Το ζήτημα των ταυτοτήτων έθεσε, σε στιγμή που μάλλον κανείς δεν είχε προσχεδιάσει, το ζήτημα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας κατά τρόπο συνολικό, με ένταση πρωτόγνωρη, λειτουργώντας ως καταλύτης για να εκφρασθούν απόψεις που στο παρελθόν χαρακτηρίζονταν ως αιρετικές, τόσο υπό την κυριολεκτική όσο και υπό τη μεταφορική σημασία της λέξης. Η ελληνική νομική θεωρία έχει να επιδείξει αρκετές μελέτες για το συγκεκριμένο ζήτημα, συχνά σε συνάρτηση με την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας[2], οι οποίες πάντως δεν φαίνεται να επηρέασαν τις συζητήσεις επί των προτάσεων αναθεώρησης του Συντάγματος στην προηγούμενη, προτείνουσα την αναθεώρηση, Βουλή.[3] Το θέμα της σχέσης που συνδέει το ελληνικό κράτος με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας έχει ένα τεράστιο ιστορικό και νομικό βάρος. Προσεγγίζοντας όμως τη σχέση μεταξύ θρησκείας – εκκλησιών – κρατικής εξουσίας υπό την οπτική ευρωπαϊκών συνταγματικών κειμένων αναδεικνύονται οι διαστάσεις μιας ευρύτερα συγκρουσιακής σχέσης με πλούσιο παρελθόν.[4] Κοινό χαρακτηριστικό των δύο πόλων του ζεύγματος εκκλησία και κράτος είναι η εξουσία και κοινό πεδίο διεκδίκησης ο δημόσιος χώρος.[5] Από τη στιγμή που ανετράπη η ενότητα εκκλησιαστικής και κρατικής εξουσίας, η αποσύνδεση του κράτους από την εκκλησία σε επίπεδο συνταγματικών προβλέψεων αλλά και στο επίπεδο της εφαρμογής τους στην πράξη δεν υπήρξε ούτε απλή ούτε αναίμακτη· οι λόγοι είναι αρκετοί, με σημαντικότερους τους εξής:
Πρώτος λόγος είναι η εξ ορισμού διαφορετικότητα μεταξύ των δύο. Το κράτος στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία από την οποία απορρέει η σχετικότητα της αλήθειας, ενώ οι θρησκείες στηρίζονται στην αλήθεια της θείας αποκάλυψης. Παρατηρείται, συνεπώς, αφ’ ενός η υιοθέτηση διαφορετικών αξιών από τμήματα της κοινωνίας με τη στήριξη του κράτους, αφ’ ετέρου εκδηλώσεις μη σεβασμού της διαφορετικής άποψης με τη στήριξη της εκκλησιαστικής πλευράς. Κλασικά παραδείγματα τέτοιων συγκρούσεων είναι η θεολογική ερμηνεία της εξέλιξης του κόσμου και του ανθρώπινου γένους, και το ζήτημα της άμβλωσης.[6] Δεύτερος λόγος είναι η διαφορά του σκοπού στη δράση των δύο. Κάθε θρησκεία στοχεύει στη διατήρηση και αύξηση των πιστών της και στην προστασία των δογμάτων της, ενώ το σύγχρονο κράτος έχει σκοπό να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας συνείδησης των πολιτών του σε συνδυασμό με την ανοχή, που υπαγορεύεται και από τις νέες δομές των πολυ-πολιτισμικών ευρωπαϊκών κοινωνιών.
II. Εκκλησία και κράτος: σύνδεση και αντιπαλότητα Η σύνδεση της κοσμικής με την εκκλησιαστική εξουσία προσδιόρισε και τις εννοιολογικές προϋποθέσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, που άρχισαν να δημιουργούνται τον 16ο αιώνα, με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση.[7] Προς το τέλος του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα δημιουργήθηκε μια ελίτ φωτισμένων συγγραφέων, λογίων και ευγενών που ανέπτυξε έντονα ορθολογική και αντικληρική σκέψη.[8] Ήδη βέβαια από τον προηγούμενο αιώνα τα γραπτά του Locke με κορυφαίο το “A Letter Concerning Toleration”[9] είχαν ασκήσει ευεργετική επίδραση, κατευνάζοντας τα θρησκευτικά πάθη και επηρεάζοντας τη νομοθεσία, με άμεσο αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση των δικών και των εκτελέσεων για μαύρη μαγεία και για αιρέσεις.[10] Στις μετεπαναστατικές γενιές της Γαλλίας παρατηρούνται πολλές απόπειρες δημιουργίας μιας αστικής, μη χριστιανικής ηθικής (Ροβεσπιέρος, Saint Simon, Comte), παράλληλα με την ύπαρξη μιας πλειονότητας θεοσεβών αστών, Προτεσταντών, Καθολικών και Εβραίων. Με την ανάπτυξη των μεγάλων πόλεων και των νέων βιομηχανικών οικισμών, παρατηρείται από την πλευρά των ασθενών τάξεων άγνοια και αδιαφορία απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία. Οι επίσημες εκκλησίες, προσαρμοσμένες να επιλύουν τα προβλήματα των ανθρώπων της υπαίθρου, δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες των ανθρώπων των βιομηχανικών πόλεων.[11] Παράλληλα, κατά το τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα γενική τάση στην επιστήμη ήταν η έντονη στροφή προς τα εγκόσμια, η διατύπωση της θεωρίας για την εξέλιξη των ειδών, η αμφισβήτηση του θείου χαρακτήρα της Βίβλου, η αμφισβήτηση των υπερφυσικών ικανοτήτων όσων συνέγραψαν τα Ευαγγέλια. Την ίδια εποχή ο John Stuart Mill δημοσίευσε το δοκίμιο “On Liberty” με κεφάλαιο αφιερωμένο στην ελευθερία της σκέψης.[12] Όπως φαίνεται από τα συνταγματικά κείμενα της εποχής, η αντιεκκλησιαστική τάση στο κοινωνικό πεδίο αποτέλεσε το εφαλτήριο για την επίθεση που εξαπέλυσαν τα κράτη κατά της περιουσίας και των προνομίων των εκκλησιών και του κλήρου, αναλαμβάνοντας τα ίδια να ασκούν τα καθήκοντα στα πεδία της πρόνοιας, υγείας και εκπαίδευσης, που έως τότε εκτελούσαν κυρίως εκκλησιαστικοί φορείς. Η επιστροφή στη μαχητική, σχολαστική και συντηρητική θρησκεία είχε διαταξική “συναίνεση”: για τους αγρότες και τους εργάτες ήταν η μέθοδος να αντιμετωπίζουν τη θλιβερή καταπιεστική κοινωνία του αστικού φιλελευθερισμού· για τις μεσαίες τάξεις η θρησκεία δικαίωνε την κοινωνική τους υπόσταση, δίνοντας ηθική διάσταση στα κέρδη τους· για τη μοναρχία και την αριστοκρατία ήταν παράγοντας κοινωνικής σταθερότητας, αφού η εκκλησία παρέμενε ο ισχυρότερος στυλοβάτης των συντηρητικών κυβερνήσεων των ευρωπαϊκών κρατών μετά το 1815, ενισχύοντας την αποτροπή ενδεχόμενης επαναστατικής αναταραχής. Ωστόσο, ο σπόρος της ανεξιθρησκείας είχε ήδη ριζώσει στον ευρωπαϊκό χώρο με αντανάκλαση στα Συντάγματα του 19ου αιώνα, που κινήθηκαν σταδιακά προς την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και την εκκοσμίκευση του κράτους.[13]
ΙΙΙ. Το συνταγματικό περίγραμμα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας στα ευρωπαϊκά κράτη Οι μορφές συνύπαρξης κράτους και εκκλησίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως καθορίζονται από τα Συντάγματα, μπορούν να ταξινομηθούν ποικιλοτρόπως σε μία κλίμακα από την αγνόηση έως την οργανική σύνδεση των δύο[14], με την εφαρμογή διαφόρων κριτηρίων όπως ο βαθμός εξάρτησης της εκκλησίας από το κράτος, υπό την έννοια της παρέμβασης του κράτους στην εσωτερική οργάνωση και διοίκηση της επίσημης εκκλησίας αλλά και αντιστρόφως της επιρροής της εκκλησίας στην κρατική λειτουργία, η χρηματοδότηση των θρησκευμάτων[15], η συνολικότερη εμπλοκή της εκκλησίας στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή μιας χώρας.
A. Κράτη με επίσημη εκκλησία Χαρακτηριστικό των κρατών αυτής της κατηγορίας είναι η αναγωγή μίας εκκλησίας ως επίσημης σε συνδυασμό με τον εθνικό της χαρακτήρα. Εδώ υπάγονται η Δανία, η Μεγ. Βρετανία και η Ελλάδα.[16] Στα σκανδιναβικά κράτη οι εθνικές εκκλησίες προέκυψαν από την απόσπασή τους από τον καθολικισμό χωρίς έντονες συγκρούσεις, εξαιτίας της μικρής επιρροής του Πάπα στις χώρες αυτές. Μετά τις πολύ πρόσφατες συνταγματικές και νομοθετικές μεταβολές στη Σουηδία και στη Φινλανδία[17], μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σκανδιναβική χερσόνησο με επίσημη εκκλησία απομένει η Δανία, όπου η Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία αποτελεί από το 1849 επίσημη εκκλησία[18], ενώ οι σχέσεις της με το κράτος ρυθμίζονται με ειδικό νόμο όπως προβλέπει το Σύνταγμα[19]. Η στενή εξάρτηση μεταξύ των δύο δικαιολογεί την ύπαρξη ιδιαίτερου μέρους του Συντάγματος με τίτλο “State Church”[20] καθώς και ξεχωριστού Υπουργείου για τα εκκλησιαστικά ζητήματα, ενώ ο βασιλιάς ανήκει υποχρεωτικά στο επίσημο δόγμα[21]. Η Αγγλία, αντιθέτως, μόνο μετά από αιματηρές συγκρούσεις απέκτησε, από το 1689, επίσημη εκκλησία – εθνική- την Εκκλησία της Αγγλίας με κεφαλή της τον μονάρχη,[22] αποσπώμενη πλήρως από την Καθολική Εκκλησία, καθεστώς που ισχύει έως σήμερα.[23] Προνόμιο της Αγγλικανικής Εκκλησίας είναι και η παραχώρηση ορισμένων ακαδημαϊκών εδρών σε κληρικούς του επίσημου δόγματος στα Πανεπιστήμια του Oxford, Cambridge, Durham. Πρόσθετο προνόμιο συνιστά η προστασία της Εκκλησίας της Αγγλίας βάσει του νόμου περί βλασφημίας ήδη από το 1676.[24]
Β. Κράτη που ενισχύουν μία εκκλησία Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται κράτη που βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο είτε προς την αποσύνδεσή τους από την εκκλησία, όπως η Ιρλανδία, είτε προς την επανασύνδεσή τους με την εκκλησία, όπως η Πολωνία. Η Ιρλανδία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε καθεστώς σχετικού χωρισμού, ωστόσο οι συχνές αναφορές του συνταγματικού κειμένου στον Θεό, οι βαθιές ρίζες της Καθολικής Εκκλησίας σε συνάρτηση με την εθνική συνείδηση, αλλά και η μεγάλη αποδοχή στο κοινωνικό σώμα υποδηλώνουν τις αντιστάσεις προς έναν σταδιακό χωρισμό κράτους – εκκλησίας. Το ιρλανδικό Σύνταγμα, πάντως, δεν προβλέπει επίσημη θρησκεία, διασφαλίζει την ελευθερία της συνείδησης και εμποδίζει το κράτος να θεσπίσει προνόμια υπέρ κάποιας θρησκείας.[25] Ο κλήρος δεν μισθοδοτείται από το κράτος, αλλά η σύνδεση της Καθολικής Εκκλησίας και του κράτους σε ζητήματα εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής είναι εξαιρετικά στενή, ενώ η κοινή νομοθεσία επιβάλλει την αρμονία κράτους και εκκλησίας, προβάλλοντας τις αρχές τις δεύτερης.[26] Η Πολωνία, σε αντίθεση με την Ιρλανδία, παρουσιάζει έντονο κοινωνικό και πολιτικό ρήγμα στο ζήτημα του καθορισμού των σχέσεων κράτους – εκκλησίας.[27] Με την ασαφή διατύπωση του άρθρου 25 του πολωνικού Συντάγματος του 1997 επιχειρήθηκε ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός μεταξύ των δύο αντίθετων τάσεων, εκείνης που επιθυμούσε πλήρη και ρητό διαχωρισμό, και της άλλης που ήθελε την αποδοχή της σύνδεσης κράτους και εκκλησίας με ενεργό πολιτικό ρόλο της Καθολικής Εκκλησίας.[28] Βασικά στοιχεία της συνταγματικής ρύθμισης είναι τα ίσα δικαιώματα μεταξύ των εκκλησιών και των θρησκευμάτων, η αμεροληψία των κρατικών οργάνων στα θρησκευτικά ζητήματα, οι αρχές του σεβασμού της αυτονομίας και της αμοιβαίας ανεξαρτησίας μεταξύ των δύο, καθώς και η συνεργασία για το κοινό καλό. Όσον αφορά τις σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία πρόσφατα υπογράφηκε η σύναψη διεθνούς συνθήκης μεταξύ Πολωνίας και Αγίας Έδρας.[29]
Γ. Κράτη με καθεστώς σχετικού χωρισμού από την εκκλησία Στο σύστημα αυτό οι δύο εξουσίες, πολιτική και εκκλησιαστική, δεν αγνοούνται μεταξύ τους, όπως συμβαίνει στο σύστημα του χωρισμού, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πολιτικής και υγείας, συνεργάζονται. Η συνεργασία αυτή αφορά όλα τα θρησκεύματα σε ισότιμη βάση, ενώ η συνεργασία με την Καθολική Εκκλησία παίρνει συχνά τη μορφή του κονκορδάτου.[30] Στην κατηγορία αυτή υπάγονται η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία, η Ισπανία, το Λουξεμβούργο, η Σουηδία και η Φινλανδία. Στη γερμανική συνταγματική τάξη ισχύει η αμοιβαία ανεξαρτησία του κράτους και της εκκλησίας καθώς και η αρχή της ιδεολογικής ουδετερότητας του κράτους: “Κρατική εκκλησία δεν υφίσταται.”[31] Κάθε θρησκευτική κοινότητα έχει αυτονομία στη ρύθμιση των εσωτερικών της υποθέσεων και μπορεί να προσλάβει νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί σωματείων[32]. Αντίστοιχο σύστημα αυτονομίας ισχύει και στην Αυστρία με ρύθμιση που ισχύει από το 1867.[33] Στην Ιταλία το Σύνταγμα του 1948, στο άρθρο 7, κατοχυρώνει αμοιβαία ανεξαρτησία· ταυτοχρόνως, στο άρθρο 8 θεσπίζεται η ίση μεταχείριση μεταξύ όλων των θρησκευμάτων. Οι σχέσεις μεταξύ του ιταλικού κράτους και της Καθολικής Εκκλησίας πέρασαν σε κατάσταση σύγκρουσης όταν ψηφίστηκε και ετέθη σε ισχύ ο νόμος περί διαζυγίου (1.12.1970). Τον Φεβρουάριο του 1984 με μια νέα συμφωνία με την Αγία Έδρα καταργήθηκε ο καθολικισμός ως επίσημη εκκλησία του ιταλικού κράτους[34], ενώ μεταξύ του 1984 και του 1993 υπογράφηκαν έξι συμφωνίες με άλλες θρησκευτικές κοινότητες, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.3 του Συντάγματος, που παρέμενε ανενεργό προ του 1984[35]. Στην Ισπανία, λίγο μετά την πτώση του φρανκικού καθεστώτος και πριν την ψήφιση του νέου Συντάγματος του Δεκεμβρίου 1978, συμφωνήθηκε μεταξύ του ισπανικού κράτους και της Αγίας Έδρας η αντικατάσταση του κονκορδάτου του 1953 με ένα σύμφωνο (Ιούλιος 1976) που συμπληρώθηκε με τέσσερα άλλα (Ιανουάριος 1979).[36] Το Σύνταγμα του 1978 (άρθρο 16.3) ορίζει ότι δεν υπάρχει επίσημο θρήσκευμα, ενώ με τον “οργανικό νόμο περί θρησκευτικής ελευθερίας” (Ιούλιος 1980) θεσπίζεται η συνεργασία μεταξύ της κρατικής διοίκησης και διαφόρων θρησκευμάτων, ανάλογη με αυτή που ρυθμίζει τις σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία, που ενεργοποιείται μόλις το 1992. Το ισχύον Σύνταγμα του Λουξεμβούργου του 1868, και μετά την πρόσφατη αναθεώρηση του 1998, δεν ανέτρεψε το κονκορδάτο του 1801 μεταξύ Γαλλίας και Αγίας Έδρας που ρυθμίζει τη σχέση του Λουξεμβούργου με την Καθολική Εκκλησία. Παρά την έντονη επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας, το Λουξεμβούργο βαθμιαία υιοθέτησε έναν θρησκευτικό πλουραλισμό, χωρίς να παύσει η ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική δύναμη που διαθέτει η Καθολική Εκκλησία.[37] Οι συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 19 και 20 κατοχυρώνουν πλήρως τη θρησκευτική ελευθερία, ενώ οι διατάξεις του άρθρου 22 ρυθμίζουν θέματα σχέσεων κράτους-εκκλησίας, όπου προβλέπεται η δυνατότητα ανάμιξης του κράτους σε οργανωτικά ζητήματα εκκλησιών βάσει συμβάσεων που υπόκεινται σε κύρωση από το Κοινοβούλιο.
Δ. Κράτη με καθεστώς χωρισμού κράτους και εκκλησίας Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πέντε κράτη, η Γαλλία και η Πορτογαλία, που ρητά δηλώνουν στο Σύνταγμά τους τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας, καθώς και η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ελβετία, που υιοθετούν επίσης τον χωρισμό του κράτους από την εκκλησία. Η Γαλλία αποτελεί την κοιτίδα του λαϊκού κράτους[38] και η εχθρική στάση ενός μεγάλου τμήματος της γαλλικής κοινωνίας απέναντι στον κλήρο προσδιόρισε το συνταγματικό πλαίσιο και τη νομοθεσία.[39] Στο προοίμιο του Συντάγματος του 1791 διευκρινίζετο απολύτως, με αρνητικό τρόπο, η απομάκρυνση από το Ancien Régime: “Il n’ y a plus ni noblesse, ni pairie, ni distinctions héréditaires, ni distinctions d’ ordres, ni régime féodal, ni justices patrimonial – ni vénalité, ni hérédité d’ aucun office public… ni aucun privilège, ni exception au droit commun.” Στο άρθρο 1 του ισχύοντος γαλλικού Συντάγματος ορίζεται: “Η Γαλλία είναι αβασίλευτη πολιτεία αδιαίρετη, χωρισμένη από την εκκλησία, δημοκρατική και κοινωνική”.[40] Η Πορτογαλία είναι χώρα με παράδοση στην επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και σε αντικληρικό κοινωνικό ρεύμα. Το ισχύον Σύνταγμα του 1976 ρητά θεσπίζει τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας (άρθρο 41.4), αλλά το κονκορδάτο που είχε υπογραφεί το 1940 παραμένει σε ισχύ, διασφαλίζοντας στην Καθολική Εκκλησία θέση προνομιακή σε σχέση με τα άλλα δόγματα και θρησκεύματα, αφού μεταξύ άλλων της αναγνωρίζεται η νομική προσωπικότητα και η απαλλαγή φορολογίας των ιερέων.[41] Στην Ολλανδία η αντιπαλότητα μεταξύ καθολικών και προτεσταντών-καλβινιστών αποτέλεσε τη βάση για την αναζήτηση ενός θρησκευτικού πλουραλισμού. Η διαφοροποίηση κράτους και εκκλησίας περιλαμβάνεται στο Σύνταγμα του 1798,[42] το οποίο για πρώτη φορά στην Ευρώπη διακηρύσσει την ισότητα όλων των θρησκευμάτων και τον χωρισμό κράτους και εκκλησιών. Στο ισχύον Σύνταγμα του 1983 κατοχυρώνεται πλήρως η ελευθερία συνείδησης και η θρησκευτική ελευθερία, ενώ παράλληλα θεσπίζεται ένα σύστημα χωρισμού κράτους και εκκλησιών.[43] Το μοντέλο σχέσεων κράτους και εκκλησιών που ισχύει στην Ολλανδία προσομοιάζει προς το λαϊκό κράτος της Γαλλίας.[44] Το Βέλγιο έχει έντονο καθολικό παρελθόν και ακολούθησε με βραδύτερους ρυθμούς και χωρίς ακραίες εντάσεις το γαλλικό μοντέλο χωρισμού κράτους και εκκλησίας.[45] Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, το βελγικό κράτος είναι ουδέτερο απέναντι σε όλες τις θρησκείες και δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει σε ζητήματα οργάνωσης ή δόγματος οποιουδήποτε θρησκεύματος.[46]
ΙV. Η σύγκριση με την ελληνική επιλογή της “επικρατούσας θρησκείας” Όπως φαίνεται, η σύνδεση κράτους και εκκλησίας μπορεί να λάβει πολλές μορφές, με διαφορετικές αποχρώσεις από χώρα σε χώρα. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας δεν εντοπίζεται στο σύστημα της “επικρατούσας θρησκείας” που ορίζει η συνταγματική διάταξη του άρθρου 3[47], αλλά συνδέεται με την έκταση του πλέγματος των διατάξεων που αφορούν τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας και που ως σύνολο έχουν μοναδικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η σύγκριση καταδεικνύει ότι επιμέρους ρυθμίσεις του ελληνικού Συντάγματος υπάρχουν και σε άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα, σε κανένα όμως δεν διαπιστώνεται τόσο έντονο και σε τόσα επίπεδα το στοιχείο της σύνδεσης κράτους και εκκλησίας.[48]
Από την προηγούμενη ανάλυση προκύπτει ότι σε συμβολικό επίπεδο, ο ισχυρότερος δεσμός παρατηρείται στην Αγγλία, όπου ο Βασιλιάς είναι ταυτοχρόνως και η κεφαλή της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο όρκος του έχει θρησκευτικές αναφορές, η δε στέψη είναι θρησκευτική τελετή, όπου o βασιλιάς δέχεται το στέμμα από τον Αρχιεπίσκοπο του Canterbury. Στη Δανία ο βασιλιάς είναι μεν μέλος της επίσημης εκκλησίας, ο όρκος του όμως δίδεται ενώπιον του Συμβουλίου του Κράτους και δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα.[49] Αναφορά στον “Παντοδύναμο Θεό” συμπεριλαμβάνει ο όρκος του Προέδρου της Ιρλανδίας.[50] Στον όρκο που προβλέπεται από το γερμανικό Σύνταγμα για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν αναλαμβάνει τα καθήκοντά του, προστίθεται στο τέλος η φράση: “Είθε να με βοηθήσει ο Θεός”.[51] Η ίδια ακριβώς φράση προβλέπεται στο πολωνικό Σύνταγμα ως διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού[52] να την προσθέσουν στον όρκο τους, στον οποίον πάντως δεν υπάρχει υποχρεωτική θρησκευτική αναφορά. Ο όρκος του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας ενώπιον των νομοθετικών σωμάτων δεν εμπεριέχει θρησκευτικές αναφορές· το ίδιο ισχύει και για τον όρκο του Ιταλού Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης ενώπιον του Πρόεδρου της Δημοκρατίας.[53] Καμία θρησκευτική αναφορά δεν εμπεριέχεται στον όρκο που δίδεται από τον Ισπανό Βασιλέα και τον Διάδοχο[54], αλλά και ο Πρόεδρος της Πορτογαλίας ορκίζεται στην τιμή του.[55] Το βελγικό Σύνταγμα προβλέπει τον όρκο του Βασιλέα, ενώπιον των νομοθετικών σωμάτων, χωρίς θρησκευτικές αναφορές,[56] όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον όρκο του Μεγάλου Δούκα και του Διαδόχου του Λουξεμβούργου[57]. Στο ελληνικό Σύνταγμα ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν περιορίζεται σε αναφορά του Θεού αλλά παραπέμπει στην Αγία Τριάδα (άρθρο 33 παρ.2) όπως και ο όρκος των βουλευτών (άρθρο 59 παρ.1), με πρόβλεψη για αλλόθρησκους ή ετερόδοξους (άρθρο 59 παρ.2), όχι όμως για άθρησκους ή άθεους.[58]
Εξετάζοντας τα προοίμια των Συνταγμάτων[59], διαπιστώνουμε ότι μόνο στο ιρλανδικό Σύνταγμα υπάρχει αναφορά στην Αγία Τριάδα. Το προοίμιο του γερμανικού Συντάγματος έχει αναφορά στον Θεό, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό θρησκείας, ακριβώς όπως και στο εξαιρετικά βραχύ προοίμιο του ελβετικού Συντάγματος. Στο προοίμιο του ισπανικού Συντάγματος δεν υπάρχει καμία θρησκευτική αναφορά· το ίδιο συμβαίνει και με το γαλλικό και το πορτογαλικό Σύνταγμα. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν διαθέτει προοίμιο, έχει όμως προμετωπίδα: “Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος”.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των εκκλησιών, στη Δανία μόνο το 11% των εσόδων της προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό· το υπόλοιπο προέρχεται από τον εκκλησιαστικό φόρο όσων είναι μέλη της.[60] Στην Αγγλία η οικονομική στήριξη της επίσημης εκκλησίας από το 1977 είναι περιορισμένη σχεδόν αποκλειστικά στη συντήρηση ιστορικών εκκλησιών, ενώ τα ποσά που διαχειρίζεται το English Heritage Grants αφορούν όλα τα θρησκεύματα[61], όπως συμβαίνει και με ορισμένες ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις.[62] Στην Ιρλανδία ο κλήρος δεν μισθοδοτείται από το κράτος, αλλά η σύνδεση της Καθολικής Εκκλησίας και του κράτους σε ζητήματα εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής είναι εξαιρετικά στενή. Στη Γερμανία, βάσει της συνταγματικής ρύθμισης για τον “εκκλησιαστικό φόρο”[63] εισπράχθηκαν, το 1992, 8,7 δισεκατομμύρια μάρκα από τους Καθολικούς και 8,5 δισεκατομμύρια μάρκα από τους Προτεστάντες.[64] Στην Ιταλία μετά την ψήφιση σχετικού νόμου το 1985 εφαρμόσθηκε η φορολογία υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας αρχικά, υπέρ και των άλλων θρησκευμάτων στη συνέχεια, ανάλογα με την επιλογή-δήλωση του φορολογουμένου.[65] Η Ισπανία ακολούθησε το ιταλικό παράδειγμα επιβάλλοντας και αυτή, από το 1979, σταδιακή επιβολή φόρου υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας μόνο στα μέλη της· η εφαρμογή του συστήματος όμως καθυστέρησε πολύ, κι έτσι από το 1988 εφαρμόζεται ένα μικτό σύστημα, ως ενδιάμεσο στάδιο μέχρι την αυτοχρηματοδότηση.[66] Το Σύνταγμα του Λουξεμβούργου ορίζει την υποχρέωση του κράτους να πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις των κληρικών των αναγνωρισμένων θρησκευμάτων[67]· βάσει αυτού μισθοδοτούνται οι ιερείς του καθολικού δόγματος, του προτεσταντικού δόγματος, του ισραηλιτικού θρησκεύματος και πιο πρόσφατα, από το 1982, της Église Protestante Réformée. Αντίστοιχη ρύθμιση προέβλεπε το άρθρο 181 του βελγικού Συντάγματος, πριν την αναθεώρησή του, επιβάλλοντας την κρατική χρηματοδότηση των θρησκευτικών λειτουργών. Με την τροποποίηση του βελγικού Συντάγματος, το 1993, θεσπίστηκε, με προσθήκη στο άρθρο 181, η ισότητα μεταξύ των θρησκευτικών ενώσεων και των ενώσεων με φιλοσοφικό περιεχόμενο με συνέπεια να χρηματοδοτούνται και οι εκπρόσωποι των δεύτερων.[68] Η συνταγματική υποχρέωση του ολλανδικού κράτους να πληρώνει μισθούς και συντάξεις ιερέων αναγνωρισμένων θρησκειών καταργήθηκε τον Μάιο 1991[69], παρέμεινε μόνο η κρατική χρηματοδότηση ορισμένων πανεπιστημιακών εδρών θεολογίας, ενώ κατά παράδοση όλα τα δόγματα δικαιούνται ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό χρόνο στους κρατικούς σταθμούς.[70] Το ελβετικό Σύνταγμα συνδέει τη χρηματοδότηση των εκκλησιών με την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, ορίζοντας ότι κανείς δεν υποχρεούται να πληρώνει φόρους υπέρ μιας θρησκευτικής κοινότητας στην οποία δεν ανήκει.[71] Στη Γαλλία, η ρητή αναφορά του άρθρου 2 του Συντάγματος στον λαϊκό χαρακτήρα του κράτους συνεπάγεται την απαγόρευση χρηματοδότησης οποιασδήποτε θρησκείας. Στην Πορτογαλία επίσης το κράτος δεν χρηματοδοτεί κανένα θρήσκευμα, ενώ όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την Καθολική Εκκλησία και την περιουσία της ρυθμίζονται από το κονκορδάτο του 1940.
Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, η Εκκλησία είναι αυτοδιοικούμενη· το κράτος όμως παρεμβαίνει σε καίρια ζητήματα διοίκησης και οργάνωσής της, ενώ οι κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας μισθοδοτούνται από το κράτος και το υπαλληλικό προσωπικό της, καθώς και κάθε εκκλησιαστικού ν.π.δ.δ., διέπεται ως προς τις αποδοχές του από τις διατάξεις περί δημοσίων υπαλλήλων.[72] Με δεδομένη την παρουσία θρησκευτικών μειονοτήτων και την εικαζόμενη ύπαρξη άθεων ή άθρησκων Ελλήνων πολιτών, η κρατική χρηματοδότηση της επικρατούσας θρησκείας δημιουργεί συνταγματικές τριβές, στο μέτρο που αυτή η χρηματοδότηση προκύπτει από τη φορολογία όλων των πολιτών ασχέτως θρησκεύματος.
Το στοιχείο της θρησκευτικής ομοιογένειας του ελληνικού πληθυσμού προβάλλεται συχνά ως αιτιολογία για το ισχύον καθεστώς. Παρά την ανυπαρξία επίσημων στοιχείων για τα μέλη των αναγνωρισμένων θρησκειών και τις λοιπές κατηγορίες, σύμφωνα με υπολογισμούς το ποσοστό των ορθοδόξων εγγίζει το 96%[73]· το στοιχείο αυτό όμως δεν είναι μοναδικό στον ευρωπαϊκό χώρο. Στη Δανία εμφανίζεται ποσοστό 88,2% του πληθυσμού να ανήκει στην Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία[74], στην Ιρλανδία το 93% του πληθυσμού ανήκει στην Καθολική Εκκλησία. Στην Ιταλία στην Ισπανία και στην Πορτογαλία η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, άνω του 95%, είναι καθολικοί· στο καθολικό δόγμα, επίσης, ανήκει το 90% περίπου των πολιτών του Λουξεμβούργου[75].
Το πολυσχιδές πλέγμα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας στην Ελλάδα συμπληρώνεται με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 Συντάγματος 1975/86 που θέτει ως σκοπό της παιδείας και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά και με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.2 Συντάγματος 1975/86 περί απαγόρευσης του προσηλυτισμού σε συνδυασμό με τη νομοθεσία περί προσηλυτισμού και με πληθώρα άλλων θεμάτων που αφορούν την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας.[76] Τα παραδοσιακά προνόμια της Ορθόδοξης Εκκλησίας συνδέονται αναπόφευκτα με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι θρησκευτικές μειονότητες τόσο σε επίπεδο νομοθεσίας όσο και σε επίπεδο διοίκησης.[77] Οι αποκλίσεις του ελληνικού Συντάγματος από τη φιλελεύθερη δυτική παράδοση ως προς το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας[78] εμφανίζονται, έτσι, να συνέχονται με την εφαρμογή του συγκεκριμένου προτύπου των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, αυτού της “επικρατούσας” θρησκείας.
V. Η αποδυνάμωση του θεσμικού ρόλου των “εθνικών εκκλησιών”: ο δρόμος προς τη θρησκευτική ανοχή Πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες επενήργησαν σε κάθε χώρα, με κοινό αποτέλεσμα την αποδυνάμωση ή την κατάργηση της εθνικής εκκλησίας. Οι χώρες με καθολική παράδοση όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, ακολούθησαν σταδιακά το γαλλικό μοντέλο, υιοθετώντας, με διαφορετική ένταση, τη “laicité”[79], ως συστατικό του κράτους δικαίου.[80] Η προνομιακή θέση της Καθολικής Εκκλησίας ανετράπη στην Ισπανία και την Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1980. Ενδεικτική της νέας αντίληψης ήταν η εγκύκλιος που εξέδωσε ο Ισπανός υπουργός Παιδείας, στις 11 Ιανουαρίου 1985, υπογραμμίζοντας τον σεβασμό που πρέπει να εκδηλώνεται στις θρησκευτικές εορτές των μαθητών που έχουν θρήσκευμα άλλο από το καθολικό.[81] Το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε τον Απρίλιο του 1989 ότι υπάρχει έντονη δυσμενής διάκριση για τους μαθητές εκείνους που αρνούνται τη θρησκευτική διδασκαλία αναζητώντας άλλες φιλοσοφικές απόψεις. Η Καθολική Εκκλησία δεν έχει πλέον σε κανένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη θέση της επίσημης εκκλησίας.[82]
Η Δανία, η Σουηδία, η Φινλανδία, και εν μέρει η Γερμανία, η Ολλανδία και η Μεγ. Βρετανία χαρακτηρίζονται από μία προτεσταντική παράδοση, με διαφορετική πορεία μεταξύ τους. Έτσι, παρατηρούμε ότι στη Γερμανία ο πληθυσμός είναι σχεδόν χωρισμένος σε δύο δόγματα και η ισορροπία στις σχέσεις κράτους-εκκλησίας εμφανίζεται στο υψηλό ποσοστό αποδοχής των δύο θρησκευτικών ομάδων μεταξύ τους· άλλες θρησκευτικές κοινότητες δεν υπερβαίνουν το 1,6% του γερμανικού πληθυσμού, ενώ περίπου 1.700.000 άτομα αριθμεί η μουσουλμανική κοινότητα και 1.000 τζαμιά λειτουργούν στη Γερμανία[83]. Οι παραδοσιακές εκκλησίες όμως σταδιακά χάνουν τα μέλη τους. Το 1991, μετά την ενοποίηση του γερμανικού κράτους 330.000 προτεστάντες και 190.000 καθολικοί δεν δήλωσαν θρήσκευμα, προκειμένου να αποφύγουν τον ειδικό (“εκκλησιαστικό”) φόρο που είχε επιβάλει η κυβέρνηση για τη χρηματοδότηση της ενοποίησης. Η βαθμιαία απομάκρυνση από τις εκκλησίες οδηγεί ένα ποσοστό 50-55% των Ολλανδών να δηλώνει το 1987 “άθρησκοι”. Η μείωση των πιστών δημιουργεί τεράστια οικονομικά προβλήματα στην Αγγλικανική Εκκλησία,[84] ενώ η Σουηδία και η Φινλανδία επέλεξαν να καταργήσουν τον χαρακτήρα της εθνικής εκκλησίας, ακολουθώντας τη γενικότερη κοινωνική τάση απομάκρυνσης από την Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία.
Η θρησκευτική ανοχή σε συνδυασμό με την προστασία των θρησκευτικών και άλλων μειονοτήτων φαίνεται να διευκολύνεται από αυτή την τάση απομάκρυνσης από τις κυρίαρχες εκκλησίες[85] με συνέπεια τη λήψη νομοθετικών μέτρων δυσάρεστων για τις εκκλησίες, όπως η νομοθεσία περί διαζυγίου στην Ιταλία το 1970, στην Πορτογαλία το 1977, στην Ισπανία το 1981, στην Ιρλανδία το 1995. Ο πολιτικός γάμος είναι ισόκυρος με τον θρησκευτικό στην Αγγλία, Δανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες είναι υποχρεωτικός.[86] Η βλασφημία αποτελεί αδίκημα μόνο στη Γερμανία, στη Μεγ. Βρετανία, στην Ιταλία στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα.[87]
Από την ιστορική και νομική εξέλιξη της σχέσης κράτους και εκκλησίας φαίνεται ότι η αποκοπή του κράτους από τη θρησκευτική αγκάλη επιτυγχάνει εκεί όπου η στάση της κοινωνίας απέναντι στην επικρατούσα θρησκεία επιτρέπει στις πολιτικές δυνάμεις να αναμετρηθούν μαζί της. Παράλληλα, η “απο-θρησκειοποίηση” εμφανίζεται να συνδέεται με δύο φαινόμενα. Το πρώτο είναι η διεθνής πίεση για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συνεπώς και των θρησκευτικών μειονοτήτων. Ένας σημαντικός παράγοντας για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, που έχει βαθύτατα επηρεάσει και τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας στο εσωτερικό των κρατών, υπήρξε η επιθυμία των ισχυρών κρατών να προστατεύσουν τη θρησκευτική, φυλετική ή πολιτιστική ταυτότητα μειονοτήτων με τις οποίες έχουν συγγένεια και οι οποίες αισθάνονται να απειλούνται στην άσκηση των δικαιωμάτων τους από το κράτος.[88] Το δεύτερο φαινόμενο είναι η είσοδος και εγκατάσταση θρησκευτικών μειονοτήτων, κυρίως μουσουλμάνων αλλά και βουδιστών· εδώ η Ευρώπη αντιμετωπίζει τις αντοχές της ανοχής της απέναντι στο “άλλο”.[89]
Στο σημείο αυτό παρατηρείται ότι όσο πιο εκκοσμικευμένο είναι ένα κράτος τόσο περισσότερο ευνοεί τη συνύπαρξη διαφορετικών θρησκειών.[90] Για την Ελλάδα οι παρατηρήσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία στο μέτρο που οι διακρίσεις σε βάρος των μειονοτήτων ως συνάρτηση της προνομιακής θέσης της επικρατούσας θρησκείας δεν περιορίζονται στις συνταγματικά και νομοθετικά προβλεπόμενες αλλά εκτείνονται και σε άτυπες διακρίσεις που επιβάλλονται από τη διοίκηση[91], αλλά και σε πιέσεις προς την πολιτική ηγεσία ως προς τη ματαίωση λήψης αποφάσεων τις οποίες η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί δυσμενείς[92]. Η έκταση αυτών των φαινομένων συνδέεται με την ευρύτατη νομιμοποίηση της “επικρατούσας θρησκείας” στο κοινωνικό πεδίο[93], σε συνάρτηση με τη διαπλοκή κομμάτων-κράτους-εκκλησίας από την εποχή της μεταπολίτευσης[94], που δεν εμφανίστηκε σοβαρά να απειλείται προτού τεθεί το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
VΙ. Αντί επιλόγου Οι διαπιστώσεις για τη θεσμική αποδυνάμωση των χριστιανικών εκκλησιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την αντίστοιχη μείωση των κοινωνικών τους ερεισμάτων δεν σημαίνει απαραιτήτως μείωση των εν γένει θρησκευτικών και μεταφυσικών αναζητήσεων. Τα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονται μπροστά σε νέα φαινόμενα που απαιτούν νέες ρυθμίσεις. Στα κράτη της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μετά την κατάρρευση των αυταρχικών τους καθεστώτων, οι παλαιότερα κυρίαρχες εθνικές εκκλησίες επιδιώκουν την επανεγκατάστασή τους, τον έλεγχο της θρησκευτικής διδασκαλίας, τη συμμετοχή στη νομοθεσία για θέματα οικογενειακού δικαίου, την ποινικοποίηση των αμβλώσεων, την καταπίεση των θρησκευτικών μειονοτήτων.[95] Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αναζωπύρωση του θρησκευτικού αισθήματος δεν συνδέεται με τις τέως επίσημες εκκλησίες, αλλά με την ανάπτυξη νέων θρησκευτικών, συχνά φανατικών, κινημάτων και μυστικιστικών τάσεων[96], με συνέπεια να επανατίθεται το πρόβλημα του ορισμού της θρησκείας[97]. Ως τελική παρατήρηση: οι τάσεις που καταγράφονται τόσο σε επίπεδο συνταγματικών και νομοθετικών ρυθμίσεων, όσο και σε επίπεδο κοινωνικής δυναμικής στον ευρωπαϊκό χώρο, εκκινούν αργοπορημένα και στην Ελλάδα· τα φαινόμενα αυτά είναι ενδεχομένως ερμηνεύσιμα με γενικό κριτήριο το ζεύγμα δημόσιο / ιδιωτικό, που προκύπτει από τη σύγκρουση μεταξύ της επιρροής στο δημόσιο πεδίο, που επιδιώκουν οι μεγάλες θρησκείες, και της ιδιωτικής ανάγκης για εξατομικευμένη θρησκευτικότητα.[98]
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΦΟΥΝΤΕΔΑΚΗ Επίκουρη Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου [ΤΕΥΧΟΣ 4-5/2000]
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Εκτενέστερη ανάπτυξη του θέματος, με τίτλο “Religion and Constitutional Culture in Europe”, βρίσκεται υπό δημοσίευση στο περιοδικό “Revue Hellénique de Droit International” 1/2000.[1] 2. Βλ. ενδεικτικά Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.) Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1999, με συμβολές των Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Δ. ΔΗΜΟΥΛΗ, A. POLLIS, Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Γ. ΚΤΙΣΤΑΚΙ και Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ· Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1994· SP. TROIANNOS, “Die Beziehungen zwischen Staat und Kirche in Griechenland”, “Orthodoxes Forum” 6 (1992), σ.221-231· V. MAKRIDES, “Orthodoxy as a condition sine qua non: religion and state/politics in modern Greece from a sociohistorical perspective”, “Ostkirchliche Studien” 40 (1991), σ.281-305· τον συλλογικό τόμο “Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας”, “Δίκαιο και Πολιτική” 15(χ.χ. – 1987;) -με είκοσι μία συμβολές· Α. ΜΑΡΙΝΟΣ, Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, Ίδρυμα Ι. & Ε. Γρηγοριάδου, Αθήναι 1984· PH. SPYROPOULOS, Die Beziehungen zwischen Staat und Kirche in Griechenland, Universität Freiburg, 1981· Α. ΜΑΝΕΣΗ/Κ. ΒΑΒΟΥΣΚΟΥ, “Γνωμοδότησις περί των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας βάσει του νέου Συντάγματος της 11ης Ιουνίου 1975”, “ΝοΒ” 23 (1975), σ.1031- 1037· όσον αφορά τις ιστορικές αναγωγές της σχέσης, βλ. ΣΠ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ/Χ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εκκλησία και Πολιτεία. Οι σχέσεις τους κατά τον 19ο αιώνα (1833-1852), Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1999 και CH. A. FRAZEE, The Orthodox Church and Independent Greece, 1821-1852, Cambridge University Press, 1969.[2] 3. Ο επανακαθορισμός των σχέσεων κράτους και εκκλησίας, η ολοκλήρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και η κατάργηση του θρησκευτικού χαρακτήρα του όρκου δεν συμπεριελήφθησαν στην τελική πρόταση αναθεώρησης, όπως διαμορφώθηκε μετά από έντονη αντιπαράθεση μεταξύ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με τη συναίνεση της μείζονος αντιπολίτευσης, από τη μία, και των δύο κομμάτων της αριστεράς, από την άλλη, βλ. την πρόταση αναθεώρησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ, άρθρο 13 παρ.5, και την εισήγηση του ΕΥ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Εισηγητή της Πλειοψηφίας, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος και της Ολομέλειας της Βουλής επί των προτάσεων αναθεώρησης διατάξεων του Συντάγματος, Βουλή των Ελλήνων, Περίοδος Θ΄ – Σύνοδος Β΄, Αθήνα 1998, σ.8 και 140, αντιστοίχως· πρβλ. ενδεικτικά την ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, ΕΥ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, σ. 629 και προς την αντίθετη κατεύθυνση ΑΧ. ΚΑΝΤΑΡΤΖΗ, σ.95 και Φ. ΚΟΥΒΕΛΗ, σ.97-98, αλλά και Ν. ΣΗΦΟΥΝΑΚΗ, σ. 190. Αναλυτικά βλ. Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, “Ο χωρισμός Κράτους- Εκκλησίας: Η αναθεώρηση που δεν έγινε”, σε: Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ (επιμ.), ό.π. (σημ.2), σ.19-79, ειδ. σ.41επ. Σύμφωνα, άλλωστε με τον Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Εκκλησιαστικά ΄Ατακτα, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα 1999, σ.306, στις 2.5.1996, ο τότε αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος μαζί με τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Αντιπρόεδρο της Ν.Δ. είχαν επισκεφθεί τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών όπου παρουσία των μελών της Δ.Ι.Σ. τον διαβεβαίωσαν ότι “δεν πρόκειται να γίνει καμία απολύτως μεταβολή στο υπάρχον συνταγματικό καθεστώς σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας”.[3] 4. Ενδεικτικά αναφέρουμε: M. HECKEL/W. HEUN (eds.), Klaus Schlaich, Gesammelte Aufsätze, Kirche und Staat von der Reformation bis zum Grundgesetz, Mohr, Tübingen 1997· G. GÜLDNER, Das Toleranz-Problem in den Niederlanden im Ausgang des 16. Jahrhunderts, Lübeck, Hamburg 1968· D. HOLWERDA<> (ed.), Exploring the Tradition of John Calvin, Grand Rapids, 1976· J. JULG, L’ Église et les États, Histoire des concordats, Préface de Jean Chélini, Nouvelle Cité, Paris 1990· J.-M. LENIAUD, L’ administration des cultes pendant la période concordataire, Paris 1988· S. AHLSTROM, A Religious History of the American People, Garden City, N. York 1975· CH. ANTIEAU/ A. DOWNEY/ E. ROBERTS, Freedom from Federal Establishment: Formation and Early History of the First Amendment Religion Clauses, Milwaukee 1964· H. BERMAN, Law and Revolution: The Formation of Western Legal Tradition, Cambridge 1983· M. HOWE, The Garden and the Wilderness: Religion and Government in American Constitutional History, N. York 1965· H. BOST (ed.), Genèse et enjeux de la laïcité, Labor et Fides, Genève 1990· M. GAUCHET, Le désenchantement du mondε. Une histoire politique de la religion, Gallimard, Paris 1985· H. HASQUIN (dir.), Histoire de la laïcité, principalement en Belgique et en France, Université de Bruxelles, 2η έκδ. 1981· R. RÉMOND, L’ anticléricalisme en France. De 1815 à nos jours, Complexe, Bruxelles 1985· D. MARTIN, A General Theory of Secularization, Basil Blackwell, Oxford 1978. Συνολικά για τον ευρωπαϊκό χώρο, μια σύντομη ιστορική προσέγγιση παρέχει ο E. J. HOBSBAWM, Η Εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990 (1962), κυρίως σ.282επ. και 302επ.[4] 5. Ο J. CASANOVA, Public Religions in the Modern World, University Press, Chicago 1994, υπογραμμίζει την εμμονή των εκκλησιών στη διεκδίκηση του δημόσιου πεδίου. Για τις ιστορικές αναγωγές της σχέσης της κρατικής με την εκκλησιαστική εξουσία, βλ. Γ. ΓΚΟΤΣΗ, “Εξουσία και πολιτική εκκλησιολογία στη δυτικοευρωπαϊκή μεσαιωνική πολιτειολογική σκέψη”, “Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης” 11 (1998), σ.99-135.[5] 6. Βλ. C. GUSTAFSON/ P. JUVILER (eds.), Religion and Human Rights, Competing Claims? M.E. Sharpe, N. York 1998, σ.12-35· G. GELFAND, “Of Monkey’s and Men – An Atheist’s Heretical View of the Constitutionality of Teaching the Disproof of a Religion in the Public Schools”, “Journal of Law & Education”, 16(1987)3, σ.271-338.[6] 7. Βλ. P. LANGERON, Liberté de concience des agents publics et laïcité, Préface de Ch. Debbasch, Economica, Presses Universitaires d’ Aix-Marseille, 1986, σ.21· M. HECKEL/W. HEUN (eds.), ό.π. (σημ.4), σ.135επ.· G. GÜLDNER, ό.π. (σημ.4), σ.24 επ.· M. GAUCHET, ό.π, σ.181επ.[7] 8. M. HECKEL/W. HEUN (eds.), ό.π. (σημ.4), σ. 204επ.· R. RÉMOND, ό.π. (σημ.4), σ.2.[8] 9. JOHN LOCKE, “A Letter Concerning Toleration”, σε: R. M. HUTCHINS (ed.), Locke, Berkeley, Hume, Great Books of the Western World, τόμ.35, University of Chicago, 1977, σ.1-22.[9] 10. Η συνδρομή του κράτους, υπό την έννοια των νομικών ερεισμάτων για την καταπολέμηση των αιρέσεων κάθε “εχθρού” της επίσημης θρησκείας είναι τεράστια, βλ. ενδεικτικά B. LEVACK, The witch-hunt in early modern Europe, Longman, London-N. York 1987, σ.63-92.[10] 11. E. J. HOBSBAWM, ό.π. (σημ.4), σ.287.[11] 12. JΟHN STUART MILL, “On Liberty”, σε: R. M. HUTCHINS (ed.), American State Papers, Τhe Federalists, J.S.Mill, Great Books of the Western World, τόμ. 43, University of Chicago, 1977, σ.267- 323, Chapter 2, σ.274-293.[12] 13. Αναλυτικά για την έννοια της εκκοσμίκευσης και των θεωριών που έχουν διατυπωθεί βλ. Γ. ΓΚΟΤΣΗΣ, Θρησκεία, Νεωτερικότητα και σύγχρονη πολιτισμική ταυτότητα, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1996· O. TSCHANNEN, Les théories de la sécularisation, Droz, Genève, 1992 και M. GAUCHET, ό.π. (σημ.4). Ο TH. FRANK, “Is Personal Freedom a Western Value?”, “American Journal of International Law” 91(1997)4, σ.593-627, ειδ. σ.622, διακρίνει τρία στάδια για την εξέλιξη της θρησκευτικής ανοχής ως αρχής για την κρατική δράση: “First, the churches were regarded as partners in the exercise of temporal power in the community. -At the second stage, government wrests power from the spiritual authorities, restricting them to jurisdiction over purely theological matters, and even then in a position of subordination. -Finally at the third stage, religion becomes an independent contractor, neither supported nor restrained by the state. Instead, either a constitutional or a de facto separation occurs. -At this point, all religions and beliefs, including secular humanism, agnosticism and atheism, are equally tolerated and none are enhanced or disadvantaged.” Την εξέλιξη των σχέσεων κράτους και εκκλησίας με αφετηρία την καθιέρωση του χριστιανισμού και υπό την οπτική του αντι-σημιτισμού και της αμερικανικής ιστορίας και νομικής θεωρίας -με παράθεση αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Η.Π.Α- αναλύει ο ST. FELDMAN, Please don’t wish me a Merry Christmas: A Critical History of the Separation of Church and State, New York University Press, 1977. Υπό την οπτική της θρησκειολογίας, από την αχανή βιβλιογραφία, βλ. Γ. ΠΑΜΠΟΥΚΗ, Στην τροχιά ενός Θεού. Απόπειρα προσέγγισης των πραγματικών γεγονότων στις μονοθεϊστικές θρησκείες, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1999.[13] 14. Πολλές μελέτες, κυρίως στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης, υιοθετούν τέτοιες ταξινομήσεις· π.χ. ο H. HASQUIN, “L’ État et les Églises dans l’ Europe communautaire, A propos du financement des cultes”, σε: A. DIERKENS (ed.), Pluralisme religieux et laicités dans l’ Union Européenne, Université de Bruxelles, 1994, σ.21-44, ειδ.σ.24-29, διακρίνει δύο βασικούς τύπους, με υποδιαιρέσεις του δεύτερου: κράτη a “religion officielle” και κράτη a régime de “séparation” ou de type “séparatiste”.[14] 15. Εδώ υπάγονται η μισθοδοσία και η συνταξιοδότηση των εκπροσώπων κάθε θρησκείας, καθώς και οι δαπάνες για τη συντήρηση των λατρευτικών χώρων και των λοιπών εκκλησιαστικών κτιρίων, οι φορολογικές ελαφρύνσεις και κάθε οικονομική ή άλλης μορφής ενίσχυση. Ειδικότερα για το ζήτημα της θρησκευτικής εκπαίδευσης βλ. την εξαντλητική μελέτη του Γ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, Θρησκεία και εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα- Κομοτηνή, 3η έκδ. 1998.[15] 16. Στην κατηγορία αυτή προστίθενται σύμφωνα με τον P. CUMPER, “Religious Liberty in the United Kingdom”, σε: J. D. Van Der VYVER / J.WITTE, Jr. (eds.), Religious Human Rights in Global Perspective. Legal Perspectives, Martinus Nijhoff-Kluwer, The Hague κ.ά. 1996, σ.205-241, ειδ. σ.214, υποσ.78, και τα εξής ευρωπαϊκά κράτη εκτός της Ε.Ε.: Ανδόρα, Ισλανδία, Λιχτενστάιν, Μονακό, Νορβηγία, Σαν Μαρίνο. Από την πλευρά της σχέσης που έχει η θέση της εκκλησίας με την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας βάσει της Ε.Σ.Δ.Α., βλ. O. ANDRΥSEK, The position of non-believers in national and international law with special reference to the European Convention on Human Rights, Rijswijk 1989, σ.112-120.[16] 17. Η κατάργηση της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας ως επίσημης εκκλησίας της Σουηδίας επήλθε με νόμο που ισχύει από την 1.1.2000, βλ. TH. FRANK, ό.π. (σημ.13), σ.621. Το νέο φιλανδικό Σύνταγμα ισχύει από 1.3.2000 και ακολουθεί τη σουηδική μεταβολή. Στο νέο Σύνταγμα δεν προβλέπεται χωριστή ενότητα “Religious Communities”, αντίστοιχη με αυτή του καταργηθέντος Συντάγματος, πρβλ. και J. SEPPO/B. TH. JUSSI VARKEMAA, “New liberties and church-state relationships in Finland”, σε: “New Liberties” and church and state relationships in Europe, Milano 1998, σ.367-387· E. CHRISTENSEN, “Is the Lutheran Church still the State Church?: an Analysis of Church- State Relations in Finland”, “Brigham Young University Law Review”, 1995, σ.585-601.[17] 18. Από το 1536 έως το 1849 η Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία ήταν το μόνο επιτρεπόμενο θρήσκευμα. Σύμφωνα με το ισχύον δανικό Σύνταγμα του 1953, άρθρο (section) 4, “The Evangelical Lutheran Church shall be the Established Church of Denmark, and, as such, it shall be supported by the State”. Αναλυτικά για την ερμηνεία της διάταξης βλ. P. GARDE, “Legal Status of Minority Churches and Religious Communities in the Kingdom of Denmark. Liberty without Equality”, σε: The Legal Status of Religious Minorities in the Countries of the European Union, Sakkoulas – Giuffrè, Thessaloniki – Milano 1994, σ. 81-114 (ανάτυπο). Βλ. επίσης J. BAUBÉROT, “Le Danemark : une sécularisation sans laïcisation”, σε: J. BAUBÉROT (dir.), Religions et laïcité dans l’ Europe des Douze, Syros, Paris 1994, σ.41-48, καθώς και J. STENBAEK, “Église et État au Danemark”, σε: “Églises et États dans l’ Europe des Douze”, “Conscience et Liberté” 32 (1986), σ.44επ.[18] 19. ΄Αρθρο (section) 66 του δανικού Συντάγματος του 1953.[19] 20. Τμήμα VII, άρθρα (sections) 66 έως 70 του δανικού Συντάγματος του 1953.[20] 21. ΄Αρθρο (section) 6 του δανικού Συντάγματος του 1953.[21] 22. Όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας ανήκουν υποχρεωτικά στο επίσημο δόγμα.[22] 23. Βλ. P. CUMPER, ό.π. (σημ.16)· R. ΜARX, Religion et société en Angleterre de la Réforme à nos jours, PUF, Paris 1978· D. M. CLARKE, Church and State. Essays in Political Philosophy, Cork University Press, 1984· H. H. LEONARD, “Église et État en Grande Bretagne”, σε: Églises et États dans l’ Europe des Douze, <>ό.π. (σημ.18),σ.79επ. Στη Σκωτία επίσημη εκκλησία είναι η Πρεσβυτεριανή, ενώ στην Ουαλία και στη Βόρεια Ιρλανδία δεν αποτελεί επίσημη εκκλησία η Αγγλικανική.[23] 24. Το 1967 το Κοινοβούλιο κατήργησε την Blasphemy Act του 1698, ωστόσο το 1991 η βλασφημία αναγνωρίστηκε ως αδίκημα από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως βλάσφημο χαρακτηρίζεται κάθε κείμενο που αρνείται την αλήθεια της χριστιανικής θρησκείας. Η προστασία αυτή δεν παρέχεται σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, με συνέπεια τη δημιουργία ανισότητας μεταξύ αυτών και της επίσημης εκκλησίας. Για τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη νομοθεσία περί βλασφημίας βλ. αναλυτικά, P. CUMPER, ό.π. (σημ.16), σ.223-227 και TH. FRANK, ό.π. (σημ.13), σ.609επ.[24] 25. Σύμφωνα με το άρθρο 44.2.2: “The State guarantees not to endow any religion.” Δεν παραλείπει βέβαια ο συντακτικός νομοθέτης να καταγράψει σαφέστατα στο ίδιο άρθρο (44.1) τις υποχρεώσεις του κράτους προς τον Θεό: “The State acknowledges that the homage of public worship is due to Almighty God. It shall hold His Name in reverence, and shall respect and honour religion”.[25] 26. Βλ. K. BOYLE/ H. DOWNING, “Église et État en Irlande”, σε: Églises et États dans l’ Europe des Douze, ό.π. (σημ.18), σ.99επ. και FR. CHAMPION, “L’ Irlande : le catholicisme au coeur de l’ identité nationale”, σε: J. BAUBÉROT (dir.), ό.π. (σημ.18), σ.83-86.[26] 27. Βλ. M. GRABOWSKA, “L’ Église de Pologne à un tournant”, σε: P. MICHEL (dir.), Les Religions à l’ Est, Cerf, Paris 1992, σ.109-127.[27] 28. Πρβλ. και W. SADURSKI, “Rights and Freedoms under the New Polish Constitution: Reflections of a Liberal” σε: M. WYRZYKOWSKI (ed.), Constitutional Essays, Institute of Public Affairs, Warsaw 1999, σ.235-255, ειδ.σ.253επ. Ανάλογα προβλήματα παρατηρούνται και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, βλ. T. FÖLDESI, “The Main Problems of Religious Freedom in Eastern Europe”, σε: J. D. Van der VYVER/ J. WITTE, Jr. (eds.), ό.π. (σημ.16), σ.243-262.[28] 29. Νόμος της 8.1./26.1.1998 και Κονκορδάτο μεταξύ Πολωνίας και Αγίας Έδρας, της 28.7.1993, που υπογράφηκε στο Βατικανό στις 25.3.1995 και ετέθη σε ισχύ στις 25.4.1998, βλ. “Recht in Ost und West” 42 (1998) 6, σ.225-226.[29] 30. See J. JULG, ό.π. (σημ.4)· περιεκτικό ορισμό της έννοιας του κονκορδάτου δίνει ο O. ANDRΥSEK, ό.π. (σημ.16), σ.119επ.[30] 31. ΄Αρθρο 137.1 του Συντάγματος της Βαϊμάρης· βάση του συστήματος είναι το άρθρο 140 του Θεμελιώδους Νόμου, που ενσωματώνει τις διατάξεις των άρθρων 136, 137, 138, 139 και 141 του Συντάγματος της Βαϊμάρης του 1919. Γενικότερα για το καθεστώς των σχέσεων βλ. ενδεικτικά M. HECKEL/ W. HEUN (eds.), ό.π. (σημ.4)· A. Fr. von CAMPENHAUSEN, Staatskirchenrecht, München, 2η έκδ. 1983· M. HECKEL, “The Impact of Religious Rules on Public Life in Germany”, σε: J. D. van der VYVER/J. WITTE, Jr. (eds.), ό.π. (σημ.16), σ.191-204. Επίσης FR. MESSNER, “Liberté religieuse, neutralité et coordination entre les États et les Églises: l’ exemple de la RFA” Le Supplément, 175 (1990), σ.95-117· J.-M. OUÉDRAOGO, “Églises et États en Allemagne: la difficile laïcisation d’ une société sécularisée”, σε: J. BAUBÉROT (dir.), ό.π. (σημ.18), σ.15-26.[31] 32. Οι θρησκευτικές κοινότητες που είχαν την ιδιότητα του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου όταν ψηφίστηκε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης (1919) την διατηρούν. Η ρύθμιση αυτή αφορούσε την Καθολική και την Προτεσταντική εκκλησία, αλλά ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου θεωρούνται και όσες θρησκευτικές κοινότητες πληρούν τις προϋποθέσεις της σχετικής διάταξης (άρθρο 137.5), όταν, δηλαδή, βάσει του οργανισμού και του αριθμού των μελών τους παρέχουν εγγυήσεις διάρκειας.[32] 33. ΄Αρθρο του Βασικού Νόμου του 1867· βλ. και J. JULG, ό.π. (σημ.4), σ.113επ., 207επ., 236επ.[33] 34. Βλ. F. FINOCCHIARO, “Église et État en Italie”, σε: Églises et États dans l’ Europe des Douze<>, ό.π. (σημ.18), σ.104επ. Η συμφωνία αυτή συμπληρώθηκε τον Νοέμβριο 1984 με ένα πρωτόκολλο για τη ρύθμιση του νομικού καθεστώτος της εκκλησιαστικής περιουσίας και των οικονομικών υποχρεώσεων του ιταλικού κράτους προς την Καθολική Εκκλησία, που κατέστη νόμος του ιταλικού κράτους τον Μάιο 1985, Νόμος 121/ 25.3.1985, βλ. J. JULG, ό.π. (σημ.4), σ.260 και 267επ.[34] 35. Για τις εξελίξεις της δεκαετίας του 1990 στην Ιταλία, βλ. FR. CHAMPION, “L’ Italie: le catholicisme, patrimoine national”, σε: J. BAUBÉROT (dir.), ό.π. (σημ.19), σ.87-93.[35] 36. Για τις ιστορικές συνθήκες και για το περιεχόμενο της συμφωνίας της 28.7.1976 με το ισπανικό κράτος βλ. J. JULG, ό.π. (σημ.4), σ.255επ., 265επ. Για την πορεία προς την κατάργηση της επίσημης εκκλησίας στην Ισπανία βλ. J. CASANOVA, ό.π. (σημ.5), σ.75-91. Για τις σχέσεις του ισπανικού κράτους με την Καθολική Εκκλησία και τα λοιπά θρησκεύματα πριν τη μεταρρύθμιση του 1992, βλ. D. BASTERRA, “Église et État en Espagne”, σε: Églises et États dans l’ Europe des Douze,<> ό.π. (σημ.18), σ.56επ. και Ν. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΑΚΚΑ, “Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους. Η περίπτωση της Ισπανίας”, “Δίκαιο και Πολιτική” 15(χ.χ.), σ.143-165.[36] 37. Βλ. A. PAULY, “Église et État dans le Grand-Duché de Luxembourg”, σε: Eglises et Etats dans l’ Europe des Douze, ό.π. (σημ.18), σ.114επ.· Ο ΙΔΙΟΣ, Les Cultes au Luxembourg. Un modèle concordataire, Forum, Luxembourg 1989· FR. MESSNER, “Les évolutions du statut des cultes au Luxembourg”, σε: J. BAUBÉROT (dir.), ό.π. (σημ.18), σ.95-103.[37] 38. Μία σύντομη παρουσίαση της γαλλικής θρησκευτικής ιστορίας παρουσιάζει ο X. de MONTCLOS, Histoire religieuse de la France, PUF, Paris 1988.[38] 39. Ήδη από το 1901 δίδεται το δικαίωμα στις ενώσεις με θρησκευτικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο να οργανώνονται σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες, βλ. A. BOYER, Le droit des religions en France, PUF, Paris 1993, σ.85επ. Εξαιρετικά σημαντικοί για τη διαμόρφωση των αρχών του λαϊκού κράτους είναι οι νόμοι του 1904 για την απάλειψη του θρησκευτικού χαρακτήρα των κηδειών και του 1905 για τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας, βλ. J. BAUBÉROT, “La France, “République laïque””, σε: J. BAUBÉROT (dir.), ό.π. (σημ.18), σ.57-68· P. LANGERON, ό.π. (σημ.7), σ.83επ.· J. BOUSSINESQ, La Laïcité française, Μémento Juridique, Cahiers de la Ligue, Paris 1993· A. BOYER, Le droit des religions en France, PUF, Paris, 1993, σ.141επ.· R. DEBRAY, “La laïcité, une exception française”, σε: H. BOST (ed.), ό.π. (σημ.4)· J. ROBERT, “Église et État en France”, σε: Églises et États dans l’ Europe des Douze,<> ό.π. (σημ.18), σ.65. Το καθεστώς του αυστηρού χωρισμού εκτείνεται σε όλη τη Γαλλία με εξαίρεση τρεις περιοχές της Ανατολικής Γαλλίας [Haut-Rhin, Bas Rhin, Moselle].[39] 40. Bλ. Κ. ΜΑΥΡΙΑ / Α. ΠΑΝΤΕΛΗ, Συνταγματικά Κείμενα, Ελληνικά και Ξένα, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 3η έκδ. 1996, σ. 566.[40] 41. Βλ. σχετικά E. VANDERMEERSCH, “Le Portugal: le poids d’ un passé clérical”, σε: J. BAUBÉROT (dir.), ό.π. (σημ.18), σ.117-121, και J. MIRANDA, “Église et État au Portugal” σε: Églises et États dans l’ Europe des Douze,<> ό.π. (σημ.18), σ.132επ. Ιδιαίτερο ρόλο για τη σημερινή ρύθμιση έπαιξε η ευνοϊκή μεταχείριση που επιφύλαξε η δικτατορία Σαλαζάρ στην Καθολική Εκκλησία, την οποία αναγόρευσε σε επίσημη με την τροποποίηση των άρθρων 45 και 46 του Συντάγματος του 1951.[41] 42. ΄Αρθρα 19 και 20 του ολλανδικού Συντάγματος του 1798. Συνοπτικά για τη συνταγματική ιστορία της χώρας βλ. R. P. BUSTAMANTE, Les États de l’ Union Européenne, L’ Europe des Quinze, Université de Paris XII, Faculté du Droit, χ.χ., σ.25-41.[42] 43. ΄Αρθρο 6.1 του ολλανδικού Συντάγματος του 1983.[43] 44. Σύμφωνα με τον J.-P. MARTIN, “Courants religieux et humanisme aux Pays-Bas”, σε: J. BAUBÉROT (dir.), ό.π. (σημ.18), σ.105-116, η Ολλανδία εντάσσεται στα κράτη με σύστημα σχετικού χωρισμού κράτους και εκκλησίας, παρότι αποδέχεται ότι ομοιάζει προς το γαλλικό μοντέλο.[44] 45. Αναλυτικά σε H. HASQUIN (dir.), ό.π.(σημ.4)· J. TYSSENS, “L’ organisation de la laïcité en Belgique”, σε: A. DIERKENS (ed.), ό.π. (σημ.14), σ.55-69· J.-P. MARTIN, “Laïcité française, laïcité belge : regards croisés”, σε: A. DIERKENS (ed.), ό.π. (σημ.14), σ.71-83.[45] 46. Βλ. άρθρα 19, 20 και 21 του βελγικού Συντάγματος.[46] 47. Ο όρος “επικρατούσα θρησκεία” είναι λιγότερο δεσμευτικός, π.χ. εν σχέσει προς τον όρο “State Church”, στο μέτρο που ο πρώτος ερμηνεύεται ως οιονεί διαπιστωτική διάταξη.[47] 48. Η ένταξη στην πρώτη κατηγορία, των κρατών με επίσημη θρησκεία, δεν έχει κατ’ αρχήν την έννοια ότι η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται λιγότερο στα κράτη της πρώτης ή της δεύτερης, σε σχέση με τα κράτη π.χ. της τέταρτης κατηγορίας. Τον βαθμό διασύνδεσης μεταξύ των δύο εξετάζει ο W. C. DURHAM Jr., “Perspectives on Religious Liberty: A Comparative Framework”, σε: J. D. Van Der VYVER / J. WITTE, Jr. (eds.), ό.π. (σημ.16), σ.1-44, ειδ.σ.15επ., θέτοντας ως αναγκαίους όρους για τη θρησκευτική ελευθερία: “1.Minimal pluralism, 2.Economic stability, 3.Political legitimacy, 4.Religious respect for rights of those with differing beliefs”, στο ίδιο, σ.13επ.· βλ. επίσης W. SADURSKI, Moral Pluralism and Legal Neutrality, Dordrecht, Boston 1990, σ.167. Σημειολογικά, ευρωπαϊκή πρωτοτυπία συνιστά και η ύπαρξη ενιαίου Υπουργείου αρμόδιου για Παιδεία (“Εθνική Παιδεία”) και Θρησκεύματα.[48] 49. ΄Αρθρο (section) 8 του δανικού Συντάγματος.[49] 50. ΄Αρθρο 12 παρ.8 του ιρλανδικού Συντάγματος. Αλλά και στο άρθρο 6 ορίζεται ότι “all powers of government, legislative, executive and judicial, derive, under God, from the people, …”.[50] 51. ΄Αρθρο 56 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης.[51] 52. ΄Αρθρα 130 και 151 του πολωνικού Συντάγματος του 1997.[52] 53. Σύμφωνα με τα άρθρα 91 και 93 του ιταλικού Συντάγματος, αντιστοίχως.[53] 54. ΄Αρθρο 61 του ισπανικού Συντάγματος.[54] 55. ΄Αρθρο 130 του πορτογαλικού Συντάγματος.[55] 56. ΄Αρθρο 91 του βελγικού Συντάγματος. Σύμφωνα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Βελγίου όρκος που θα περιελάμβανε αναφορά στον Θεό θα ήταν άκυρος, βλ. O. ANDRΥSEK, ό.π. (σημ.16), σ.166.[56] 57. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ.2 και 8 παρ.2 του Συντάγματος του Λουξεμβούργου.[57] 58. Παρά την πρόταση του Ειδικού Εισηγητή του ΠΑ.ΣΟ.Κ., Φ. ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Πρακτικά, ό.π. (σημ.3), σ.101 και σ.481, για γενικότερη “αποδέσμευση του όρκου από το θρησκευτικό του χαρακτήρα” και του Εισηγητή της Πλειοψηφίας, ΕΥ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ για την “κατάργηση του θρησκευτικού χαρακτήρα του όρκου”, Πρακτικά, ό.π. (σημ.3), σ.140, καθώς και τη συμφωνία του Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ, Πρακτικά, ό.π. (σημ.3), σ.113, κάτι τέτοιο δεν έγινε τελικώς δεκτό από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ΕΥ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ, Πρακτικά, ό.π. (σημ.3), σ.720: “Επειδή διατυπώθηκε κάποια άποψη ότι ξέρετε να τον καταργήσουμε ή να μην τον καταργήσουμε εγώ είπα, ότι δεν καταργείται ο θρησκευτικός όρκος”. Ειδικά για τα άρθρα 33 παρ.2 και 59 παρ.1 και 2, αυτά δεν περιελήφθησαν στην εισήγηση της Επιτροπής προς την Ολομέλεια της Βουλής, πρβλ. Πρακτικά, ό.π. (σημ.3), σ.523 και 525, και την πρόταση του Ν. ΣΗΦΟΥΝΑΚΗ, Πρακτικά, ό.π. (σημ.3), σ.190, για “τον τρόπο απεμπλοκής και ανάμειξης της Εκκλησίας στη διαδικασία εγκατάστασης διαφόρων πολιτικών εξουσιών, Προέδρου της Κυβέρνησης, της Κυβέρνησης ολόκληρης, της Βουλής” και του ΑΧ. ΚΑΝΤΑΡΤΖΗ, Πρακτικά, ό.π. (σημ.3), σ.742. Τις αντίστοιχες των άρθρων 33 και 59 του Σ.1975/86 πλήρεις διατάξεις των παλαιότερων ελληνικών Συνταγμάτων παραθέτει η Ν. ΚΑΛΤΣΟΓΙΑ – ΤΟΥΡΝΑΒΙΤΗ, Το Σύνταγμα του 1975/1986. Αντιστοιχίες – Συγγένειες – Αποκλίσεις από το Σύνταγμα του 1822 μέχρι το Σύνταγμα του 1975, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σ. 130επ., σ.221επ.[58] 59. Για την κανονιστική και συμβολική σημασία των προοιμίων αλλά και για την ειδική “γλώσσα” που τα χαρακτηρίζει, βλ. P. HÄBERLE, “Präambeln im Text und Kontext von Verfassungen”, σε: J. LISTL/H. SCHAMBECK (Hrsg.), Demokratie in Anfechtung und Bewährung, Festschrift für J. Broermann, Duncker & Humblot, Berlin 1982, σ.211- 249.[59] 60. Σχετικό είναι το άρθρο (section) 68 του δανικού Συντάγματος και ο νόμος 352/1991· βλ. και H. HASQUIN, “L’ État et les Églises dans l’ Europe communautaire, à propos du financement des cultes” σε: A. DIERKENS (ed.), ό.π. (σημ.14), σ.21-44, Annexe, σ.42-44.[60] 61. Βλ. D. McCLEAN, “State financial support for the Church: the United Kingdom”, σε: Church and State in Europe, State Financial Support, Religion and the School, Ρroceedings of the meeting Milan-Parma, October 20-21, 1989, Dott. A. Giuffre Editore, S.p.A. Milan 1992, σ.77-84, ειδ. σ.77.[61] 62. Η παροχή αυτών των φορολογικών και άλλων οικονομικών προνομίων μόνο σε θρησκευτικές οργανώσεις έχει δημιουργήσει έντονη αντίδραση, στο μέτρο που θρησκευτικές οργανώσεις με ελάχιστη απήχηση έχουν ευνοϊκή μεταχείριση, την οποία αντιστοίχως στερούνται ανθρωπιστικές και άλλες μη θρησκευτικές οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία, πρβλ. σχετικά P. CUMPER, ό.π. (σημ.16), σ.223.[62] 63. Σύμφωνα με το ισχύον και σήμερα άρθρο 137.6 του Συντάγματος της Βαϊμάρης του 1919· βλ. K. VOGEL, “Der Finanz- und Steuerstaat”, σε: J. ISENSEE/P. KIRCHHOF (Hrsg.) Handbuch des Staatsrechts, Band I, C.F. Müller, Heidelberg 1987, σ.1151- 1186· A. HOLLERBACH, “Finances and assets of the churches, Survey on the legal situation in the Federal Republic of Germany”, σε: Church and State in Europe, State Financial Support, Religion and the school, ό.π. (σημ.61), σ.57-76 και τη βιβλιογραφία στην οποία παραπέμπει, σ.76.[63] 64. Σύμφωνα με τον J.-M. OUÉDRAOGO, ό.π. (σημ.31), σ.15-26.[64] 65. Η Ένωση Ισραηλιτικών Κοινοτήτων και οι Βαπτιστές επέλεξαν να μείνουν εκτός του συστήματος αυτού, θεωρώντας ότι πλήττει την αυτονομία τους. Για την κρατική οικονομική ενίσχυση των εκκλησιών βλ. P. MONETA, “Le financement public des Églises en Italie”, σε: Church and State in Europe, State Financial Support, Religion and the school, ό.π. (σημ.61), σ.41-56.[65] 66. Βλ. I. M. SANCHEZ, “The financing of religious confessions in Spanish Law”, σε: Church and State in Europe, State Financial Support, Religion and the school, ό.π. (σημ.61), σ.19-40. [66] 67. ΄Αρθρο 106 του Συντάγματος του Λουξεμβούργου.