Κουρασμένος «με τις ίδιες απορίες των απαγορευτών που όλα αυτά τα χρόνια έχουν μείνει στάσιμοι», αλλά και χαρούμενος «για την επικράτηση των επιστημονικών απόψεων απέναντι στις δαιμονοληπτικές».
Σήμερα δεν ζει, αλλά πρόλαβε να δει τα πράγματα να εξελίσσονται στην κατεύθυνση που και ο ίδιος με το αντιαπαγορευτικό κίνημα είχε χαράξει για τον περιορισμό της διάδοσης των ναρκωτικών: «Δηλαδή άμεσα την πλήρη νομιμοποίηση των μαλακών ναρκωτικών και σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα να εφαρμοστεί μια πολιτική περιορισμού των κινδύνων, με στόχο να αλλάξουν οι συμπεριφορές των χρηστών, ώστε, εφόσον τα χρησιμοποιούν, να τα χρησιμοποιούν με έναν τρόπο που να μη βλάπτει την υγεία τους».
Σήμερα, εννιά ευρωπαϊκές χώρες έχουν αποποινικοποιήσει τη χρήση κάνναβης και επιπλέον έξι από αυτές χορηγούν ηρωίνη στους τοξικοεξαρτημένους.
Οσο για τις ελληνικές εμμονές; Ανατριχιαστική η ολιγωρία παρά τις αξιόλογες αντιαπαγορευτικές προσπάθειες. Πρόσφατη η ίδρυση του Ελευθεριακού Συνδέσμου Απεξάρτησης (ΕΛΕΥΣΥΝΑ) που ζητεί «νόμιμο έλεγχο νόμιμων ουσιών», σε εκδήλωση του οποίου συναντήσαμε εκπροσώπους του ευρωπαϊκού δικτύου για την αντιαπαγόρευση, με τους οποίους συνομιλήσαμε για την ευρωπαϊκή τάση στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της διάδοσης των ναρκωτικών, πολιτική η οποία βρίσκεται στον αντίποδα αυτής που επιτάσσουν οι ΗΠΑ.
* Είναι πιθανό η Ελλάδα να ακολουθήσει την ευρωπαϊκή κατεύθυνση σε ό,τι αφορά τη χρήση κάνναβης και το διαχωρισμό ουσιών;
* Σε τι οφείλεται η καθυστέρηση, και μάλιστα σε μια παραδοσιακά παραγωγό χώρα;
* «Στην εμμονή σ’ ένα πολιτικό στερεότυπο που αρνείται να δει την πραγματικότητα. Στην υποκρισία και στην πολιτική σκοπιμότητα, που περιφρονεί τις αναγκαίες επιλογές για να μη συγκρουστεί με προκαταλήψεις. Εξ αντικειμένου αυτή η στάση διευκολύνει τα συμφέροντα των εμπόρων των ναρκωτικών ουσιών. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κόστος, το οποίο αφορά την ίδια την κοινωνία», μας απαντά απερίφραστα.
Οσο για το κόστος; Επίσημα τα στοιχεία:
* 2.479 θάνατοι από ναρκωτικά τη δεκαετία 1995-2004 ή, όπως αναφέρεται και στο κυβερνητικό πρόγραμμα της Ν.Δ., «τριάντα (30) φορές περισσότεροι ήταν οι θάνατοι -κυρίως νέων ανθρώπων- από ναρκωτικά στη χώρα μας το 2003 σε σχέση με το 1985. Η Ελλάδα εμφανίζεται ως η πρώτη χώρα στο μαύρο πίνακα της Ε.Ε. στους θανάτους από τη χρήση ναρκωτικών».
* Οι χρήστες αυξάνονται. Το 10% των μαθητών ηλικίας 14-17 ετών έχουν κάνει χρήση παράνομης ουσίας, ενώ η ηλικία έναρξης της χρήσης συνεχώς μειώνεται. Στη δεκαπενταετία από το 1984 μέχρι το 1999 υπερτριπλασιάστηκε ο αριθμός όσων δοκίμασαν παράνομες ουσίες ξεπερνώντας το 12% του γενικού πληθυσμού, σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ενημέρωσης για την Τοξικομανία (ΕΚΤΕΠΝ). Μόνο πέρσι ο Οργανισμός Καταπολέμησης των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) προσέφερε τις υπηρεσίες του σε 107.400 άτομα (!), ενώ η τηλεφωνική γραμμή του 18ΑΝΩ δέχθηκε περισσότερες από 50.000 κλήσεις.
* Τα αιτήματα για θεραπεία μένουν ανικανοποίητα έως και τρία χρόνια, καθώς πάνω από τρεις χιλιάδες τοξικοεξαρτημένοι «εκκρεμούν» σε λίστα αναμονής.
* 3.500 άνθρωποι συνωστίζονται στη φυλακή για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά συγκροτώντας το 40% του πληθυσμού των φυλακισμένων. Υπολογίζεται ότι από τις φυλακές κατάσχονται κάθε τριετία 3,5 έως 5 κιλά ναρκωτικών.
Μία μόνο ματιά στην ειδησεογραφία των τελευταίων μηνών καταδεικνύει με τον πιο τραγικό τρόπο τον ανθρωποβόρο παραλογισμό ενός ακήρυχτου πολέμου: Τον Ιούνιο καίγεται ζωντανός στο κελί του 35χρονος που είχε συλληφθεί για δέκα γραμμάρια χασίς. Τον ίδιο μήνα ξεριζώνονται φυτείες εκατοντάδων δενδρυλλίων σε Ρέθυμνο-Ηράκλειο και Ηλεία. Τον περασμένο Απρίλιο έγιναν γνωστοί τρεις θάνατοι κρατουμένων από υπερβολική δόση ναρκωτικών μέσα στη φυλακή.
* Μα, καλά, οδηγούνται ακόμη στη φυλακή χρήστες κάνναβης;
* «Δυστυχώς, τίποτα δεν έχει αλλάξει», μας εξηγεί η δικηγόρος Λίνα Καρανασοπούλου, μέλος της Ριζοσπαστικής Αντιαπαγορευτικής Κίνησης (ΡΑΚ): «Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει ποινές φυλάκισης για τους χρήστες ινδικής κάνναβης, ορίζοντας με το άρθρο 5 Ν. 3189/03 ότι “όποιος για δική του αποκλειστικά χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε ποσότητα που αποδεδειγμένα εξυπηρετεί αποκλειστικά τις δικές του ανάγκες ή κάνει χρήση τους ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για δική του αποκλειστικά χρήση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους”.
Παρ’ όλο που η λέξη “αποκλειστική” επαναλαμβάνεται τρεις φορές σε τέσσερις αράδες, εντούτοις ο νομοθέτης αρνείται πεισματικά να ορίσει τη μικροποσότητα της ουσίας που δικαιούται κάθε χρήστης για να τύχει δίκαιας ποινικής μεταχείρισης, και αφήνει το έργο της αποτίμησής της στις αστυνομικές αρχές.
Παρ’ όλο που η ινδική κάνναβη περιλαμβάνεται στον πίνακα των απαγορευμένων ουσιών του Ν. 1729/87 (άρθρο 4 παρ. 1) και θεωρείται “ουσία που δρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί εξάρτηση του ατόμου από αυτή…”, εντούτοις οι πραγματογνώμονες αρνούνται να διαγνώσουν εξάρτηση από κάνναβη και οι δικαστές συμπορεύονται με αυτή τη γραμμή αδικώντας κατάφωρα τους χρήστες κάνναβης από τους χρήστες ηρωίνης.
Η αντεγκληματική πολιτική στη χώρα μας στο πεδίο των «ναρκωτικών» είναι τριτοκοσμική και όχι ευρωπαϊκή. Είναι μια πολιτική που προωθεί τη διάδοση με πρόσχημα την προστασία μας. Και να φανταστεί κανείς ότι η Ελλάδα παράγει μία από τις καλύτερες ποιότητες ινδικής κάνναβης παγκοσμίως, αλλά είναι εξαρτημένη από την αμερικανική πολιτική στον τομέα αυτό.
Ετσι λοιπόν το αίτημα της αποποινικοποίησης πρωτίστως συνταγματικό και αναφαίρετο δικαίωμα κάθε πολίτη, το οποίο έχουν θεσπίσει οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αν και θεωρείται αυτονόητο, συνεχίζει να αποτελεί ζητούμενο. Οφείλει η ελληνική πολιτεία με τα συντεταγμένα όργανά της να πάψει να θεωρεί εχθρό ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας το οποίο αρέσκεται στη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών. Δεν είναι εχθρός μας οι ουσίες. Είναι η καταστολή απέναντι στη χρήση τους».
* Πώς νοείται μια πολιτική μείωσης της βλάβης από τα ναρκωτικά; Η καταστολή ή η αποποινικοποίηση συμβάλλει πιο αποτελεσματικά στην πρόληψη; Υπάρχουν παραδείγματα από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα μέτρα; ρωτήσαμε τον καθηγητή ποινικού δικαίου στο ΑΠΘ και πρόεδρο του ΚΕΘΕΑ Νίκο Παρασκευόπουλο.
* «Τόσο η μείωση της βλάβης από τα ναρκωτικά όσο και η απεξάρτηση αποτελούν διαδικασίες αλλαγής της προσωπικής ζωής που εξαρτώνται καθοριστικά από κοινωνικές και ψυχολογικές παραμέτρους. Μία από τις παραμέτρους είναι η ποινικοποίηση ή αποποινικοποίηση της χρήσης, ζήτημα ανοιχτό εδώ και δεκαετίες.
Σήμερα οι σχετικές επιλογές είναι πιο ήρεμες. Η ευρύτερη λαϊκή αντίληψη για το θέμα δείχνει αντιφατική και απλοϊκή, αλλά δεν είναι: οι περισσότεροι δηλώνουν ότι τάσσονται κατά της νομιμοποίησης της χρήσης, αλλά και κατά της φυλακής για τους χρήστες. Δεν υπάρχει αντίφαση. Είναι λογικό, π.χ., να απαγορεύεται η κυκλοφορία μιας επικίνδυνης διατροφικής ουσίας, χωρίς βέβαια ο καταναλωτής να τιμωρείται ποινικά, αφού το τελευταίο θα αποτελούσε την τιμωρία μιας αυτοπροσβολής.
Η ποινικοποίηση της διακίνησης ναρκωτικών είναι ένα αναγκαίο κακό. Μία από τις παρενέργειες είναι ότι οι φυλακές και ο περίγυρός τους τρέπονται σε εστίες διάδοσης των ναρκωτικών. Τα σχετικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τεκμηρίωσης για τα ναρκωτικά είναι σαφή και απογοητευτικά. Γι’ αυτό το λόγο η προτίμηση κοινωνικών μέτρων και εναλλακτικών δομών για την αντιμετώπιση της διάδοσης και για την απεξάρτηση είναι η μόνη αποτελεσματική επιλογή. Παραδείγματα πολιτικής που να στηρίζεται κυρίως στις κοινωνικές παρεμβάσεις και όχι στην ποινική ή στη φαρμακευτική καταστολή είναι γνωστά τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα. Η ανάπτυξή τους, όμως, προσκρούει σε διάφορα οργανωμένα συμφέροντα».
* Κι όταν τελικά η ίδια η ευαγγελιζόμενη επίλυση του προβλήματος το διογκώνει, δεν έχει έρθει άραγε η ώρα να αναθεωρηθεί; Η επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αφροδίτη Κουκουτσάκη, αντιστρέφει τις απαγορευτικές δοξασίες:
* «Τα επιχειρήματα υπέρ της άρσης της ποινικής καταστολής της χρήσης ναρκωτικών είναι πολλά και αφορούν τόσο την αποτυχία της να ελέγξει το πρόβλημα -το οποίο, αντίθετα, διογκώνεται ως αποτέλεσμα της ίδιας της απαγόρευσης και όχι της πλημμελούς εφαρμογής των κατασταλτικών μέτρων- όσο και το κατά πόσον πληρούνται οι όροι ύπαρξής της, από την άποψη της εναρμόνισής της με τις γενικότερες δικαιοπολιτικές αρχές και την ανάγκη διαφύλαξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δύο ερωτήματα
Δεν θα είχε νόημα λοιπόν να τα επαναλάβω καθώς, ως φαίνεται, το διακύβευμα δεν είναι τα επιχειρήματα αλλά οι πολιτικές.
Θα περιοριστώ, λοιπόν, σε δύο ερωτήματα:
Πρώτον, κατά πόσον μπορεί να λειτουργήσει ως ταμπού η απαγόρευση ορισμένων ψυχοδραστικών ουσιών, σε ένα γενικότερο κλίμα «τοξικοφιλίας» (νόμιμης, αν όχι και ενθαρρυνόμενης προσφυγής σε ουσίες για την επίλυση πάσης φύσεως προβλημάτων), το οποίο χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες; Κατά συνέπεια, ποιο είναι το αντικείμενο, ο στόχος και τα κριτήρια της ποινικής καταστολής;
Δεύτερον: Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας. Ας φανταστούμε ότι αλλάζει ο κατάλογος των απαγορευμένων ουσιών και ότι, στο επίπεδο της καταστολής, αντιστρέφονται οι κατηγορίες: παράνομο το αλκοόλ, νόμιμη η κάνναβη. Καθώς θεωρώ αστείο πλέον το επιχείρημα του διαφορετικού βαθμού επικινδυνότητας μεταξύ απαγορευμένων και νόμιμων ουσιών, παραπέμπω στην εμπειρία της ποτοαπαγόρευσης, ως τυπικό παράδειγμα τού ότι πολύ συχνά η ποινική καταστολή δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στους χώρους στους οποίους παρεμβαίνει από αυτά τα οποία διατείνεται ότι επιλύει. Αν λοιπόν θεωρούμε ότι κεντρικό ερώτημα παραμένει αυτό που αφορά τη διατήρηση της ποινικής καταστολής, τότε η απάντηση εξαρτάται από τους διαφορετικούς “ορισμούς της κατάστασης”: με λίγα λόγια το πρόβλημα είναι τα ναρκωτικά ή η καταστολή;».
Τι να πει κανείς στη διαμάχη λογικής παραλόγου; Αιδώς ή ώς εδώ;
Είναι ακόμη αισιόδοξος γιατί πριν από δεκαπέντε χρόνια, για παράδειγμα, η χρήση κάνναβης ήταν νόμιμη μόνο στην Ολλανδία και στην Ισπανία, ενώ σήμερα μιλάμε για εννιά ευρωπαϊκές χώρες που έχουν κάνει αυτό το βήμα. Και θεωρεί σημαντική την πρόταση «Κατάνια» προς το Συμβούλιο της Ε.Ε. που ενέκρινε η πλειονότητα του Ευρωκοινοβουλίου πριν από λίγους μήνες και θέτει επί τάπητος την αλλαγή του «απαγορευτικού δόγματος».
**Πώς φτάσαμε ώς εδώ;
* «Τίποτα δεν ξεκίνησε ως επίσημη κυβερνητική πολιτική. Οι τοπικές αρχές αντιλήφθηκαν πρώτες τη χρεοκοπία του απαγορευτικού δόγματος και ενεργοποιήθηκαν εφαρμόζοντας πολιτικές μείωσης της βλάβης από τη χρήση ουσιών, τολμώντας καινοτόμες προτάσεις, πειραματικά, ώσπου η αποτελεσματικότητά τους ώθησε τις κυβερνήσεις να τις υιοθετήσουν».
Την περασμένη δεκαετία ξεκίνησε πειραματικά στην Ευρώπη η ελεγχόμενη χορήγηση ακόμη και ηρωίνης προκειμένου οι εξαρτημένοι χρήστες να απεμπλακούν από την παρανομία και να καταστούν χρηστοί για τον εαυτό τους και την κοινωνία. Η επιτυχία του οδήγησε στην υιοθέτηση αυτής της πολιτικής ήδη σε έξι χώρες: Βέλγιο, Γερμανία, Ολλανδία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ελβετία.
Πώς να μην απογοητευτεί κανείς στην Ελλάδα αναλογιζόμενος όχι μόνο την κυβερνητική υποκρισία γύρω από το θέμα, αλλά και το γεγονός ότι στη χώρα μας είναι κυρίως οι τοπικές κοινωνίες που αντιδρούν στην εφαρμογή εναλλακτικών προγραμμάτων για τους ουσιοεξαρτημένους αντί να ενθαρρύνουν καινοτόμες πρακτικές;
**Υπάρχουν, άραγε, συνταγές επιτυχίας;
* «Δεν έχουμε το μοντέλο της πολιτικής για την επίλυση του προβλήματος των ναρκωτικών. Είναι θέμα της κάθε κοινωνίας ξεχωριστά να κάνει τη δική της πολιτική. Αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε πλέον είναι ότι η απαγόρευση είναι η χειρότερη απάντηση στο ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται η διάδοση της χρήσης ναρκωτικών».
**Το τελευταίο διάστημα, αφενός, κερδίζει έδαφος η αποποινικοποίηση της χρήσης και, αφετέρου, συζητείται ο περιορισμός των
coffee–shops στην Ολλανδία. Οπισθοδρόμηση;* «Είναι εντελώς συγκυριακό. Ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Ολλανδία αυτή τη στιγμή είναι αρκετά συντηρητικός και ο αρμόδιος υπουργός αν μπορούσε, θα τα έκλεινε όλα.
»Συναντά όμως τη σθεναρή αντίδραση των τοπικών αρχών σε τουλάχιστον 20 από τις 30 μεγάλες πόλεις και των ειδικών οι οποίοι δεν θέλουν να τα κλείσουν καθώς τα θεωρούν κεντρικό εργαλείο πρόληψης για τη διάδοση της χρήσης. Τα στοιχεία, άλλωστε, μιλάνε από μόνα τους: στην Ολλανδία έχουν τα μικρότερα ποσοστά χρηστών ανάμεσα στους εφήβους σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας των ηρωινομανών είναι ο υψηλότερος από την υπόλοιπη Ευρώπη. Εδώ βρίσκεται και η επιτυχία αυτού του μοντέλου. Οπως και να το κάνουμε, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να βάλει το ρολόι να πάει 30 χρόνια πίσω…».
* «Η αστυνομία ήταν από τους πρώτους που ζήτησαν την αλλαγή της νομοθεσίας. Επρεπε να διαθέσουν πέντε ολόκληρες ώρες στη διαδικασία για κάθε σύλληψη χρήστη. Σε σχέση με πέρσι έχουμε κιόλας 30.000 λιγότερες συλλήψεις, που σημαίνει ότι οι διωκτικές αρχές έχουν 150.000 ώρες περισσότερες για να ασχοληθούν με τους δολοφόνους και τους βιαστές».
**Υπάρχουν άλλα ορατά αποτελέσματα από την αποποινικοποίηση;
* «Το κόστος ήταν τρομακτικό. Για παράδειγμα, κάθε περίπτωση που έφτανε στο δικαστήριο είχε ένα κόστος της τάξης των 10.000 λιρών ή 15.000 ευρώ: αίθουσες δικαστηρίων, δικαστές, δικηγόροι. Η τεράστια απώλεια ήταν και χρημάτων πέρα από το γεγονός ότι όλοι έχαναν τον χρόνο τους. Κι ακόμη, οι ενήλικοι που τη χρησιμοποιούσαν μειώθηκαν. Φαίνεται πως το “απαγορευμένο φρούτο” έπαψε να είναι ελκυστικό όταν έγινε νόμιμο».
**Αντιδράσεις και προβλήματα δεν υπάρχουν;
* «Φυσικά και υπάρχουν. Πολλοί νιώθουν ότι ήταν μια χαζή και επικίνδυνη απόφαση και κατά κάποιον τρόπο ήταν, γιατί τα παιδιά νομίζουν ότι επειδή είναι νόμιμη μπορούν να καπνίζουν. Αυτό είναι το πρόβλημα: λέγοντας “δεν σε τιμωρώ”, όλοι το χρησιμοποιούν. Αλλά δεν είναι έτσι. Χρειάζεται να μπουν κανόνες και να πούνε “αυτοί θα το διαθέτουν, με αυτές τις προϋποθέσεις”. Οι ντίλερ πουλάνε στα παιδιά, δεν τους νοιάζει. Αν όμως η διάθεση γίνεται οργανωμένα από
coffee shops, όπως στην Ολλανδία, καμία κερδοφόρα επιχείρηση όπως αυτές δεν θα ρισκάρει το κλείσιμο πουλώντας σε ένα παιδί».**Επόμενος στόχος;
* «Η νομιμοποίηση της κάνναβης για ιατρικούς λόγους αφού μπορεί να ανακουφίσει ασθενείς που υποφέρουν από γλαύκωμα, σκλήρυνση κατά πλάκας,
AIDS, καρκίνο, Αλτσχάιμερ. Μπορεί σπάνια να προσάγονται χρήστες αυτής της μικρής κατηγορίας, αλλά η δίωξή τους θα πρέπει να πάψει να υφίσταται ως δυνατότητα».**Γιατί αυστηροποιήθηκε ο σχετικός νόμος πριν από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου;
* «Ηταν μια ψηφοθηρική κίνηση, ότι ελέγχουμε το θέμα των ναρκωτικών, αλλά και εξαιτίας κάποιων ερευνών που συνδέουν κάποια συστατικά της κάνναβης με την ψύχωση εφόσον υπάρχει προδιάθεση. Από την άλλη, υπάρχουν άλλα συστατικά της κάνναβης που βοηθούν σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτό που έγινε στην Αγγλία είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης πίεσης της κοινής γνώμης, η οποία έμαθε την αλήθεια για το θέμα.
»Η τάση προς την κατεύθυνση της νομιμοποίησης είναι αυξανόμενη. Ο περιορισμός της απαγόρευσης υπαγορεύτηκε από έναν θεμελιώδη κανόνα στο βρετανικό δίκαιο, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, την προσωπική ζωή. Και αυτή η μεγάλη αλλαγή στη νοοτροπία δεν μπορεί να γυρίσει πίσω».
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΣΩΤΗΡΧΟΥ