Το ερώτημα που τίθεται είναι περισσότερο από εύλογο: ποια θα μπορούσαν να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μιας πολιτικής της αποανάπτυξης;
Κατά κύριο λόγο οφείλουμε να αποδεχτούμε το ότι «κάθε πολιτική που εξισορροπεί, μέσω αρνητικής ανάδρασης, ενεργές αυτό-αυξητικές τάσεις» κινείται στην ορθή κατεύθυνση. Ως εκ τούτου, μια πολιτική της αποανάπτυξης δεν μπορεί παρά να κινείται σε τέσσερεις άξονες – τον οικονομικό, τον κοινωνικό, την οικολογικό και την συμβολικό – ενώ η προγραμματική της προσέγγιση οφείλει να αναπτύσσεται: – από την ανάπτυξη στην αποανάπτυξη, – από την μη βιωσιμότητα στην βιωσιμότητα, – από την ανισότητα – ανταγωνισμό, στην ισότητα – συνέργεια/αμοιβαιότητα, – από την εξάρτηση στην αυτονομία.
Μολονότι εσωκλείει ένα υψηλό βαθμό αφαίρεσης, η προσέγγιση αυτού του τύπου διασαφηνίζει ορισμένες θεμελιώδεις πτυχές της προβληματικής. Κατά πρώτο λόγο, η διάσταση της ισότητας δεν είναι πλέον επαρκής παρόλο που είναι ακόμη περισσότερο από επίκαιρη ή, καλύτερα, απαραίτητη στο πλαίσιο του καθορισμού της γωνίας ανάγνωσης της ιστορίας. Σε αυτή οφείλουμε να προσθέσουμε τουλάχιστον μία δεύτερη διάσταση, εκείνη της βιωσιμότητας/μη βιωσιμότητας η οποία, με την σειρά της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την διάσταση της ανάπτυξης/αποανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, η αποκωδικοποίηση του νοήματος των εναλλακτικών κοινωνικών «σχεδίων» και των κινηματικών διεκδικήσεων – από τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης έως τα σύγχρονα περιβαλλοντικά και φεμινιστικά κινήματα και τις πολυάριθμες και πολυποίκιλες διεκδικήσεις εκείνων που αγωνίζονται, στις διάφορες γωνιές του κόσμου για μια συμμετοχική διαχείριση των συλλογικών αγαθών – επιβάλλει την προσθήκη μιας τέταρτης διάστασης που θα μπορούσε να ταυτιστεί με την αυτονομία του Καστοριάδη. Αυτονομία, σαν «σχέδιο μιας κοινωνίας όπου όλοι οι πολίτες έχουν ίσες ευκαιρίες ουσιαστικής συμμετοχής στην νομοπαρασκευή, στην διακυβέρνηση, στην δωσιδικία και, τέλος, στην συγκρότηση της ίδιας της κοινωνίας» (Καστοριάδης, 2005).
Κατά δεύτερο λόγο, όσο είναι για την Δύση προφανής η ύπαρξη ενός φαύλου κύκλου μεταξύ ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και εξάρτησης, άλλο τόσο είναι σημαντική η διαπίστωση της τρέχουσας αλληλεξάρτησης μεταξύ αποανάπτυξης, βιωσιμότητας και αυτονομίας. Μια κοινωνία της αποανάπτυξης είναι μία κοινωνία που έχει ήδη μειώσει την κλίμακα και το αποτύπωμα των μεγα-δομών της στην κατεύθυνση μιας ουσιαστικής οικολογικής βιωσιμότητας. Η ολοκλήρωση των βιο-οικονομικών κύκλων είναι δυνατή, στην πραγματικότητα, μόνο στην κλίμακα της τοπικότητας όπου η ποσότητα και ποιότητα της πληροφόρησης είναι η απαιτούμενη και ο έλεγχος γύρω από την βιωσιμότητα των παραγωγικών διαδικασιών ο καλύτερος δυνατός. Το «μικρότερο» δεν συνεπάγεται απαραίτητα και το «καλύτερο» από οικολογικής σκοπιάς. Οι παραγωγικές όμως δομές μικρομεσαίας κλίμακας είναι οι μόνες που επιτρέπουν ένα ικανοποιητικό βαθμό συμμετοχικού ελέγχου της τεχνολογίας και, ως εκ τούτου, οι μοναδικές σε θέση να προχωρήσουν σε επιλογές προς όφελος μιας αυθεντικής οικολογικής βιωσιμότητας.
Από την άλλη πλευρά η αποανάπτυξη συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για την δημιουργία συνθηκών κοινωνικής ισοτιμίας. Όπως έχει ήδη αποδειχτεί, ο αποκλεισμός και η ανισοτιμία συνιστούν γνήσια τέκνα της ανάπτυξης. (Λατούς, 2003, Ριστ 1997). Μόνο μια οικονομία που έχει κατορθώσει να μειώσει την κλίμακα των μηχανισμών της είναι σε θέση να προάξει μια αυτόνομη κοινωνία (Καστοριάδης, 1998, 2005). Μόνο μια τεχνο-επιστήμη που έχει απαρνηθεί την τάση γιγαντισμού της και το όραμα μιας αυτοαναφερόμενης επικυριαρχίας είναι διαχειρήσιμη συλλογικά και συμμετοχικά, σε τοπική κλίμακα, έτσι ώστε να αποτελέσει ένα από τους βασικούς παράγοντες θεμελίωσης μιας αυτόνομης και αρμονικής κοινωνίας. Μόνο μια κοινωνία που θα κατορθώσει να μεταλλάξει το φαντασιακό της, προάγοντας την αυτονομία, είναι ικανή να διαπλάσει πολίτες και θεσμούς σε θέση να επιχειρήσουν τον μετασχηματισμό των οικονομικών διαδικασιών στην κατεύθυνση της αποανάπτυξης. Από αυτή την οπτική γωνία, δεν έχει σημασία αν θα πρέπει να μεταλλαγεί πρώτα το φαντασιακό και έπειτα οι κοινωνικο-οικονομικές δομές: η πρώτη μεταλλαγή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της δεύτερης και αντίστροφα.
Ποιος είναι τώρα ο τύπος των διαδικασιών σε θέση να υποβοηθήσουν την επανισορρόπιση αυτού του τύπου; Ποιες οι χειροπιαστές προτάσεις που μπορούν να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή; Αν ο βασικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος είναι η ανεξέλεγκτη αυτό-αύξηση και αν το ίδιο επιβαρύνεται με την αποκλειστική ευθύνη των κοινωνικών ανισοτήτων και της καταστροφής της βιοσφαίρας, η άρθρωση μιας πολιτικής της αποανάπτυξης αναγκαιεί τον προσδιορισμό ενός φάσματος διαδικασιών ικανών να αποτρέψουν, σε μια πρώτη φάση, την κατάρρευση του συστήματος και να δημιουργήσουν στην συνέχεια τις προϋποθέσεις της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτισμικής μεταλλαγής στην κατεύθυνση της βιωσιμότητας, της δικαιοσύνης και της αυτονομίας. Η ανάγκη μέτρου: κλίμακα και συμμετοχή Σε αυτό το σημείο αξίζει να κατατεθούν ορισμένες συνοπτικές πολιτικές προτάσεις σύμφωνα με τους παραπάνω άξονες – αποανάπυξη, βιωσιμότητα, ισοτιμία, αυτονομία – και την αναγκαία μετάβαση από την κλίμακα της παγκοσμιότητας σε εκείνη της τοπικότητας. Η παράμετρος της κλίμακας συνιστά ένα από τους σπουδαιότερους παράγοντες στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας πολιτικής για την αποανάπτυξη για περισσότερους από ένα λόγο. Κατά πρώτο λόγο, η αύξηση μεγέθους – όπως εκείνη των παραγωγικών δομών – αποτελεί αιτία μεταλλαγής και μετάβαση σε άλλες, μη προβλέψιμες, καταστάσεις σε περίπτωση υπέρβασης κρίσιμων ορίων. Οι νέοι καταστάσεις συμβάλλουν, ως επί το πλείστον, στην αλλοίωση των συστημικών ισορροπιών με αποτέλεσμα την αποσύνθεση των κοινωνικών δεσμών, τις οικολογικές κρίσεις κ.λ.π. Κατά δεύτερο λόγο, η παράμετρος της κλίμακας επηρεάζει άμεσα τον χαρακτήρα των συμμετοχικών διαδικασιών καθόσον η δυνατότητα δημοκρατικής συμμετοχής είναι συνάρτηση του μεγέθους των πολιτικο-διοικητικών οντοτήτων. Από την άλλη πλευρά είναι γνωστό ότι όσο περισσότερο αυξάνεται η απόσταση μεταξύ οικονομικού και κοινωνικού συστήματος και όσο η επιχειρησιακή κλίμακα του οικονομικού συστήματος απομακρύνεται από εκείνη η οποία επιτρέπει την πολιτική συμμετοχή, τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος αυτονόμησης της οικονομίας πέραν κάθε δημοκρατικού ελέγχου (Πολάνι, 1974). Ακριβώς όπως συμβαίνει σήμερα (Λατούς, 1993, 2007), γεγονός το οποίο θέτει επιτακτικά την ανάγκη μείωσης της κλίμακας των μεγάλων γραφειοκρατικών, τεχνικών και χρηματοπιστωτικών μηχανισμών.
Η ορθόδοξη πολιτική και οικονομική σκέψη, σύμφωνα με την οποία η βέλτιστη κλίμακα των οικονομικο-παραγωγικών διαδικασιών υπαγορεύεται από την περίφημη «αγορά», είναι αναμφισβήτητα παραπλανητική. Αληθεύει μεν ότι η αγορά ενεργοποιεί «αντισώματα» αυτορρύθμισης αλλά αυτό ισχύει για βραχυπρόθεσμες περιόδους σε απάντηση των ερεθισμάτων που προέρχονται από την διακύμανση των τιμών. Αντίθετα, σε βάθος χρόνου, η αγορά εκδηλώνεται μέσω μιας δυναμικής αυτό-αυξητικού, αυτό-αναφερόμενου, χαρακτήρα που θα μπορούσαμε κάλλιστα να προσδιορίσουμε – σύμφωνα με τον Λατούς – σαν την «αύξηση για την αύξηση».
Σε επίπεδο παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο ιδιότυπος χαρακτήρας της αγοράς μεταφράζεται σε επικυριαρχία του γιγαντισμού και της συγχώνευσης μεταξύ κολοσσών, σύμφωνα με την λογική «όσο μεγαλύτερο τόσο το καλύτερο», και όσο αυτό αντιστοιχεί στην μείωση του μέσου κόστους – οικονομία κλίμακας. Η ιδεολογία αυτού του τύπου στάθηκε η αιτία μιας ταχείας και ευρύτατης απονοηματοποίησης της έννοιας της κλίμακας σε βαθμό που οι περιστάσεις να απαιτούν πλέον μια ευρεία προσπάθεια κατανόησης του φαινόμενου σχεδόν από μηδενική βάση.
Σε γενικές γραμμές, η αύξηση της ευρύτητας και του βαθμού πολυπλοκότητας της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών απαιτεί την συνεχή αύξηση της κλίμακας. Η πλειοψηφία όμως των πρωτογενών οικονομικών διαδικασιών – όπως εκείνη που αντιστοιχεί στην παραγωγή τροφής – και των παραγωγικών διαδικασιών του δευτερογενούς τομέα και του τομέα της ενέργειας, ικανοποιούνται κάλλιστα σε περιφερειακή και τοπική κλίμακα. Πρόκειται για μια διαδικασία ουσιαστικής αποκέντρωσης που θα επέτρεπε την διάχυση παραγωγικών και ενεργειακών συστημάτων στον χώρο, σε συνθήκες κοινωνικής και οικολογικής βιωσιμότητας. Με λίγα λόγια, πρόκειται για τον προγραμματισμό ενός αυτό-βιώσιμου χωρικού και οικονομικού συστήματος ικανού να προσφέρει μια ζωτική εναλλακτική λύση όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον.
Η συμμετοχή μειώνεται τάχιστα με την αύξηση της κλίμακας στην οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις. Παράλληλα, το κόστος της συμμετοχής – σε χρόνο και πόρους – αυξάνεται με την αύξηση της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των διαδικασιών, με αποτέλεσμα την αδυναμία λήψης συλλογικών αποφάσεων σε ορισμένες κλίμακες. Τίθεται, κατά συνέπεια, σε αντίθεση η πολυπλοκότητα και η ποικιλία της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών από την μία πλευρά και ο συμμετοχικός έλεγχος της τεχνολογίας από την άλλη. Όσο μεγαλύτερη είναι η ποικιλία της προσφοράς και όσο μικρότερο το οικονομικό κόστος, τόσο μικρότερος είναι και ο απαιτούμενος δημοκρατικός έλεγχος. Η ιδέα που διέπει τις παραπάνω παρατηρήσεις στοχεύει να μεταφέρει την κλίμακα του βαρύκεντρου της οικονομικής διαδικασίας πλησιέστερα σε εκείνη της πολιτικής συμμετοχής. Μειώνοντας την πρώτη και μεγεθύνοντας την δεύτερη καθίσταται δυνατό ένα είδος σύγκλισης σε μια κοινωνία σε θέση να αποφασίζει υπεύθυνα γύρω από το «τι» και το «πως» αναφορικά με την παραγωγή σε μία συγκεκριμένη χωρική ενότητα. Κατ’αυτό τον τρόπο οριοθετείται ο παραγωγικός τομέας σε ένα πλαίσιο ελευθερίας δράσης, δημοκρατικά αποδεκτό, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των αδιαμφισβήτητων αρχών της κοινωνικής και οικολογικής βιωσιμότητας, ακριβώς όπως σε μία αυτόνομη κοινωνία της αποανάπτυξης. Η μείωση της κλίμακας των μεγάλων μηχανισμών, που απαιτείται για την αναγκαία μείωση της ανισότητας και την άρθρωση οικολογικά βιώσιμων μορφών παραγωγής, προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία δημοκρατίας, μια ευκαιρία όσμωσης συνθηκών υλικής ευμάρειας και αυτόνομων και συμμετοχικών μορφών πολιτικής οργάνωσης στις οποίες οι κοινότητες ανακτούν την ελευθερία απόφασης γύρω από το μέλλον τους.
Οι πολιτικές του welfare σαν διαδικασία αυτό-διόρθωσης Τίθεται συχνά το ακόλουθο ερώτημα: πως είναι δυνατό ένα αυτό-αυξητικό σύστημα, όπως το καπιταλιστικό, να μην έχει πυροδοτήσει ακόμη την αυτοκαταστροφή του; Τα συμπτώματα της κρίσης είναι μεν πολλά και πολλαπλά αλλά κάθε διαδικασία ανάπτυξης απαιτεί ένα ακαθόριστο χρονικό διάστημα πριν να εξαϋλώσει πλήρως την ικανότητα προσαρμοστικότητας του συστήματος που ενδιαφέρει. Είναι λογικό κατά συνέπεια ότι, μετά από δύο αιώνες ζωής, το καπιταλιστικό σύστημα δεν έφθασε ακόμη στο σημείο κατάρρευσης λόγω της ταυτόχρονης ενεργοποίησης σημαντικών παραγόντων αυτό-διορθωτικής φύσης. Ο Καρλ Πολάνι το είχε προδεί αναφερόμενος σε μία «διπλή διαδικασία»: ανάστατη από την εμποριοποίηση η κοινωνία τείνει να αυτοπροστατευτεί από την ταχεία διάχυση της οικονομίας της αγοράς. Από αυτή την άποψη είναι εφικτή η αποκωδικοποίηση ορισμένων από τις πλέον «κλασικές» περιπτώσεις της πολιτικο-οικονομικής παράδοσης του 20ου αιώνα. Η πλέον σημαίνουσα είναι, αναμφισβήτητα, εκείνη που αφορά τις παραδοσιακές πολιτικές «welfare» κευνσιανής μήτρας. Σε συστημική προοπτική, οι αναδιανεμητικές πολιτικές αυτού του τύπου, που χρησιμοποιούν ως γνωστό τα εργαλεία της προοδευτικής φορολόγησης, συνιστούν τυπικά παραδείγματα αρνητικής ανάδρασης. Οι κευνενσιανές πολιτικές αποτέλεσαν την πιο σημαντική αντισταθμιστική διαδικασία απέναντι στις κοινωνικές ανισομέρειες που δημιούργησε η καπιταλιστική συσσώρευση κατά τον 20ο αιώνα. Το ίδιο σημαντικοί, από αυτή την σκοπιά, στάθηκαν και οι συνδικαλιστικοί αγώνες για την βελτίωση αποδοχών και συνθηκών εργασίας. Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε ότι, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή τους στην προστασία του οικονομικού συστήματος από τις κρίσεις του 20ου αιώνα, οι κευνσιανιές πολιτικές δεν είναι σε θέση να αποτελέσουν εργαλεία απάντησης σε εκείνες του 21ου. Σαν πολλαπλασιαστικές της κατανάλωσης και, κατά συνέπεια, ενισχυτικές της ανάπτυξης, δεν μπορούν να συμβάλλουν παρά στην περαιτέρω επιδείνωση της τρέχουσας οικολογικής κρίσης. Οι συμβατικοί οικονομολόγοι – νεοκλασικής και κευνσιανής μήτρας – προβάλλουν το επιχείρημα ότι χάριν της τεχνολογικής εξέλιξης είναι εφικτή η αύξηση ενός είδους συστημικής παραγωγής και, ως εκ τούτου, η αισθητή μείωση της πίεσης στα οικοσυστήματα. Πρόκειται όμως για μία προσέγγιση που υποκρύπτει ορισμένες συστημικές παγίδες: η τεχνολογική εξέλιξη συνοδεύεται στην πραγματικότητα με μία αισθητή αύξηση της συνολικής κατανάλωσης ύλης/ενέργειας και των περιβαλλοντικών της επιπτώσεων λόγω του γνωστού φαινόμενου της «αναπήδησης». Η αναχαίτιση της οικολογικής κρίσης και η υπόθεση ενός νέου σχεδίου κοινωνίας, βιώσιμης και ικανής να επιτρέψει ένα υψηλό βαθμό αυτονομίας και αυτοδιάθεσης, δεν μπορεί παρά να στοχεύσει σε μια καταλυτική αντιστροφή της ισχύουσας τάσης ως προς την δυναμική του οικονομικού συστήματος, με λίγα λόγια να υιοθετήσει αποκλειστικά πολιτικές της αποανάπτυξης. Από την ανάπτυξη στην αποανάπτυξη Αποανάπτυξη, από οικονομικής σκοπιάς, σημαίνει την δραστική μείωση του μεγέθους και του αποτυπώματος των χρηματοπιστωτικών και των παραγωγικών μηχανισμών και, κατ’ακολουθία των «μεγάλων» υποδομών – πολυεθνικών, συστημάτων μεταφοράς, συστημάτων πληροφόρησης, περίθαλψης κ.λ.π. Από την οπτική της οικονομίας και των «ροών», η αποανάπτυξη επιβάλλει την μείωση του διώνυμου παραγωγή/κατανάλωση και του όγκου ύλης και ενέργειας που διαχειρίζεται το σύστημα. Η αποανάπτυξη, με την στενή, οικονομικίστικη, έννοια του όρου δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά αναγκαία προϋπόθεση στην κατεύθυνση της αυτονομίας και της οικολογικής βιωσιμότητας.
Μια πολιτική για την αποανάπτυξη θα έπρεπε να προϋποθέτει: – Όρια στην συγκέντρωση και στις κινήσεις κεφαλαίου. – Αναδιαμόρφωση των Διεθνών Οργανισμών ONU, WTO, IMF.
Η θεσμοθέτηση ορίων στις κινήσεις κεφαλαίου, μέσω της εφαρμογής φόρου στις χρηματοπιστωτικές πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα για παράδειγμα, δεν συνιστά μόνο ηθικό πρόταγμα αλλά και μέτρο ικανό να προσφέρει μεγαλύτερη σταθερότητα στο οικονομικό σύστημα απέναντι στις διακυμάνσεις που προκαλούν οι κερδοσκοπικοί ελιγμοί. Οι πόροι από την εφαρμογή του φόρου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κάλλιστα για την ανακούφιση της φτώχειας, όπου απαιτείται, για να καταδείξουν περίλαμπρα την δυναμική του εργαλείου. Η εισαγωγή του φορολογικού συντελεστή «Τόμπιν Ταξ», που προτάθηκε πρόσφατα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κινείται ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση με την μόνη προϋπόθεση ότι οι πόροι που θα συγκεντρωθούν δεν θα χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο αόριστων «πολιτικών για την ανάπτυξη», που καταλήγουν πάντα στην επιδείνωση της κατάστασης των «λιγότερο αναπτυγμένων χωρών», αλλά για την θέσπιση δραστικών μέτρων ενάντια στην περιθωριοποίηση και στην φτώχεια. Εάν υπολογίσουμε ότι ένας φορολογικός συντελεστής της τάξης του 0,1% θα μπορούσε να συμβάλλει στην αποκομιδή 30 δισεκατομμυρίων ευρώ μόνο στην Ευρωπαική Ενωση (Μπρανκάτσιο, 2002), γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η εφαρμογή του «Τόμπιν Ταξ» είναι σε θέση να μετατραπεί σε μια παγκόσμια εκστρατεία, εξέχοντος συμβολισμού και σε ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης των διεθνών οικονομικών δομών.
Η αρχή της μείωσης της κλίμακας αναφορικά με την χρηματοπιστωτική οικονομία οφείλει να εφαρμοστεί και στην οικονομία της παραγωγής με απαρχή την υιοθέτηση μιας σαφώς αυστηρότερης αντί-μονοπωλιακής νομοθεσίας. Παράλληλα, η εισαγωγή προοδευτικών φορολογικών συντελεστών στις μεγάλες ιδιοκτησίες – προσωπικές και σε επίπεδο παραγωγικών μονάδων – θα μπορούσε να αποθαρρύνει τις μορφές υπερεθνικών επιχειρήσεων σαν βασικό εργαλείο της διεθνούς οικονομίας.
Η εισαγωγή παρόμοιων περιορισμών απαιτεί την προληπτική αναδιάρθρωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών θεσμών και των πολιτικών διαχείρισης του χρήματος, από την οπτική της παγίωσης δημοκρατικού ελέγχου θεσμών όπως UN, WTO, IMF κ.λ.π. και της ενίσχυσης των μηχανισμών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος με εργαλεία οικονομικής και φορολογικής πολιτικής διαχειρίσημα μέσω των θεσμών της τοπικότητας. Η προοδευτική μετάβαση ενός σημαντικού τμήματος των οικονομικών δραστηριοτήτων από την κλίμακα της παγκοσμιοποίησης σε εκείνη της τοπικότητας θα επιτρέψει τον επανορισμό εκείνης της «απόδοσης αξίας στον χώρο» – σε ατομικά και συλλογικά αγαθά – που κρίνεται απαραίτητη για την θεμελίωση μιας πολιτικής για την αποανάπτυξη. Από την μη βιωσιμότητα στην βιωσιμότητα Η μετατόπιση του βαρύκεντρου της οικονομίας από την κλίμακα της παγκοσμιότητας σε μία καθαρά τοπική κλίμακα συνιστά την πλέον αποτελεσματική μέθοδο αντιμετώπισης του οικολογικού ζητήματος. Ένα αυθεντικό πρόγραμμα βιωσιμότητας δεν μοιάζει πραγματοποιήσιμο παρά μόνο σε επίπεδο τοπικότητας. Και αυτό, όχι μόνο λόγω της δραματικής μείωσης των μεταφορών αλλά και της δυνατότητας διάθεσης των κατάλληλων πληροφοριών που επιτρέπουν την υλοποίηση και τον ουσιαστικό έλεγχο της βιωσιμότητας των παραγωγικών διαδικασιών.
Η μεταστροφή του ενεργειακού συστήματος σε βιώσιμο απαιτεί την προγραμματική σύγκλιση δύο διαδικασιών: την δραστική μείωση της κατανάλωσης – αποδοτικότητα – και την βελτιστοποίηση της απόδοσης του διώνυμου πόροι/ενέργεια – οίκο-αποδοτικότητα (Σακς, 2002). Παρά την σπουδαιότητα τους, οι παραπάνω διαδικασίες δεν είναι ικανές να εγγυηθούν από μόνες τους την βιωσιμότητα αλλά απαιτούν μια πραγματική τεχνολογική επανάσταση με επίκεντρο τον τομέα της ενέργειας. Από αυτή την άποψη, η γνωστή πρόταση του Τζέρεμυ Ρίφκιν (2002) διαθέτει το προτέρημα της σύλληψης της εμβέλειας της «ενεργειακής επανάστασης». Η πρόταση του Ρίφκιν, η οποία θα συνέδραμε σε μια ριζική τεχνολογική επανάσταση στην κατεύθυνση της βιωσιμότητας, βασίζεται σε ένα συνδυασμό 3 παραγόντων: – τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, – τα συστήματα έξυπνης διαχείρισης των δικτύων διανομής, που θα επέτρεπαν σε πολίτες και επιχειρήσεις να μετατραπούν από απλούς καταναλωτές σε μικρούς παραγωγούς ενέργειας, – το υδρογόνο, σαν όχημα διατήρησης της ενέργειας.
Το βασικό στοιχείο νεωτερισμού της πρότασης Ρίφκιν στηρίζεται στην ανεξαρτησία των συστημάτων διαχείρισης του δικτύου διανομής και των τεχνολογιών παραγωγής/μετατροπής από την διαχείριση των πολυεθνικών, έτσι ώστε η προτεινόμενη τεχνολογική επανάσταση να υποστηρίζει ένα κοινωνικό μετασχηματισμό στην κατεύθυνση της αυτονομίας, γερά στα χέρια της κοινωνίας της τοπικότητας και των πολιτών. Απομένει επίκαιρο το ερώτημα γύρω από τους τρόπους ανεύρεσης των πόρων για την ενεργοποίηση της διαδικασίας σε περίπτωση που δεν επιθυμείται η διαχείριση από το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο. Μια από τις πιο πειστικές απαντήσεις θα μπορούσε να συνοψιστεί στο περίφημο «όποιος μολύνει πληρώνει» και στις διάφορες μορφές φορολόγησης της πρόκλησης ζημιάς στα οικοσυστήματα (αρνητικές εξωτερικεύσεις). Ένας από τους καλύτερους τρόπους εφαρμογής του έγκειται στην άμεση μεταφορά των εισπρακτέων από τους οικολογικούς φόρους – Carbon tax κ.λ.π. – σε όσους επιδεικνύουν τεκμηριωμένα οικολογική συμπεριφορά – το κράτος που δεν αποψιλώνει, η περιφέρεια που αποφασίζει την μετατροπή του ενεργειακού της συστήματος, ο μεμονωμένος πολίτης που χρησιμοποιεί το ποδήλατο αντί του αυτοκινήτου κ.λ.π. Ο καθορισμός της διαδικασίας και η εγγύηση της ομαλής της εξέλιξης απομένει στην δημόσια διοίκηση.
Τα παραπάνω εργαλεία θα μπορούσαν να ανήκουν κάλλιστα στο οπλοστάσιο της συμβατικής οικονομίας. Τα αίτια της περιορισμένης χρήσης που είχαν έως σήμερα θα πρέπει να αναζητηθούν στην αδιαμφισβήτητη αποτελεσματικότητα τους και στο ότι η εφαρμογή τους θα υποχρέωνε τον κόσμο της κατανάλωσης να επανεξετάσει δραστικά τόσο τα παραγωγικά συστήματα όσο και το στυλ ζωής. Το ενεργειακό σύστημα θα ωθούνταν, κατ’ακολουθία, στην μεταστροφή από κεντρικoποιημένο – βάσει μη ανανεώσιμων πηγών – σε αποκεντρωμένο – βάσει ανανεώσιμων πηγών και της αρχής της εξοικονόμησης. Πρόκειται για εργαλεία απαραίτητα στην φάση της μετάβασης σε μια κοινωνία της αποανάπτυξης όπου τα κόστη της μεταστροφής διαφοροποιούνται σημαντικά από παραγωγική μονάδα σε παραγωγική μονάδα και από τοπικότητα σε τοπικότητα. Από την ανταγωνιστικότητα στην συνέργεια/αμοιβαιότητα Η απελευθέρωση από τις εμμονές της ανάπτυξης συνιστά το μόνο εργαλείο σοβαρής αντιμετώπισης του ζητήματος της ισότητας. Είναι πλέον εμφανές ότι η δραματική διαφορά πλούτου μεταξύ Βορρά και Νότου και η τραγωδία της φτώχειας και της περιθωριοποίησης που μαστίζει τουλάχιστον το ήμισυ του πλανήτη, είναι προϊόντα του ισχύοντος μοντέλου ανάπτυξης θεμελιωμένου στην ανταγωνιστικότητα (Λατούς, 1993, Ριστ, 1997). Η διαδικασία της προοδευτικής αύξησης της πόλωσης μεταξύ πλούτου και φτώχειας δεν αφορά μόνο το διώνυμο Βορρά-Νότου αλλά και εκείνα των κέντρο-περιφέρεια – στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου χώρου – και αστικό κέντρο-ύπαιθρος – σε επίπεδο τοπικότητας (Αμιν, 2002). Λιγότερο εμφανές – κύρια για την αριστερά που υιοθετεί την αποκωδικοποίηση της ανάπτυξης σαν μη ισόρροπης διαδικασίας – είναι η αντίφαση μεταξύ μέτρων υπεράσπισης του «welfare», της εργασίας και του περιβάλλοντος και των συνθηκών διαρκούς αύξησης της ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζουν το οικονομικό σύστημα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ένα ευρωπαϊκό συμβόλαιο για την εργασία Η αισθητή, διάχυτη, μείωση του ωραρίου εργασίας δεν αποτελεί μόνο τον τρόπο απελευθέρωσης της ανθρώπινης ύπαρξης από τα δεσμά της εμποριοποίησης (Πολάνι, 1974) και της αλλοτρίωσης αλλά και την μοναδική αποτελεσματική πολιτική των «προηγμένων» χωρών στο πλαίσιο του προγράμματος δραστικής μείωσης της ανεργίας. Το ωράριο εργασίας αυξήθηκε σημαντικά στις δυτικές χώρες τα τελευταία χρόνια σαν αποτέλεσμα της διαρκώς μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας που επιβάλλεται στο παραγωγικό σύστημα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Υπήρξαν σποραδικές προσπάθειες μείωσης του τα τελευταία χρόνια – όπως η γαλλική – αλλά δίχως αποτέλεσμα. Και αυτό, γιατί η μονομερής μείωση του ωραρίου σε ένα υψηλά ανταγωνιστικό περιβάλλον συμβάλλει στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους για το παραγωγικό σύστημα με αποτέλεσμα την σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας για όποιον δοκιμάζει πρώτος. Με λίγα λόγια, η ίδια η αγορά τιμωρεί όποιον φιλοδοξεί να προχωρήσει σε μειώσεις του ωραρίου εργασίας και, γενικότερα, σε προστασία των δικαιωμάτων και του περιβάλλοντος.
Η όποια αυθεντική πολιτική της αποανάπτυξης δεν είναι δυνατή σε περιβάλλον υψηλού ανταγωνισμού έτσι όπως εννοείται σήμερα. Οι όποιες συμφωνίες διεθνούς συνεργασίας και οι πολιτικές προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος είναι αδιανόητες σαν μεμονωμένες. Έτσι εξηγούνται και οι συστηματικές αποτυχίες των πολιτικών υπεράσπισης του «welfare» και του περιβάλλοντος των κυβερνήσεων της Δύσης. Εξαναγκασμένες να κολυμπούν «στα ρηχά νερά του σοσιαλφιλελευθερισμού», οι ρεφορμιστικές πολιτικές δεν διαθέτουν οικονομικά περιθώρια για δομικές αλλαγές καθόσον κάθε πραγματική αλλαγή προϋποθέτει σημαντικό κόστος που καθίσταται αυτόματα απαγορευτικό στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.
Δίχως την αμφισβήτηση της αρχής του ανταγωνισμού σαν ρυθμιστικής των διεθνών οικονομικών σχέσεων και δίχως την προοδευτική μετάβαση σε πολιτικές που θεμελιώνονται στην συνέργεια – όπως ένα «εργασιακό συμβόλαιο» μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών κατά της ανεργίας και, κατ’αναλογία, υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων και του περιβάλλοντος. Ένας άλλος τρόπος αντίληψης των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και φύσης, θεμελιωμένος στην συνέργεια και στην συνεργασία, θα μπορούσε να δώσει ένα άλλο, ισχυρό, χαρακτήρα στην υλοποίηση της πολιτικής ενότητας της Ευρώπης. Η μετάβαση από τον ανταγωνισμό στην αμοιβαιότητα και στην συνεργασία αποτελεί στρατηγική επιλογή στην κατεύθυνση της επίτευξης της ισοτιμίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κάθε πολιτικό πρόγραμμα που εστιάζεται από αυτή την οπτική γωνία θα πρέπει να προσβλέπει, σε παγκόσμιο επίπεδο, στην άρνηση των παραδοσιακών πολιτικών που θεμελιώνονται στην ισχύ προς όφελος σχέσεων οι οποίες διέπονται από την αρχή της μη βίας. Αποανάπτυξη και μη βία
Η διαδικασία που οδηγεί σε μία κοινωνία της αποανάπτυξης αποτελεί τον μόνο τρόπο ριζικής αντιμετώπισης της προβληματικής των συρράξεων, παλαιών και νέων, που ταλαιπωρούν τον πλανήτη από καιρό (Ντεριού, 2005). Η ιστορία διδάσκει ότι μια κοινωνία που θεμελιώνεται στην μεγέθυνση και στον επεκτατισμό δεν συνάδει με την διατήρηση της ειρήνης. Η αποανάπτυξη – ή η αναδιοργάνωση των οικονομικών διαδικασιών από την οπτική της αυτό-βιωσιμότητας – συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για την αποφυγή της βίας σαν μέσου επίλυσης των διαφορών. Πέραν του γενικόλογου «όχι στον πόλεμο», η σύγχρονη κρίση της πολιτικής ωθεί σε συλλογιστικές ακόμη πιο ριζοσπαστικές, που θέτουν σε αμφισβήτηση τις ιδέες της «ισχύος» και του «μονοπώλιου» της χρήσης της, σαν θεμέλιων της πολιτικής πρακτικής, προς όφελος της οπτικής της μη βίας, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας (Ρεβέλλι, 2003). Η μετάβαση σε ένα νέο σχέδιο κοινωνίας και σε μία άλλη οικονομία βασίζεται μεν στο περιεχόμενο της όποιας πρότασης αλλά εξαρτάται, κύρια, από τις διαστάσεις της πολιτικής που την προάγει. Και η πολιτική δεν μπορεί να διαφύγει μιας βαθιάς κριτικής ανασκόπησης γύρω την ουσία και τις μορφές των πρακτικών της, των προνομίων της και του αμφίβολου ναρκισσισμού της (Γκίσμποργκ, 2006) όπως και του επακόλουθου καλέσματος για μια ευρεία συμμετοχή «από τα κάτω» με πρώτες τις γυναίκες. Επανορισμός της αξίας του χώρου, συλλογικά αγαθά και αλληλέγγυα οικονομία Σε τοπικό επίπεδο μια πολιτική της αποανάπτυξης δεν μπορεί παρά να θεμελιωθεί γύρω από: – τον αυτό-βιώσιμο επανορισμό της αξίας του χώρου – προστασία των συλλογικών αγαθών, – την διάχυση των δικτύων της αλληλέγγυας οικονομίας.
Η πρώτη προσέγγιση μεταφράζεται ουσιαστικά στην ανάδειξη του επιλεγόμενου και «καταστατικού του χώρου», με λίγα λόγια στην προστασία και στην αξιακή κατάδειξη των γνωσιακών αξιών και των κοινωνικών και οικολογικών συστημάτων ενός καθορισμένου χώρου (Μανιάγκι, 2000), ή των συστημάτων που συμπεριλαμβάνουν τα επιλεγόμενα συλλογικά αγαθά – γεωγραφία, υδάτινοι πόροι, αέρας, βιοποικιλότητα, συλλογική γνώση κ.λ.π. – γύρω από την προστασία των οποίων συσπειρώθηκαν συχνά οι τοπικές κοινότητες όπως συνέβηκε στις χώρες του νότου του κόσμου (Σίβα, 2003).
Η δεύτερη προσέγγιση θέτει επιτακτικά το ερώτημα γύρω από την ταυτότητα των οικονομικών διαδικασιών που είναι σε θέση να παγιώσουν στον χώρο μια δίκαια οικονομία. Η απάντηση οδηγεί υποχρεωτικά στο πεδίο της δημιουργίας άλλων μορφών οικονομίας, δομημένων γύρω από της αρχή της αμοιβαιότητας και γνωστών σαν αλληλέγγυα οικονομία (Λαβίλ, 1998). Πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών εμπειριών ανταλλαγής, από τις νέο-ομαδικές σχέσεις, χαρακτηριστικές των διευρυμένων αφρικανικών οικογενειών που δεν προβλέπουν μονεταριστικές συναλλαγές, έως τις επιχειρήσεις του επιλεγόμενου και «τρίτου τομέα» – κοινωνική συνεργατικότητα, δίκαιο εμπόριο, ηθική οικονομία – και τις πολλές υβριδικές μορφές οικονομίας που χαρακτηρίζουν, για παράδειγμα, τα συστήματα τοπικών συναλλαγών – τοπικές αγορές δεσμευμένες από ισχυρές ηθικές αρχές και από κανόνες ανταλλαγής από «μηδέν απόσταση».
Αφαιρώντας διαρκώς αυξανόμενα ποσοστά ζήτησης από την παγκόσμια αγορά προς όφελος των τοπικών οικονομιών, καθεμιά από παραπάνω μορφές ανταλλαγής αποτελεί εργαλείο αποανάπτυξης και εργαστήρι μιας άλλης οικονομίας και μιας άλλης κοινωνίας. Για την απομάκρυνση του υπαρκτού ρίσκου απορρόφησης τους από την λογική της εμποριοποίησης της καπιταλιστικής αγοράς, είναι σημαντική η ένταξη τους στο πλαίσιο μιας «στρατηγικής δικτύου» που επιτρέπει την διατήρηση των παραγόμενων πόρων στο εσωτερικό του δικτύου σύμφωνα με τα κριτήρια της αλληλεγγύης και της βιωσιμότητας. Αυτό αποτελεί και τον βασικό χαρακτήρα διάκρισης των δικτύων αλληλέγγυας οικονομίας (RES) που τα καθιστά ένα ελπιδοφόρο εργαστήρι αποανάπτυξης. Από την εξάρτηση στην αυτονομία «Ο καταναλωτής είναι κυρίαρχος» καταλήγει ένας γνωστός απολογητής της ορθόδοξης οικονομίας. Δίχως αμφιβολία, ο «homo consumens» διαθέτει σήμερα μια αφάνταστη ελευθερία επιλογής. Στην μητρόπολη της Νέας Υόρκης υπολογίζεται ότι κυκλοφορούν σήμερα περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια διαφορετικών τύπων προϊόντος. Παρά ταύτα, ο πολίτης-καταναλωτής είναι ικανός να επιλέξει μόνο στο πλαίσιο μιας προκαθορισμένης γκάμας και όχι να καθορίσει εκ των προτέρων την γκάμα των προϊόντων προς επιλογή (Μπάουμαν, 2007). Με λίγα λόγια, το σύστημα της αγοράς υπόσχεται ελευθερία αλλά, στην πραγματικότητα, δημιουργεί εξάρτηση.
Σε επίπεδο συλλογικού φαντασιακού η ρευστότητα που χαρακτηρίζει την μετα-νεωτερικότητα μεταφράζεται σε ένα ακραίο θρυμματισμό των αξιών και των οπτικών του κόσμου. Η εξαΰλωση των μεγάλων αφηγήσεων αποκόπτει το υποκείμενο από την αντίληψη του νοήματος των ενεργειών του με αποτέλεσμα την ανικανότητα αντίληψης των δομικών αιτίων της απώλειας ποιότητας ζωής και, στην θέση της, την δημιουργία ολοένα μεγαλύτερης εξάρτησης. Η οπτική μιας αυτόνομης κοινωνίας απαιτεί την συγκρότηση προτάσεων αντιμετώπισης του αδιέξοδου μέσω ενός ριζικού μετασχηματισμού αξιών και πολιτισμικής διάστασης ικανών να επιφέρουν τον μετασχηματισμό των επικρατούντων θεσμών. Αυτονομία, με λίγα λόγια, δεν σημαίνει παρά μια γέφυρα μεταξύ πολιτικής και συλλογικού φαντασιακού.
Η αυτονομία αποτελεί θεμελιώδη διάσταση στο πλαίσιο ενός νέου σχεδίου κοινωνίας καθόσον θέτει σε πρώτο πλάνο σημαντικές προβληματικές γύρω από τις οποίες ο διάλογος είναι ακόμη στα σπάργανα. Είναι πλέον κοινή η πεποίθηση ότι οι κανόνες διακυβέρνησης που απαιτεί το νέο σχέδιο κοινωνίας θα πρέπει να συνδιαμορφωθούν «από τα κάτω», από τις κοινότητες και από τις τοπικότητες. Θα πρέπει να στοχεύουν σε μορφές άμεσης, ουσιαστικής, δημοκρατίας, επαφίοντας στον πολίτη και όχι στον πολιτικό του εκπρόσωπο τον πρώτο λόγο γύρω από τον καθορισμό των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών παραγωγής του πλούτου. Σε αυτή την κλίμακα – την κλίμακα της κοινότητας και της τοπικότητας – οι νέοι πολιτικοί θεσμοί θα πρέπει να καθορίσουν τις αναγκαίες συναινέσεις στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του νέου σχεδίου κοινωνίας (Φωτόπουλος, 1997). Τα Δημαρχεία θα πρέπει να καταστούν το νέα «Χειμερινά Ανάκτορα» και, σιγά-σιγά, η διάδραση μεταξύ των κοινοτήτων θα οδηγήσει σε μια μορφή «συνομοσπονδίας κοινοτήτων» (Μπούχτσιν, 1993).
Στην πράξη, τα πραγματικά «Χειμερινά Ανάκτορα» φωλιάζουν στον καθένα μας. Το είχε εστιάσει εύγλωττα ο Καστοριάδης υποδεικνύοντας ότι το πρόβλημα της αυτονομίας αφορά πρώτιστα την προσωπική σφαίρα και εκείνες τις αναπόδραστες ασκήσεις της αυτό-παιδείας, της συναίσθησης, της συνειδητοποίησης των ασυνείδητων συμπεριφορών, οι οποίες συνιστούν το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση μιας αυτόνομης κοινωνίας. Σε μια πρώτη φάση, κατά συνέπεια, είναι σημαντική η αναθεώρηση της πολιτισμικής, διαπαιδαγωγικής και πληροφοριακής διάστασης του ισχύοντος συστήματος: – Των μεθόδων παιδείας, με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια της αυτονομίας, της κριτικής σκέψης, της αυτογνωσίας και της συνειδητοποίησης της αξίας του «ευ ζην», έναντι της απληστίας κτήσης. – Της μεταρρύθμισης των ΜΜΕ. – Των πολιτικών διαπαιδαγώγησης στην μεταλλαγή του στυλ ζωής και κατανάλωσης.
Το διαπλαστικό σύστημα της νεωτερικότητας στοχεύει στην αποκλειστική διαμόρφωση ευπειθών καταναλωτών και «καλών» τεχνικών. Από αυτή την οπτική, ο ρόλος του σχολείου έγκειται στην απλή μεταφορά εργαλειακών γνώσεων στα πρότυπα των απαιτήσεων ενός πειθήνιου χειριστή του τεχνο-συστήματος (Ιλιτς, 1974). Αντίθετα, στο πλαίσιο της «κοινωνίας του ρίσκου» και της αβεβαιότητας, η εργαλειακή οπτική και η οπτική της εξειδίκευσης στο πεδίο της διάπλασης του ατόμου καταρρέει: όσο περισσότερο εργαλειακές και δογματικές είναι οι γνώσεις μας τόσο περισσότερο αυξάνει ο κίνδυνος εξάρτησης από το σύστημα.
Ο ρόλος της παιδείας στο πεδίο του πολιτισμού της αποανάπτυξης έγκειται στην αντιστροφή του παραδείγματος. Η παιδεία οφείλει να στοχεύει στην άρθρωση ενός πλαίσιου συστημικών σχέσεων οι οποίες να επιτρέπουν τον ενσυνείδητο προσανατολισμό, την μάθηση του τρόπου μάθησης και την ανάπτυξη των ικανοτήτων αναζήτησης – ατομικά και συλλογικά – των καλύτερων μεθόδων προσαρμογής. Θεωρώ ότι περιττεύει κάθε αναφορά στον αρνητικό ρόλο του συστήματος πληροφόρησης και των μαζικών μέσων ενημέρωσης από αυτή την οπτική γωνία. Αμφότερα, έχουν ανάγκη μιας ριζικής μεταρρύθμισης με πρώτη εκείνη του περιορισμού της διαφήμισης. Είναι αναγκαία η πρόταξη νέων αξιών, εναλλακτικών στις ισχύουσες: αυτονομία αντί της εξάρτησης, η αίσθηση του ορίου αντί της αλαζονείας, αμοιβαιότητα αντί του εγωισμού, «ευ ζην» αντί της απληστίας κτήσης. Είναι εύλογο ότι δεν είναι δυνατή μια ευρεία και διάχυτη μεταλλαγή αξιών δίχως την μεταλλαγή των κοινωνικών συνθηκών παραγωγής πλούτου, καθόσον μεταξύ θεσμών και αξιών υπάρχει σχέση συστημικού τύπου. Η διάπλαση αυτόνομων προσωπικοτήτων προϋποθέτει ένα κοινωνικό και θεσμικό περιβάλλον το οποίο να διαπαιδαγωγεί στην αυτοδιάθεση. Η προσωπικότητα και η πολιτική πράξη διαμορφώνονται στο πλαίσιο μιας βαθιάς σχέσης μεταξύ κοινότητας και ατόμου (Μπούχτσιν, 2003).
Χρειάζεται η προαγωγή πολιτικών σε θέση να ωθήσουν στην μεταλλαγή του στυλ ζωής και κατανάλωσης, γεγονός έντονα αισθητό στο εσωτερικό των κινημάτων και των συνεταιριστικών δικτύων – κριτική κατανάλωση, αυτό-παραγωγή, παραγωγή εγγύτητας, αλληλέγγυο εμπόριο, μικρή παραγωγική αλυσίδα κ.λ.π. Οι πρακτικές αυτού του τύπου έχουν αδιαμφισβήτητη αξία κύρια σαν μορφή άσκησης στην κατεύθυνση της μεταλλαγής μας και της μεταλλαγής του φαντασιακού μας ενώ, συχνά, αποδεικνύουν την άριστη εφαρμοσιμότητα και το κοινωνικό όφελος ορισμένων εναλλακτικών οικονομικών οπτικών. Θα ήταν καθαρή ουτοπία η πεποίθηση ότι η ατομική προσπάθεια, ή και η προσπάθεια μικρών κοινωνικών ομάδων, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην μεταλλαγή των σκληρών νόμων που διέπουν την καπιταλιστική οικονομία. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι, δίπλα στις καλές πρακτικές, ο δεσπόζων ρόλος ανήκει στην πολιτική διάσταση της αλλαγής. Οι τραγικές αποτυχίες των προσπαθειών όσων θέλησαν να απολυτοποιήσουν τη μία ή την άλλη πλευρά ας χρησιμεύσουν για να γίνει αντιληπτό ότι, σε μια συστημική οπτική, εξυπηρετεί μόνο την καθυστέρηση το αιώνιο ερώτημα εάν πρέπει να αλλάξει πρώτα η οικονομία ή πρώτα το άτομο και οι αξίες του. Είναι περισσότερο από προφανές ότι χρειάζονται ταυτόχρονα αμφότερες οι αλλαγές: η πρώτη οφείλει να συνοδεύει και να υποστηρίζει την δεύτερη και αντίστροφα. ΠΗΓΗ