Δημοκρατία, αυτονομία και αφθονία
Τί μας κάνει όμως να πιστεύουμε ότι η κρίση θα οδηγήσει σχεδόν νομοτελειακά στη δημιουργία αντι-ιεραρχικών αμεσοδημοκρατικών δομών και ότι αυτές θα προτείνουν με τη σειρά τους ένα μέλλον αποανάπτυξης; Δυστυχώς κανείς από τους παραπάνω συνειρμούς δεν είναι φυσικός, και πρέπει να γίνει ιδιαίτερη προσπάθεια για τη ρητή σύνδεση των προταγμάτων της ριζοσπαστικής οικολογίας και της άμεσης δημοκρατίας. Αναλύοντας τις αντιδράσεις των τελευταίων ετών, στην Ελλάδα και παραπέρα, βλέπουμε ότι υπάρχει η ανάγκη μιας πιο συνειδητοποιημένης αντίδρασης και χειραφέτησης, όχι προς την κατεύθυνση μιας αυξημένης «προσωπικής αυτονομίας» και μεγαλύτερης κατανάλωσης, αλλά προς τη συλλογική αυτοθέσμιση.
Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε τους συλλογισμούς τους Ingolfur Blühdorn επί του θέματος. Ο Blühdorn αναφέρει ότι τα χειραφετητικά κινήματα των τελευταίων δεκαετιών είχαν ως βασικό πρόταγμα την αυξημένη προσωπική αυτονομία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρήση φυσικών πόρων και ενέργειας. Έδειχναν, δηλαδή, προς ένα ενεργειακά σπάταλο μέλλον. Επίσης, οι σύγχρονες μορφές δημοκρατίας δεν μοιάζουν κατάλληλες ή ικανές να περιορίσουν τα δικαιώματα ή τις υλικές συνθήκες ζωής που επηρεάζουν την πλειοψηφία. Αντιθέτως, τείνουν να είναι πάντα απελευθερωτικές, χειραφετητικές, με την έννοια ενός δευτέρου βαθμού χειραφέτησης, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των δικαιωμάτων για περισσότερα υλικά αγαθά, της αύξηση της δυνατότητας κατανάλωσης και της συνεχής διεύρυνσης των προσωπικών ελευθεριών, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με έναν τύπο ανθρώπου ιδιαίτερα ενεργοβόρο. Με άλλα λόγια, η υποστήριξη και χειραφέτηση των δημοκρατικών κινημάτων στήριζε μια ιδέα δημοκρατίας προσωπικής κατανάλωσης και όχι ένα ιδανικό ορισμού των ορίων. Κι ο Blühdorn συνεχίζει: «Η χειραφετητική-δημοκρατική αισιοδοξία χάνει τα θεμέλια της αν η χειραφέτηση, αντί να νοηθεί ως απελευθέρωση από την αλλοτριωτική και καταστροφική λογική του παραγωγισμού, της αποδοτικότητας, της ανάπτυξης και της κατανάλωσης, θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με το καθιερωμένο σύστημα -με άλλα λόγια ως την πραγμάτωση ακόμα περισσότερης εξατομικευμένης ελευθερίας και επιλογής, ακόμα περισσότερης ευελιξίας και, ιδιαίτερα, ενός ακόμα καταναλωτικότερου τρόπου ζωής. Αυτό ακριβώς όμως είναι που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες καταναλωτικές δημοκρατίες» [1].
Όπως μας υπενθυμίζει ο Marco Deriu, ιστορικά ο χειραφετικόςρόλος των αγορών και της ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας έναντι στα μοναρχικά και θεοκρατικά καθεστώτα είναι αδιαμφισβήτητος [2]. Όμως, πλέον, η κατάσταση μοιάζει να έχει πλήρως αντιστραφεί. Η σταδιακή μετατόπιση του πραγματικού κέντρου της εξουσίας από το πολιτικό και θεσμικό επίπεδο στο οικονομικό, έχει ως αποτέλεσμα το ότι ένα φιλελεύθερο κράτος δεν έχει πλέον τη δύναμη να προστατεύσει τους πολίτες από τις αποφάσεις μη-δημοκρατικών φορέων (π.χ. Τρόικα, οίκοι αξιολόγησης, κλπ) ή από διαδικασίες που γεννήθηκαν εκτός των συνόρων του (επενδύσεις, επιχειρηματικές δραστηριότητες). Αντιθέτως η άμεση δημοκρατία, όπως την οραματίζεται η αποανάπτυξη, καλεί σε μια επιστροφή στη βασική ιδέα της δημοκρατίας, ως ένα θεσμό και ένα σύστημα αυτοπεριορισμού, όχι από τα πάνω, αλλά μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες. Η βασική ιδέα είναι ότι η γνώση και αυτόνομη επιβολή συλλογικών ορίων, όχι μόνο δεν μειώνει την ελευθερία, μα την αυξάνει γιατί δεν έχει επιβληθεί από κάποιον τρίτο, μα από την ίδια την κοινωνία. Η πρόταση αυτή προσφέρει μια θετική εναλλακτική στο αδιέξοδο των σύγχρονων φιλελεύθερων καθεστώτων, επιστρέφοντας ουσιαστικά στις ρίζες της δημοκρατικής παράδοσης. Ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία θα επιλέξει σίγουρα έναν δρόμο αποανάπτυξης. Ο ρόλος της αποανάπτυξης λοιπόν είναι ακριβώς να κάνει αυτή τη σύνδεση μεταξύ οικολογίας και άμεσης δημοκρατίας ρητή και κατηγορηματική.
Σενάρια «δημοκρατικής αναγέννησης»
Υπό αυτό το πρίσμα ο Deriu μας προτείνει τη σύλληψη μιας σειράς σεναρίων δημοκρατικής αναγέννησης. Ως παράδειγμα υποδεικνύεται η έννοια της Παιδείας. Μια δημοκρατική κοινωνία είναι πάνω από όλα ένα γιγαντιαίο παιδαγωγικό ίδρυμα στο οποίο λαμβάνει χώρα η συνεχής αυτο-εκπαίδευση των πολιτών. Υπό αυτήν την έννοια, ο δρόμος για μια δημοκρατική κοινωνία περνάει μέσα από τις καθημερινές μας πράξεις και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να οικοδομήσουμε σχέσεις, να επιλύσουμε προβλήματα κλπ. Εδώ η σημασία των οριζόντιων δομών και των δημιουργικών αντιστάσεων, καθώς και των λαϊκών συνελεύσεων των πλατειών, αρχίζει να γίνεται ορατή ως ένα πεδίο πειραματισμού, ένα διαρκές σχολείο δημιουργίας (αμεσο)δημοκρατικών πρακτικών συνειδήσεων και έκφρασης [3].
Μια ακόμα σχετική κεντρική έννοια είναι αυτή του Δήμου, ως ένας τρόπος κοινωνικής νομιμοποίησης των αποφάσεων που λαμβάνονται από το σύνολο της κοινωνίας μέσω της συμμετοχής στα τέσσερα στοιχεία που εισήγαγε η Αθηναϊκή δημοκρατία: ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και έλεγχος. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την απαίτηση για διευρυμένη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων (π.χ. πραγματική και όχι εικονική δημόσια διαβούλευση πριν από μεγάλα κατασκευαστικά έργα) καθώς και σε άλλους τομείς που «παραδοσιακά» βρίσκονται έξω από την δημοκρατική σφαίρα επιρροής, όπως η τεχνολογία. Εδώ το ζητούμενο δεν είναι μόνο η διαφάνεια, αλλά και η συμμετοχή στη θέσπιση των προτεραιοτήτων (π.χ. επιλογή για το πού δαπανώνται τα χρήματα των φόρων). Με άλλα λόγια, το θέμα δεν είναι απλά μια αναδιανομή του πλούτου, αλλά η εκ βαθέων ριζική απόφαση που οφείλουμε να πάρουμε συλλογικά και συμμετοχικά, για το τί παράγουμε, με ποιόν τρόπο και με τη χρήση ποιών τεχνολογιών. Είναι μια ευκαιρία να ορίσουμε τον διάλογο, αλλά και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Αυτό το δικαίωμα στη συμμετοχή λήψης αποφάσεων και ορισμού προτεραιοτήτων, δεν είναι κάτι που η κρατούσα τάξη πραγμάτων προτίθεται να παραχωρήσει αμαχητί, μα κάτι που θα αποκτηθεί με αγώνες. Η συνειδητή αναγνώριση των αιτημάτων είναι λοιπόν ουσιώδης για την επιτυχία οποιουδήποτε κινήματος βάσης.
Ένα ακόμα σημείο έχει να κάνει με τα λεγόμενα Κοινά (Commons). Η ιδέα των Κοινών κινείται πέρα από την παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας περιουσίας, μα αντανακλά την αλληλένδετη σχέση μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης μεταξύ πολίτη και κοινωνίας, μεταξύ των γενεών, καθώς και μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Η κοινοκτημοσύνη, δηλαδή η ιδιοκτησία και χρήση ενός αγαθού από το σύνολο της κοινωνίας δεν συνεπάγεται τη χωρίς όρια υπερεκμετάλλευση, αλλά αντιθέτως τη ρητή, συλλογική, και εν τέλει «απελευθερωτική» οριοθέτηση μέσω αρχών και κανόνων. Βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η σύσταση κοινωνικών συνεταιρισμών στα πρότυπα της κοινωνικής οικονομίας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
Αποανάπτυξη στην Ελλάδα του μνημονίου
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω για την παρούσα κατάσταση και πώς μπορούν αυτές οι έννοιες, οι ιδέες και οι προτάσεις να συνεισφέρουν στη δημιουργική υπέρβαση της σημερινής κρίσης; Οι αυταρχικές κυβερνητικές πολιτικές δεν πρέπει να γίνουν αφορμή για την μυωπική υπεράσπιση της «κοινωνίας της αφθονίας» και την επιστροφή σε έναν λίγο πιο δίκαιο ή ανθρώπινο καταναλωτισμό. Στην αναγκαία προσπάθεια να αντιταχθούμε στα απεχθή μέτρα και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο αυτά επιβάλλονται, οφείλουμε να αποφύγουμε να υπερασπιστούμε πρακτικές άνευ νοήματος και έναν απολιτικό καταναλωτικό τρόπο ζωής. Η αποανάπτυξη ως θετικό πρόταγμα μας καλεί να υπερβούμε την παθητική, αμυντική στάση της διαρκούς προσπάθειας να αντιταχθούμε στον παραλογισμό. Μας προτείνει να περάσουμε στην αντεπίθεση, να αρχίσουμε να ορίζουμε τον δημόσιο λόγο και τις προτεραιότητες μας εμείς οι ίδιοι.
Δύο βασικά στοιχεία που έχουν συμβάλει στην ύφεση του ευρύτερου κινήματος και στη γενικευμένη απογοήτευση μεγάλου μέρος της κοινωνίας είναι πρώτον η απουσία του αισθήματος του δικαίου, και δεύτερον η αίσθηση ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε το μέλλον μας. Το πρόταγμα της αποανάπτυξης στοχεύει και στα δύο. Μια εμπεριστατωμένη κριτική του συστήματος, παράλληλα με τη σκιαγράφηση ενός οράματος για το μέλλον, μπορούν να συνδιαμορφώσουν ένα διπλό κοινό αίτημα: κοινωνική δικαιοσύνη για όσα διαπράχτηκαν στο παρελθόν, και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων που θα ορίσουν τις προτεραιότητες της κοινωνίας στο μέλλον.
Αν επιθυμούμε εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες έτσι ώστε να αναδυθούν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, και να οριστούμε αλλιώς, ως πολίτες και όχι ως καταναλωτές, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά[4]. Η επανοικειοποίηση και ανακατάληψη του δημόσιου λόγου και του δημόσιου χώρου, ως χώρου κοινωνικοποίησης και ανταλλαγής πολιτικών ιδεών και προτάσεων, μέσω της αναβίωσης της γειτονιάς και των δημόσιων χώρων εκτός της καταναλωτικής κουλτούρας, είναι πρωταρχικής σημασίας. Το κίνημα των πλατειών και ό,τι επακολούθησε, όσο ατελές και αν ήταν, γέννησε ένα σπέρμα προς αυτήν την κατεύθυνση που σημάδεψε αυτούς που συμμετείχαν και χρειάζεται να αναβιώσει, με άλλες μορφές και σε άλλους χώρους. Έτσι κι αλλιώς ο στόχος δεν μπορεί να είναι η κατάληψη μιας πλατείας επ’ άπειρον, αλλά το μπόλιασμα τέτοιων πρακτικών σε όλους τους χώρους της κοινωνίας, εργασίας κ.λπ.
Του Πάνου Πετρίδη
Απόσπασμα από το κείμενο «Αποανάπτυξη! Η αναγκαιότητα ανάδειξης θετικών προταγμάτων στην Ελλάδα της κρίσης», που δημοσιεύεται στο 6ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα.
[1] I. Blühdorn, “The sustainability of democracy: On limits to growth, the post-democratic turn and reactionary democrats”, Eurozine, 11 Ιουλίου 2011, σ. 5, διαθέσιμο στον ιστότοπο: http://www.eurozine.com/articles/2011-07-11-bluhdorn-en.html .
[2] Μ. Deriu, “Democracies with a future: Degrowth and the democratic tradition”, περ. Futures, τ. 44, διαθέσιμο εδώ: http://degrowth.org/wp-content/uploads/2012/11/Deriu-2012.pdf .
[3] Δες επίσης: Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία, «Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει», Πρόταγμα, τ. 4, Ιούνιος 2012, σ. 149.
[4] V. Fournier, “Escaping from the economy: the politics of degrowth”, International Journal of Sociology and Social Policy, τ. 28 (11/12), σσ. 528-545.