“Όλα αυτά συνοψίζονται σε ένα απλό και δραματικό ερώτημα. Η ωφελιμιστική ελπίδα, φορέας της οποίας είναι εδώ και αιώνες η Δύση, ήταν η ελπίδα της υπέρβασης της σύγκρουσης ανάμεσα στους ανθρώπους με την αύξηση της υλικής ευημερίας. Μια τέτοια ανάπτυξη δίχως όρια γίνεται ήδη όλο και περισσότερο προβληματική. Τώρα που δεν υπάρχει απεριόριστη ανάπτυξη, θα κατορθώσουμε να βρούμε τα μέσα να συμβιώνουμε δημοκρατικά και με αξιοπρέπεια, χωρίς να αλληλοσφαζόμαστε;”
Ο Αλέν Καγέ είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ και έχει δημιουργήσει το «Αντιωφελιμιστικό Κίνημα στις Κοινωνικές Επιστήμες» (Mauss), εμπνεόμενος από τις ιδέες του Γάλλου ανθρωπολόγου Μαρσέλ Μος (1872-1950).
Ο Καγέ αμφισβητεί την κυρίαρχη οικονομική σκέψη, σύμφωνα με την οποία τα άτομα υποκινούνται μόνον από το εγωιστικό τους συμφέρον. Σε αυτόν τον «ωφελιμισμό» αυτός αντιπαραθέτει ένα άλλο θεμελιώδες κίνητρο της ανθρώπινης δράσης, το πνεύμα της γενναιοδωρίας και της αλληλεγγύης. Το ακόλουθο κείμενο του Αλέν Καγέ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Liberation».
“Το 1797, ο Τόμας Πέιν, ο κύριος υπερασπιστής και θεωρητικός των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφιερώνει στο Διευθυντήριο ένα λίβελο του οποίου η επιχειρηματολογία παραμένει πιο επίκαιρη από κάθε άλλη φορά. Αναρωτώμενος αν «η κατάσταση της κοινωνίας αύξησε ή μείωσε την ευτυχία του ανθρώπινου γένους γενικά», συμπεραίνει ότι το πρωταρχικό πολιτικό ζήτημα είναι να μάθουμε πώς να καταστήσουμε τον πολιτισμό προτιμότερο από τη φυσική κατάσταση στα μάτια της μεγάλης πλειονότητας των ανθρώπινων υπάρξεων. Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι αυτό θα είναι το πρωταρχικό ζήτημα και του 21ου αιώνα: πώς θα αποφύγουμε το ενδεχόμενο ένα μέρος της ανθρωπότητας, το οποίο γίνεται τόσο περισσότερο φτωχό όσο το άλλο μέρος γίνεται όλο και περισσότερο πλούσιο, να προτιμήσει τη «φυσική κατάσταση» -δηλαδή τον πόλεμο όλων εναντίον όλων- από την κοινωνική κατάσταση;
Πέρα από τις πολλαπλές επιμέρους απαντήσεις που μπορούν να δοθούν σε αυτήν την πρόκληση, σημασία έχει να προσεγγίσουμε το πρόβλημα έτσι όπως τίθεται στην πιο γενική του μορφή. Αυτό έγκειται στο γεγονός ότι τα θεμέλια της κληρονομημένης αντίληψής μας για τη δημοκρατία αποκαλύπτονται όλο και πιο ακατάλληλα για την κατάσταση του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Αυτά τα ωφελιμιστικά θεμέλια οργανώνονται με αφετηρία το ερώτημα: «Σε τι μου χρησιμεύει αυτό;». Επομένως, η δημοκρατία αντιμετωπίζεται ως ο καρπός μιας ελεύθερης ένωσης ατόμων που αδιαφορούν το ένα για το άλλο, καθώς προσπαθούν όλα τους να μεγιστοποιήσουν το ατομικό τους πλεονέκτημα. Ο σκοπός της είναι η αναζήτηση της πιο μεγάλης ευτυχίας για τον πιο μεγάλο αριθμό ανθρώπων και το μέσο είναι η οικονομική ανάπτυξη.
Τρεις κατηγορίες προβλημάτων
Αυτή η ωφελιμιστική ερμηνεία της δημοκρατίας θέτει τρεις κατηγορίες προβλημάτων:
1) Στο μέτρο που το δημοκρατικό ιδεώδες παγκοσμιοποιείται, καθιστά όλο και πιο ανυπόφορη την ανισότητα και την ασυμμετρία ανάμεσα στους παλιούς δυτικούς κυρίαρχους -που είναι συχνά οι παλιοί αποικιοκράτες- και τις άλλες χώρες, έθνη, κουλτούρες, πολιτισμούς. Χωρίς μιαν αναγνώριση της ίσης αξιοπρέπειας όλων των λαών και όλων των πολιτισμών -που είναι πιο εύκολο να το λέμε παρά να το πραγματοποιήσουμε- δεν θα αποφύγουμε τον πόλεμο όλων εναντίον όλων.
2) Η αποδοχή της δημοκρατίας της αγοράς εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από μια πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη, η οποία προσέφερε σε όλους την προοπτική μιας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Ωστόσο, στη Δύση η δυναμική αυτής της ισχυρής ανάπτυξης έχει ανακοπεί. Το ζητούμενο είναι να μάθουμε αν το δημοκρατικό ρυθμιστικό ιδεώδες θα μπορέσει να παραμείνει ζωντανό όταν υπάρχει αναιμική ή σχεδόν μηδενική ανάπτυξη.
3) Τέλος, όλος ο κόσμος βλέπει ότι εκεί όπου η δυναμική της ανάπτυξης παραμένει ακόμα ισχυρή (στις περιπτώσεις της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας, της Κίνας και των αναδυόμενων χωρών), τίποτα δεν εγγυάται ότι αυτή θα είναι παράγοντας ουσιαστικού και σταθερού εκδημοκρατισμού. Και προπάντων, όλα μάς οδηγούν να πιστέψουμε ότι αυτή η ανάπτυξη δεν θα είναι δυνατή παρά μόνο για ένα σχετικά σύντομο διάστημα, με τίμημα μια δραματική και μη αντιστρέψιμη υποβάθμιση του οικοσυστήματος. Οπως είναι γνωστό, θα χρειάζονταν πολλοί πλανήτες σαν τη Γη για να γίνει δυνατή η οικουμενική διάδοση του δυτικού τρόπου ζωής.
Μη ωφελιμιστική δημοκρατία
Ολα αυτά συνοψίζονται σε ένα απλό και δραματικό ερώτημα. Η ωφελιμιστική ελπίδα, φορέας της οποίας είναι εδώ και αιώνες η Δύση, ήταν η ελπίδα της υπέρβασης της σύγκρουσης ανάμεσα στους ανθρώπους με την αύξηση της υλικής ευημερίας. Μια τέτοια ανάπτυξη δίχως όρια γίνεται ήδη όλο και περισσότερο προβληματική. Τώρα που δεν υπάρχει απεριόριστη ανάπτυξη, θα κατορθώσουμε να βρούμε τα μέσα να συμβιώνουμε δημοκρατικά και με αξιοπρέπεια, χωρίς να αλληλοσφαζόμαστε;
Τι θα μπορούσε λοιπόν να σημαίνει το σχέδιο να βρούμε στη δημοκρατία μη ωφελιμιστικά ή αντιωφελιμιστικά θεμέλια; Στο «Δοκίμιο για το δώρο» (1924), ο Μαρσέλ Μος αποδεικνύει ότι οι αρχαϊκές κοινωνίες δεν βασίζονταν διόλου στην αγορά ή την ανταλλαγή, την αγοραπωλησία ή το συμβόλαιο, αλλά σε εκείνο που αυτός αποκαλεί τριπλή υποχρέωση του δώρου, της αποδοχής και της ανταπόδοσης. Με άλλα λόγια, στην υποχρέωση του συναγωνισμού σε γενναιοδωρία προκειμένου να αναγνωριστούν τα υποκείμενα ως πλήρως ανθρώπινες υπάρξεις. Αν το δώρο έχει αυτήν την ειρηνευτική δύναμη, την έχει επειδή συμβολίζει την αναγνώριση που οι συγκρουόμενοι άνθρωποι δίνουν στην αμοιβαία ανθρώπινη αξία τους.
Αυτό είναι που πρέπει να μάθει να κάνει μια πολιτική ιδεολογία νέου τύπου, που μπορούμε να την ονομάσουμε «συμβιωτισμό» (convivialisme). Φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός ή κομμουνισμός υπήρξαν εκδοχές μιας ωφελιμιστικής πολιτικής φιλοσοφίας που θεωρούσε την απεριόριστη ανάπτυξη της υλικής ευημερίας ως την κατεξοχήν απάντηση στη δημοκρατική προσδοκία. Ο συμβιωτισμός θέτει το ζήτημα να μάθουμε πώς να «συμβιώνουμε καλά» και πώς να ζωογονήσουμε τη δημοκρατία, ακόμα και αν δεν υπάρχει πλέον διαρκής οικονομική ανάπτυξη. Αναμετριέται επομένως άμεσα με το κομβικό ζήτημα του καιρού μας, που είναι εκείνο των μέσων της πάλης εναντίον της υπερβολής, της «ύβρεως»: πώς η ανθρωπότητα μπορεί να μάθει να αυτοπεριορίζεται; Η βασική αρχή του συμβιωτισμού και της πάλης εναντίον της έλλειψης ορίων έγκειται στην επιβεβαίωση της «κοινής ανθρωπιάς» και της «κοινής κοινωνικότητας» όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Η αρχή της κοινής ανθρωπιάς έχει δυο αναγκαίες συνέπειες: να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο να πέσουν ορισμένοι σε μια κατάσταση υποβάθμισης της ανθρωπιάς τους, σε μια κατάσταση υπανθρώπων, και το να μεταπηδήσουν άλλοι σε μια κατάσταση υπερανθρώπων. Συγκεκριμένα, η πρώτη συνέπεια συγκλίνει με την πρόταση που ανέπτυξε ο Τόμας Πέιν στο λίβελό του. Το μόνο μέσο, έγραφε, για να προσηλυτίσουμε την πελώρια πλειονότητα των ανθρώπων στη βεβαιότητα ότι ο πολιτισμός είναι προτιμότερος από τη φυσική κατάσταση είναι να τους προσφέρουμε χωρίς προϋποθέσεις ένα ελάχιστο εισόδημα που θα τους επιτρέψει να αποφύγουν την εξαθλίωση.
Απεριόριστος πλούτος για κανέναν
Στη συμβιωτική κοινωνία που πρέπει να οικοδομήσουμε, η πρωταρχική πηγή της νομιμοποίησης των κρατών και των κυβερνήσεων θα έγκειται στην ικανότητά τους να εξασφαλίζουν πραγματικά στους πολίτες τις βασικές υλικές προϋποθέσεις της ύπαρξής τους, ανάλογα με τη γενική κατάσταση της χώρας ή της περιοχής, όποια και αν είναι η φυλή τους, η θρησκεία τους ή οι πεποιθήσεις τους. Συμμετρικά, το πρώτο μέτρο που πρέπει να πάρουμε για να παλέψουμε ενάντια στο πνεύμα της υπερβολής, που επικράτησε στον κόσμο τα τελευταία τριάντα χρόνια, είναι να θεσμοθετήσουμε το ότι καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν νομιμοποιείται να απολαμβάνει δυνητικά απεριόριστο πλούτο.
Στη συμβιωτική κοινωνία που πρέπει να οικοδομήσουμε, η πρωταρχική πηγή της νομιμοποίησης των κρατών και των κυβερνήσεων θα έγκειται στην ικανότητά τους να εξασφαλίζουν πραγματικά στους πολίτες τις βασικές υλικές προϋποθέσεις της ύπαρξής τους, ανάλογα με τη γενική κατάσταση της χώρας ή της περιοχής, όποια και αν είναι η φυλή τους, η θρησκεία τους ή οι πεποιθήσεις τους. Συμμετρικά, το πρώτο μέτρο που πρέπει να πάρουμε για να παλέψουμε ενάντια στο πνεύμα της υπερβολής, που επικράτησε στον κόσμο τα τελευταία τριάντα χρόνια, είναι να θεσμοθετήσουμε το ότι καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν νομιμοποιείται να απολαμβάνει δυνητικά απεριόριστο πλούτο.
Στη δημοκρατική συζήτηση ανήκει το καθήκον να καθορίσει ποια είναι η επιθυμητή και παραδεκτή απόκλιση πλούτου και εισοδημάτων. Μόνον η επιβεβαίωση της απροϋπόθετης αρχής της κοινής ανθρωπιάς και η συνδυασμένη θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου και ενός μέγιστου εισοδήματος μπορούν να μας δώσουν αληθινές ευκαιρίες για να αποτρέψουμε τη διπλή καταστροφή που μας απειλεί βραχυπρόθεσμα: εκείνη μιας δραματικής και μη αντιστρεπτής υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και εκείνη της έκρηξης του πολέμου όλων εναντίον όλων.