματος βαθιά πολιτικού; Αν υποστηρίξουμε ότι η κοστολόγηση του βουνού είναι μια χίμαιρα;

Ας μη μασάμε τα λόγια μας. Για όλους εμάς που για χρόνια είτε μένουμε, επισκεπτόμαστε, ασχολούμαστε ή μελετάμε το νησί, που οραματιζόμαστε μια Βιώσιμη Σαμοθράκη και δουλεύουμε προς αυτήν την κατεύθυνση, το έργο με τη μορφή που προτείνεται δεν ταιριάζει με την κλίμακα του νησιού. Ποιο το νόημα της επιστημονικής έρευνας ετών, της διατυπωμένης υποστήριξης κατοίκων και επισκεπτών προς τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, της υποψηφιότητας της Σαμοθράκης ως «Απόθεμα Βιόσφαιρας» της UNESCO, αλλά και των δεσμεύσεων της τοπικής αρχής διαχρονικά προς ένα επιχειρησιακό μοντέλο αειφορίας αν δεν υπάρχει συνέπεια λόγων και πράξεων;

Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για ένα βιώσιμο μέλλον για τη Σαμοθράκη, και κάθε τόπο, που θα σέβεται το περιβάλλον και την κοινωνία. Ένα τέτοιο μέλλον όμως δεν μπορεί να περνάει μέσα από την παραίτηση και την εξάρτηση από μια εταιρεία με πρωταρχικό στόχο το κέρδος. Τα όμορφα λόγια δεν μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα και το απλό γεγονός ότι η «αγορά», στο σύστημα στο οποίο ζούμε, δεν μπορεί εξ’ ορισμού να ορίσει ως προτεραιότητα της τη βιωσιμότητα και την αειφορία ενός τόπου. Αυτό οφείλει να το διεκδικήσει η ίδια η κοινωνία.

Και λοιπόν, τι; Καταρχήν, πριν ακόμα από την μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αξίζει να συλλογιστούμε αν αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι λιγότερη ενέργεια, και εξορθολογισμός των υπέρμετρων αναγκών προς την κατεύθυνση αυτών που έχει πραγματικά ανάγκη ο τόπος. Σε νησιά όπως η Σαμοθράκη που η κύρια κατανάλωση είναι οικιακή, αντί της υπέρμετρης αύξησης παραγωγής ενέργειας υπάρχουν λύσεις προς την κατεύθυνση της μείωση της κατανάλωσης, μέσω της ενεργειακής μόνωσης, εξοικονόμησης φωτισμού και γενικότερα της αναβάθμισης της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων. Ύστερα μπορεί να επιτευχθεί μια ενεργειακή αυτονομία και αυτάρκεια με μονάδες ΑΠΕ μικρής κλίμακας που να καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες του νησιού ως μέρος ενός γενικότερου σχεδιασμού. Η υποστήριξη μιας μικρότερης κλίμακας κυκλικής οικονομίας (και σε τομείς πέραν της ενέργειας, όπως η διαχείριση αποβλήτων) όπου φέρνει κοντύτερα την παραγωγή με την κατανάλωση συνεισφέρει στο χτίσιμο μιας οικολογικής συνείδησης, που αποτελεί σημάδι πολιτισμού.

Ιδέες υπάρχουν, τεχνογνωσία το ίδιο. Το ζήτημα είναι πρωτίστως κοινωνικό και πολιτικό. Ας γίνει λοιπόν η παρούσα συνθήκη μια ευκαιρία στοχασμού και όχι φθηνής πολιτικής. Ας γίνει μια ευκαιρία για ένα δημιουργικό κάλεσμα προς όλους, κατοίκους, επισκέπτες, τοπική αυτοδιοίκηση και επιστήμονες που αγαπάνε το νησί, να σχεδιάσουμε μαζί ένα μέλλον ενεργειακής αυτάρκειας. Ας γίνει μια ευκαιρία προορατικής δράσης και όχι αντίδρασης στην κάθε εταιρεία που θα ορίζει τον δημόσιο διάλογο με επουσιώδη επιχειρήματα οικονομοτεχνικής φύσεως, ορίζοντας έτσι και συνδιαμορφώνοντας τις κοινωνικές προτεραιότητες.

Του Πάνου Πετρίδη (Institute of Social Ecology, Alpen Adria University, Vienna )