«Πώς γράφεται το όνομα αυτού του απίθανου τύπου;», ρώτησε ο Μπολντρίν, όταν του ζήτησα να σχολιάσει το πιο πρόσφατο, εξωφρενικό κρούσμα υποτιθέμενης καταπάτησης πνευματικής ιδιοκτησίας. «Ντάμιεν Χερστ», απάντησα. Ο Χερστ, ένας από τους διασημότερους Βρετανούς εικαστικούς, απείλησε να κάνει μήνυση σε έναν δεκαεξάχρονο καλλιτέχνη του δρόμου που τόλμησε να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία ενός έργου του. Ο Cartrain, όπως είναι γνωστός ο έφηβος, έχει κερδίσει ένα μικρό κομμάτι δόξας χάρη στα σατιρικά στένσιλ με τα οποία στολίζει τις γειτονιές του ανατολικού Λονδίνου. Και εξαργυρώνοντας την επιτυχία του, πουλάει έργα του μέσω του Διαδικτύου. Ανάμεσά τους κι ένα κολάζ που περιέχει τη φωτογραφία ενός έργου του Ντάμιεν Χερστ – μιας νεκροκεφαλής με ένθετα διαμάντια, που έχει τον τίτλο «For the Love of God». Απειλώντας τον με μήνυση, ο Χερστ απαίτησε -και κατάφερε να πάρει- τις 200 λίρες που ο Cartrain είχε κερδίσει πουλώντας το. Και ο τίτλος του έργου αποκτά νόημα!
Οσο αφηγούμαι το περιστατικό, ο Ιταλός καθηγητής, που διδάσκει Οικονομικά στο Washington University του Σεντ Λούις, αναζητά στο Διαδίκτυο πληροφορίες για τον εικαστικό. Ο Μπολντρίν, που έγραψε το «Against Intellectual Monopoly» (Cambridge University Press), σε συνεργασία με τον επίσης οικονομολόγο Ντέιβιντ Κ. Λεβίν, ανήκουν στην όλο και διευρυνόμενη ομάδα από ειδικούς διαφορετικών γνωστικών χώρων, οι οποίοι τάσσονται ενάντια στην προϊούσα σκλήρυνση της νομοθεσίας γύρω από την πνευματική ιδιοκτησία. Σκλήρυνση που έγινε πραγματικότητα στις ΗΠΑ και συζητείται σοβαρά στην Ε.Ε. «Α, μάλιστα, είναι και πολυεκατομμυριούχος», μονολογεί ο Μπόλντριν, που τώρα θέλει να μάθει τα πάντα για τον Χερστ.
Δεν δείχνει να σας εκπλήσσει η περίπτωση ενός διάσημου πολυεκατομμυριούχου που κατηγορεί έναν έφηβο ότι έκλεψε το πνευματικό έργο του.
«Είναι τόσο συχνές πια οι ιστορίες με διάφορους παλαβούς που κάνουν μηνύσεις εναντίον κάποιου που υποτίθεται παραβίασε τα πνευματικά τους δικαιώματα, που στο τέλος δεν θα προλαβαίνουμε να παρακολουθήσουμε όλες τις περιπτώσεις. Νομίζω πως αυτή η τρέλα ξεκίνησε με έναν τύπο που δούλευε ως βοηθός σκηνοθέτη σε ένα θέατρο της Νέας Υόρκης και απολύθηκε πριν από την πρεμιέρα. Οταν είδε την παράσταση και διαπίστωσε ότι οι ηθοποιοί είχαν ακολουθήσει κάποιες από τις σκηνικές οδηγίες του, κατέθεσε μήνυση για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτός ο παραλογισμός, που εντείνει και την ανθρώπινη απληστία, είναι πολύ επικίνδυνος.
Το ενδιαφέρον φαινόμενο που παρατηρείται τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι πως τόσο η νομολογία όσο και οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά και αυτή ακόμη η πίεση της κοινής γνώμης και πρακτικής, έχουν επιτύχει να διευρυνθεί δραστικά ο κατάλογος με όλες τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην κατηγορία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτός είναι ο λόγος που στο βιβλίο υποστηρίζουμε μια άποψη που αρκετοί σχολίασαν ως ακραία: το κόπιραϊτ να μην υφίσταται μετά την παρέλευση ενός χρόνου και οι πατέντες, να έχουν ισχύ μόνο έξι μηνών. Ετσι θα έχουμε ισορροπία ανάμεσα στον δημιουργό και τους χρήστες του προϊόντος».
Λέτε ότι ο θεσμός του κόπιραϊτ δημιουργεί μονοπώλια στο χώρο της πνευματικής δημιουργίας. Με ποιον τρόπο;
«Πρώτα απ’ όλα βλέπουμε ότι υπάρχει αναλογία ανάμεσα στο κόπιραϊτ και τις πατέντες από τη μια, και τους δασμούς που επιβάλλαμε κάποτε στα εμπορικά προϊόντα, από την άλλη. Μοιράζονται την ίδια λογική. Από οικονομική σκοπιά, αυτό που επιτυγχάνουν το κόπιραϊτ και οι πατέντες είναι ότι επιτρέπουν σε ένα πρόσωπο να δηλώσει ότι ένας συγκεκριμένος τρόπος να φτιαχτεί κάτι είναι δικός του και μόνο δικός του. Και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τον μιμηθεί ή να τον ανταγωνιστεί. Δημιουργεί, λοιπόν, ένα μονοπώλιο. Αποκλείοντας έτσι άλλους ανθρώπους που ενδεχομένως είχαν επινοήσει ή ανακαλύψει το ίδιο πράγμα, την ίδια χρονική στιγμή ή έστω και αργότερα, από το να χρησιμοποιήσουν αυτήν τη συγκεκριμένη ιδέα. Να την χρησιμοποιήσουν είτε για να κάνουν άλλα πράγματα είτε για να κάνουν το ίδιο πράγμα καλύτερα. Αποκλείουν δηλαδή την καινοτομία και τον ανταγωνισμό. Το ίδιο ακριβώς κάνουν οι δασμοί. Την εποχή που στις χώρες μας -στη δική σας, στην Ιταλία, στις ΗΠΑ- αναπτύσσονταν η βιομηχανία και το εμπόριο, πλήθαιναν οι φωνές που ήθελαν επιβολή δασμών. Αρχισαν κάποιοι στη Βρετανία να φτιάχνουν βαμβακερά υφάσματα και ήθελαν την αποκλειστικότητα στα βαμβακερά – πρόκειται για μια αυτονόητη μέθοδο πλουτισμού. Ετσι, την εποχή της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου των υλικών αγαθών, η τάση ήταν να επιβάλλουμε δασμούς γιατί έτσι παραγόταν πλούτος. Παραγόταν, όμως, πλούτος για ελάχιστους τυχερούς – οι υπόλοιποι δεν είχαν ελπίδες. Στην πορεία μάθαμε -αλλά μας πήρε πάρα πολύ καιρό- ότι ήταν προτιμότερο να καταργήσουμε τους δασμούς. Αυτό και κάναμε πριν εξήντα χρόνια και ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Σήμερα, όμως, που έχουν μπει στο παιχνίδι η Κίνα και η Ινδία, όλοι εμείς στο δυτικό κόσμο παράγουμε όλο και λιγότερα υλικά προϊόντα».
Εννοείτε ότι, κατοχυρώνοντας πνευματικά δικαιώματα και πατέντες, επαναφέρουμε τους δασμούς, αυτή τη φορά στα πνευματικά μας προϊόντα;
«Ναι, επαναφέρουμε τους δασμούς για τα προϊόντα που σήμερα παράγουμε. Και τα οποία είναι πνευματικά. Υπάρχουν άραγε αρκετοί άνθρωποι στην Ελλάδα ή στη Βρετανία που θα ήθελαν να επανέλθουν οι δασμοί σε προϊόντα όπως το βαμβακερό ύφασμα; Μα ο κύριος όγκος της παραγωγής βαμβακερού υφάσματος έχει μεταφερθεί στην Κίνα ή την Ταϊβάν. Εισάγουμε πλέον πάρα πολλά προϊόντα, γιατί οικονομικά αυτό μας συμφέρει. Από την άλλη, στη Δύση, εξελισσόμαστε όλο και περισσότερο σε παραγωγούς ιδεών κάθε είδους. Ο τομέας των υπηρεσιών, επίσης, έχει διευρυνθεί πολύ. Οι οικονομίες μας είναι όλο και πιο εξαρτημένες από τις ιδέες, δηλαδή από πνευματικά προϊόντα. Γι’ αυτό βλέπουμε και την αναλογία με τους δασμούς και επιμένουμε ότι θα είναι καλύτερο για όλους μας αν καταργήσουμε τις πατέντες και το κόπιραϊτ στις ιδέες».
Είπατε νωρίτερα πως οι πατέντες πλήττουν την καινοτομία. Υπάρχουν παραδείγματα;
«Εκατοντάδες, αλλά το πιο κραυγαλέο είναι αυτό που αναφέρουμε και στο βιβλίο. Κι έχει σημασία αυτή η ιστορία, εν μέρει γιατί ο πρωταγωνιστής της, ο Τζέιμς Βατ, θεωρείται ο ήρωας της βιομηχανικής επανάστασης. Ενώ στην πραγματικότητα εξαιτίας του η βιομηχανική επανάσταση καθυστέρησε μια εικοσιπενταετία. Η πατέντα του Βατ για την ατμομηχανή ήταν πάρα πολύ βλαπτική. Ο Βατ δεν είχε την πατέντα ειδικά της μηχανής, αλλά της γενικής ιδέας του συμπυκνωτή.
Αλλά εφόσον ο συμπυκνωτής είναι απαραίτητο εξάρτημα κάθε καλής μηχανής, οποιοσδήποτε ήθελε και μπορούσε να κατασκευάσει μια μηχανή ανώτερη εκείνης του Βατ, θα ήταν έτσι κι αλλιώς υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει τον συμπυκνωτή. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο, αφού ο Βατ μπορούσε να τους μηνύσει. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μόλις έληξε η πατέντα του είχαμε μια έκρηξη καινοτομίας. Κι έπειτα σκεφτείτε ένα άλλο παράδειγμα: αν ο άνθρωπος που πρώτος είχε την ιδέα του browser, το 1992-93, είχε πάρει πατέντα, τότε σήμερα δεν θα υπήρχε το Ιντερνετ. Με μονοπώλιο στο browser, Ιντερνετ δεν υφίσταται. Γι’ αυτό έχει τόσο τεράστια σημασία να στηρίζουμε το ανοιχτό λογισμικό – γιατί χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε το Ιντερνετ».
Ποιοι ωφελούνται από τους αυστηρούς νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας;
«Ξέρετε, είμαι ένας από αυτούς τους οικονομολόγους που πιστεύουν στο σύστημα που πολλοί αποκαλούν καπιταλισμό. Υπό το φως αυτής της παραδοχής, μπορεί να ακουστεί παράξενο αυτό που πρόκειται να πω -αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κλασική περίπτωση προσπάθειας να σωθεί ο καπιταλισμός από τους καπιταλιστές. Και ύστερα από αυτή την εισαγωγή, να απαντήσω. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ωφελούνται οι πολυεθνικές και τα μονοπώλια – μερικές φορές και μεμονωμένοι καρχαρίες, όπως για παράδειγμα ο ήδη πάμπλουτος και ανόητος καλλιτέχνης που αναφέρατε στην αρχή. Το κοινωνικό σύνολο δεν ωφελείται με κανένα τρόπο. Δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη ότι η κοινωνία κερδίζει οτιδήποτε από τη σκλήρυνση των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Και δεν υπάρχει ούτε ένας επαγγελματίας οικονομολόγος που πιστεύει στα σοβαρά ότι οι πατέντες ενθαρρύνουν την καινοτομία». *
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ