Από τη φύση ξεκίνησαν τα πάντα. Από τη φύση εξαρτώνται ο άνθρωπος και ο πολιτισμός που με τόσο κόπο δημιούργησε κατά τις χιλιετίες της πολυτάραχης ύπαρξής του. Η άποψη του Παρμενίδη ότι το Ον είναι Εν, αδιαίρετο, αμετάβλητο και συνεχές (Παρμενίδης, Περί Φύσεως) αποδεικνύει ότι ήδη από την Προσωκρατική εποχή οι φιλόσοφοι είχαν συλλάβει την αδιάσπαστη ενότητα των πάντων. Την άποψη αυτή ενστερνίστηκαν και συνέχισαν ύστεροι δυτικοευρωπαίοι φιλόσοφοι όπως ο Baruch Spinoza που θα την επεκτείνει μέχρι τη διάσταση του Πανθεϊσμού -τα πάντα είναι αναδιπλώσεις του ενός και μοναδικού όντος, του Θεού- (Spinoza, 1677).
Η φιλοσοφική αυτή ερμηνεία μας οδηγεί αναπότρεπτα στο συμπέρασμα ότι η φύση είναι δυνατόν να γεννήσει ακόμα και δυνάμεις αυτοκαταστροφής της ή μιας παντελούς αλλοίωσης του χαρακτήρα της όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Ο άνθρωπος είναι προϊόν της φύσης, το ίδιο και η ανθρώπινη πνευματική ικανότητα που εξελίσσει τον πολιτισμό ανά τους αιώνες. Η Τεχνολογία είναι προϊόν αυτής της ικανότητας του ανθρώπου. Η καταγωγή λοιπόν της Τεχνολογίας -έστω και μακρινή-, όπως μπορεί να αποδειχθεί και συμπερασματικά με συλλογιστική μέθοδο, είναι από τη φύση. Το γεγονός αυτό και μόνο όμως δεν της εξασφαλίζει φιλικές προθέσεις προς τη φύση, αφού καθώς είδαμε η φύση θεωρείται ως περιεκτική και δυναμικά παραγωγική ακόμα και στοιχείων που μπορούν να εναντιωθούν προς αυτή. Η Τεχνολογία λοιπόν τελικά συμβαδίζει αρμονικά με τη φύση, ή μήπως βρίσκεται στους αντίποδές της; Και αν συμβαίνει το τελευταίο, πώς είναι δυνατόν να το επιτρέψει κάτι τέτοιο ο άνθρωπος που εξαρτάται άμεσα από την υγεία του Οικοσυστήματος;
Η Τεχνολογία είναι ένας ευρέως μεταδοτικός τρόπος να γίνονται κάποια πράγματα τα οποία στο παρελθόν ή ήταν απείρως δυσκολότερα να γίνουν, είτε δε γίνονταν καθόλου. Γύρω από την τεχνολογία χτίζεται ένα περιβάλλον αντιπροσωπευτικό της επιρροής της. Η πρόοδος ταυτίζεται πλέον με την τεχνολογία και η τεχνολογία με την πρόοδο. Κατά τις πρώτες δεκαετίες της βιομηχανικής επανάστασης του 20ου αιώνα η μαζική βιομηχανική παραγωγή θα ωθήσει συγγραφείς να προσδώσουν στην τεχνολογία διαστάσεις μιας νέας πίστης, μιας νέας θρησκείας. Η Τεχνολογία διατυπώνεται από τον Aldous Huxley ως το μεγάλο “Τ”, μια μορφή πίστης, θρησκείας, ένας ακέφαλος Σταυρός (Huxley, 1932). To “Τ” o Huxley το χρησιμοποιεί ευστόχως καθώς εκείνη την εποχή είχε ξεκινήσει η μαζική παραγωγή του μοντέλου “Τ” της Ford από τον Henry Ford.
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, στην τεχνολογία πλέον στηρίζουμε ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής αλλά και των προσδοκιών μας. Οι πολύπλευρες ανακαλύψεις και εξελίξεις σε όλες τις επιστήμες βασίζονται στα πολυποίκιλα τεχνολογικά επιτεύγματα. Σε αυτά στηρίζει ακόμα και την επιβίωσή της ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας. Από την άλλη πλευρά όμως η τεχνολογία για ένα μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού σημαίνει απλώς μια πολυτελή και άπληστη ζωή τη στιγμή που καταναλώνονται τεράστιοι φυσικοί πόροι εξαντλώντας τη γη. Εδώ εγείρεται το ηθικό ζήτημα: Πώς γίνεται να συνυπάρχει η πρόοδος (τεχνολογία) με την ανάγκη της επιβίωσης του φυσικού οικοσυστήματος και των φυσικών πόρων που παρέχονται από αυτό;
ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Η τεχνολογία είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και εκεί ακριβώς έγκειται και η αναγκαιότητά της. Αποτελεί προϊόν της πνευματικής ικανότητας που απέκτησε ο άνθρωπος μέσα από την εξελικτική ιστορική πορεία του. Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να σταματήσει να μαθαίνει και να εξελίσσεται. Η διάνοια και η πνευματική ικανότητα του ανθρώπου έχει σαφέστατα δυναμικό χαρακτήρα και αυτό συνεχώς αποδεικνύεται στη διάρκεια της ιστορίας με δεδομένα βέβαια κάποια σκαμπανεβάσματα. Ο ενάρετος άνθρωπος είναι εκείνος που κατέχει τη διανοητική αρετή (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1103α). Η διανοητική αρετή είναι εκείνη που χρειάζεται πείρα, χρόνο και διδασκαλία κατά τον Αριστοτέλη. Με βάση αυτά τα δεδομένα ήλθαν και τα τεχνολογικά και βιομηχανικά επιτεύγματα των τελευταίων αιώνων. Η πολιτισμική εξέλιξη είναι ανάγκη να είναι αδέσμευτη αφού είναι στενά συνυφασμένη με την ουσία της ανθρώπινης οντότητας. Η γνώση και η επακόλουθη τεχνολογία φυσικά δε γίνεται να αναχθούν στο επίπεδο του δόγματος όπως γλαφυρά διετύπωσε προηγουμένως ο Huxley, αλλά είναι αδιαμφισβήτητα ένας ασφαλής δρόμος, ένα μέσο προς την κατάκτηση της αρετής όπως αργότερα θα διατυπώσει και ο Nietzsche (Nietzsche, 1882).
Η παραδοσιακή ανθρωποκεντρική φιλοσοφία θέτει τη φύση στην υπηρεσία του ανθρώπου και τον άνθρωπο να έχει το προνόμιο του μοναδικού αξιολογικού κριτή της. Ο ορθολογισμός του Καρτέσιου σχετικά με την περίπτωση των ζώων είναι αντιπροσωπευτικός. Ομολογεί πως αν είχαμε τη δυνατότητα να παράγουμε μηχανές που θα ήταν υποκατάστατα των φυσικών οργάνων ενός ζώου και απλά τις ντύναμε με έναν μανδύα που θα αντέγραφε την εξωτερική όψη του ζώου, δεν θα μπορούσαμε ξεχωρίσουμε το μηχανικό αυτό κατασκεύασμα από τη φυσική υπόσταση του πραγματικού ζώου (Descartes, 1637). Σε αντίθεση φυσικά με τον άνθρωπο που αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει καθώς διαθέτει λογική και ομιλία που δεν μπορεί να αποτυπωθεί με ακρίβεια από μια μηχανή. Η θεώρηση ενός ζωντανού και αναπόσπαστου κομματιού του οικοσυστήματος (ζώο) ως κάτι που δεν διαφέρει απο μία μηχανή είναι κάτι που αναμφισβήτητα αντιτίθεται στις οικοκεντρικές/βιοκεντρικές θεωρίες των τελευταίων αιώνων.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες επιχειρείται συστηματικά μια προσπάθεια υπέρβασης της παραδοσιακής φιλοσοφίας της παντοκρατορίας του ανθρωποκεντρισμού και του πανίσχυρου ορθολογισμού. Με επιχείρημα ότι ο ορθολογισμός και ο ανθρωποκεντρισμός τελικά δεν είχε και τα θετικότερα των αποτελεσμάτων στον ανθρώπινο πολιτισμό, το ρεύμα της μετανεωτερικότητας, ή αλλιώς μεταμοντερνισμού επιχειρεί να προσδώσει μια σχετικότητα στην έως τούδε θεωρούμενη παντοδύναμη ανθρώπινη λογική, η οποία πλέον εξαρτάται από πολλούς και ποικίλους παράγοντες. Μέσα στα πλαίσια των μετανεωτερικών αυτών θεωρήσεων εντάσσονται και οι λεγόμενες Οικοκεντρικές ή Βιοκεντρικές θεωρίες της Οικολογικής Ηθικής. Η φύση, σύμφωνα με τις δημοφιλείς αυτές οικολογικές (οικοκεντρικές/βιοκεντρικές) θεωρίες διαθέτει εγγενή ηθική αξία. Δεν έχει ανάγκη τον άνθρωπο να την αξιολογήσει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Η φύση είναι άλλωστε εκείνη που παράγει και τους φερόμενους ως προνομιούχους αξιολογητές της, τους ανθρώπους (Rolston, 1991). Δεν είναι δυνατόν η ίδια η φύση να αντιμετωπίζεται ως έχουσα χρηστική/σχετική ηθική αξία τη στιγμή που παράγει όλα εκείνα που θεωρούν οι ανθρωποκεντρικοί φιλόσοφοι ως έχοντα εγγενή και απόλυτη ηθική αξία. Ακόμα περισσότερο θα προχωρήσουν στο σκεπτικό τους οι εκπρόσωποι της “Βαθιάς Οικολογίας” (με κυριότερο εισηγητή τον Arne Naess) που θα διαπιστώσουν πως οι άνθρωποι έχουν εισβάλλει πλέον επικίνδυνα στη φύση και πως αυτό είναι εντελώς ανεπίτρεπτο και πως πρέπει οι κυβερνήσεις να λάβουν δραστικά μέτρα για να το περιορίσουν (Drengson, 1999). Οι άνθρωποι δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα επέμβασης στη φύση, παρά μόνο στον ελάχιστο βαθμό που είναι αναγκαίος για την ικανοποίηση βασικών βιοτικών αναγκών τους. Άλλωστε περιβαλλοντική και οικοσυστημική πρόοδος δε σημαίνει την αναβάθμιση και εξέλιξη ενός μόνο είδους εις βάρος όλων των άλλων.
Επιπλέον, πολλοί θεωρητικοί της Οικολογικής Ηθικής υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η φύση προϋπήρχε των ανθρώπων και αυτό και μόνο της προσδίδει μια οντολογική ανεξαρτησία έναντί τους (Katz, 1991). Με βάση αυτή την επιχειρηματολογία η φύση δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται ως ένα απλό μέσο για την επίτευξη των ποικίλων σκοπών του ανθρώπου. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που θέτει τον άνθρωπο απέναντι στη φύση, ως ένα αντίπαλο δέος, παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι και ο ίδιος ένα φυσικό όν (Πρωτοπαπαδάκης, 2005). Το γεγονός και μόνο όμως ότι ο άνθρωπος είναι φυσικό ον δεν αναιρεί από αυτόν τη δυνατότητα να εναντιωθεί στη φύση για οποιοδήποτε λόγο. Επίσης το επιχείρημα ότι ακόμα και τα ζώα και όλα τα όντα χρησιμοποιούν τη φύση δε μπορεί να σταθεί ως επιχείρημα υπέρ του ηθικού δικαιώματος του ανθρώπου να τη χρησιμοποιήσει και αυτός κατά βούληση καθώς από τη μια πλευρά, ενώ τα υπόλοιπα όντα (εκτός του ανθρώπου) αποκομίζουν από τη φύση εκείνο ακριβώς που είναι γι αυτά βιοτικά απαραίτητο, ενώ από την άλλη ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τη φύση τις περισσότερες φορές για να εκπληρώσει το δικό του πολιτισμικό ιδεώδες της ευμάρειας και της ευζωΐας.
Η Τεχνολογία δεν έχει ουδέτερη ηθική αξία σχετικά με την Οικολογία. Οι δυο πλευρές, άλλοτε ισχυρά, άλλοτε πιο ήπια, είναι αντιμαχόμενες. Η Τεχνολογία απαιτεί και καταναλώνει φυσικούς πόρους για να επιτύχει τους σκοπούς της και ταυτόχρονα επιβαρύνει το φυσικό περιβάλλον με απόθεση ουσιών που δε χρειάζεται. Προς απόδειξη του συλλογισμού αυτού δημοσιεύονται έρευνες στον κλάδο της βιοτεχνολογίας που υποστηρίζουν ότι η επιβάρυνση του συνόλου της Οικόσφαιρας εξαρτάται θεμελιωδώς από την ποσότητα του πληθυσμού, από την ευζωΐα και από τις τεχνολογίες που καταναλώνουν φυσικούς πόρους προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την ευζωΐα στον πληθυσμό (Moser, 2001). Επομένως η Τεχνολογία εξορισμού τίθεται στην υπηρεσία της ανθρώπινης ευημερίας. Εδώ όμως αποδεικνύεται και η μεγάλη αντίφαση, η μεγάλη τραγικότητα των ενεργειών του ανθρώπου. το ποσοστό της ανθρώπινης ευημερίας είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ευημερία του Οικοσυστήματος. Η Οικολογία απαιτεί τη διατήρηση της ακεραιότητας του Οικοσυστήματος. Το Οικοσύστημα διατηρεί ύψιστη ηθική αξία και δε γίνεται να αντιμετωπίζεται ως καταναλωτικό προϊόν που θα χρησιμεύσει στην αύξηση της ευζωΐας των μετεχόντων του πολιτισμού. Η συμβατική τεχνολογία λοιπόν όπως την ξέρουμε σήμερα είναι επιθετική και γεμάτη σκοπιμότητες. Περιέχει ιδέες και αξίες αλλά και εργαλεία των οποίων τη χρήση προωθεί κατάλληλα ώστε ο άνθρωπος να τα χρησιμοποιεί με άκριτο και αβασάνιστο τρόπο. Αν δεν το κατανοήσουμε αυτό καταλήγουμε στην υιοθέτηση της κοινοτοπίας ότι η Τεχνολογία είναι ουδέτερη, σκέψη που μας απομακρύνει από το να προβληματιστούμε σχετικά με ηθικά ζητήματα που αφορούν την ουσία της Τεχνολογίας καθαυτής (Rowe, 1990). Ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα στο σκεπτικό ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα σε οποιαδήποτε μορφή της τεχνολογίας και στο ότι δικαιούμαστε να προβληματιζόμαστε ηθικά μόνο και μόνο σχετικά με το πώς χρησιμοποιείται η τεχνολογία από τους ανθρώπους.
Αυτή η μάχη λοιπόν μεταξύ Τεχνολογίας και Οικολογίας είναι αναπόφευκτη και σαφώς ενισχύεται από την ιδέα της αυθυπαρξίας της Τεχνολογίας ως φορέα μηνύματος, ως φορέα ανεξάρτητης ηθικής αξίας. Το βασικό μήνυμα της τεχνολογίας είναι η διαφορά νοοτροπίας ή τρόπου ζωής που εισάγει στην ανθρώπινη κοινωνία. Ο σιδηρόδρομος για παράδειγμα δεν εισήγαγε την έννοια της μεταφοράς, του τροχού ή του δρόμου στην ανθρώπινη κοινωνία αλλά επεξέτεινε και εξέλιξε προηγούμενες ανθρώπινες λειτουργίες δημιουργώντας έτσι νέα είδη πόλεων, εργασιών και ασχολιών. Αυτό είναι μια πραγματικότητα είτε αν ο σιδηρόδρομος λειτούργησε σε ένα τροπικό είτε σε ένα βόρειο περιβάλλον και είναι ανεξάρτητο από το ενδεχόμενο φορτίο ή περιεχόμενο της αμαξοστοιχίας (McLuhan, 1964). Η τεχνολογία είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι είναι ουδέτερη. Η τεχνολογία εμπεριέχει ηθική αξία, το μήνυμά της είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μέσα επικοινωνίας που καταργούν τα σύνορα, απεμπολούν την ιδέα και το πρότυπο του έθνους-κράτους και δημιουργούν στον άνθρωπο μια νέα νοοτροπία και μια νέα ζωή, εκείνη του παγκόσμιου πολίτη ενός παγκόσμιου χωριού (McLuhan, Fiore, 1967). Τελικά το μήνυμα είναι το ίδιο το μέσον, και το μέσον στην προκειμένη περίπτωση ταυτίζεται με την έννοια της τεχνολογίας. Το σημαντικότερο και ουσιαστικότερο γεγονός είναι η καθαυτό ύπαρξη της Τεχνολογίας, του μεγάλου αυτού “Τ”, και όχι τα περιεχόμενα και οι ποικίλες εκδοχές της.
Το γεγονός ότι η Τεχνολογία αποκτά μια ανεξάρτητη ηθική υπόσταση αρχικώς μας εκπλήσσει καθώς συνήθως τα δημιουργήματα του ανθρώπου παρουσιάζονται ως φορείς σχετικής (ή χρηστικής) ηθικής αξίας και νοηματοδοτούνται αξιολογικώς ανάλογα με τη χρήση και την αξία που τους αποδίδεται από τον ανθρώπινο παράγοντα που δρα ως μοναδικός τους αξιολογητής. Εδώ πλέον διαδραματίζεται ένα ηθικό παράδοξο στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ένα κατεξοχήν δημιούργημα του ανθρώπου ανεξαρτητοποιείται ώστε να αποτελέσει έναν αυτόνομο ηθικό φορέα. Ο Rolston είχε διατυπώσει πως το οικοσύστημα έχει τη δυνατότητα παραγωγής όντων και εννοιών τα οποία θα διαθέτουν ανεξάρτητη (ή εγγενή) ηθική αξία. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητας του οικοσυστήματος, ο Rolston υποστήριξε ότι το Οικοσύστημα δεν έχει απλά εγγενή ηθική αξία, αλλά κάτι σαφώς ανώτερο αξιολογικά. Αυτό το κάτι το ονόμασε Συστημική Ηθική Αξία (Rolston, 1991). Αυτή η ιδιότητα ευλόγως θα μπορούσε, καθώς φαίνεται, να αποδοθεί και στον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος είναι μέρος του Οικοσυστήματος και εδώ πλέον συνειδητοποιούμε πως και ο όρος της Συστημικής Ηθικής Αξίας για τη φύση αποδεικνύεται ανεπαρκής και μικρός. Η φύση όχι μόνο παράγει εγγενείς ηθικές αξίες, αλλά και όντα (άνθρωποι) που είναι φορείς Συστημικής Ηθικής Αξίας.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ
Ο καθηγητής Οικολογίας J. Stan Rowe το 1990 μέσω του άρθρου του “Τεχνολογία και Οικολογία” θα προβληματιστεί πάνω στο παράδοξο της οντολογικής συγχώνευσης Οικολογίας και Τεχνολογίας. Από την πλευρά της Οικολογίας θα χρησιμοποιήσει στο σκεπτικό του τον άνθρωπο ως φυσική υπόσταση και αναπόσπαστο κομμάτι του Οικοσυστήματος και από την άλλη πλευρά ορισμένα από τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα. Εισάγει λοιπόν τον όρο της “Εξωσωματικής Τεχνολογίας”, μιας Τεχνολογίας που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ουσία της φυσικής υπόστασης του ανθρώπου: Τα αεροπλάνα είναι γρήγορα πόδια που προσαρτώνται στον άνθρωπο με ζώνες καθίσματος. Οι τηλεπικοινωνίες είναι γιγάντιες φωνητικές χορδές και τα εκσκαφικά μηχανήματα ένα τεράστιο μυικό σύστημα που μεταχειρίζεται με επιδεξιότητα τη γη. Η τεχνολογία προσδίδει στον άνθρωπο ένα πρωτόγνωρο πολυμήχανο και πολύπλευρο χαρακτήρα.
Τα τεχνολογικά προϊόντα σχηματίζονται με βάση τη σκοπιμότητα του ανθρώπου, παρολαυτά όμως σταδιακά εμπνέουν και άλλες -εν πολλοίς ανεξάρτητες- χρήσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα μέρη του σώματος ενός ανθρώπου. Όπως ένα παιδί που έχει γεννηθεί με χαρισματικές φωνητικές χορδές είναι πολύ δύσκολο να αποτραπεί από το να τραγουδά, έτσι και ένα παιδί με ένα τσεκούρι στα χέρια θα ανακαλύψει ότι στον κόσμο υπάρχουν όλο και περισσότερα πράγματα που θέλουν κόψιμο. Εδώ είναι που αρχίζουν και οι εκτροπές. Τα Ηνωμένα Έθνη χρησιμοποιούν ένα πολύ γνωστό ρητό που λέει ότι ο πόλεμος ξεκινά στο μυαλό των ανθρώπων.
Ο Rowe φυσικά δεν ισχυρίζεται ότι μια τέτοια οντολογικής φύσεως συγχώνευση θα μας έλυνε τα πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα και επιπλέον ισχυρίζεται ότι η συγχώνευση αυτή από μόνη της δείχνει ακόμα πιο έντονα το συγκρουσιακό χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ Οικολογίας και Τεχνολογίας: Η δυνατότητα να προσδώσουμε στην τεχνολογία τον χαρακτήρα εξαρτημάτων που επεκτείνουν τον άνθρωπο και τις δυνατότητές του μας οδηγεί αναπόφευκτα και στη σκέψη της δυσχερούς αλλοίωσης της φυσικής εικόνας του ανθρώπου. Με λίγα λόγια ο άνθρωπος οφείλει να αποδώσει στην τεχνολογία αποκλειστικά τον χαρακτήρα του πνευματικού του προϊόντος και όχι της οντολογικής του επέκτασης καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε μια τεράστια αλλοίωση της φυσικής εικόνας του ανθρώπου προς το χειρότερο.
120 χρόνια περίπου πριν διατυπώσει ο Rowe την άποψη σχετικά με την οντολογική αυτή συγχώνευση, ήδη υπήρξαν πρόδρομοι που επιχειρηματολόγησαν πάνω σε αυτό το θέμα. Ο Ralph Emerson υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο σώμα είναι ο χάρτης των εφευρέσεων, το γραφείο των πατεντών όπου και βρίσκονται τα πρότυπα, τα μοντέλα από όπου και εκπορεύονται όλα τα σχέδια. Όλα τα εργαλεία και οι μηχανές που βρίσκονται πάνω στον κόσμο είναι επεκτάσεις του σώματος και των αισθήσεων του ανθρώπου. Ο άνθρωπος τελικά είναι μια ιδιοφυία υπηρετούμενη από όργανα (Emerson, 1870). Ο Emerson ήταν γνωστός για τις υπερβατικές του απόψεις και την προσπάθειά του να θεμελιώσει μια θεωρία που θα συνδέει με άρρηκτους δεσμούς τον άνθρωπο με τη φύση. Παρόλαυτά η συγκεκριμένη του απόπειρα οντολογικής σύνδεσης της φυσικής υπόστασης του ανθρώπου με κάθε είδους Τεχνολογική έκφανση οδηγεί το συλλογισμό σε μια αντίφαση. Δεν είναι δυνατό ο άνθρωπος εξορισμού να στρέφεται εναντίον του ίδιου του του εαυτού καθώς σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση Τεχνολογία και Ανθρωπος είναι ένα, αλλά η Τεχνολογία -όπως περίτρανα και εμπειρικά αποδείχθηκε- στρέφεται εναντίον της φύσης και επομένως εναντίον του ανθρώπου.
Επιπρόσθετα, η συγχώνευση και η συμφιλίωση δυο τέτοιων αντιθέτων πόλων σύμφωνα με την προσωκρατική Ηρακλείτεια (αλλά και Αναξιμάνδρεια) άποψη είναι κάτι που δεν βοηθάει ιδιαιτέρως στην εξέλιξη του κοσμικού γίγνεσθαι. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και πρέπει να την αφήσουμε να επέλθει ώστε να δούμε ποιος θα καταλήξει βασιλιάς και ποιος δούλος (Ηράκλειτος). Το μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος εδώ ώστε να εξασφαλίσει κάποια απαραίτητα για την επιβίωσή του πράγματα είναι να γίνει διαιτητής αυτής της διαμάχης. Η διαμάχη με την έννοια του ολοκληρωτικού αφανισμού, έννοια που προσδίδει στη διαμάχη περισσότερο ο Αναξίμανδρος με την αλληλεξουδετέρωση των αντιθέτων, θα ήταν κάτι που προφανώς δεν θα διευκόλυνε ούτε τη Φύση, ούτε τον άνθρωπο και τα δημιουργήματά του. Για να αποφευχθεί λοιπόν αυτή η αλληλεξουδετέρωση των αντιμαχόμενων πλευρών ο άνθρωπος επινοεί και εφαρμόζει μεθόδους που υπόσχονται μια βιώσιμη για όλους προοπτική.
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ: ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Ο όρος της Τεχνολογίας όπως και εκείνος της Τεχνολογίας δε γίνεται να νοηματοδοτηθούν εκ νέου ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι είναι σύμμαχοι και όχι αντίπαλοι. Ακόμα και σε περιπτώσεις που η τεχνολογία και ο ανθρώπινος πολιτισμός εν γένει φαίνεται να ενεργούν εις όφελος της φύσης, στην ουσία την εμποδίζουν από την ομαλή εξέλιξή της. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα είναι η περίπτωση μιας πυρκαγιάς. Τα τεχνολογικά μέσα πλέον έχουν εξελιχθεί ώστε οι τρόποι κατάσβεσής της να είναι ποικίλοι και αποτελεσματικοί (πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα, οχήματα και εξοπλισμός τελευταίας τεχνολογίας κλπ). Η ανθρώπινη επέμβαση όμως έχει υποστηριχτεί από πολλές οικολογικές πηγές ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να έχει θέση. Στο οικολογικό πάρκο του Yellowstone, μετά από το ξέσπασμα μιας μεγάλης πυρκαγιάς, υπήρξαν διενέξεις μεταξύ οικολόγων στο αν έπρεπε να επέμβει ο ανθρώπινος παράγοντας ώστε να την κατασβέσει. Αυτοί που υποστήριζαν τη μη επέμβαση του ανθρώπου είχαν σαν κεντρική επιχειρηματολογία το γεγονός ότι η πυρκαγιά έχει ωφέλιμες επιπτώσεις, όπως είναι η αναζωογόνηση του οικοσυστήματος και η αναδιάρθρωσή του πάνω σε πιο υγιείς προδιαγραφές (Rolston, 1991). Βέβαια η πυρκαγιά μπορεί να προήλθε από μη φυσικά μέσα όπως είναι η αμέλεια των ενεργειών ενός ανθρώπου, επομένως κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι ο άνθρωπος πρέπει να επέμβει εκ νέου ώστε να επαναφέρει την ισορροπία. Εδώ ορισμένοι οικολόγοι θα αντιτείνουν ότι αυτό είναι ένας φαύλος κύκλος και ότι ο άνθρωπος οφείλει να αφήσει την άγρια φύση ανέγγιχτη και να σεβαστεί επιτέλους την αγριότητά της.
Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι κάτι το ξεχωριστό από τη φύση, άμεσα εξαρτώμενος όμως από την ακεραιότητα της τελευταίας. Πώς είναι δυνατόν όμως με αυτό ως δεδομένο να υποστηρίξουμε ότι η τεχνολογία, στη μορφή της βιομηχανίας για παράδειγμα, μπορεί να εξελιχθεί διατηρώντας παράλληλα ακέραιο το ηθικό δικαίωμα ενός ζωντανού φυσικού οικοσυστήματος στην αυτοσυντήρηση; Εδώ υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγων ως διαιτητής για να εξομαλύνει τις σχέσεις των δύο αντιμαχόμενων πόλων.
H θεμελιώδης ιδιότητα της βιομηχανίας να καταναλώνει και μερικές φορές να υπερκαταναλώνει φυσικούς πόρους. Εδώ η ανθρωπότητα επεμβαίνει ανασταλτικά και επινοεί τον όρο της βιωσιμότητας ή βιώσιμης ανάπτυξης. Ο όρος της βιωσιμότητας εγείρεται όταν οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες υπερβαίνουν τα προϋπάρχοντα όρια που έχει θέσει η φύση στα οικοσυστήματα της γης. Διαφορετικά ο όρος θα μπορούσε να διατυπωθεί ως βελτίωση της ανθρώπινης δραστηριότητας και κατανάλωσης πόρων μέσα στα λογικά όρια των φυσικών πόρων που αντλούνται από τα οικοσυστήματα της φύσης (Suzuki, 1999). Σε πιο γενικά και -ομολογουμένως- ανθρωποκεντρικά πλαίσια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι βιωσιμότητα είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες των συγχρόνων γενεών χωρίς να καταπιέζει εκείνες των μελλοντικών γενεών (Bruntland, 1997). Ο τελευταίος αυτός ορισμός θεωρείται πλέον ο παραδοσιακός και χρησιμοποιείται εκτενώς ως η ακριβέστερη επεξήγηση του όρου της Βιώσιμης Ανάπτυξης διεθνώς. Η ορολογία αυτή είναι καθαρά προϊόν της παραδοσιακής φιλοσοφίας και του ανθρωποκεντρικού μοντέλου σκέψης. Παρολαυτά μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Με αυτόν τον όρο εκ των πραγμάτων καταδεικνύονται δυο αντιμαχόμενες πλευρές, η φύση και η τεχνολογία. Ο άνθρωπος δε γίνεται να μετατρέψει την έννοια της τεχνολογίας σε περιβαλλοντικά θετική αλλά να διαιτητεύσει τον αγώνα μεταξύ τεχνολογίας και φύσης (φυσικών πόρων) ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή της αριστοτελικής μεσότητας που θα επιτρέψει ένα ευοίωνο μέλλον για τη φύση και τον πολιτισμό εν γένει. Κάτι τέτοιο επιχειρείται μέσω του όρου της “Βιομηχανικής Οικολογίας” όπου κατά κύριο λόγο μελετάται το πώς η τεχνολογική δραστηριότητα μπορεί να τοποθετηθεί στο κατάλληλο οικοσύστημα που θα μπορεί να “αντέξει” την ανάλογη άντληση πόρων και την αφομοίωση του σεβαστού ποσοστού των αποβλήτων (Lifset, 1999). Το μοντέλο αυτό της Βιομηχανικής Οικολογίας ενσωματώνει τον όρο της “Βιολογικής Αναλογίας” (Wernick, Ausubel, 1997) στα πλαίσια της οποίας γίνονται σημαντικές μελέτες για το μοντέλο φυσικού οικοσυστήματος που είναι καταλληλότερο για μια συγκεκριμένη βιομηχανική δραστηριότητα. Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι πολλές εκφάνσεις της Τεχνολογίας (του μεγάλου και επιβλητικού “Τ” που θα μας πει εύστοχα ο Rowe) όχι μόνο δεν ενέχουν κάποια ουδέτερη ηθική αξία, αλλά αντιθέτως, στη σημαντική βιομηχανική τους μορφή ας πούμε, αποτελούν -άλλοτε μεγαλύτερη, άλλοτε μικρότερη- απειλή για ένα φυσικό οικοσύστημα. Εδώ πλέον απλώς αναζητούμε και μελετούμε τους τρόπους με τους οποίους η απειλή αυτή θα αμβλυνθεί για χάρη της επιδιωκόμενης ισορροπίας και βιωσιμότητας.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ταυτόχρονη απομάκρυνση από τη νοοτροπία των ορυκτών καυσίμων, η διάθεση για ανακύκληση των απορριμμάτων και φιλτράρισμα των ρύπων αλλά και τόσα άλλα που ήδη προαναφέρθηκαν στο χωρίο της Βιώσιμης Ανάπτυξης, υποδηλώνουν τη συνειδητοποίηση του ανθρώπου ότι είναι ανάγκη ζωτικής σημασίας πλέον να καθιερώσει έναν πιο σοβαρό και συμπαγή ρόλο διαιτητή στον αγώνα μεταξύ της Φύσης και της Τεχνολογίας. Όπως έχει ήδη λεχθεί, ο άνθρωπος δεν επιδιώκει να αλλάξει την Τεχνολογία και να την μετατρέψει σε μια έννοια θετική και φιλική προς τη φύση. Κάτι τέτοιο αποδείχθηκε ως οντολογικά αδύνατο. Αυτό που πραγματικά όμως οφείλει απέναντι στη φύση είναι μια δίκαιη μεταχείριση και μια εντιμότητα απέναντι σε όλα εκείνα τα στοιχεία του Οικοσυστήματος που του προσφέρονται απλόχερα ώστε να τα διαθέσει ελεύθερα και κατά βούληση.
Η ιδέα της διατήρησης και εξέλιξης της Τεχνολογίας είναι εκ των πραγμάτων μια παραδοξολογία ως προς τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου. Από την άλλη, η κατάργησή της θα σημαίνει τη διακοπή κάθε εξελικτικής ικανότητας του ανθρωπίνου πνεύματος, πράγμα που θα ταύτιζε οντολογικά τον άνθρωπο με τα υπόλοιπα όντα που απαρτίζουν την Οικόσφαιρα. Η ιδέα της διαιτησίας των ανθρωπίνων τεχνολογικών ενεργειών φαίνεται πολλές φορές δυσάρεστη σε αρκετούς που την αντιμετωπίζουν ως τροχοπέδη συνήθως στα βιομηχανικά και οικονομικά τους σχέδια. Μάλιστα υπάρχουν κάποιοι που διατυπώνουν πως ορισμένοι οικολόγοι υπερβάλλουν και αντιτίθενται στην εξέλιξη της επιστήμης και, εν γένει, στην ίδια την ανθρώπινη υπόσταση αφού τεχνολογία αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της. Απέναντι σε αυτούς, ο Stan Rowe που μας απασχόλησε και παραπάνω θα αντιτείνει το γνωστό ρητό του “Δεν είμαι μισάνθρωπος, αλλά υπερασπιστής της Γης ενάντια στις υπερβολές των ανθρώπων”. Τελικώς φαίνεται πως η φύση δε δημιούργησε μόνο δυνάμεις αυτοκαταστροφής, αλλά και δυνάμεις που είναι σε θέση να εμποδίσουν τέτοιες καταστροφικές τάσεις.
Παναγιώτης Αποστολόπουλος Πέρρος
διαθέσιμο από το WWW.FILOSOFIA.GR