Ένα άλλο φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια: εκείνο μιας ακούσιας, αναγκαστικής, αποανάπτυξης. Και παράλληλα, η διαρκής μεγέθυνση της οικονομικής, κοινωνικής καιοικολογικής κρίσης, η αδικία, η ολοσχερής απώλεια προσανατολισμού, η ανασφάλεια και, κύρια, η πιθανότητα κατάρρευσης του ίδιου του οικονομικού συστήματος, ωθούν διαρκώς ευρύτερους κοινωνικούς τομείς να θέτουν επίμονα το ερώτημα γύρω από το προφίλ ενός νέου σχεδίου κοινωνίας. Ο Σέρζ Λατούς διευκρίνισε σε πάμπολλες περιπτώσεις ότι ηαποανάπτυξη είναι πρώτιστα ένα σλόγκαν και ότι η αποδοχή της δεν επιδέχεται πολιτικές συνταγές «με το κλειδί στο χέρι». Η υπέρβαση του ισχύοντος πολιτισμικού μοντέλου και η διάβαση σε μια αυθεντική κοινωνία της αποανάπτυξης – δίκαιης, αυτόνομης καιβιώσιμης – προϋποθέτουν την αντιμετώπιση προβληματικών με μέγεθος και πολυπλοκότητα που απαγορεύουν την αποδοχή των όποιων απλουστευμένων και απλοποιημένων συνταγών. Το επείγον της πολλαπλής κρίσης δεν αφήνει περιθώρια παθητικής στάσης ενώπιον των παραπάνω προβληματικών αλλά ούτε την περαιτέρω αναβολή του καθορισμού ενός πολιτικού προγράμματος δράσης. Από την άλλη πλευρά, η θεωρητική αναζήτηση έχει κάνει εκπληκτικά βήματα τα τελευταία χρόνια έτσι ώστε να είναι πρακτικά αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η οπτική της αποανάπτυξης συνιστά αποκλειστικά και μόνο κριτική στην νεοφιλελεύθερη οικονομία.
Στο πεδίο των χιλιάδων, κακόφωνων, διαφορετικών απόψεων που χαρακτηρίζει την μετα-νεωτερικότητα, «η αποανάπτυξη συγκροτεί ένα συμμετοχικό ορίζοντα νοήματος, μια συνολική ή και ολική συστημική οπτική, που ενσωματώνει και δικτυώνει μερικές από τις σημαντικότερες κινηματικές διεκδικήσεις χειραφέτησης των τελευταίων ετών». Η κατανόηση του επείγοντος της αντιμετώπισης της κρίσης και, ακόμη περισσότερο, ο καθορισμός των στρατηγικών της καθοριστικής της αντιμετώπισης, διαφέρουν σημαντικά. Η δυνατότητα όμως μιας συνθετικής αντίληψης του πολυδιάστατου χαρακτήρα της και η ικανότητα ενόρασης μιας συστημικής δυναμικής, πολύπλοκης όσο και δύσκολα αποκωδικοποιήσιμης – πίσω από την εκπληκτική μεταλλακτικότητα των εκδηλώσεων που την χαρακτηρίζουν – συνιστούν την πραγματική πρόκληση εκείνης της προσέγγισης και οπτικής που ονομάζουμεαποανάπτυξη και της δυνατότητας μεταλλαγής της σε μια γνήσια συμμετοχική πολιτική πρόταση. Καπιταλιστική συσσώρευση, ανάπτυξη και αποανάπτυξη Τον βασικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας αποτελεί η επανεπένδυση μέρους του κέρδους προς όφελος της μεγέθυνσης του διαθέσιμου κεφαλαίου το οποίο, μέσω του τεχνολογικού νεωτερισμού, μεταλλάσσεται σε εργαλείο υλοποίησης περαιτέρω κέρδους. Στον βασικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας οφείλεται η αδιάλειπτηοικονομική μεγέθυνση που χαρακτήρισε τις δυτικές κοινωνίες από την απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης σε αντίθεση με τις πρότερες μορφές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Ο αυτό-αυξητικός χαρακτήρας του καπιταλισμού δεν μπορεί να αγνοηθεί. Παρά την εξύμνηση της υποτιθέμενης αυτορρύθμισης των αγορών, έχει τεθεί σχεδόν στο περιθώριο η ανάδειξη της αυτό-αυξητικήςφύσης της διαδικασίας συσσώρευσης η οποία απέκτησε τα χαρακτηριστικά πρόωρης ωρίμανσης στις αρχές του 20ου αιώνα, παράλληλα με την μετάλλαξη της αμερικανικής οικονομίας στον «μονοπωλιακό καπιταλισμό» που περιγράφουν άψογα οι Μπάρανκαι Σγουίζι (1968). Στην πραγματικότητα, σαν αυτό-αυξητικήδιαδικασία, η συσσώρευση κεφαλαίου έχει την τάση ώθησης του συστήματος στην κατεύθυνση της συγχώνευσης των παραγωγικών μονάδων σε λίγες αλλά μεγάλες οντότητες. Σήμερα το φαινόμενο τηςσυσσώρευσης κεφαλαίου κατέκτησε την γνησιότερη μορφή του μέσω των διαδικασιών χρηματοπιστωτικής υπερσυγκέντρωσης, σύμφωνα με τις οποίες η παραγωγική αποκέντρωση υποκαθίσταται από την συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και του ελέγχου μέσω του εργαλείου της πολυεθνικής επιχείρησης. Με πρώτο τον Μαρξ, η πλειοψηφία των κλασικών οικονομολόγωνείχαν αντιληφθεί έγκαιρα ότι το «κλειστό, αυτοτροφοδοτούμενο, σύστημα» αποτελούσε και τον βασικό χαρακτήρα τουκαπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Μοναδικό μέσο μιας άλλης, λιγότερο ιδεολογικής, και περισσότερο εργαλειακής προσέγγισης του φαινόμενου συνιστά η συστημική οπτική. Παρά ταύτα, παρά το γεγονός ότι η συστημική ανάλυσηείναι σε θέση να αποκωδικοποιήσει ικανοποιητικά τα αυτό-αυξητικά φαινόμενα αυτού του τύπου, η διαδικασία τηςσυσσώρευσης και της αύξησης του κεφαλαίου αποκτά, από την σκοπιά μας, ένα κεντρικότατο ρόλο στο πλαίσιο της δυναμικής του πλανητικού συστήματος. Και αυτό, τόσο για την αδιαμφισβήτητη δυναμική, διεισδυτικότητα και «διαβρωτικότητα» που την χαρακτηρίζει, όσο και για το γεγονός ότι άλλες, περισσότερο αυτό-καταστροφικές, διαδικασίες – από την οικολογική κρίση έως τον αποκλεισμό και την φτώχεια – συνιστούν άμεσα επακόλουθα της. Οικολογική κρίση Ποια είναι σε τελευταία ανάλυση η βασική αιτία της κρίσης μεταξύ της αυτό-αυξητικής φύσης του καπιταλιστικού συστήματος και της βιοσφαίρας; Είναι γνωστό ότι οι κλασικές οικονομικές οπτικές, συμπεριλαμβανομένης και της μαρξιστικής, προσδίδουν θετικό χαρακτήρα στην ανάπτυξη. Ίσως γι’αυτό, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι δεν υπέθεσαν ποτέ ότι θα έπρεπε να επιβάλλουν κάποιο όριο: το «περισσότερο», για αυτούς, είναι πάντα και το «καλύτερο». Δίχως αναδρομές σε ανθρωπολογικά όρια, είναι προφανές ότι η προσέγγιση αρθρώθηκε σε μια ιστορική φάση της καπιταλιστικής διαδικασίας κατά την οποία τα εξαιρετικά αποθέματα της βιοσφαίρας πρόβαλλαν σαν ελάχιστη την ζήτηση που καλούνταν να ικανοποιήσουν – πόροι, απορρόφηση αποβλήτων κ.λ.π. Δεν είναι όμως έτσι. Από την εποχή των πρώτωνβιο-οικονομικών μελετών του Γκεοργκέσου-Ρόγκεν (2003) διαφάνηκε άμεσα ότι οι οικονομικές διαδικασίεςσυνιστούν υποσύστημα του βιοφυσικού συστήματος που τις υποστηρίζει και όχι αντίστροφα και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε όρια τόσο βιολογικής όσο και θερμοδυναμικής φύσης. Σαν κύριο αποτέλεσμα των μελετών που ακολούθησαν καταγράφηκε ότι ο κύριος στόχος των οικονομικών διαδικασιών – η απεριόριστη αύξηση της παραγωγήςκαι του κέρδους – έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους βασικούς κανόνες της θερμοδυναμικής και, ως εκ τούτου, οφείλει να επαναπροσδιοριστεί ριζικά. «Ανάπτυξη-φτώχεια» και η κριτική της ανάπτυξης Όλη η ιστορία της νεωτερικότητας θα μπορούσε να αναπαρασταθεί σαν την ιστορία μιας κολοσσιαίας μεγέθυνσης και «επέκτασης»: στρατιωτικής, γεωγραφικής, τεχνο-επιστημονικής και, κυρίως, οικονομικής. Πρόκειται για την ιστορία της ανάπτυξης και της σπονδυλικής της στήλης, της οικονομικής ανάπτυξης. Τα μεταπολεμικά χρόνια κατέγραψαν στιγμές πραγματικής κορύφωσης της παραπάνω ιστορίας. Ήταν τα χρόνια της οικονομικής έκρηξης, της μαζικής παραγωγής και του κευνσιανού συμβολαίου μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Με απαρχή την περίφημη παρέμβαση του Τρούμαν γύρω από την κατάσταση της Ένωσηςτου 1949, η ανάπτυξη αναδεικνύεται σε σύνθημα και επισκεπτήριο του δυτικού κόσμου απέναντι σε τρίτες χώρες που, όχι τυχαία, χαρακτηρίζονται σαν αναπτυσσόμενες. Με αυτό τον τρόπο η ηγεμονική πολιτική της Δύσης κρύφτηκε πίσω από ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα καθολικής χειραφέτησης και όλος ο πλανήτης καλούνταν να την ακολουθήσει στον «θαυμαστό» κόσμο της προόδου και της ανάπτυξης (Ριστ, 1997). Θα ήταν άστοχο να αγνοηθούν οι εμφανείς βελτιώσεις των υλικών συνθηκών διαβίωσης που κατακτήθηκαν κύρια κατά την περίοδο 1955-75 τουλάχιστον στο πλαίσιο των δυτικών χωρών. Παρά ταύτα, η είσοδος στην δεκαετία του ’80 κατέδειξε ότι η «συνταγή» της ανάπτυξης δεν ήταν δυνατόν να υιοθετηθεί από όλους ενάντια στις καθολικότατα οράματα της Δύσης (Λατούς, 1993). Τα διαθέσιμα δεδομένα μιλούν ξεκάθαρα: το εθνικό ακαθάριστο προϊόν της αφρικανικής Ηπείρου παραμένει ακόμη χαμηλότερο του 2% του ακαθάριστου προϊόντος ολόκληρου του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά, οι διαφορές εισοδήματος μεταξύ των πιο πλούσιων και των πιο πτωχών διευρύνονται δραματικά: το ετήσιο εισόδημα του 1% των πιο πλούσιων του πλανήτη είναι μεγαλύτερο του 57% των πτωχότερων του – 3,5 δισεκατομμύρια άτομα σύμφωνα με τηνUNDP το 1999 και το 2002. Η ευημερία και ο πλούτος συνυπάρχουν με μια μυριάδα αποκλεισμένων από το «τραπέζι» της κοινωνίας της κατανάλωσης. Όποιοι και αν είναι οι αριθμοί που σκιαγραφούν αυτή την δραματική πραγματικότητα – 2.737 δισεκατομμύρια άτομα που ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα και ένα παιδί που πεθαίνει κάθε 3 δευτερόλεπτα – παραμένει το γεγονός ότι η Δύση δεν είναι σε θέση να εξαλείψει την ντροπή τηςφτώχειας και ότι η ανάπτυξη και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των πλουσιότερων δεν αντιστοιχεί σε καμία αυθόρμητη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των φτωχότερων όπως διαβεβαίωναν οι θεωρητικοί της ανάπτυξης. Το δράμα του αποκλεισμού δεν αφορά μόνο τις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη αλλά προβάλλει και στο εσωτερικό των πλουσιότερων: παρά την οφθαλμοφανή διαφοροποίηση των συνθηκών ένδειας και περιθωριοποίησης, οι επιλεγόμενοι και «νεόπτωχοι» της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών υπερβαίνουν σήμερα τα 100 εκατομμύρια. Για ποιο λόγο, λοιπόν, το δυτικό όνειρο προσφοράς διαρκώς καλύτερων συνθηκών διαβίωσης, για όλη την ανθρωπότητα, μοιάζει να εξαϋλώνεται απέναντι στην σκληρή πραγματικότητα της διαρκώς μεγαλύτερης και ευρύτερηςένδειας και περιθωριοποίησης; Μολονότι η γενική εικόνα της κατάστασης παρουσιάζει μια αυξημένη πολυπλοκότητα και διαφοροποίηση ανάλογα με τις ιστορικο-πολιτικές συνθήκες της κάθε χώρας, η ενδελεχής της ανάλυση αφήνει να διαφανεί τον κοινό παρανομαστή μιας συστημικής δυναμικής: τις αυτό-αυξητικές διαδικασίες της ανάπτυξης και της συσσώρευσης. Οι διαρκώς αυξανόμενες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν και πραγματοποιούνται στον δυτικό κόσμο, με την είσοδο στην εποχή τουεκβιομηχανισμού, αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία μιας διαρκώς ταχύτερης τεχνολογικής προόδου με συνεχή αύξηση τηςπαραγωγικότητας και διαρκή νεωτερισμό σε επίπεδο προϊόντος. Η δημιουργία μεγάλου περιθωρίου κέρδους επέτρεψε περαιτέρω επενδύσεις και, κατά συνέπεια, επιπλέον αύξηση τηςπαραγωγικότητας και ακόμη ευρύτερο νεωτερισμό σε προϊόν. Δεδομένης δε της ανταγωνιστικής φύσης των αγορών, όποιος δεν κατόρθωσε να ακολουθήσει την τεχνολογική εξέλιξη και το κύμα των νεωτερισμών αντιμετώπισε την ταχεία καταστροφή της παραδοσιακής οικονομίας και ένα βαθύτατο τεχνολογικό χάσμα. Είναι πλέον προφανές ότι το ύψος της σύγχρονης παραγωγικότητας, στις πλέον αναπτυγμένες χώρες, επιτρέπει μόνο σε περιορισμένες μειοψηφίες να προχωρήσουν στην ικανοποίηση των αναγκών προϊόντος των οικονομιών του κόσμου. Οι υπόλοιποι, οι «ναυαγοί της ανάπτυξης», παραμένουν αποκλεισμένοι και προορισμένοι να μαζεύουν τα ψίχουλα που πέφτουν από το πλούσιο τραπέζι του παγκόσμιου καταναλωτισμού. Φυσικά, πλάι στην δυναμική της αυτό-αύξησης λειτουργούν και διαδικασίες εξισορροπητικής φύσης, μερικής και ελεγχόμενης διάχυσης του πλούτου – «tricle dawn effect». Πλούτος και ευημερία των πλουσιότερων χωρών διαχέονται μερικώς σε μια σειρά περιοχών που διαθέτουν ένα μέσο τεχνολογικό επίπεδο και επεκτείνονται όμορα σε αυτές. Πρόκειται για περιοχές που ωφελούνται από τις επενδύσεις και τα αυξημένα ύψη επένδυσης του «κέντρου». Αν θεωρήσουμε ότι αυτή είναι η κρυφή δυναμική που χάραξε την καμπύλη της ανάπτυξης έως σήμερα, δεν πρέπει να παραξενεύει το γεγονός ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μια πολωμένη παγκόσμια οικονομία που υπαγορεύει διαρκώς εντονότερες διαφοροποιήσεις μεταξύ «κέντρου» και «περιφέρειας», με την ανάπτυξη να τροφοδοτεί το δράμα τηςφτώχειας και του αποκλεισμού αντί να το θεραπεύει (Αμίν, 2002, Βέλλερστάιν 1997, Λατούς 1993).
Αν δε η απουσία προτάσεων θεραπείας των προβληματικών της φτώχειας και της συνύπαρξης τους με το φαινόμενο της συγκέντρωσης του πλούτου σε ολοένα λιγότερα χέρια, αποτελεί χειροπιαστή απόδειξη της κοινωνικής κρίσης των καιρών μας, η ύπαρξη της ανέχειας και της πενίας στο εσωτερικό των πλούσιων χωρών επιβάλλουν να στρέψουμε το βλέμμα αλλού, σε άλλη κατεύθυνση, σε αναζήτηση μιας κοινής ερμηνευτικής μήτρας. Ανάπτυξη και έκλειψη της κοινωνικής συνοχής Κατά τον Καρλ Πολάνι, η καπιταλιστική διαδικασία – ή ο μεγάλος κοινωνικο-οικονομικός μετασχηματισμός που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση – ενέχει μια διπλή διαδικασία εμποριοποίησης: αμφότεροι οι συντελεστές της παραγωγικής διαδικασίας, άνθρωποι και φύση, ανάγονται υποχρεωτικά σε εμπόρευμα. Το απαιτεί η φύση της μεγα-μηχανής: η τακτική, συστηματική, τροφοδοσία της με φυσικούς πόρους και εργασία αποτελεί αναμφισβήτητη αναγκαιότητα της φυσιολογικής της λειτουργίας όπως αποτελεί αναγκαιότητα και για την ικανοποιητική ανταποδοτικότητα, χαμηλού ρίσκου, των τεράστιων κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί. Έτσι, πρώτα στην Αγγλία και στην συνέχεια στο υπόλοιπο της ευρωπαϊκής ηπείρου μεταξύ του 16ου και του 17ου αιώνα, δημιουργούνται οι συνθήκες για την γένεση και την διάχυση μιας αγοράς εργασίας, σύμφωνα με μια αφύσικη και ασυνεχή διαδικασία που μοιάζει περισσότερο με διαδικασία κοινωνικής «μεταμόρφωσης» όπως υπογραμμίζει ο Πολάνι: οι σχέσεις αμοιβαιότηταςστις οποίες θεμελιώνονταν τα κοινωνικο-οικονομικά παραδοσιακά συστήματα θρυμματίζονται βίαια και αντικαθίστανται με σχέσεις αγοράς. Με λίγα λόγια, «η νέα οικονομία επελαύνει στα κατάλοιπα μιας προοδευτικής, κοινωνικής, ερημοποίησης». Κατά την πρωτοποριακή έρευνα του Μαρσέλ Μαούς και των επακόλουθων μελετών του Αντι-ωφελιμιστικού Κινήματος των Κοινωνικών Επιστημών (Καιγιέ, Γκοτμπού, Λατούς), ο τυπικός χαρακτήρας των σχέσεων αμοιβαιότητας των παραδοσιακών κοινωνιών έγκειται στην τριπλή σχέση δωρεά-λήψη-ανταπόδοση(Κεγιέ, 1991). Μέσω της αλλεπάλληλης δωρεάς και ανταπόδοσης η παραδοσιακή κοινωνία προστατεύει και ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς. Αντίθετα, αυτό που χαρακτηρίζει τις σχέσεις αγοράς είναι το «απρόσωπο», το επιλεγόμενο και «ανταλλαγή ισοδύναμων», που τις επιτρέπει να εκμηδενίζονται την στιγμή της συναλλαγής. Όπως γράφει ο Μίλτον Φρίντμαν, ιδεολόγος του νεοφιλελευθερισμού τηςΣχολής του Σικάγο, «στο μεγάλο σουπερμάρκετ της παγκοσμιοποίησης, δεν χρειάζεται ούτε η γνωριμία αλλά ούτε και η συμπάθεια». Δεν αναφέρθηκε όμως στην άλλη όψη του νομίσματος ή στο ότι η διάχυση των σχέσεων αγοράς συνοδεύεται αναπόφευκτα από την προοδευτική εξαΰλωση των κοινωνικών δεσμών. Στο πλαίσιο της πρώτης βιομηχανικής περιόδου η διαδικασία εμποριοποίησης έλαβε τα χαρακτηριστικά ενός βίαιου κοινωνικού τραυματισμού, συχνά με άλλο τόσο βίαια παρεπόμενα, ενώ στην σημερινή πραγματικότητα εκφράζεται σανκοινωνική ρευστότητα. Η ρευστή, νεωτερική, κοινωνία είναι μια γνήσια κοινωνία της κατανάλωσης (Μπάουμαν, 2006), μια κοινωνία στην οποία τόσο οι άνθρωποι όσο και τα αγαθά θεωρούνται αντικείμενα κατανάλωσης, χάνοντας προοδευτικά χρησιμότητα, ελκυστικότητα και, κατά βάθος, αξία. Η ρευστή κοινωνία είναι μια κινητική κοινωνία, μια «παροδική» κοινωνία, μια κοινωνία επισφαλής, στην οποία το κάθε τι που έχει αξία μετασχηματίζεται γρήγορα στο αντίθετο, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ρευστή κοινωνία είναι μια κοινωνία του ρίσκου, μια κοινωνία στην οποία η ελευθερία της επιδίωξης της απόκτησης ταυτότητας μέσω της κατανάλωσης αντιστοιχεί σε μια διαρκώς αυξανόμενη ανασφάλεια. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η διάλυση των κοινωνικών δεσμών, η οποία χαρακτηρίζει την ρευστή νεωτερικήκοινωνία, είναι προϊόν της αυτής διαδικασίας αυτό-αυτοαυξητικού χαρακτήρα που χαρακτήρισε τηνεμποριοποίηση του πρώιμου καπιταλισμού και η οποία ταυτίζεται σήμερα με την ατέρμονη ανάπτυξη και τηνοικονομία της αγοράς. Από την άλλη πλευρά, το οικονομικό σύστημα έχει την ικανότητα αυτοτροφοδότησης με τα προβλήματα τα οποία δημιουργεί το ίδιο – ανασφάλεια, δυσφορία και πολλά άλλα υποπροϊόντα της διάλυσης τωνκοινωνικών δεσμών – τα οποία με την σειρά τους δημιουργούν ανάγκη προστασίας με αποτέλεσμα μια προσφορά αγαθών και υπηρεσιών ad hoc προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης. Καταυτό τον τρόπο το σύστημα κλείνει τον κύκλο και αυτοτροφοδοτείται. Οι τέσσερεις άξονες μιας πολιτικής της αποανάπτυξης Το ερώτημα που τίθεται είναι περισσότερο από εύλογο: ποια θα μπορούσαν να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μιαςπολιτικής της αποανάπτυξης; Κατά κύριο λόγο οφείλουμε να αποδεχτούμε το ότι «κάθε πολιτική που εξισορροπεί, μέσω αρνητικής ανάδρασης, ενεργές αυτό-αυξητικές τάσεις» κινείται στην ορθή κατεύθυνση. Ως εκ τούτου, μια πολιτική της αποανάπτυξης δεν μπορεί παρά να κινείται σε τέσσερεις άξονες – τον οικονομικό, τον κοινωνικό, την οικολογικό και την συμβολικό – ενώ η προγραμματική της προσέγγιση οφείλει να αναπτύσσεται: – από την ανάπτυξη στην αποανάπτυξη, – από την μη βιωσιμότητα στην βιωσιμότητα, – από την ανισότητα – ανταγωνισμό, στην ισότητα – συνέργεια/αμοιβαιότητα, – από την εξάρτηση στην αυτονομία. Μολονότι εσωκλείει ένα υψηλό βαθμό αφαίρεσης, η προσέγγιση αυτού του τύπου διασαφηνίζει ορισμένες θεμελιώδεις πτυχές της προβληματικής. Κατά πρώτο λόγο, η διάσταση της ισότητας δεν είναι πλέον επαρκής παρόλο που είναι ακόμη περισσότερο από επίκαιρη ή, καλύτερα, απαραίτητη στο πλαίσιο του καθορισμού της γωνίας ανάγνωσης της ιστορίας. Σε αυτή οφείλουμε να προσθέσουμε τουλάχιστον μία δεύτερη διάσταση, εκείνη της βιωσιμότητας/μη βιωσιμότητας η οποία, με την σειρά της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την διάσταση τηςανάπτυξης/αποανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, η αποκωδικοποίηση του νοήματος των εναλλακτικών κοινωνικών «σχεδίων» και των κινηματικών διεκδικήσεων – από τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης έως τα σύγχρονα περιβαλλοντικά και φεμινιστικά κινήματα και τις πολυάριθμες και πολυποίκιλες διεκδικήσεις εκείνων που αγωνίζονται, στις διάφορες γωνιές του κόσμου για μια συμμετοχική διαχείριση των συλλογικών αγαθών – επιβάλλει την προσθήκη μιας τέταρτης διάστασης που θα μπορούσε να ταυτιστεί με την αυτονομία του Καστοριάδη. Αυτονομία, σαν «σχέδιο μιας κοινωνίας όπου όλοι οι πολίτες έχουν ίσες ευκαιρίες ουσιαστικής συμμετοχής στην νομοπαρασκευή, στην διακυβέρνηση, στην δωσιδικία και, τέλος, στην συγκρότηση της ίδιας της κοινωνίας» (Καστοριάδης, 2005). Κατά δεύτερο λόγο, όσο είναι για την Δύση προφανής η ύπαρξη ενός φαύλου κύκλου μεταξύ ανάπτυξης,ανταγωνιστικότητας και εξάρτησης, άλλο τόσο είναι σημαντική η διαπίστωση της τρέχουσας αλληλεξάρτησης μεταξύ αποανάπτυξης, βιωσιμότητας και αυτονομίας. Μια κοινωνία της αποανάπτυξης είναι μία κοινωνία που έχει ήδη μειώσει την κλίμακα και το αποτύπωμα των μεγα-δομών της στην κατεύθυνση μιας ουσιαστικής οικολογικής βιωσιμότητας. Η ολοκλήρωση των βιο-οικονομικών κύκλων είναι δυνατή, στην πραγματικότητα, μόνο στην κλίμακατης τοπικότητας όπου η ποσότητα και ποιότητα της πληροφόρησης είναι η απαιτούμενη και ο έλεγχος γύρω από τηνβιωσιμότητα των παραγωγικών διαδικασιών είναι ο καλύτερος δυνατός. Το «μικρότερο» δεν συνεπάγεται απαραίτητα και το «καλύτερο» από οικολογικής σκοπιάς. Οι παραγωγικές όμως δομές μικρομεσαίας κλίμακας είναι οι μόνες που επιτρέπουν ένα ικανοποιητικό βαθμό συμμετοχικού ελέγχου της τεχνολογίας και, ως εκ τούτου, οι μοναδικές σε θέση να προχωρήσουν σε επιλογές προς όφελος μιας αυθεντικής οικολογικής βιωσιμότητας. Από την άλλη πλευρά η αποανάπτυξη συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για την δημιουργία συνθηκών κοινωνικής ισοτιμίας. Όπως έχει ήδη αποδειχτεί, ο αποκλεισμός και η ανισοτιμία συνιστούν γνήσια τέκνα της ανάπτυξης. (Λατούς, 2003, Ριστ 1997). Μόνο μια οικονομία που έχει κατορθώσει να μειώσει την κλίμακα των μηχανισμών της είναι σε θέση να προάξει μια αυτόνομη κοινωνία (Καστοριάδης, 1998, 2005). Μόνο μια τεχνο-επιστήμη που έχει απαρνηθεί την τάση γιγαντισμού της και το όραμα μιας αυτοαναφερόμενης επικυριαρχίας είναι διαχειρήσιμησυλλογικά και συμμετοχικά, σε τοπική κλίμακα, έτσι ώστε να αποτελέσει ένα από τους βασικούς παράγοντες θεμελίωσης μιας αυτόνομης και αρμονικής κοινωνίας. Μόνο μια κοινωνία που θα κατορθώσει να μεταλλάξει το φαντασιακό της, προάγοντας την αυτονομία, είναι ικανή να διαπλάσει πολίτες και θεσμούς σε θέση να επιχειρήσουν τον μετασχηματισμό των οικονομικών διαδικασιών στην κατεύθυνση της αποανάπτυξης. Από αυτή την οπτική γωνία, δεν έχει σημασία αν θα πρέπει να μεταλλαγεί πρώτα το φαντασιακό και έπειτα οι κοινωνικο-οικονομικές δομές: η πρώτη μεταλλαγή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της δεύτερης και αντίστροφα. Ποιος είναι τώρα ο τύπος των διαδικασιών σε θέση να υποβοηθήσουν την επανισορρόπιση αυτού του τύπου; Ποιες οι χειροπιαστές προτάσεις που μπορούν να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή; Αν ο βασικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος είναι η ανεξέλεγκτη αυτό-αύξηση και αν το ίδιο επιβαρύνεται με την αποκλειστική ευθύνη των κοινωνικών ανισοτήτων και της καταστροφής της βιοσφαίρας, η άρθρωση μιας πολιτικής της αποανάπτυξης αναγκαιεί τον προσδιορισμό ενός φάσματος διαδικασιών ικανών να αποτρέψουν, σε μια πρώτη φάση, την κατάρρευση του συστήματος και να δημιουργήσουν στην συνέχεια τις προϋποθέσεις της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτισμικής μεταλλαγής στην κατεύθυνση της βιωσιμότητας, τηςδικαιοσύνης και της αυτονομίας.
του Μάουρο Μποναϊούτι
Ο Μάουρο Μποναϊούτι είναι οικονομολόγος, καθηγητής οικονομίας στα Πανεπιστήμια της Μόντενα και του Ρέτζιο Εμίλια. Ασχολείται τα τελευταία δεκαετία με διεπιστημονικές θεματικές στο πεδίο των σχέσεων οικονομίας και οικολογίας – βιο-οικονομία, «νέα οικονομία» και «άλλη» οικονομία, κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμη». Στάθηκε συνιδρυτής του MAUSS – Αντιωφελιμιστικού Κινήματος στο πλαίσιο των Κοινωνικών Επιστημών – και του RES -Δικτύου Αλληλέγγυας Οικονομίας.