{dailymotion}xdyvnj{/dailymotion}
Στα προάστια του Μπουένος Άιρες, τριάντα άνεργοι εργάτες περνούν από την είσοδο ενός κλειστού εργοστασίου, απλώνουν ψάθες για τον ύπνο κι αρνούνται να φύγουν.
Το μόνο που ζητούν είναι να ξεκινήσουν και πάλι να βγάζουν ήχους οι μηχανές του εργοστασίου. Αλλά αυτή η μικρή πράξη – η κατάληψη – έχει τη δύναμη να επιφέρει ανατροπές στο δημόσιο διάλογο για την παγκοσμιοποίηση της αγοράς.
Στη χαραυγή της δραματικής οικονομικής κατάρρευσης της Αργεντινής το 2001, η πιο ευκατάστατη μεσαία τάξη της Λατινικής Αμερικής βρίσκεται έξαφνα σε μια πόλη φάντασμα, με εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και μαζική ανεργία. Η βιομηχανική εγκατάσταση Φόρχα βρίσκεται αδρανής, μέχρι τη στιγμή που οι πρώην εργάτες της αναλαμβάνουν δράση. Οι ίδιοι είναι μέρος ενός τολμηρού νέου κινήματος εργατών που καταλαμβάνουν χρεοκοπημένες επιχειρήσεις και δημιουργούν θέσεις εργασίας πάνω στα ερείπια της κατάρρευσης του παλιού συστήματος.
Ο Φρέντυ, ο πρόεδρος της νέας κοοπερατίβας των εργατών, και ο Λάλο, μέλος του Κινήματος των Αποκατεστημένων Επιχειρήσεων (Movement of Recovered Companies), γνωρίζουν ότι η επιτυχία τους δεν είναι ασφαλής. Όπως όλες οι εργατικές καταλήψεις έτσι κι αυτή πρέπει να αναμετρηθεί με δικαστήρια, αστυνομικούς και πολιτικούς οι οποίοι ή θα τους παράσχουν νομική προστασία ή θα τους απομακρύνουν ακόμα και με τη βία από το εργοστάσιο.
Η ιστορία του αγώνα των εργατών που καταγράφεται στο φακό από τους Καναδούς Naomi Klein και Avi Lewis, αντιπαραβάλλεται με το δραματικό παρασκήνιο των κρίσιμων προεδρικών εκλογών στην Αργεντινή (Απρίλης 2003), όπου ο αρχιτέκτονας της οικονομικής κατάρρευσης, Κάρλος Μένεμ, είναι και πάλι υποψήφιος. Οι στενοί του φίλοι, οι πρώην ιδιοκτήτες, πλησιάζουν απειλητικά: αν ο Μένεμ κερδίσει, θα πάρουν πίσω τις επιχειρήσεις που το κίνημα έχει προσπαθήσει τόσο σκληρά για να ανανήψουν, στη διαδικασία χτίζοντας έναν νέο κόσμο.
Οπλισμένοι μόνο με σφενδόνες και ακατάλυτη πίστη στη δημοκρατία του εργαστηρίου, οι εργάτες αντιμετωπίζουν με τόλμη τα αφεντικά, τους τραπεζίτες κι ένα συνολικό σύστημα που δε βλέπει τα πολυαγαπημένα τους εργοστάσια σαν κάτι άλλο πέρα από μερικά παλιοσίδερα για πώληση.
Ο υποτιτλισμός της ταινίας στα ελληνικά έγινε από την/τον, olak.