Ο κώδικας Ελληνικής ιθαγένειας συνδέει την Ελληνική ιθαγένεια με την Ελληνική καταγωγή, έτσι ώστε την Ελληνική ιθαγένεια αποκτά μόνο το τέκνο Ελληνα ή Ελληνίδας (αρθρ. 1 παρ .1 Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας ν. 3284/2004). Μόνο στην σπάνια περίπτωση που κάποιος/α γεννιέται σε Ελληνικό έδαφος, και δεν αποκτά με τη γέννησή του αλλοδαπή ιθαγένεια ή εφόσον είναι άγνωστης ιθαγένειας, τότε μόνο αποκτά με τη γέννησή του την Ελληνική ιθαγένεια (αρθρ. 1 παρ. 2 ιδίου ως άνω Κώδικα).
Ετσι ο Ελληνικός νόμος συνδέει την κτήση Ελληνικής ιθαγένειας με την ελληνική καταγωγή, ακολουθώντας το δίκαιο του αίματος, και όχι το δίκαιο του τόπου γέννησης, που ακολουθούν τα περισσότερα από τα Ευρωπαϊκά δίκαια.
Συνέπεια της ανωτέρω νομοθετικής επιλογής είναι ότι η κτήση της Ελληνικής ιθαγένειας συναρτάται (κατά τον κύριο ως άνω τρόπο κτήσης της) από την εγγραφή στα δημοτολόγια Δήμου ή κοινότητας της Ελλάδας του ενός ή και των δύο γονέων (αρθρ. 14 και 15 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων ν. 3463/2006). Η εγγραφή στα δημοτολόγια Δήμου ή Κοινότητας της Ελλάδας συνεπάγεται την κτήση της δημοτικότητας (της ιδιότητας του δημότη του Δήμου ή της Κοινότητας) και αυτοδίκαια και την κτήση της Ελληνικής ιθαγένειας. Ετσι η εγγραφή στα δημοτολόγια Δήμου ή Κοινότητας έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την Ελληνική ιθαγένεια του πατέρα ή της μητέρας, πλην της ανωτέρω σπάνιας εξαίρεσης του Κώδικα Ελληνικής ιθαγένειας περί του ανιθαγενούς που γεννιέται στην Ελλάδα, ο οποίος εγγράφεται στο δημοτολόγια του Δήμου ή της Κοινότητας που γεννήθηκε ή που βρέθηκε (αρθρ. 15 παρ. 3 ν. 2463/2006) και βέβαια της εξαίρεσης της μεταγενέστερης κτήσης της Ελληνικής ιθαγένειας (με πολιτογράφηση κλπ.).
Αντίθετα το ίδιο το γεγονός της γέννησης, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του γονέα δηλώνεται στα ληξιαρχικά βιβλία του Δήμου ή της Κοινότητας του τόπου της γέννησης (αρθρ. 5, 8 ν. 344/1976 περί ληξιαρχικών πράξεων), όπου βέβαια καταχωρούνται και οι μεταγενέστερες μεταβολές που αφορούν την αστική κατάσταση του φυσικού προσώπου (αναγνώριση πατρότητας, υιοθεσία κλπ.) Η καταχώρηση στα ληξιαρχικά βιβλία δεν συναρτάται με την Ελληνική ιθαγένεια, καθώς αφορά κάθε φυσικό πρόσωπο και τις μεταβολές στην αστική του κατάσταση (γέννηση, γάμος, θάνατος κλπ.).
Ετσι κατά συνέπεια θα αρκούσε η σύνταξη ληξιαρχικής πράξης για την απόδειξη του γεγονότος της γέννησης στην Ελλάδα. Πράγματι δε, τουλάχιστον όσον αφορά την διαδικασία έκδοσης και ανανέωσης αδειών διαμονής, προβλέφθηκε ρητά με την Υπουργική απόφαση αριθμ. 24103/15-12-2005 περί καθορισμού των απαιτούμενων δικαιολογητικών για τη χορήγηση και ανανέωση άδειας διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3386/2005, ότι στην περίπτωση παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα αρκεί η προσκόμιση ληξιαρχικής πράξης γέννησης, αντί πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, για την απόδειξη της γέννησης και του συγγενικού δεσμού.
Όμως λόγω της διαφοράς νοοτροπίας αλλοδαπών δικαίων με το δικό μας δίκαιο, και ιδίως δικαίων που ακολουθούν το δίκαιο του τόπου γέννησης για τον καθορισμό της ιθαγένειας, αρκετά συχνά ζητείται από αλλοδαπές αρχές με τις οποίες έρχονται σε συναλλαγή αλλοδαποί πολίτες η κατοχή πιστοποιητικού γέννησης, ή καταχώρησης στα δημοτολόγια δήμου ή κοινότητας της Ελλάδας και δεν αρκεί η σύνταξη ληξιαρχικής πράξης. Ετσι αρκετά συχνά οι αρχές της χώρας καταγωγής τους δεν αποδέχονται την ληξιαρχική πράξη γέννησης ως αποδεικτικό στοιχείο, αλλά απαιτούν την κατοχή πιστοποιητικού γέννησης ή πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης από τη χώρα γέννησης των παιδιών για την βεβαίωση ιδίως του συγγενικού δεσμού με τον πατέρα ή τη μητέρα, ακόμη και για τις πλέον βασικές πράξεις, όπως η έκδοση διαβατηρίου. Βρίσκονται έτσι συχνά τα παιδιά αλλοδαπών που γεννιούνται στην Ελλάδα στη δυσχερή θέση να μην μπορούν να αποδείξουν την γέννησή τους και αρκετά συχνά, ακόμη και τον συγγενικό τους δεσμό με τους γονείς τους ακόμη και στις χώρες καταγωγής τους.
Το ανωτέρω πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί σε πρώτο στάδιο με την πρόβλεψη τροποποίησης του Κώδικα δήμων και κοινοτήτων, έτσι ώστε η εγγραφή στα δημοτολόγια να μην συναρτάται από την ιθαγένεια των γονέων, αλλά να προβλέπεται ομοίως για όλα τα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα, έτσι ώστε ο Δήμος ή κοινότητα να χορηγεί πιστοποιητικά γέννησης, αλλά και οικογενειακής κατάστασης των ανωτέρω παιδιών, προς απόδειξη ιδίως του συγγενικού τους δεσμού με τους γονείς τους. Το ανωτέρω θα μπορούσε εξίσου να προβλεφθεί και για όσα παιδιά αλλοδαπών έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, καθώς συχνά τα ανωτέρω προβλήματα παρατηρούνται κατά την ενηλικίωση των παιδιών και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή της Ελλάδας, της πατρίδας τους ή τρίτης χώρας. Η τήρηση ξεχωριστού δημοτολογίου για τους αλλοδαπούς που γεννιούνται στην Ελλάδα, ανάλογα με τον τόπο κατοικίας των γονέων, θα μπορούσε να διορθώσει δυσεπίλυτα προβλήματα, που δημιουργούνται από τη σύγκρουση νομικών καθεστώτων που ρυθμίζουν με διαφορετική νοοτροπία την αστική κατάσταση του κάθε φυσικού προσώπου.
Το ανωτέρω πρόβλημα όμως αναδεικνύει και τη μεγαλύτερη έλλειψη της Ελληνικής μεταναστευτικής νομοθεσίας. Παρά την ενσωμάτωση της οδηγίας 2003/109/ΕΚ/25-11-2003 με το πδ 150/2006 σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, η ελληνική νομοθεσία (ν. 3386/2005 είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική επικράτεια, ως επίσης και το ανωτέρω πδ 150/2006), αγνοούν τους μετανάστες 2ης γενιάς. Αγνοούν δηλαδή τους υπηκόους τρίτων χωρών (αλλά και ευρωπαίους υπηκόους) που γεννιούνται ή ανατρέφονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην Ελλάδα, αποφοιτώντας από Ελληνικά σχολεία. Πέραν του ότι, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, η γέννηση ή η ανατροφή τους στην Ελλάδα δεν συνδέεται με την Ελληνική ιθαγένεια, η από την ίδια τη θέση τους μακρά παραμονή στην Ελλάδα δεν συνεπάγεται την ένταξή τους στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, παρότι είναι κατεξοχήν η περίπτωση των προσώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει ο ίδιος ο Ελληνας νομοθέτης (5ετή παραμονή στη χώρα, επαρκής γνώσης Ελληνικής γλώσσας και στοιχείων Ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού). Ετσι και για τους αλλοδαπούς που γεννιούνται στην Ελλάδα ο νομοθέτης απαιτεί την απόδειξη της 5ετούς συνεχούς νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα (αρθρ. 67 παρ. 1 ν. 3386/2005 και αρθρ. 4 πδ 150/2006), όπως επίσης και την απόδειξη της επαρκούς γνώσης στοιχείων Ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού (αρθρ. 5 πδ 150/2006), με μόνη την απαλλαγή τους ως προς την απόδειξη γνώσης της Ελληνικής γλώσσας (και μόνο) εφόσον είναι κάτοχοι απολυτηρίου ελληνικού σχολείου υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η δε νομιμότητα της παραμονής τους συναρτάται δε πάντα με τη νομιμότητα της παραμονής των γονέων τους, κάτι το οποίο δεν αποτελεί πάντα τον κανόνα. Ετσι όταν οι γονείς είναι παράνομοι, και τα τέκνα τους που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, διαμένουν παράνομα στη χώρα, με αποτέλεσμα κατά την ενηλικίωσή τους να τίθεται το ζήτημα της περαιτέρω παραμονής τους στη χώρα, η οποία υπό την ισχύουσα νομοθεσία τίθεται σε αμφιβολία, παρότι συχνά οι ως άνω αλλοδαποί έχουν γνωρίσει μόνο μία πατρίδα, την Ελλάδα.
Η ανωτέρω έλλειψη επιχειρήθηκε εν μέρει να καλυφθεί με την Υπουργική απόφαση 11702/23-6-2006 περί καθορισμού της διαδικασίας και των προϋποθέσεων υπαγωγής στις ρυθμίσεις του ν. 3386/2005 των υπηκόων τρίτων χωρών που φοιτούν ή έχουν αποφοιτήσει από δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η ανωτέρω όμως υπουργική απόφαση ρυθμίζει ελλιπέστατα το όλο πρόβλημα, καθώς αποτελεί μεταβατική ρύθμιση για τη νομιμοποίηση υπηκόων τρίτων χωρών που πληρούν τις τασσόμενες προϋποθέσεις έως τις 31-12-2006, ενώ επίσης για τα ανήλικα τέκνα υπηκόων τρίτων χωρών συναρτά τη νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Ελλάδα από την νομιμότητα της διαμονής των γονέων τους.
Ομως η Διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2101/1992 προβλέπει ότι κάθε συμβαλλόμενο Κράτος υποχρεούται να σέβονται και να εγγυώνται τα δικαιώματα που προβλέπει σε κάθε παιδία που υπάγεται στη δικαιοδοσία του, χωρίς καμία διάκριση φυλής, χρώματος, φύλο, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων του παιδιού ή των γονέων τους (άρθρο 2), μεταξύ δε των δικαιωμάτων που προβλέπει η Σύμβαση συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων το δικαίωμα στην επιβίωση και στην ανάπτυξή του (άρθρο 6), το δικαίωμα μη αποχωρισμού του από τους γονείς του (άρθρο 9), το δικαίωμα στην προστασία της υγείας του (άρθρο 24), το δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια (άρθρο 26), το δικαίωμα στην εκπαίδευση (άρθρο 28), το δικαίωμα σεβασμού της πολιτιστικής του ταυτότητας (άρθρ 29 και 30), το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο και την ψυχαγωγία (αρθρ. 31) κλπ. Επιπλέον το ίδιο το Σύνταγμά μας στο άρθρο 21 παρ. 1 προβλέπει την υποχρέωση του Κράτους στην προστασία της παιδικής ηλικία, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάκριση.
Όμως οι ανωτέρω υποχρεώσεις της Ελληνικής πολιτείας τίθενται σε αμφιβολία με το ισχύον μεταναστευτικό δίκαιό μας. Απαιτείται δε η λήψη των κατάλληλων μέτρων προς την κατεύθυνση αυτή, τα οποία θα έχουν ως άξονα είτε την αναγνώριση της Ελληνικής ιθαγένειας σε όσα παιδιά γεννιούνται στην Ελλάδα, σύμφωνα και με την διεθνώς ισχύουσα τάση υπερίσχυσης του δικαίου του τόπου γέννησης για τον καθορισμό της ιθαγένειας, είτε την αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων στα παιδιά αλλοδαπής ιθαγένειας που γεννιούνται ή ανατρέφονται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάκριση (εθνικής καταγωγής κλπ.) ή προϋπόθεση (νομιμότητας διαμονής γονέων κλπ.).
www.kounia.org