Η παραδοχή του οικολογικού κινδύνου, αν όχι κυριολεκτικά ο φόβος μιας επερχόμενης οικολογικής καταστροφής, αποτελεί σήμερα κοινό τόπο για το σύνολο της κοινωνίας. Αυτό προδίδεται από τη διεξαγωγή διεθνών “συνόδων κορυφής” για περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως η πρόσφατη στη Κοπεγχάγη για τη κλιματική αλλαγή, από την εισαγωγή περιβαλλοντικών ζητημάτων στα πολιτικά προγράμματα όλων των κομμάτων, από την αύξηση και ενδυνάμωση των οικολογικών κινημάτων και οργανώσεων. Η εισαγωγή του κόμματος των Οικολόγων Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο το 2008 αποτελεί απόδειξη της ανάπτυξης “περιβαλλοντικής ανησυχίας” και στην ελληνική κοινωνία – ανάπτυξη που πρόδιδε ήδη άλλωστε και ο συνεχής πολλαπλασιασμός των “οικολογικών προϊόντων” στα ράφια των super-market.
Αυτή η ανησυχία δεν είναι σε καμία περίπτωση αβάσιμη. Αντιθέτως, ο οικολογικός κίνδυνος είναι πράγματι υπαρκτός και συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη του σύγχρονου τρόπου παραγωγής. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το παράδειγμα του “φαινομένου του θερμοκηπίου”. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, που είχαν μείνει σε σταθερό επίπεδο όλη τη προηγούμενη χιλιετία, έχουν αυξηθεί δραματικά μέσα στον τελευταίο αιώνα (σε βαθμό περίπου 30%) και συνεχίζουν να αυξάνονται. Ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης, στη περίοδο από τις αρχές του αιώνα μπορεί να αποδειχθεί μια μακροπρόθεσμη τάση θέρμανσης του χαμηλότερου στρώματος της ατμόσφαιρας, ενώ επιστημονικές έρευνες επισημαίνουν μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας από το 1980 που συνδέεται άμεσα με την κατά 20% αυξημένη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.[1]Για την εξέλιξη αυτή δεν ευθύνεται μόνο η αύξηση των βιομηχανικών ρύπων αλλά και η όλο και πιο εντατική υλοτόμηση, που έχει ήδη ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των μισών τροπικών δασών του πλανήτη.
Στο άρθρο του “Η οικολογική κρίση και η δημοκρατία” ο Τάκης Φωτόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά πως:
“κατά την δεκαετία 1980-1990 ο ρυθμός εξαφάνισης των τροπικών δασών αυξήθηκε κατά 36% και σήμερα εξαφανίζεται κάθε χρόνο μια δασώδης περιοχή στο μέγεθος της Αυστρίας”[2]
Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί αυτό της αποκαλούμενης “τρύπας του όζοντος”, της καταστροφής δηλαδή του όζοντος της ατμόσφαιρας από την χρήση χλωροφθορανθράκων, αφήνοντας τους έμβιους οργανισμούς απροστάτευτους από την υπεριώδη ακτινοβολία.[3] Τόσο το “θερμοκήπιο” όσο και η “τρύπα του όζοντος” αποδεικνύουν πως η βιομηχανική ανάπτυξη του περασμένου αιώνα έχει σοβαρές επιπτώσεις πάνω στο οικολογικό σύστημα – ο άνθρωπος, μέσα από τη δραστηριότητά του, αποδεικνύεται ικανός να μετασχηματίσει καταστροφικά το περιβάλλον του, σε βαθμό που να κινδυνεύει η ίδια η δυνατότητα του να επιβιώσει σε αυτό. Αν όμως η μεγάλη πλειοψηφία αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του περιβαλλοντικού κινδύνου καθαρά, ο δρόμος αντιμετώπισης του φαντάζει ακόμη εξαιρετικά θολός. Στόχος αυτής της εργασίας είναι να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο η οικολογική κρίση συνδέεται άμεσα με τον καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης και στη συνέχεια να εξετάσει τις οικολογικές προτάσεις διεξόδου από την κρίση αυτή – τη πρόταση της “πράσινης” ή “ρεαλιστικής” φιλελεύθερης οικολογίας και αυτή της εναλλακτικής από-ανάπτυξης.
Μέρος 1ο: Κρίση και Μεγέθυνση Η γνώση των καταστροφικών για το περιβάλλον επιπτώσεων του σύγχρονου μοντέλου ανάπτυξης δεν έχει οδηγήσει αυτόματα σε αλλαγή παραδείγματος. Αντιθέτως, οι περισσότερες ρυπογόνες δραστηριότητες συνεχίζονται και μάλιστα φαίνεται πως εντείνονται, με αποτέλεσμα να τίθεται σήμερα ο προβληματισμός του κατά πόσο η διαδικασία περιβαλλοντικής καταστροφής μπορεί να είναι αναστρέψιμη – αν είναι δηλαδή ήδη πολύ αργά ή όχι. Στο μέρος αυτό της εργασίας επιχειρείται μια παρουσίαση της σύνδεσης μεταξύ καπιταλιστικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής κρίσης, μέσω της διαδικασίας της συνεχούς μεγέθυνσης, ενώ παράλληλα εξετάζονται οι οικολογικές προτάσεις για μια προσπάθεια διεξόδου από τη κρίση μέσα στα πλαίσια του συστήματος. Ως μεγέθυνση περιγράφεται εδώ η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, δηλαδή η αύξηση του όγκου όλων των παραγωγών αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται, ή που στοιχίζουν νομισματικά, παραγόμενες από την αμειβόμενη εργασία.
α). Το φαινόμενο της μεγέθυνσης Η δυσκολία στην “αλλαγή παραδείγματος” εναπόκειται στο γεγονός ότι η αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης που περιγράφηκε δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης οικολογικής ευαισθησίας αλλά αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης οικονομικής οργάνωσης. Η περίπτωση της «νόσου των τρελών αγελάδων» (Σπογγώδης Εγκεφαλοπάθεια των Βοοειδών) είναι εδώ ενδεικτική καθώς, όπως παρατηρεί ο Φωτόπουλος, “συνδέεται άμεσα και με τα δύο βασικά στοιχεία της οικονομίας της αγοράς: την αγοραιοποίηση (δηλαδή την ιστορική διαδικασία που έχει μετασχηματίσει τις κοινωνικά ελεγχόμενες οικονομίες του παρελθόντος στην οικονομία της αγοράς του παρόντος) και την ανάπτυξη”:
“Η «νόσος των τρελών αγελάδων» πήρε μαζικές διαστάσεις στη Βρετανία κατά τη τρέχουσα δεκαετία και, εξαιτίας της πιθανής σύνδεσής της με την ασθένεια Creutzfeldt–Jacob (CJD), εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές μπορεί σήμερα να βρίσκονται σε κίνδυνο. Το ίδιο το γεγονός ότι η μαζικών διαστάσεων κρίση ξέσπασε στη Βρετανία δεν είναι φυσικά συμπτωματικό. Η Βρετανία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη προώθηση της σημερινής νεοφιλελεύθερης φάσης της αγοραιοποίησης. Έτσι, μέσα στο πλαίσιο των απορρυθμίσεων και της άρσης των κοινωνικών ελέγχων επί των αγορών που ακολούθησαν την άνοδο των νεοφιλελεύθερων στην εξουσία το 1979, οι διαδικασίες εκτροφής των ζώων αναπόφευκτα χαλάρωσαν. Κατά συνέπεια, οι Βρετανοί κτηνοτρόφοι, παλεύοντας να ελαχιστοποιήσουν το κόστος, όπως υπαγόρευε η οικονομία της αγοράς, στράφηκαν προς λιγότερο ασφαλείς διαδικασίες εκτροφής βοοειδών, που αποτέλεσαν το έναυσμα της σημερινής κρίσης. Αυτό δεν συνέβη επειδή οι Βρετανοί κτηνοτρόφοι ήταν πιο άπληστοι, αλλά επειδή βρέθηκαν πιο εκτεθειμένοι στις δυνάμεις της αγοράς απ’ ότι οι συνάδελφοί τους σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. […] Στη Βρετανία, ένας κτηνοτρόφος στη δεκαετία του 1950 μπορούσε να κερδίσει τα προς το ζην με 15 αγελάδες. Στη δεκαετία του 1980, για να έχει το ίδιο πραγματικό εισόδημα, χρειαζόταν 75 αγελάδες!”[4]
Η περίπτωση των Βρετανών κτηνοτρόφων αποκαλύπτει πως, στα πλαίσια της σύγχρονης οικονομικής οργάνωσης, η μεγέθυνση παρουσιάζεται ως “μονόδρομος”, με τη μορφή του διλήμματος “ανάπτυξη ή θάνατος”. Το δίλημμα αυτό είναι πολύ πραγματικό αν το προσεγγίσουμε μέσα από το πρίσμα του καπιταλιστικού συστήματος. Στα πλαίσια του “ελεύθερου ανταγωνισμού”, όπου κυριαρχεί η λογική του “το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό”, η γενική τάση είναι προφανώς η επιδίωξη από τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν, αυξάνοντας τον όγκο της παραγωγικής δυνατότητάς τους, για να μπορούν να εγγυηθούν την επιβίωσή τους. Όπως δηλώνουν χαρακτηριστικά οι υπεύθυνοι της εταιρίας Procter and Gamble: “η μόνη λύση για ένα γκρουπ όπως το δικό μας είναι να λανσάρουμε κάθε χρόνο νέα προϊόντα”.[5]Με τη σειρά τους τα κράτη επιδιώκουν τη μεγέθυνση καθώς μέσω αυτής μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουν σε αύξηση των, εξαιρετικά μη λαοφιλών, φόρων. Η απασχόληση, η πληρωμή των συντάξεων, η ανανέωση των δημόσιων δαπανών (εκπαίδευση, ασφάλεια, δικαιοσύνη, κουλτούρα, μεταφορές, υγεία κοκ) προϋποθέτουν τη σταθερή αύξηση του εγχώριου προϊόντος. Από τη μεριά τους, η χρήση του νομίσματος και ιδίως της πίστωσης, που παρέχουν τη δυνατότητα σε όσους δεν έχουν επαρκή εισοδήματα να καταναλώνουν και να επενδύουν, παρόλο που δεν έχουν το απαιτούμενο κεφάλαιο, συντελούν καθοριστικά στο φαινόμενο της μεγέθυνσης. Κατά τον Σερζ Λατούς:
“Η σχέση πίστωσης δημιουργεί την υποχρέωση να ξεπληρώσουμε το χρέος με τόκο, και επομένως να παράγουμε περισσότερο από όσο λάβαμε. Η εξόφληση με τόκο εισάγει την αναγκαιότητα της μεγέθυνσης καθώς και μια ολόκληρη σειρά από αντίστοιχες υποχρεώσεις. Καταρχάς, πρέπει να είμαστε φερέγγυοι έτσι ώστε να μπορέσουμε να εξοφλήσουμε την πίστωση μέσα σε μια ορισμένη χρονική προθεσμία. Ακολούθως, πρέπει να παράγουμε, με τρόπο κατ’ αρχήν εκθετικό, έτσι ώστε να πληρώσουμε τους τόκους του χρέους και επομένως να εκτιμήσουμε αναγκαστικά όλες τις σχετικές δραστηριότητες κάνοντας μια ανάλυση του τύπου κόστος – κέρδος […]. Αυτές οι συνδυασμένες απαιτήσεις είναι που μας “υποχρεώνουν να μεγεθυνόμαστε απεριόριστα”.[6]
Η μεγέθυνση δεν αφορά όμως μόνο κράτη και επιχειρήσεις. Σε ένα σύστημα όπου το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών λειτουργιών και αναγκών αντιμετωπίζεται μέσα από το μηχανισμό της αγοράς, είναι λογικό η δυνατότητα κατανάλωσης να τείνει να ταυτιστεί με την ευημερία. Από αυτή τη σκοπιά, το βιωτικό επίπεδο ενός πληθυσμού υπολογίζεται κυρίαρχα με βάση την οικονομική του αυτή δυνατότητα, με τον οικονομικό πλούτο να ταυτίζεται εδώ με τον κοινωνικό. Το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη να παρουσιάζεται ως η μόνη λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος της φτώχειας – όπως αποδεικνύεται και από τον ισχυρισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας πως “προκειμένου να εξασφαλίσουμε την ευημερία του συνόλου της ανθρωπότητας, η παραγωγή πλούτου θα πρέπει να είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη το 2050.”[7] Οι αντιφάσεις αυτού του ισχυρισμού αποκαλύπτονται εύκολα. Σε πρώτο επίπεδο, αρκεί κανείς να ανατρέξει στις αναφορές του PNUD (Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη) για να διαπιστώσει πως η αύξηση του παγκόσμιου Α.Ε.Π. δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση και άμβλυνση του ζητήματος της φτώχειας. Κατά το PNUD λοιπόν, το 2004 το Παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ξεπέρασε τα 40.000 δισεκατομμύρια δολάριο, δηλαδή έναν πλούτο επτά φορές μεγαλύτερο ααπό ότι ήταν πριν από πενήντα χρόνια. Η αναφορά σε σχέση με τον πλούτο του πέμπτου πιο φτωχού και του πέμπτου πιο πλούσιου ήταν 1 με 30 το 1970, αλλά το 2004 έγινε 1 με 74. Το 1960 το 20% των πιο πλούσιων κατοίκων καρπωνόταν το 70% των παγκοσμίων εισοδημάτων – τριάντα χρόνια αργότερα το 70% έγινε 83%, ενώ το μερίδιο του 20% των φτωχότερων υποχώρησε από 2,3% σε 1,4%. Ταυτόχρονα, το 5% των κατοίκων του πλανήτη έχουν εισόδημα 114 φορές υψηλότερο από αυτό που έχει το 5% των φτωχότερων.[8] Αν κάτι παρατηρείται εδώ είναι πως η μεγέθυνση όχι μόνο δεν συμβάλει στην εξάλειψη της φτώχειας αλλά αντιθέτως τη τροφοδοτεί, καθώς συνδυασμένη με την άνιση κατανομή και την οικονομική εκμετάλλευση οδηγούν σε συνεχή όξυνση των ανισοτήτων. Σε δεύτερο επίπεδο, η επιδίωξη διαρκούς μεγέθυνσης προσκρούει σε φυσικά όρια: στην ποσοτική περατότητα των πρώτων υλών και στην δυνατότητα αναπαραγωγής της βιόσφαιρας. Στα πλαίσια της διαρκούς ανάπτυξης συντελείται κατασπατάληση και εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων: του άνθρακα, του πετρελαίου, των μεταλλευμάτων, του καθαρού νερού και απλώς του νερού, των εδαφών που διαβρώνονται, των δασών που κόβονται ή καταστρέφονται από την όξινη βροχή. Ο αστικός βιομηχανικός πολιτισμός κατόρθωσε, ουσιαστικά μέσα σ’ έναν αιώνα, να κατασπαταλήσει τα φυσικά αποθέματα για τη παραγωγή εμπορευμάτων και πολεμικών υλικών. Η κατάσταση αυτή δεν θέτει μόνο το μακροπρόθεσμο πρόβλημα της επιβίωσης του πληθυσμού του πλανήτη. Δημιουργεί επίσης προβλήματα που εντείνουν τη δυαδική καταστροφή της φύσης και του ανθρώπου. Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Ευ.Μπιτσάκης:
“Το πετρέλαιο των ΗΠΑ τελειώνει σε δέκα περίπου χρόνια. Τι θα απογίνει λοιπόν μια οικονομία στηριγμένη πάνω στο πετρέλαιο; Η απάντηση έχει ήδη δοθεί. Η περιοχή της Μέσης Ανατολής διαθέτει το 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου. Ο Πόλεμος του Κόλπου ήταν η πρώτη πράξη των ΗΠΑ, υπό την έγκριση του ΟΗΕ, που αποσκοπούσε στον έλεγχο αυτών των τεράστιων ενεργειακών αποθεμάτων. Συνέπειες: 200.000 νεκροί (ιρακινοί) και ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή (πετρελαϊκός, κατά το πυρηνικός χειμώνας) από το κάψιμο των πετρελαιοπηγών και από τη μόλυνση της θάλασσας απ’ το πετρέλαιο.”[9]
Στο όριο της περατότητας των φυσικών πόρων προστίθεται αυτό της αδυναμίας του οικοσυστήματος να αντεπεξέλθει στις όλο και αυξανόμενες απαιτήσεις της μεγέθυνσης. Δραστηριότητες υπερεντατικής εκμετάλλευσης της φύσης φαίνονται μακροπρόθεσμα καταδικασμένες, όπως π.χ. η υπερεντατική αλίευση, ειδικά αν τη προσεγγίσουμε σε συνδυασμό με την μόλυνση των υδάτων (ήδη η Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών για την Αλιεία και την Γεωργία εκτιμά ότι το 70% των αποθεμάτων που αντλούνται από την εμπορική αλιεία βρίσκονται σε κατάσταση υπερεκμετάλλευσης[10]), ή η υπερεντατική καλλιέργεια του εδάφους, η γονιμότητα του οποίου αποδεικνύεται πως δε μπορεί να συμβαδίσει με τις απαιτήσεις μια διαρκούς ανάπτυξης. Εδώ είναι ενδεικτικό το παράδειγμα της παραγωγής των σιτηρών, τα οποία καλύπτουν περισσότερο από το 50% των αναγκών σε θερμίδες του παγκόσμιου πληθυσμού:
“Η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών αυξήθηκε, από 600 εκατομμύρια τόνους το 1960 σε 1.800 εκατομμύρια το 1990. Εν τούτης, από το 1990 δεν αυξήθηκε η παραγωγή σιτηρών, ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται κατ’ 90 εκατομμύρια κατ’ έτος και για το λόγο αυτό απαιτείται αύξηση των δημητριακών κατά 28 εκατομμύρια τόνους. Ήδη η καλλιεργήσιμη για δημητριακά γη έχει μειωθεί από 7.320 εκατομμύρια στρέμματα το 1981 σε 6.690 εκατομμύρια το 1990, εξαιτίας της απώλειας καλλιεργήσιμης γης από διάβρωση κλπ. στις ΗΠΑ, στη πρώην Σοβιετική Ένωση και στην Ασία. Η παραγωγή σιτηρών το 1980 πλησίαζε τα 350 κιλά κατά κεφαλήν, ενώ το 1990 μόλις ξεπερνούσε τα 310 και τείνει να πέσει κάτω από τα 300. Εν τω μεταξύ, εκτός από τη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, από το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 η απόδοση κατά στρέμμα είναι πρακτικά στάσιμη, ενώ η αύξηση της λίπανσης δίδει πενιχρά αποτελέσματα. Φαίνεται ότι η χρήση λιπαντικών έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Πράγματι, η ποσότητα των χρησιμοποιούμενων λιπασμάτων από 14 εκατομμύρια τόνους το 1950 έφτασε στους 146 εκατομμύρια τόνους. Ο δεκαπλασιασμός των λιπασμάτων είχε ως αποτέλεσμα μόνο τον τριπλασιασμό της ποσότητας των δημητριακών. Έκτοτε υπήρξε στασιμότητα.”[11]
Η περίπτωση της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών έρχεται εδώ να επαληθεύσει τον Καρλ Μαρξ, που στην ανάλυσή του για τον καπιταλισμό είχε επισημάνει την αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη της επιστημονικής – τεχνολογικής προόδου και στις συνέπειες της για τη φύση:
“Κάθε πρόοδος στη κεφαλαιοκρατική γεωργία, είναι πρόοδος όχι μόνο στην τέχνη της εκμετάλλευσης του παραγωγού, αλλά και στη τέχνη της απογύμνωσης του εδάφους. Κάθε πρόοδος στην τέχνη της αύξησης της πρόσκαιρης γονιμότητας είναι μια πρόοδος προς την καταστροφή των μόνιμων πηγών της γονιμότητας.[…] Έτσι η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν αναπτύσσει τη τεχνική παρά μόνο με την ταυτόχρονη εξάντληση των δύο πηγών απ’ όπου προέρχεται κάθε πλούτος: της γης και του ανθρώπου”.[12]
β) Κρίση και “πράσινη ανάπτυξη” Βλέπουμε λοιπόν πως η οικολογική καταστροφή παίρνει το χαρακτήρα πραγματικού “ορίου” απέναντι στην συνεχή μεγέθυνση. Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι κατά πόσο ο καπιταλισμός, με την αποδεδειγμένη επαναστατική δυναμική του στο επίπεδο της οργάνωσης της παραγωγής, μπορεί να υπερβεί αυτό το όριο, με την ανάπτυξή του να αποκτά “βιώσιμα” για το περιβάλλον χαρακτηριστικά. Η διαρκής, βιώσιμη ή υποστηρίξιμη ανάπτυξη, “προβλήθηκε” στη Διάσκεψη για τη Γη που έγινε στο Ρίο τον Ιούνιο του 1992.[13] Το μοντέλο αυτό ανάπτυξης μιλά για ένα “πακέτο” πολιτικών ρυθμίσεων για τον περιορισμό της περιβαλλοντικής μόλυνσης σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ενός τύπου “βιομηχανικής οικολογίας” που συνίσταται στον οικολογικό εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού. Ο εκσυγχρονισμός αυτός έχει ως άξονες τη προσπάθεια βελτιστοποίησης της χρήσης της ενέργειας και των πρώτων υλών, την ελαχιστοποίηση των εκπομπών ρυπογόνων ουσιών, την ανακύκλωση και τη μείωση της εξάρτησης από της μη-ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και ιδιαίτερα από τις ορυκτές ενέργειες ώστε να καταπολεμηθεί η κλιματική αλλαγή. Το παράδειγμα που προτείνεται είναι εκείνο της βιομηχανικής ζώνης του Καλούντμποργκ της Δανίας, το οποίο παρουσιάζεται ως “μοντέλο βιομηχανικού οικοσυστήματος”:
“Κατ’ εικόνα των αποδομητών που, μέσα στα οικοσυστήματα, τρέφονται με απόβλητα και λείψανα άλλων ειδών, τα υπο-προϊόντα και τα απόβλητα των επιχειρήσεων χρησιμεύουν ως πρώτη ύλη στην παραγωγή άλλων εταιρειών. Ένα διυλιστήριο χρησιμοποιεί τη χαμένη θερμότητα ενός θερμοηλεκτρικού σταθμού και ξαναπουλάει το θείο το οποίο έχει εξαχθεί από το πετρέλαιο σε ένα εργοστάσιο χημικών. Επίσης, εφοδιάζει με θειικό ασβέστιο έναν παραγωγό πλακιδίων τοίχου, ενώ ο πλεονάζων ατμός του θερμοηλεκτρικού σταθμού θερμαίνει το νερό μιας εταιρείας υδατοκαλλιεργειών και τα θερμοκήπια των κατοικιών. Το αποτέλεσμα είναι μια εξοικονόμηση πόρων και μια σημαντική μείωση των τελικών αποβλήτων. Και όλα αυτά, βέβαια, με σεβασμό προς τον νόμο της αγοράς.”[14]
Ο Πιέρ Σαμουέλ, στο άρθρο του “Σκέψεις για την Οικολογία”, υποστηρίζει την προσπάθεια αυτή για έναν «καπιταλισμό με οικολογικό πρόσωπο», περιγράφοντας το ρεύμα της πολιτικής οικολογίας που κινείται σε αυτή τη κατεύθυνση ως «ρεαλιστική, ανθρωπιστική οικολογία».[15]Ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ “ρεαλιστικής” και μη οικολογίας έχει ενδιαφέρον εδώ, καθώς πρόκειται για ένα διαχωρισμό που γίνεται σε τρία επίπεδα. Αρχικά, ο όρος “ανθρωπιστική οικολογία” αντιπαρατίθεται στη “βαθιά” ή “φονταμενταλιστική” οικολογία, την οικολογία δηλαδή που κάνει λόγο για “εκδίκηση της Φύσης” προς τους επιστήμονες που “παίζουν το ρόλο του Θεού”, αναγάγοντας έτσι την φύση με Φι κεφαλαίο σε μια ανιστορική, εξανθρωπισμένη και απολύτως ιερή οντότητα – την ίδια στιγμή που ο άνθρωπος, με άλφα μικρό, σμικρύνεται και κάθε επαφή του με το απαγορευμένο δέντρο της γνώσης θεωρείται αμάρτημα ικανό να επιφέρει την πιο τρομερή τιμωρία. Πρόκειται για μια αντίληψη έντονα αντιεπιστημονική και βαθύτατα εχθρική προς τον ορθολογισμό. Από μια άποψη, η “βαθιά” οικολογία φαίνεται να αντιπροσωπεύει το αίτημα για μια παλινδρόμηση στο πνεύμα των Σκοτεινών Χρόνων, προτού το σχέδιο της Αναγέννησης ανυψώσει τον άνθρωπο και τις κοινωνικές του ανάγκες σε μέτρο των πάντων και τον “αμαρτωλό καρπό” της επιστημονικής γνώσης σε δύναμη απελευθέρωσης. Με άλλα λόγια, η “φονταμενταλιστική” οικολογία είναι το αποτέλεσμα μιας οικολογικής προσέγγισης αποκομμένης από το κοινωνικό πρόβλημα. Σε δεύτερο επίπεδο, η “ρεαλιστική, ανθρωπιστική οικολογία” διαχωρίζεται από μια “υπερ-φιλελεύθερη” οικολογική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το “αόρατο χέρι της αγοράς” μπορεί να γίνει “πράσινο” – η υιοθέτηση ενός “οικολογικά υπεύθυνου” μοντέλου από τις επιχειρήσεις μπορεί να γίνει αυτοβούλως, χάρη στον μηχανισμό της αγοράς. Οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης απορρίπτουν όλες τις ρυθμίσεις και τις φορολογικές επιβαρύνσεις που εμπνέονται από την οικολογία, καθώς ισχυρίζονται ότι αρκεί ο νόμος και τα δικαστήρια να εμμένουν στο ζήτημα της ποινικής και οικονομικής ευθύνης όσων μολύνουν απέναντι στα θύματα για τις περιβαλλοντικές ζημιές που προκάλεσαν. Ο Σαμουέλ παρατηρεί πώς ο “υπερ-φιλελευθερισμός” καθίσταται εντελώς ασύμβατος με την υπεράσπιση του περιβάλλοντος καθώς “δεν λαμβάνει υπόψη του τη δυσκολία να συγκεντρωθούν αδιάσειστες αποδείξεις για τους υπεύθυνους μόλυνσης που είναι πλούσιοι και ισχυροί. Αγνοούνται επίσης οι περιπτώσεις, όλο και συχνότερες, τα θύματα να βρίσκονται σε απόσταση χώρου ή χρόνου από το εδώ και τώρα της μόλυνσης”.[16] Τέλος, ο προσδιορισμός “ρεαλιστική” της οικολογίας αυτής αντιπαρατίθεται σε μια αντίληψη που ο Σαμουέλ αντιλαμβάνεται ως “ουτοπική”, την αντίληψη της αντικαπιταλιστικής οικολογίας. Για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του, ο Σαμουέλ επιστρατεύει το παράδειγμα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της αδυναμίας της να αντιδράσει απέναντι στο οικολογικό ζήτημα:
“Θα μπορούσαμε να φανταστούμε το σοβιετικό σύστημα συγκεντρωτικής σχεδιοποίησης να δίνει προτεραιότητα σε ευνοϊκές προς το περιβάλλον αποφάσεις και τους διαμορφωτές του Κρατικού Σχεδίου (Gosplan) να είναι εμποτισμένοι από την οικολογική σκέψη; Στη πραγματικότητα είναι το αντίθετο που συμβαίνει, λόγω της κυριαρχίας του βιομηχανικού πλέγματος πάνω στο Gosplan. Δεν υπάρχει διάκριση εξουσίας ανάμεσα στη παραγωγική μηχανή και το Σχέδιο, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό των δικτατορικών καθεστώτων. Ας προσθέσουμε σε αυτό την ιδεολογία του παραγωγισμού (να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τη Δύση με γρήγορα βήματα) και τις επιταγές των στρατιωτικών. Επιπλέον, ακόμη και αν οι υπεύθυνοι του Gosplanήταν οικολόγοι και είχαν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν την ακαμψία της παραγωγικής μηχανής, δε θα μπορούσαν εκ των προτέρων να προβλέψουν όλες τις συνέπειες κάθε τεχνολογικής ανανέωσης (όπως δείχνουν τα παραδείγματα του αμιάντου και των χλωροφθορανθράκων). Λόγω της απουσίας μηχανισμού ανάδρασης – δηλαδή πιέσεων για να διορθωθούν οι λανθασμένες επιλογές – μια “οικολογική δικτατορία” θα ήταν ανίκανη να προστατεύσει και να διαχειριστεί σωστά το περιβάλλον μας. Εν τέλει, από τη πλευρά της ανθρωπιστικής οπτικής, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν το Gosplanμπορεί να διαχωριστεί από το Γκούλαγκ.”[17]
Αν μέρος της παραπάνω επιχειρηματολογίας μπορεί να γίνει αποδεκτό ως ορθό, η ταύτιση από τον Σαμουέλ του “ρεαλισμού” με το καπιταλιστικό πλαίσιο κοινωνικής οργάνωσης αποκαλύπτει το όριο της σκέψης του. Το όριο αυτό είναι η αποδοχή, σε τελική ανάλυση, του “φουκουγιαμικού”, μεταμοντέρνου ιδεολογήματος του “Τέλους της Ιστορίας”: οι επικίνδυνες και ολοκληρωτικές “μεγάλες αφηγήσεις” έχουν τελειώσει, ο καπιταλισμός είναι εδώ για να μείνει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι μικρο-βελτιώσεις ώστε να γίνει πιο ανθρώπινος, πιο οικολογικά ευαίσθητος κοκ. Η ηγεμονία αυτού του ιδεολογήματος στα πλαίσια του οικολογικού κινήματος αποδεικνύεται και από την όλο και μεγαλύτερη σύγκλιση της πολιτικής οικολογίας με τους κατ’ εξοχήν πολιτικούς εκφραστές του οράματος ενός “καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο”: την σοσιαλδημοκρατία και την φιλελεύθερη αριστερά. Στην Ευρώπη, οι Πράσινοι δε θυμίζουν σε τίποτα το ριζοσπαστικό κίνημα που ξεπήδησε, ως μετεξέλιξη της Νέας Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όπως είχε δείξει ήδη το 1999 η στράτευση του “φαιοπράσινου” υπουργού Άμυνας της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ στον πόλεμο εναντίον της Σερβίας. Σήμερα, η μετεξέλιξη των Πράσινων έχει προχωρήσει ακόμη περισσότερο. Το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος, που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2007 υπό τον τίτλο Η πράσινη οικονομία της ελεύθερης αγοράς, εκπονήθηκε από συνέδριο με τη συμμετοχή τριάντα διευθυντικών στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων.[18] Ήδη εφαρμόζεται σε επίπεδο γερμανικών κρατιδίων το λεγόμενο “μοντέλο της Τζαμάικα” (από τα χρώματα της εθνικής σημαίας της χώρας), δηλαδή η συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών (κίτρινο), Φιλελεύθερων (μαύρο) και Πρασίνων (πράσινο).[19] Η ενσωμάτωση της πολιτικής οικολογίας στο πολιτικό πλαίσιο του φιλελευθερισμού οδηγεί αναπόφευκτα στην πολιτική ηγεμόνευση της, με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός της οικολογίας ως “ρεαλιστική” να έρχεται σε αντίφαση με το “ανθρωπιστική”. Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, στο βιβλίο του Επιστροφή στο Μέλλον, περιγράφει χαρακτηριστικά αυτή την αντίφαση, ισχυριζόμενος πως η καπιταλιστική οικολογική ευαισθησία προκαλείται από καθαρά οικονομικά κίνητρα:
“Η έκθεση του Νίκολας Στερν τον Οκτώβριο του 2006 αποτέλεσε σημείο καμπής, καθώς ένα πρώην διευθυντικό στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, που εκπόνησε τη μελέτη του κατ’ εντολή της βρετανικής κυβέρνησης, τεκμηρίωσε το τεράστιο οικονομικό κόστος της οικολογικής κρίσης. Οι καταστροφές περιοχών ολόκληρων με τα ολοένα και σφοδρότερα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής επιβαρύνουν τρομερά τις ασφαλιστικές εταιρείες, όπως έδειξε και η κατάρρευση του αμερικανικού ασφαλιστικού γίγαντα AIG, ενώ τεράστιο είναι το κόστος και από τις καταστροφές αγροτικών καλλιεργειών, τα μεταναστευτικά κύματα που προκαλούν οι ξηρασίες κοκ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της έκθεσης, η κλιματική αλλαγή θα μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 5%, στην πιο αισιόδοξη περίπτωση, και κατά 20% στη χειρότερη.[…] Είναι αυτή η εκρηκτική αντίθεση που ενισχύει τις τάσεις αναζήτησης ενός νέου, “φυσικού καπιταλισμού”, όπως έχουν εισηγηθεί ήδη από το 2000 οι ειδικοί της αμερικανικής ενεργειακής βιομηχανίας Λόβινς και Χόκεν.”[20]
Η ώθηση του κράτους στην πράσινη ανάπτυξη, με την παροχή κάθε είδους κινήτρων και την ανάληψη μεγάλων έργων, έρχεται ταυτόχρονα να αξιοποιηθεί ως μοχλός για την αναζωογόνηση της οικονομίας σε συνθήκες κρίσης. Ο τομέας των “φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών” (clean-techs) αποτελεί έναν από τους ταχύτερους κλάδους της βιομηχανίας ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, περιλαμβάνοντας σειρά νέων προϊόντων, από τα πράσινα αυτοκίνητα της General Motors μέχρι τις ανεμογεννήτριες των μεγάλων γερμανικών εταιρειών στις μηχανοκατασκευές. Η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ υπολογίζει ότι μέχρι το 2020 η “πράσινη οικονομία” θα απασχολεί περισσότερους υπαλλήλους από την κραταιά γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.[21] Η “πράσινη” ή “βιώσιμη” ανάπτυξη αποκαλύπτεται λοιπόν ως μια καθαρά οικονομική επιλογή, ο αδιέξοδος και αντιανθρωπιστικός χαρακτήρας της οποίας αποκαλύπτεται εύκολα από το τυπικό παράδειγμα της προσπάθειας υποκατάστασης της βενζίνης από την αιθανόλη . Η προσπάθεια αυτή προωθείται επίμονα από τις ΗΠΑ, ήδη από την εποχή του Μπους. Στα πλαίσια της παρατηρείται δέσμευση τεράστιων αγροτικών εκτάσεων, που αξιοποιούνταν μέχρι πρότινος για τη παραγωγή τροφίμων, για την παραγωγή τώρα βιοκαυσίμων, με αποτέλεσμα οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων να ωθούνται προς τα πάνω και ο Τρίτος Κόσμος να απειλείται από το φάσμα μιας ολέθριας επισιτιστικής κρίσης. Ο ειδικός για το συγκεκριμένο θέμα εισηγητής του ΟΗΕ, Ζαν Ζιγκλέρ, έχει κάνει λόγο για “προγραμματισμένο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας”, καθώς οι τιμές του ρυζιού ανέβηκαν μόνο το 2007 κατά 20% και πολλών δημητριακών κατά 50% μέχρι και 100%.[22] Ταυτόχρονα, τα βιοκαύσιμα παρουσιάζονται ως αμφιλεγόμενα και από καθαρά περιβαλλοντική άποψη καθώς, λόγω των λιπασμάτων που απαιτούν οι συγκεκριμένες καλλιέργειες, απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρά οξείδιο του αζώτου, ρύπος κατά πολύ ισχυρότερος (296 φορές![23]) από το διοξείδιο του άνθρακα. Η πίστη στη δυνατότητα του καπιταλισμού να απαλλαγεί από το οικολογικό πρόβλημα που ο ίδιος δημιούργησε φαίνεται ανεδαφική και από ιστορική σκοπιά. Η τάση των δυτικών κοινωνιών ιστορικά ήταν να πραγματοποιούν κάποιες αλλαγές επί το οικολογικότερο μόνο “στις δώδεκα παρά πέντε”, όταν η κατάσταση έφτανε δηλαδή στο απροχώρητο, για να επιστρέψουν στις “παλιές, κακές συνήθειες” με τη πρώτη ευκαιρία. Αυτό έγινε τη δεκαετία του ’70, όταν, μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, οι τιμές του πετρελαίου είχαν εκτοξευθεί στα ύψη.[24] Ωστόσο, τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας και αναζήτησης εναλλακτικών, ανανεώσιμων μορφών υποχώρησαν μόλις το πετρέλαιο ξανάπεσε σε χαμηλά επίπεδα κόστους. Όσο θελκτικό και αν φαίνεται το παράδειγμα του “οικο-βιομηχανικού” Καλούντμποργκ, η πραγματικότητα της καπιταλιστικής μεγέθυνσης είναι πως οι “καθαρές” τεχνολογίες αναπτύσσονται από πολυεθνικές που κατεξοχήν μολύνουν το περιβάλλον, όπως η BP και η Shell, όχι στη θέση των ρυπογόνων δραστηριοτήτων τους (οι οποίες, κατά κανόνα, μεταφέρονται στον Τρίτο Κόσμο) αλλά συμπληρωματικά με αυτές. Έτσι, σε κάθε φιλικό προς το περιβάλλον Καλούντμποργκ σε ΗΠΑ και Ευρώπη αντιστοιχεί πληθώρα “παλιού τύπου” ρυπογόνων βιομηχανιών στη Κίνα, στη Λατινική Αμερική, στην Ινδία κοκ – βιομηχανίες που (παραδόξως;) ανήκουν στις ίδιες πολυεθνικές. Για όποια ανάπτυξη και αν γίνεται λόγος λοιπόν, είτε πρόκειται για την “παραδοσιακή” ρυπογόνο μεγέθυνση είτε για κάποια “πράσινη”, “βιώσιμη” κοκ, ο λόγος παραμένει μέσα στα πλαίσια της καταστροφικής για τον άνθρωπο και το περιβάλλον του μεγέθυνσης, μεγέθυνση που αποδεικνύεται δομική τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η δυναμική του καπιταλισμού, την οποία επικαλούνται οι υποστηρικτές της ρεαλιστικής οικολογίας, δε λειτουργεί ανασταλτικά για το οικολογικό πρόβλημα αλλά το οξύνει. Η τάση εμπορευματοποίησης των πάντων προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης και κερδοφορίας οδηγεί στην εμπορευματοποίηση της ίδιας της μόλυνσης – ή καλύτερα του “δικαιώματος στη μόλυνση” – με, τουλάχιστον παράδοξα αποτελέσματα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παπακωνσταντίνου:
“[Πρόσφατα] συνέβη κάτι εντελώς σχιζοφρενικό, αποκαλυπτικό για τον ακραίο παραλογισμό του συστήματος: Ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, μπλοκάρισε ένα “πρόγραμμα δράσης” που πρόβλεπε μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 20%, γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο θα έπεφτε στη διεθνή αγορά η τιμή του… διοξειδίου του άνθρακα! Το περιστατικό αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με τη ρίζα της κακοδαιμονίας όλων των διεθνών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στο πλαίσιο της “ελεύθερης αγοράς”, από το Ρίο και το Κιότο μέχρι τη Κοπεγχάγη: το περίφημο «σύστημα εμπορίας ρύπων», το επονομαζόμενο «capandtrade».”[25]
Το σύστημα εμπορίας ρύπων λειτουργεί ως εξής: μια πολιτική αρχή (η κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας, ή μια δεσμευτική συνθήκη, σε διεθνές επίπεδο) καθορίζει ανώτατα όρια εκπομπής ρύπων για τις επιχειρήσεις και για τα έθνη κράτη αντίστοιχα. Βάσει αυτών των ορίων εκδίδονται άδειες εκπομπής ρύπων, οι οποίες πωλούνται και αγοράζονται σαν κάθε άλλο προϊόν, σε τιμές που καθορίζονται από τη προσφορά και τη ζήτηση. Έτσι, μια χώρα ή επιχείρηση που ρυπαίνει λιγότερο από το όριο που της έχει επιβληθεί μπορεί να πουλήσει τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων που της περισσεύουν σε μια άλλη χώρα ή επιχείρηση. Τα έσοδα από αυτό το εμπόριο διοξειδίου του άνθρακα τροφοδοτούν προγράμματα “πράσινης” ανάπτυξης, ενώ το κίνητρο της μείωσης του κόστους οδηγεί όλους στον περιορισμό των ρύπων, με αποτέλεσμα τα επιτρεπτά όρια να μειώνονται διαρκώς. Το πρόβλημα με αυτό το σύστημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι, αν πέσουν σημαντικά οι εκπομπές ρύπων τότε, βάση του νόμου προσφοράς και ζήτησης, θα πέσει η τιμή του άνθρακα. Επομένως, οι μεν πωλητές δικαιωμάτων εκπομπής θα έχουν λιγότερα χρήματα για να τροφοδοτήσουν τις “πράσινες” πολιτικές τους, οι δε αγοραστές θα έχουν ισχυρότερα κίνητρα για να συνεχίσουν να ρυπαίνουν. Η “αυτορρυθμιζόμενη αγορά” έχει έτσι ως αποτέλεσμα την επαναφορά των ρύπων στο προηγούμενο, υψηλό επίπεδο (!) Αυτό έγινε και στη περίπτωση της Κομισιόν και του Μπαρόζο, που έκριναν ότι είναι καλύτερα για τους Ευρωπαίους να αναπνέουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα, με ότι επιπτώσεις έχει αυτό στην ανθρώπινη υγεία και στο φαινόμενο του “θερμοκηπίου”, παρά να χάσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τα χρήματα που πληρώνουν η Κίνα και η Ινδία για να μπορούν να εκπέμπουν και αυτοί περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα. Αυτό που κατάφερε ο “πράσινος” καπιταλισμός δεν ήταν επομένως η επίλυση του προβλήματος της εκπομπής ρύπων αλλά η προσθήκη ενός νέου εμπορεύματος στη διεθνή αγορά – του διοξειδίου άνθρακα.
Μέρος 2ο: Η πρόταση της από-ανάπτυξης
“Ας φανταστούμε αύριο μια Γαλλία όπου δεν θα υπήρχαν παρά 200.000 άνεργοι, όπου η εγκληματικότητα θα ήταν μειωμένη κατά τέσσερα πέμπτα, οι νοσηλείες για ψυχιατρικές διαταραχές κατά δύο τρίτα, όπου οι αυτοκτονίες νέων θα είχαν μειωθεί στο ήμισυ, όπου τα ναρκωτικά θα είχαν εξαφανιστεί: δεν θα είχαμε την εντύπωση μιας θαυμάσιας ανθρώπινης βελτίωσης; […] Κι όμως, αυτή ήταν η Γαλλία της δεκαετίας του ’60.”[26]
Αν η κοινωνία μεγέθυνσης αποκαλύπτεται ασύμβατη ως προς την επίλυση της οικολογικής κρίσης, τίθεται το ζήτημα μιας εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης που δεν θα είναι προσανατολισμένη στη μεγέθυνση. Ο Σερζ Λατούς προτείνει το μοντέλο της “από-ανάπτυξης”, ένα συνδυασμό “μείωσης” της σύγχρονης παραγωγικής δραστηριότητας και αναπροσανατολισμού της με βάση όχι την εμπορευματική παραγωγή αλλά τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες. Η “από-ανάπτυξη” αυτή δεν αποτελεί παλινδρόμηση σε ένα προηγούμενο στάδιο κοινωνικής οργάνωσης, κάτι που άλλωστε θα ήταν πρακτικά ανέφικτο. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί με την επιβολή “από τα πάνω” (μέσω κρατικής παρέμβασης κοκ) απαγορεύσεων και καταναγκασμών. Κατά τον Λατούς, “ο αναγκαίος αντικειμενικός στόχος της μείωσης περνά από μια αλλαγή φαντασιακού η οποία θα καθιστούσε την απαιτούμενη συμπεριφορά “φυσική”. Το ζήτημα δεν είναι να αντικαταστήσουμε ένα εξαναγκαστικό πρόσταγμα κατανάλωσης με ένα άλλο, όχι λιγότερο εξαναγκαστικό πρόγραμμα λιτότητας.[…] [Στη περίπτωση που το κάνουμε αυτό] ο δαίμονας του καταναλωτισμού τον οποίο πιστεύουμε ότι διώχνουμε από την πόρτα μπαίνει με ακόμη μεγαλύτερη ορμή από το παράθυρο.”[27] Η αντίφαση στην οποία αναφέρεται ο Λατούς περιγράφεται από τον Μισέλ Μπερνάρ ως “αναπήδηση”.[28] Το φαινόμενο της αναπήδησης μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό με το υποθετικό παράδειγμα της δραστηριότητας ενός ειλικρινή οπαδού της “από-ανάπτυξης”, που προσπαθεί να μειώσει συνολικά το οικολογικό του αποτύπωμα. Ο άνθρωπος αυτός αποφασίζει να αγοράσει βιολογικά προϊόντα. Θα πρέπει να πληρώσει ακριβότερα και επομένως θα του μείνουν λιγότερα χρήματα, για παράδειγμα για να κάνει ταξίδια, τα οποία καταναλώνουν περισσότερο ή λιγότερο πετρέλαιο. Εάν όμως είναι πολυάριθμοι αυτοί που σκέφτηκαν με τον ίδιο τρόπο τότε ο παραγωγός που πουλάει τα βιολογικά προϊόντα αρχίζει να ανεβάζει το τζίρο του και βρίσκεται εκείνος με περισσότερα χρήματα. Επενδύοντας τα κέρδη πίσω στην επιχείρησή του αγοράζει ένα μεγαλύτερο φορτηγό για να φέρνει τα προϊόντα του, προκαλώντας τώρα μεγαλύτερη μόλυνση. Και καθώς το οικολογικό κίνημα γίνεται σε εθνική (αν όχι παγκόσμια) κλίμακα, η κατανάλωση βιολογικών προϊόντων ανεβαίνει στατιστικά και οι πωλητές επωφελούνται για να αλλάξουν αυτοκίνητα. Και αυτό καταλήγει στις τσέπες των ιδιοκτητών της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι οποίοι, με τα χρήματα που μάζεψαν από καλλιεργητές και πωλητές βιολογικών προϊόντων, μπορούν να πληρώσουν τεράστια αεροπορικά ταξίδια για την άκρη του κόσμου, προκαλώντας με μια κίνηση τόση ρύπανση όση θα προκαλούσαν όλα τα αυτοκίνητα που παράτησαν οι καταναλωτές βιολογικών προϊόντων. Έτσι βλέπουμε πως, στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας, κάθε προσπάθεια μείωσης από τον Α’ οδηγεί σε αύξηση από τον Β’, με τελικό χαμένο τον πλανήτη. Αποδεικνύεται λοιπόν πως ατομικές ή μερικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της “από-ανάπτυξης”, παρά τη καλή πρόθεσή τους, δεν είναι από μόνες τους αποτελεσματικές – απαιτείται συνολική ιδεολογική και υλική ανατροπή του μοντέλου μεγέθυνσης και αντικατάστασή του από ένα άλλο. Ο Λατούς σχηματοποιεί αυτό το πρόγραμμα “αλλαγής πλεύσης” της από-ανάπτυξης ως “πρόγραμμα των 8 R”: επαναξιολόγηση (re-evaluation), επανεννοιολόγηση (re-conceptualization), αναδόμηση (restructure), αναδιανομή (redistribution), επανατοπικοποίηση (re-localization), μείωση (reduction), επαναχρησιμοποίηση (re-utilization) και ανακύκλωση (recycling).[29]
α). Επαναξιολόγηση και επανεννοιολόγηση Το πέρασμα από τη κοινωνία της μη-βιώσιμης μεγέθυνσης σε αυτή της συμβιωτικής από-ανάπτυξης προϋποθέτει μια βαθιά αλλαγή των αξιών στις οποίες πιστεύουμε και πάνω στις οποίες οργανώνουμε τη ζωή μας. Κατά τον Λατούς, η αποδόμηση των εννοιών της προόδου και του προοδευτισμού είναι απαραίτητη, καθώς “για να κρίνουμε την πρόοδο, δεν αρκεί να γνωρίζουμε αυτό που μας προσφέρει – πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και αυτό που μας στερεί”.[30] Η επανεννοιολόγηση επιβάλλεται για παράδειγμα να γίνει σε σχέση με τις έννοιες του πλούτου και της φτώχειας, εισάγοντας ποιοτικά κριτήρια στη θέση των ποσοτικών μέτρων του πλούτου. Αντίστοιχος μετασχηματισμός πρέπει να γίνει σε σχέση με τις έννοιες σπανιότητας/αφθονίας, πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί η κυρίαρχη σήμερα οικονομική ιδεολογία. Σύμφωνα με τον Λατούς, η οικονομία μετασχηματίζει την φυσική αφθονία σε σπανιότητα με τη τεχνητή δημιουργία της έλλειψης και της ανάγκης, διαμέσου της ιδιοποίησης της φύσης και της εμπορευματοποίησης της.[31] Οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί είναι η τελευταία απεικόνιση του πως οι αγρότες αποστερήθηκαν τη φυσική γονιμότητα των φυτών προς όφελος των εταιρειών γεωργικών προϊόντων διατροφής. Για να μπορεί να είναι όμως αποτελεσματική μια προσπάθεια μετασχηματισμού και αντικατάστασης των κυρίαρχων εννοιών και αξιών, πρέπει να εντοπιστεί πρώτα η διαδικασία διαμόρφωσης, αναπαραγωγής και ηγεμονίας τους – με άλλα λόγια, προκειμένου να επιχειρήσουμε να σκεφτούμε μια “έξοδο” από το “κυρίαρχο φαντασιακό” απαιτείται να αναλογιστούμε με ποιο τρόπο “μπήκαμε” σε αυτό. Κατά τον Λατούς, ο μηχανισμός της ιδεολογίας της μεγέθυνσης, της ανάπτυξης και του καταναλωτισμού έχει τρεις κύριες μορφές: την σχολική εκπαίδευση, την μιντιακή χειραγώγηση και τον καταναλωτικό τρόπο ζωής.[32] Αναφορικά ως προς τη σχολική εκπαίδευση, παραμένει επίκαιρη η κριτική του Ιβάν Ίλλιτς, κατά με τον οποίο: “Η πλειονότητα μαθαίνει από το σχολείο όχι μόνο την αποδοχή της μοίρας της, αλλά και την δουλικότητα. […] Τα σχολεία αποτελούν μέρος μιας κοινωνίας όπου μια μειονότητα ετοιμάζεται να γίνει τόσο παραγωγική που η πλειονότητα πρέπει να διαμορφωθεί κατά τρόπο ώστε να κάνει μια πειθαρχημένη κατανάλωση.”[33] Η αλλαγή του μοντέλου μαζικής εκπαίδευσης, η “αποσχολειοποίηση” της κοινωνίας, προκύπτει εδώ ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον επιτυχημένο μετασχηματισμό της. Σύμφωνα και πάλι με τον Ίλλιτς, η λειτουργία των μαζικών μέσων πληροφόρησης, με την δημιουργία τεχνητών αναγκών από τη διαφήμιση, είναι μια διαδικασία αλλοτριωτικής “πραγμοποίησης”: “Το να διψάμε ισοδυναμεί με το να χρειαζόμαστε Κόκα Κόλα! Αυτό το είδος πραγμοποίησης είναι το αποτέλεσμα της χειραγώγησης των ανθρωπίνων αναγκών από τεράστιους οργανισμούς που πέτυχαν να κυριαρχήσουν πάνω στη φαντασία των δυνάμει καταναλωτών.”[34] Ο χαρακτήρας της λειτουργίας των μαζικών μέσων πληροφόρησης αποκαλύπτεται και από τις κυνικές δηλώσεις του Πατρίκ ΛεΛαίη, αφεντικού της “Γαλλικής Τηλεόρασης 1”(TF1), του παλαιότερου ιδιωτικού καναλιού στη Γαλλία:
“Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλάμε για την τηλεόραση. Αλλά από τη σκοπιά των “μπίζνες”, ας είμαστε ρεαλιστές: κατά βάση, το επάγγελμα της TF1 είναι να βοηθάει, για παράδειγμα την Κόκα-Κόλα, να πουλάει το προϊόν της. Για να γίνει αντιληπτό ένα διαφημιστικό μήνυμα, πρέπει ο εγκέφαλος του τηλεθεατή να είναι διαθέσιμος. Οι εκπομπές μας έχουν καθήκον να τον κάνουν διαθέσιμο: δηλαδή να τον διασκεδάζουν, να τον χαλαρώνουν έτσι ώστε να είναι έτοιμος ανάμεσα σε δύο μηνύματα. Αυτό που πουλάμε στην Κόκα-Κόλα είναι διαθέσιμος χρόνος ανθρώπινου εγκεφάλου.”[35]
Ο τρίτος και ουσιαστικότερος τρόπος διαμόρφωσης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ο μηχανισμός που, πρώτος ο Μαρξ και στη συνέχεια ο Γκιόργκι Λούκατς, περιέγραψαν ως διαδικασία του “φετιχισμού του εμπορεύματος” και, κατ’ επέκταση, το φαινόμενο της “πραγμοποίησης”.[36] Το φαινόμενο αυτό μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά εδώ ως η παρουσίαση των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ δύο ανθρώπων ως σχέσεων μεταξύ πραγμάτων. Η πραγμοποίηση επεκτείνεται σε όλα τα πεδία της κοινωνίας: εκτός από τη σφαίρα της βιομηχανικής εργασίας και των εμπορευματικών ανταλλαγών, η πνευματική εργασία, το δίκαιο, η δημόσια διοίκηση κοκ διαρθρώνονται με βάση γενικούς, τυπικούς και ποσοτικούς κανόνες ορθολογικού υπολογισμού, που στέκονται απέναντι στα άτομα ως αντικειμενικές διαδικασίες, ως “πράγματα”, επιβάλλοντας τις δικές τους νομοτέλειες. Αν και το ζήτημα της “φετιχιστικής πραγμοποίησης” και της δυνατότητας διαμόρφωσης μιας “ορθής συνείδησης” ξεφεύγει κατά πολύ από τα πλαίσια της παρούσας εργασίας, αρκεί να αναφερθεί εδώ πως η απάντηση που έδινε ο Λούκατς ήταν πως ο μόνος τρόπος να έχουμε μια πραγματική “συνείδηση της ολότητας” είναι μέσα από τη στρατευμένη πάλη, από αυτό που αντιλαμβανόταν ως το επαναστατικό προλεταριακό κόμμα.[37] Ο Λατούς δεν πηγαίνει τόσο μακρυά, αλλά μένει ένα βήμα πίσω υποστηρίζοντας τη θέση του Μαρσέλ Μως ότι “τα θεμέλια της μελλοντικής κοινωνίας είναι το συνδικάτο και ο σοσιαλιστικός συνεταιρισμός”:
“[…] αυτές οι δύο μορφές οργάνωσης αποτελούν, πράγματι, δύο προνομιακούς χώρους όπου οι εργαζόμενοι, επειδή βρίσκουν εδώ την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν σ’ ένα ανώτερο επίπεδο τις αρχέγονες ηθικές ιδιότητές τους, μπορούν να μάθουν “από δω και πέρα” (χωρίς να πρέπει να περιμένουν να αναλάβει την μετεκπαίδευσή τους κάποιο λαμπρό Μέλλον) να έρθουν σε ρήξη με το ωφελιμιστικό φαντασιακό του καπιταλιστικού κόσμου, ενεργοποιώντας από κοινού μορφές πάλης και ζωής που είναι ήδη εξ ολοκλήρου συμβατές με τις αξίες της ανιδιοτέλειας, της γενναιοδωρίας και της αλληλοβοήθειας τις οποίες συνεπάγεται μια σοσιαλιστική κοινωνία”.[38]
Όπως ισχύει για την κατασκευή του σοσιαλισμού, έτσι και για την κοινωνία της από-ανάπτυξης το πρόβλημα της “πραγμοποιημένης” συνείδησης είναι κοινό, και ως εκ τούτου η λύση του προσεγγίζεται από παράλληλη σκοπιά. Κατά τον Λατούς, πρωτοβουλίες όπως το REPAS [Δίκτυο ανταλλαγών και εναλλακτικών και αλληλέγγυων πρακτικών] αλλά και το σύνολο των εναλλακτικών οικολογικών πειραμάτων, είναι για το κίνημα της απο-ανάπτυξης “σχολεία” (ή καλύτερα “αντι-σχολεία”), με τον ίδιο τρόπο που τα συνδικάτα είναι “αντι-σχολεία” για τον σοσιαλισμό.
β). Αναδόμηση και αναδιανομή Αν για την υλοποίηση της πρότασης της απο-ανάπτυξης είναι ξεκάθαρο ότι η έξοδος από τον καπιταλισμό είναι απαραίτητη προϋπόθεση, ο Λατούς επισημάνει ότι “η βολική φόρμουλα «έξοδος από τον καπιταλισμό» δεν είναι καθόλου απλή”.[39] Κατά τον ίδιο, η εξάλειψη των καπιταλιστών, η απαγόρευση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, η κατάργηση της μισθολογικής σχέσης ή του νομίσματος “θα βύθιζαν τη κοινωνία στο χάος και δεν θα ήταν δυνατές παρά με το αντίτιμο μιας μαζικής τρομοκρατίας.”[40] Η αναδόμηση εδώ γίνεται αντιληπτή με την έννοια όχι της συνολικής κατάργησης των δομών της καπιταλιστικής κοινωνίας (το νόμισμα, την αγορά κοκ) αλλά με την έννοια του μετασχηματισμού τους με βάση διαφορετικά κοινωνικά κριτήρια.
“Γιατί να μιλάμε ακόμη για νόμισμα και για αγορές προκειμένου να κατασκευάζουμε μια κοινωνία της μετα-ανάπτυξης; Επειδή αυτοί οι “θεσμοί”, που έχουν ταυτιστεί κάπως βιαστικά από ορισμένους με τον καπιταλισμό, δεν είναι εμπόδια καθ’ εαυτοί. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπινων κοινωνιών (ειδικά η Αφρική) γνωρίζουν τις αγορές, τα νομίσματα, και ασφαλώς το εμπορικό, το χρηματο-οικονομικό, και μάλιστα, ώς ένα ορισμένο βαθμό, το βιομηχανικό κέρδος. Οι κοινωνίες αυτές γνωρίζουν επίσης την κατ’ αποκοπή αμοιβή της εργασίας, την οποία εμείς ονομάζουμε μισθωτή εργασία. Πάντως, αυτές οι “οικονομικές” σχέσεις δεν είναι κυρίαρχες ούτε στην παραγωγή ούτε στην κυκλοφορία των “αγαθών και των υπηρεσιών”. Ιδίως, δεν είναι αρθρωμένες μεταξύ τους σε βαθμό που να “αποτελούν σύστημα”. Οι κοινωνίες αυτές δεν είναι ούτε κοινωνίες αγοράς, ούτε κοινωνίες μισθολογικές, ούτε κοινωνίες βιομηχανικές, και ακόμη λιγότερο κοινωνίες καπιταλιστικές, ακόμη και αν μπορούμε να βρούμε σε αυτές κεφάλαιο και καπιταλιστές. Το φαντασιακό των κοινωνιών αυτών είναι τόσο λίγο αποικισμένο από την οικονομία που ζουν την οικονομία τους χωρίς να το ξέρουν. Το να βγούμε από την ανάπτυξη, από την οικονομία και από τη μεγέθυνση δεν συνεπάγεται συνεπώς ότι θα απαρνηθούμε όλους τους κοινωνικούς θεσμούς τους οποίους προσάρτησε η οικονομία, όπως είναι το νόμισμα και οι αγορές, αλλά ότι θα τους ξανατοποθετήσουμε μέσα σε μια άλλη λογική.”[41]
Αφήνοντας προσωρινά ασχολίαστες τις αντιφάσεις της παραπάνω πρότασης, μπορούμε να εξαγάγουμε το συμπέρασμα πως η αναδόμηση της απο-ανάπτυξης αναφέρεται στην τεράστια προσπάθεια αναμετατροπής του καπιταλιστικού παραγωγικού μηχανισμού με βάση νέα κριτήρια, με κυρίαρχο αυτό της περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Σχετικά με την έννοια της αναδιανομής, αυτή αφορά στον καταμερισμό του πλούτου και στην πρόσβαση στη φυσική κληρονομιά τόσο ανάμεσα στις “ανεπτυγμένες χώρες” (τον κυρίως βιομηχανικό “Βορρά”) και τις “υποανάπτυκτες” (τον κυρίως αγροτικό “Νότο”), όσο και στο εσωτερικό της κάθε κοινωνίας. Η αναδιανομή αυτή αφορά στο σύνολο των στοιχείων του συστήματος: στη γη, στα δικαιώματα πάνω στη φύση, στην απασχόληση, στα εισοδήματα, στις συντάξεις κοκ. Και εδώ, όπως με την αναδόμηση, η λογική της αναδιανομής αυτής διέπεται κυρίαρχα από το ζήτημα της περιβαλλοντικής συνέπειας, όπως προκύπτει χαρακτηριστικά από την περιγραφή από τον Λατούς της πρότασης αναδιανομής της γης:
“Το πρόβλημα του καταμερισμού του εδάφους τίθεται στο Νότο με τους αγρότες που δεν έχουν γη, αλλά τίθεται και στον Βορρά, κυρίως σε ποιοτικό επίπεδο. Το θέμα είναι να αφαιρεθεί όλο και περισσότερη γη από τη παραγωγίστικη γεωργία, από την έγγεια κερδοσκοπία, από την ρυπαντική κυριαρχία της ασφάλτου και του τσιμέντου, από την ερημοποίηση, και να δοθεί επιπλέον γη στην αγροτική, βιολογική καλλιέργεια, που σέβεται τα οικοσυστήματα. Εξάλλου, αυτό θα συμβάλει στη λύση του προβλήματος της ανεργίας, γιατί θα σταματήσει την έξοδο των αγροτών (ιδίως στο Νότο), αντιστρέφοντας μάλιστα τη γενική τάση σε ορισμένες περιπτώσεις (ιδίως στο Βορρά).”[42]
Η λογική αυτή της αναδιανομής επεκτείνεται και στο ζήτημα της εργασίας και της αντιμετώπισης της ανεργίας, όπου η πρόταση της απο-ανάπτυξης φαίνεται να συμμερίζεται εν μέρει την φιλελεύθερη αισιοδοξία που περιγράφηκε στο προηγούμενο μέρος, σχετικά με τις δυνατότητες μιας “πράσινης οικονομίας”:
“Σε αντίθεση με τους αντινεοφιλελεύθερους της παραδοσιακής αριστεράς, οι οποίοι προτείνουν να κατασκευαστούν νοσοκομεία και σχολεία έτσι ώστε να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης, οι οικολόγοι συστήνουν μέτρα τα οποία βασίζονται σε φορολόγηση των μηχανών, σε φοροαπαλλαγή της εργασίας, σε έγγειες μεταρρυθμίσεις (επαναδημιουργία των αγροτών) και σε εργασίες οι οποίες ευνοούν τις εξοικονομήσεις ενέργειας και κατανάλωσης φυσικών πόρων.”[43]
γ). Επανατοπικισμός Ο επανατοπικισμός της πρότασης της από-ανάπτυξης γίνεται αντιληπτός σε δύο επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο αφορά την οικονομική οργάνωση και σε δεύτερο την πολιτική δομή της κοινωνίας απο-ανάπτυξης. Ο οικονομικός επανατοπικισμός αναφέρεται αρχικά στη τοπική παραγωγή προϊόντων που εξυπηρετούν την ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού, με βάση τοπικές επιχειρήσεις χρηματοδοτούμενες από το κεφάλαιο που έχει συλλεγεί τοπικά. Η λογική του οικονομικού αυτού επανατοπικισμού απαιτεί κάθε παραγωγή που θα μπορούσε να γίνει σε τοπική κλίμακα για τις τοπικές ανάγκες να υλοποιείται τοπικά. Την ίδια στιγμή, οι κινήσεις των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων πρέπει να μειωθούν στο απολύτως απαραίτητο. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, ο Λατούς προτείνει την εσωτερίκευση των εξωτερικών κοστών μεταφοράς (υποδομή, ρύπανση, εκ της οποίας το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η κλιματική απορρύθμιση), ο οποίος ισχυρίζεται πως θα οδηγούσε σε επανεντοπισμό μεγάλου αριθμού δραστηριοτήτων, καθώς “εάν το κόστος του χιλιομέτρου πολλαπλασιαζόταν επί δέκα, είναι σίγουρο ότι οι παραγωγικές επιχειρήσεις θα ανακάλυπταν εκ νέου τις αρετές των προϊόντων και των αγορών εγγύτητας.”[44] Ως επιχείρημα υπέρ του επανατοπικισμού προβάλλεται και η ενεργειακή αυτοπαραγωγή, δεδομένου ότι οι ανανεώσιμες ενέργειες όπως η ηλιακή ή οι αιολικές είναι προσαρμοσμένες στις τοπικές εγκαταστάσεις και χρήσεις. Με τον οικονομικο επανατοπικισμό αποφεύγονται οι απώλειες που οφείλονται στη μεταφορά και στην αφαίρεση του εδάφους για τις γεωργικές χρήσεις. Κατά τον Λατούς “με το τέλος του πετρελαίου, το να παράγουμε και να καταναλώνουμε την ενέργειά μας όσο το δυνατό πιο κοντά θα γίνει αναγκαιότητα. Δεν θα ήταν ανώφελο να μετατρέψουμε την αναγκαιότητα αυτή σε αρετή.”[45] Η σημαντικότερη όμως πτυχή του επανατοπικισμού είναι αυτή που αφορά το πολιτικό επίπεδο. Σύμφωνα με την πρόταση της απο-ανάπτυξης, η οικολογική δημοκρατία μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα στον “τοπικισμό”. Βασικότερος υποστηρικτής της θέσης αυτής είναι ο Τάκης Φωτόπουλος, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον τοπικισμό σχεδόν αποκλειστικά σε αυτή του τη πολιτική διάσταση, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι αποτελεί τη λύση των οικονομικών αντιφάσεων. Η γενικευμένη δημοκρατία που υποστηρίζει ο Φωτόπουλος προϋποθέτει μια “συνομοσπονδία δήμων”, δηλαδή μικρών ομογενών ενοτήτων των 30.000 κατοίκων περίπου, αριθμός που ισχυρίζεται πως επιτρέπει να ικανοποιηθούν σε τοπικό επίπεδο οι περισσότερες από τις βασικές ανάγκες. “Πιθανώς θα χρειαστεί να τεμαχίσουμε πολυάριθμες σύγχρονες πόλεις που είναι γιγαντιαίες σε διάφορους δήμους. Σε κάθε περίπτωση, η καινούργια πολιτική οργάνωση θα μπορούσε να είναι, για παράδειγμα, μια συνομοσπονδία αυτόνομων ομάδων (σε επίπεδο περιφέρειας, ηπείρου και όλου του κόσμου) η οποία θα εργαζόταν για τη δημοκρατική μετάλλαξη των αντίστοιχων κοινοτήτων τους”.[46] Αυτή η τοπική δημοκρατική ουτοπία συναντά τις ιδέες των περισσότερων στοχαστών μιας οικολογικής δημοκρατίας, όπως του αναρχικού Μάραιη Μπούκτσιν που υποστηρίζει πως:
“Δεν είναι εντελώς παράλογο να σκεφτούμε ότι μια οικολογική κοινωνία θα μπορούσε να αποτελείται από έναν δήμο μικρών δήμων, ο καθένας από τους οποίους θα ήταν σχηματισμένος από μια “κοινότητα μικρότερων κοινοτήτων” […] σε πλήρη αρμονία με το οικοσύστημά τους.”[47]
Αντίστοιχα, ο Πωλ Αριές, συνδέοντας τη πρόταση του πολιτικού επανατοπικισμού με την αντίθεση προς την ομοιογενοποιητική διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, υποστηρίζει πως “οφείλουμε όχι μόνο να διατηρήσουμε την ποικιλία των γεωργικών σπόρων αλλά και την ποικιλία των διάφορων τρόπων ύπαρξης μέσα στον κόσμο.”[48] Στα πλαίσια της απο-ανάπτυξης, μια πολιτική που θα γινόταν αντιληπτή με αυτό τον τρόπο υποστηρίζεται πως θα έπαυε να είναι πλέον μια τεχνική κατακράτησης και άσκησης της εξουσίας, αλλά, αντιθέτως, θα συνέβαλλε σε μια κατεύθυνση αυτοδιαχείρισης της κοινωνίας από τα μέλη της. Με αυτό το τρόπο, η τοπική δράση παρουσιάζεται ως δρόμος λύσης για τα παγκόσμια αδιέξοδα. Το αίτημα του πολιτικού επανατοπικισμού φαίνεται να έρχεται σε αντιπαράθεση με ένα πολιτικό σχέδιο μετωπικής αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό (όπως για παράδειγμα η κομμουνιστική πολιτική πρόταση), που απορρίπτεται από τον Λατούς ως μη ρεαλιστικό[49]. Κατά το ίδιο, η μετωπική ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου και των οικονομικών δυνάμεων είναι αδύνατη – το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, συνεπώς, είναι να δείξουμε έμπρακτα τη διαφωνία μας. Στο ίδιο μήκος πλεύσης, ο Φωτόπουλος δηλώνει πως:
“Το να εμφανιζόμαστε στις τοπικές εκλογές παρέχει τη δυνατότητα να αρχίσουμε να αλλάζουμε τη κοινωνία από κάτω, πράγμα που είναι η μόνη δημοκρατική στρατηγική – αντίθετα από τις κρατικίστικες μεθόδους (που προτίθενται να αλλάξουν την κοινωνία εκ των άνω καταλαμβάνοντας την εξουσία) και από τις λεγόμενες προσεγγίσεις της “κοινωνίας των πολιτών” (που δεν στοχεύουν καθόλου να αλλάξουν το σύστημα). Επειδή ο δήμος είναι η κοινωνική και οικονομική βασική μονάδα της μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από το τοπικό επίπεδο για να αλλάξουμε την κοινωνία”[50]
Όμως, παρά την έντονη απόρριψη των “παγκόσμιων λύσεων” και των “μεγάλων αφηγήσεων” προς όφελος του τοπικού προσανατολισμού, πρέπει να σημειωθεί εδώ πως, για τον Λατούς, “η στρατηγική της τοπικής αναγέννησης δεν συνίσταται στο να κατασκευάσει και να διατηρήσει μια όαση στην έρημο της παγκόσμιας αγοράς, αλλά στο να πολλαπλασιάσει τις εμπειρίες επανεδαφικοποίησης και στο να επεκτείνει προοδευτικά το δίκτυο των υγιών “οργανισμών” έτσι ώστε να πετύχει την υποχώρηση ή την γονιμοποίηση της ερήμου”.[51]
δ). Μείωση, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση Η μείωση παρουσιάζεται οριακά σαν η ίδια η ουσία της απο-ανάπτυξης, καθώς οι λέξεις είναι σχεδόν συνώνυμες. Εν τούτης, η από-ανάπτυξη δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση “να κάνουμε το ίδιο πράγμα αλλά λιγότερο”. Η ζητούμενη μείωση συνδυάζεται με αύξηση της υγείας, της ευημερίας κοκ. Για το λόγο αυτό, η μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης τοξικών προϊόντων είναι απαραίτητη. Το ίδιο ισχύει για τα πυρηνικά, τα ναρκωτικά, και μάλιστα για την διαφήμιση και τους πολεμικούς εξοπλισμούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει, στο όνομα κάποιας ηθικής ή δογματικής αυστηρότητας, να απαγορευτεί εντελώς η παραγωγή και η κατανάλωση των προϊόντων αυτών, αλλά πως πρέπει να τεθεί το ζήτημα ενός αυστηρού περιορισμού. Κατά τον Λατούς, η μείωση αυτή συνεπάγεται “να μειώσουμε την κατανάλωση για να δουλεύουμε λιγότερο και για να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στις πνευματικές απαιτήσεις, στις ανθρώπινες, οικογενειακές, κοινωνικές, ερωτικές πολιτισμικές, θρησκευτικές σχέσεις.”[52] Αξίζει να εστιάσουμε σε δύο περιπτώσεις της πρότασης για μείωση, οι οποίες περιγράφουν ίσως καλύτερα τη συνολική λογική της απο-ανάπτυξης, καθώς συνδέονται και με άλλες πτυχές της πρότασης. Αυτές είναι η πρόταση για μείωση της διαφήμισης και των μεταφορών. Στη περίπτωση της διαφήμισης, ο Λατούς φτάνει να μιλά όχι μόνο για μείωση αλλά για συνολική κατάργηση, δεδομένου και του ρόλου που παίζει αυτή στη διαμόρφωση της καταναλωτικής νοοτροπίας.
“Πρέπει να μειώσουμε ή και να καταργήσουμε τη διαφήμιση; Η “συστημική” μείωση επιβάλλεται ιδιαίτερα στη περίπτωση αυτή γιατί η διαφήμιση έχει έναν προϋπολογισμό φοβερά αδηφάγο: 500 δισεκατομμύρια ευρώ δαπανών το 2003 από τις οποίες τα 103 στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα 15 στη Γαλλία, ποσό κολοσσιαίο, ο ολέθριος ρόλος του οποίου έχει ήδη υπογραμμιστεί [στα πλαίσια της πρότασης για απανεννοιολογικοποίηση]. Σε τελική ανάλυση, οι καταναλωτές είναι εκείνοι που πληρώνουν τη διαφήμιση: 500 ευρώ το χρόνο ανά άτομο.”[53]
Από την άλλη μεριά, στη περίπτωση της μείωσης των μεταφορών, η πρόταση συνδυάζεται με αυτή για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, καθώς με τη μείωση των μεταφορών επιτυγχάνεται τόσο η εξοικονόμηση ενέργειας, η οποία είναι η βάση της φτηνής μεταφοράς, όσο και η ελάττωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Σε μια κοινωνία απο-ανάπτυξης, η μείωση αυτή προκύπτει άμεσα χωρίς κάποιο αυστηρό περιορισμό των ιδιωτικών μετακινήσεων, με την ορθολογικοποίηση και μόνο του συστήματος μετακινήσεων προϊόντων σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Λατούς παραθέτει τη, χαρακτηριστική για τη φύση αυτού του συστήματος, περίπτωση των αλπικών κοιλάδων, οι κάτοικοι των οποίων υφίστανται τις ροές των φορτηγών που μεταφέρουν από την Ιταλία στη Γαλλία φιάλες νερού San Pellegrino, ενώ ροές όχι λιγότερο σημαντικές σε αριθμό κουβαλούν φιάλες νερού Badoit και Evian από τη Γαλλία στην.. Ιταλία. Σύμφωνα με τον Λατούς, “είτε αυτά τα φορτηγά κάνουν βόλτες τα ίδια πράγματα (και αυτό είναι από τη σκοπιά της απο-ανάπτυξης – και όχι μόνο – εντελώς παράλογο!), είτε κουβαλούν διαφορετικά προϊόντα, που θα μπορούσαν όμως να παραχθούν τοπικά με λίγο μεγαλύτερα άμεσα κόστη, είναι οπωσδήποτε επιβλαβή για το περιβάλλον”.[54] Από μια οπτική σε παγκόσμια κλίμακα, τα παραδείγματα τέτοιων “παραλογισμών” είναι αναρίθμητα: οι ΗΠΑ, παρότι πλούσια σε δάση, εισάγει σπίρτα από την Ιαπωνία, η οποία πρέπει να εφοδιαστεί το ξύλο λεηλατώντας τα ινδονησιακά δάση. Η Βρετανία εισήγαγε, μόνο το 1998, 61.400 τόνους κοτόπουλο με προέλευση τις Κάτω Χώρες και τον ίδιο χρόνο εξήγαγε 33.100 τόνους κοτόπουλο..προς τις Κάτω Χώρες. Το 1996 το Ηνωμένο Βασίλειο εισήγαγε 434.000 τόνους μήλα, το ήμισυ εκ των οποίων προέρχονταν από χώρες εκτός Ευρώπης, ενώ από το 1960 άφησαν να χαθούν πάνω από το 60% των βρετανικών μήλων.[55] Όπως έχει σημειωθεί, οι τεράστιες σε ποσότητα μεταφορές αυτές δεν στερεύουν μόνο έναν πολύτιμο μη ανανεώσιμο πόρο, αλλά και εκπέμπουν τοξικά αέρια όπως μονοξείδιο του άνθρακα, αέρια θερμοκηπίου όπως το διοξείδιο του άνθρακα που προκαλεί την κλιματική απορρύθμιση, και καρκινογόνα βαρέα μέταλλα όπως ο μόλυβδος και το κάδμιο. Προκύπτει λοιπόν πως μια μείωση των μεταφορών και μια αποσύνδεση από τη μεγάλη αγορά επιβάλλονται από περιβαλλοντική σκοπιά, ενώ και η κατανάλωση τοπικών προϊόντων παίρνει το χαρακτήρα οικολογικής επιταγής. Η επιταγή, δε, της επαναχρησιμοποίησης απευθύνεται κυρίαρχα στις επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να πάψουν να κατασκευάζουν συστηματικά αντικείμενα “μιας χρήσης”, σπατάλης και πληθωρισμού αποβλήτων. Ο Λατούς παρατηρεί πως σήμερα, ακόμη και αν το θέλαμε, θα ήταν πολύ δύσκολο να επιδιορθώσουμε τα περισσότερα από τα φερόμενα ως “διαρκή” αγαθά, καθώς είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να μην διαρκούν, είτε πρόκειται για υποδήματα είτε για ψυγεία.
“Σε αντίθεση με την κοινωνία της κατανάλωσης, η οποία μας συνήθισε να ξεφορτωνόμαστε προϊόντα τα οποία μπορούν ακόμη άνετα να χρησιμοποιηθούν με το πρόσχημα ότι είναι “ξεπερασμένα”, πρέπει να καταναλώνουμε με σεβασμό, μεταχειριζόμενοι καλά τα αντικείμενα έτσι ώστε να τα κάνουμε να διαρκούν περισσότερο – απαρνούμενοι, για παράδειγμα, το κυνήγι των τελευταίων μοντέλων της τεχνολογίας που συντελεί στην επιταχυνόμενη πεπαλαίωση των συσκευών. Έτσι, ο κατασκευαστής Nikeεπινόησε το τελευταίο του μοντέλο παπουτσιού Mayflyμε τέτοιο τρόπο ώστε η σόλα να φθείρεται μετά από 100 χιλιόμετρα πορείας. Αντίθετα, πρέπει να ρυθμίσουμε κανόνες για να εξασφαλίσουμε τη διάρκεια των πωλούμενων προϊόντων και να παράσχουμε δυνατότητες επισκευής.”[56]
Τέλος, η ανακύκλωση διακρίνεται από την επαναχρησιμοποίηση με την έννοια ότι, επειδή η φθορά δεν επιτρέπει πλέον την κανονική χρήση του αντικειμένου, αντί να το μεταμορφώνουμε σε ρυπαντικό απόβλητο, προχωρούμε στην ανάκτηση των συστατικών του στοιχείων. Με τον τρόπο αυτό, το αντικείμενο γίνεται μια πηγή διαθέσιμων πρώτων υλών για ένα καινούργιο κύκλο παραγωγής. Ο Λατούς παραθέτει ένα παράδειγμα ενδιαφέρουσας ανακύκλωσης στη σύγχρονη βιομηχανία: σε ορισμένα αμερικανικά χαλυβουργεία το νερό καθαρίζεται και επαναχρησιμοποιείται μέχρι και 16 φορές! Με τον τρόπο αυτό, η καθημερινή ανάγκη για 200 εκατομμύρια λίτρα καλύπτεται μόνο με 13 εκατομμύρια.[57] Κλείνοντας, αρκεί εδώ, για την υποστήριξη της διαδικασίας της ανακύκλωσης, μια συνοπτική παράθεση στοιχείων: στη γεωργία, μέσω της λιπασματοποίησης των βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων, μπορεί να αποφευχθεί η καταστροφική για το περιβάλλον προσφυγή στα χημικά λιπάσματα. Ταυτόχρονα, ως λιπάσματα μπορούν να αξιοποιηθούν ο φώσφορος και άλλα θρεπτικά στοιχεία που εξάγονται στα προϊόντα διατροφής. Η ανακύκλωση, στη περίπτωση του αλουμινίου, επιτρέπει την εξοικονόμηση του 95% της ενέργειας, 75% στη περίπτωση του χαλκού και 60% στη περίπτωση του χάλυβα, σε σχέση με τη νέα παραγωγή.[58]
Μέρος 3ο: Μια κριτική της οικολογίας γενικά και της πρότασης της από-ανάπτυξης ειδικότερα Στα προηγούμενα μέρη παρουσιάστηκε η σύνδεση της οικολογικής κρίσης με την καπιταλιστική ανάπτυξη και οι οικολογικές προτάσεις διεξόδου από τη κρίση αυτή, τόσο από τη πλευρά της “ρεαλιστικής” οικολογίας του “καπιταλισμού με οικολογικό πρόσωπο” όσο και από αυτή της εναλλακτικής πρότασης της από-ανάπτυξης. Στο μέρος αυτό της εργασίας επιχειρείται μια συνολική κριτική της οικολογικής ιδεολογίας, με στόχο να αναδειχθούν οι αντιφάσεις και των δύο προαναφερθέντων προτάσεων αλλά και να εντοπιστούν οι τυχόν δυνατότητες υπέρβασης τους.
α) Οικολογία, το νέο “όπιο των μαζών”
“...ο απλούστερος ορισμός του Θεού και της θρησκείας βρίσκεται στην ιδέα πως “αλήθεια” και “σημασία” / ”νόημα” είναι το ένα και το αυτό. Ο θάνατος του Θεού είναι το τέλος της ιδέας που ταυτίζει αλήθεια και νόημα. Και θα πρόσθετα πως ο θάνατος του Κομμουνισμού επίσης υπονοεί το διαχωρισμό αλήθειας και νοήματος, στο βαθμό που αυτές οι έννοιες αφορούν την ιστορία. «Το νόημα της ιστορίας» έχει διττή σημασία: από τη μία πλευρά “προσανατολισμός”: η ιστορία βαδίζει προς τα κάπου. Και έπειτα η ιστορία έχει κάποιο νόημα, που είναι η ιστορία της χειραφέτησης της ανθρωπότητας μέσω του προλεταριάτου κοκ. Ουσιαστικά, η εποχή του Κομμουνισμού στο σύνολό της, ήταν μια περίοδος στην οποία η πεποίθηση πως είναι δυνατό να πάρουμε τις σωστές πολιτικές αποφάσεις υπήρχε – καθοδηγούμασταν, εκείνη τη στιγμή, από το νόημα της ιστορίας… Έτσι, ο θάνατος του Κομμουνισμού γίνεται ο δεύτερος θάνατος του Θεού, αλλά στο πεδίο της ιστορίας.” Αλαίν Μπαντιού[59]
Η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και του “υπαρκτού σοσιαλισμού” το 1989 οδήγησε τον Φράνσις Φουκουγιάμα να θριαμβολογήσει περί του “Τέλους της Ιστορίας”, εγκαινιάζοντας την εποχή της παγκόσμιας κυριαρχίας του καπιταλισμού. Παρά το γεγονός ότι από τότε έχει ασκηθεί σωρεία αποτιμητικών κριτικών προς τη θέση του Φουκουγιάμα, η πραγματικότητα είναι πως, σήμερα, η κυρίαρχη ιδεολογία παραμένει “φουκουγιαμική”: ο καπιταλισμός είναι εδώ για να μείνει, δεν μπορούμε να τον ανατρέψουμε, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τον βελτιώσουμε, κάνοντάς τον πιο “ανθρώπινο”, πιο “οικολογικό” κοκ. Η ίδια μεταμοντέρνα ιδεολογία αποκηρύττει κάθε μαζικό συλλογικό πρόταγμα ως ουτοπικό και επικίνδυνο, ταυτίζοντας το με τον ολοκληρωτισμό – για την κυρίαρχη ιδεολογία κάθε “μεγάλη αφήγηση” οδηγεί αναπόφευκτα στο Ολοκαύτωμα. Από αυτή τη σκοπιά η οικολογία, που μας καλεί να σταματήσουμε να “προσπαθούμε να ελέγξουμε και να κυριαρχήσουμε” πάνω στη φύση αλλά να την “εμπιστευτούμε”, μπορεί εύκολα να αξιώσει μια ηγεμονική θέση στον αστερισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Πίσω από την αντίληψη που θέλει τη φύση ως ένα “ισορροπημένο”, “κλειστό” σύστημα πάνω στο οποίο επιδρά ο άνθρωπος διαταράσσοντας τη λεπτή ισορροπία με καταστροφικά αποτελέσματα, κρύβεται ο βαθύτατα συντηρητικός φόβος απέναντι στην αλλαγή. Η οικολογία εμφανίζεται εδώ εξαιρετικά μεταμοντέρνα καθώς, αντιλαμβανόμενη τη φύση ως το “καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα” κάποιας διαδικασίας φυσικής “εξέλιξης”, δυσπιστεί ως προς τις μεγάλες συλλογικές πράξεις υπό το φόβο του ότι “κάθε αλλαγή μπορεί να είναι μια αλλαγή προς το χειρότερο”. Με αυτό τον τρόπο, η “οικολογία του φόβου” μετατρέπεται σε ένα νέο “όπιο των μαζών”, που καλεί τελικά σε άρνηση κάθε προοδευτικής προσπάθειας και αναγάγει τον συμβιβασμό με την “υπαρκτή πραγματικότητα” και την συντήρηση της σε προϋπόθεση της ανθρώπινης επιβίωσης. Η τάση αυτή φαίνεται να είναι χαρακτηριστική της μεταμοντέρνας εποχής του “τέλους των ιδεολογιών” – η ιδεολογία βγαίνει από την πόρτα για να επιστρέψει δυναμικά από το παράθυρο με τη μορφή της.. ιδεολογίας του “τέλους της ιδεολογίας”. Στο βιβλίο του InDefenceofLostCauses, o Σλάβοϊ Ζίζεκ παραθέτει ένα χαρακτηριστικό αυτής της ιδεοληπτικής λογικής άρθρο, που γράφτηκε με αφορμή την οικολογική αντίδραση στις επιστημονικές προσπάθειες κατασκευής συνθετικής ζωής:
“Πίσω από μεγάλο τμήμα της αντίστασης προς τη σύλληψη της συνθετικής ζωής βρίσκεται η διαίσθηση πως η Φύση (ή ο Θεός) δημιούργησε τον καλύτερο πιθανό κόσμο. Ο Δαρβίνος πίστευε πως οι μυριάδες σχεδιασμοί της φυσικής δημιουργίας είναι τέλεια σχηματισμένοι ώστε να κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν – είτε είναι ζώα που βλέπουν, ακούν, τραγουδούν, κολυμπούν ή πετούν, είτε είναι φυτά που τρέφονται από τις ακτίνες του φωτός, προβάλλοντας έντονα φυτικά χρώματα για να προσελκύσουν γονιμοποιητές”[60]
Όπως παρατηρεί ο Ζίζεκ, αυτή η αναφορά στον Δαρβίνο είναι βαθιά αποπροσανατολιστική. “Το ύστατο μάθημα του δαρβινισμού είναι το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ότι η φύση πειραματίζεται και αυτοσχεδιάζει, με μεγάλες απώλειες και καταστροφές να συνοδεύουν κάθε περιορισμένη επιτυχία – δεν είναι το επιστημονικό δεδομένο πως το 90% του ανθρώπινου γονιδιώματος είναι “άχρηστο DNA” (“junkDNA”), χωρίς συγκεκριμένη λειτουργία, η απόλυτη απόδειξη;”[61] Έτσι, το επιχείρημα που θέλει τη φύση “θεϊκά πλασμένη” ως το “καλύτερο δυνατό σύστημα” έρχεται σε ρήξη με την ίδια την πραγματικότητα. Η φύση αποκαλύπτεται ως ένα δυναμικό σύστημα σε συνεχή “εξέλιξη” (ή, καλύτερα, δραστηριότητα), ένα σύστημα που δε λειτουργεί με βάση κάποιο σχέδιο συνολικής βελτιστοποίησης αλλά, αντίθετα, κινείται με μια λογική συνεχών πειραματισμών, “λαθών” και “επιτυχιών”. Η ίδια η ύπαρξη σήμερα του πετρελαίου αποτελεί απόδειξη της, ελλείψει καλύτερου ορισμού, “τυχαιότητας” της φυσικής εξέλιξης: το πετρέλαιο δεν είναι παρά τεράστιες ποσότητες βιομάζας που καταπλακώθηκαν μαζικά. Η δημιουργία συνεπώς του πετρελαίου μαρτυρά μια φυσική καταστροφή τεραστίων διαστάσεων (σεισμοί; συνολικός γεωλογικός μετασχηματισμός;), το μέγεθος της οποίας δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό. Απέναντι στην έκκληση για συντήρηση αντιπαρατάσσεται και η επιστημονική θέση, σύμφωνα με την οποία μια παύση της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι πιθανόν να προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή από τη συνέχισή της. Χαρακτηριστικά τίθεται εδώ το παράδειγμα των οικολογικών κινημάτων υπέρ της προστασίας των δασών που, καταφέρνοντας να επιβάλλουν αυστηρά μέτρα δασικής πυρασφάλειας, είχαν ως απρόσμενο αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αλλοίωση των παρθενικών δασών, καθώς οι περιστασιακές πυρκαγιές έπαιζαν κομβικό ρόλο στην αναπαραγωγή τους.[62] Αντίστοιχα, στη περίπτωση μιας κοιλάδας έντονα μολυσμένης από τη καύση άνθρακα στο Ηνωμένο Βασίλειο, όταν σταμάτησε η ρυπογόνος δραστηριότητα είχε άμεσα καταστροφικά αποτελέσματα: τα πουλιά και διάφοροι άλλοι μικρο-οργανισμοί ήταν ήδη τόσο συνηθισμένοι στην ανθρακογόνο μόλυνση που δεν μπορούσαν πια να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες, και έτσι έφυγαν, διαταράσσοντας την λεπτή περιβαλλοντική ισορροπία της κοιλάδας.[63] Το τρομακτικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως η συνολική παύση της ανθρώπινης δραστηριότητας μπορεί να είναι εξίσου καταστροφική για το περιβάλλον με την συνέχισή της. Η απόρριψη της ιδεολογίας της “οικολογίας του φόβου” και της Φύσης με φι κεφαλαίο φαίνεται να οδηγεί στο τρόμο της αντιμετώπισης του “Πραγματικού” : δεν υπάρχει πια κανένας “μεγάλος Άλλος” που να δίνει “νόημα” στην φυσική και την, ουσιαστικά αδιαχώριστη, ανθρώπινη δραστηριότητα. Το δίλημμα που προκύπτει έχει λοιπόν το χαρακτήρα του “εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα”: δεν υπάρχει ισορροπία στην οποία μπορούμε να επανέλθουμε, την ίδια στιγμή που, αν συνεχίσουμε στην ίδια πορεία, η καταστροφή φαίνεται όλο και πιο εγγυημένη. Ταυτόχρονα, ο ίδιος μηχανισμός που μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε τη φύση ως ένα ανεξάρτητο από εμάς ισορροπημένο “όλον”, είναι ο ίδιος μηχανισμός που προβάλει ως εμπόδιο στη δράση απέναντι στην επικείμενη περιβαλλοντική καταστροφή. Η λογική του μηχανισμού αυτού δε διαφέρει πολύ από αυτόν της “φετιχιστικής πραγμοποίησης” του καπιταλισμού. Στα πλαίσια του εμπορευματικού φετιχισμού το άτομο αντιλαμβάνεται πως το χρήμα δεν έχει πραγματική αξία καθ’ εαυτό, πως η αξία ως ανταλλακτική μορφή υποκρύπτει μια κοινωνική σχέση εξαρτημένης εργασίας – παρόλα αυτά δρα σαν να μην το γνωρίζει, προσεγγίζοντας και εκτιμώντας την αξία των προϊόντων με βάση της χρηματικής τους αξίας. Με παρόμοιο τρόπο, ο Ζίζεκ περιγράφει τον φετιχιστικό μηχανισμό στη περίπτωση της αντιμετώπισης του περιβάλλοντος:
“Γνωρίζουμε πολύ καλά (πως η κλιματική αλλαγή είναι απειλή για το σύνολο της ανθρωπότητας), αλλά παρόλα αυτά… (δεν το πιστεύουμε πραγματικά). Αρκεί για μας να βλέπουμε τον φυσικό κόσμο με τον οποίο έχει συνδεθεί το μυαλό μας: πράσινο χορτάρι και δέντρα, το αεράκι που φυσάει, η ανατολή του ηλίου… μπορεί κανείς να πιστέψει πραγματικά πως όλα αυτά θα διαταραχθούν; Γίνεται λόγος για την τρύπα του όζοντος – αλλά όσο και να κοιτάμε στον ουρανό δεν την βλέπουμε – το μόνο που βλέπουμε είναι ουρανός, γαλανός και γκρίζος”.[64]
Αντίθετα λοιπόν με την αντίληψη που θέλει τον άνθρωπο αποξενωμένο από τη φύση, έχοντας χάσει την “φυσική του ισορροπία” μαζί της, το πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι πως ο άνθρωπος παραμένει υπερβολικά “μέσα στη φύση”, συνεχίζει δηλαδή να την αντιλαμβάνεται ως ενιαία και αμετάβλητη. Η περίπτωση των λιγοστών αγροτών που παραμένουν στα αγροκτήματά τους στην, εγκαταλελειμμένη κατά τα άλλα, περιοχή γύρω από το Τσερνομπίλ είναι εδώ χαρακτηριστική: στα μάτια τους το περιβάλλον μοιάζει ίδιο, οπότε συνεχίζουν τις δραστηριότητες τους κανονικά, αγνοώντας τις “ακατανόητες ανοησίες” περί ραδιενέργειας.[65] Το ζήτημα της αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής κρίσης περιπλέκεται επιπλέον και από το γεγονός ότι, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του φυσικού συνόλου, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει τις επιπτώσεις της δραστηριότητάς του πριν να είναι πολύ αργά για να τις αντιστρέψει. Μάρτυρας αυτής της πραγματικότητας ο μεγάλος καταστροφικός σεισμός που έπληξε τη Κεντρική Κίνα το 2008, σεισμός που, σύμφωνα με τη μεγάλη πλειοψηφία των Κινέζων γεωλόγων πιθανολογείται πως συνδέεται άμεσα με τη κατασκευή του τεράστιου “Φράγματος των Τριών Χαραδρών” (“Three Gorges Dam”) και κατ’ επέκταση αποτελεί τον πρώτο ανθρωπογενή σεισμό στην ιστορία του πλανήτη (!). Συγκεκριμένα, πιθανολογείται πως η πίεση της τεράστιας ποσότητας συσσωρευμένων από το φράγμα υδάτων, σε συνδυασμό με τη θέση του φράγματος πάνω από σημείο σύγκλισης τεκτονικών πλακών, αποτέλεσε το βασικό αίτιο του σεισμού.[66]Το επιχείρημα λοιπόν, που θέλει τον άνθρωπο αδύναμο εμπρός στη παντοδύναμη Φύση απορρίπτεται συνολικά, δίνοντας τη θέση του στο πρόβλημα ενός παντοδύναμου ανθρώπου, που δεν μπορεί να ελέγξει τα όρια της δύναμής του. Όπως διατυπώνει εύγλωττα ο Τζον Γκρέι:
“Βρίσκουμε τον εαυτό μας σε μια εποχή όπου τα πάντα είναι μεταβατικά. Νέες τεχνολογίες μεταβάλλουν τη ζωή μας καθημερινά. Οι παραδόσεις του παρελθόντος δεν μπορούν να ανακτηθούν. Την ίδια στιγμή έχουμε εξαιρετικά περιορισμένη αντίληψη του τι θα φέρει το μέλλον. Είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε ωσάν να ήμασταν ελεύθεροι.”[67]
Στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας αξίζει να εξετάσουμε τη πρόταση του Ζίζεκ, κατά τον οποίο ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε την περιβαλλοντική καταστροφή είναι να την αντιμετωπίσουμε ως αναπόφευκτη. Δεδομένου ότι δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε επαρκώς τις επιπτώσεις των πράξεών μας, ο Ζίζεκ προτείνει να θεωρήσουμε πως η χειρότερη δυνατή έκβασή τους είναι αυτή που θα πραγματοποιηθεί (μια πλήρης οικολογική καταστροφή λόγω της κλιματικής αλλαγής, της περιβαλλοντικής ρύπανσης κοκ) και έπειτα να επεξεργαστούμε ένα σχέδιο αποφυγής της έκβασης αυτής και να δράσουμε συλλογικά για την υλοποίησή του – με άλλα λόγια, να ¨”αλλάξουμε το μέλλον”. Η υλοποίηση μιας τέτοιας πρότασης προϋποθέτει το οριστικό διαζύγιο με την αβεβαιότητα του μεταμοντερνισμού και την ανανεωμένη επιστροφή της μαζικής συλλογικής δράσης, την εμπιστοσύνη στη θετική δυνατότητα της στρατευμένης δραστηριότητας των μαζών.
β). Από-ανάπτυξη: μια (πολιτική) πρόταση σε αναζήτηση (πολιτικού) υποκειμένου Αν η από-ανάπτυξη διαχωρίζεται από τα ρεύματα της φιλελεύθερης “ρεαλιστικής” οικολογίας, με την έννοια ότι αντιλαμβάνεται το πρόβλημα της οικολογικής κρίσης ως συστημικό και προτείνει μια ριζική αλλαγή, η πρόταση της παραμένει ωστόσο στα πλαίσια του κυρίαρχου λόγου, καθώς διατηρεί μια έντονη δυσπιστία προς τις οργανωμένες συλλογικές προσπάθειες, τις οποίες και ταυτίζει με τη σειρά της με τον ολοκληρωτισμό. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και το όριο της λογικής της από-ανάπτυξης: ενώ από τη μία μεριά προτείνει ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνίας και το αντιπαραθέτει στον σύγχρονο καπιταλισμό, από την άλλη, αρνείται πεισματικά να ορίσει το υποκείμενο, το συλλογικό φορέα που θα δράσει συνειδητά ώστε να επιτευχθεί αυτός ο κοινωνικός μετασχηματισμός που προτείνει. Έτσι, καταλήγει σε ένα σύνολο, θετικών στη σύλληψη, αλλά αντιφατικών προτάσεων. Ενώ προσεγγίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα του ζητήματος, προσπαθώντας να μην αποσυνδέσει το οικολογικό από το κοινωνικό ζήτημα και μιλώντας για κοινά μέτρα επίλυσης και των δύο (παραγωγή με στόχο τις κοινωνικές ανάγκες και όχι τη κερδοφορία, αναδιανομή του πλούτου κοκ), παράλληλα, ρίχνοντας το βάρος στην οικολογική πλευρά του ζητήματος, οδηγείται στο (ορθό σε πρώτο επίπεδο) συμπέρασμα πως η οικολογική κρίση μας αφορά όλους, καπιταλιστή και εργαζόμενο, και ως εκ τούτου υπονοεί πως η δράση για την αντιμετώπισή της μπορεί να γίνει από κοινού. Η ανάλυση αυτή αδυνατεί να πάει μέχρι το βάθος των ενδογενών αντιφάσεων του συστήματος, να αντιμετωπίσει δηλαδή αυτό που ο Μαρξ περιέγραφε ως “ταξικό ανταγωνισμό” – την διαδικασία της πάλης των τάξεων που αποτελεί “νάρκη” σε κάθε προσπάθεια συνολικής κοινωνικής αντιμετώπισης οποιουδήποτε ζητήματος. Πιο απλά, ακόμη και ένας πραγματικά “οικολογικά ευσυνείδητος” καπιταλιστής θα αδυνατούσε να βγει από τη λογική της κερδοφορίας – πόσο μάλλον το σύνολο της αστικής τάξης. Είναι πολύ πιθανότερο να επιχειρούσε (όπως και συμβαίνει) να επεξεργαστεί λύσεις οι οποίες θα προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την περιβαλλοντική κρίση από αυστηρά οικολογική σκοπιά (αν το ζήτημα έφτανε να τίθεται με όρους ζωής και θανάτου), υποσκελίζοντας τη κοινωνική πτυχή του ζητήματος. Σε αυτό το επίπεδο οι προτάσεις αποκτούν ένα εξαιρετικά αντιδραστικό χαρακτήρα – τίποτα δεν αποκλείεται, ακόμη και η υιοθέτηση νεο-μαλθουσιανών σχεδίων ριζικής μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού. Όσο αποφεύγεται η συνολική αντιπαράθεση με το καπιταλιστικό σύστημα, το πρόβλημα της αποσύνδεσης του οικολογικού από το κοινωνικό συνεχώς μετατίθεται. Έτσι, ο Λατούς φτάνει να προτείνει ένα “μεταβατικό” πρόγραμμα μέτρων από-ανάπτυξης, μόνο τμήμα του οποίου είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί στα πλαίσια του καπιταλισμού, αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα του πως θα επιβληθεί η υλοποίηση συνολικά της πρότασής του. Σε αντίστοιχο αδιέξοδο οδηγεί και η πρόταση της από-ανάπτυξης σε πολιτικό επίπεδο. Αν και όπως προαναφέρθηκε, ο Λατούς δεν αντιλαμβάνεται τον επανατοπικισμό ως προσπάθεια διαμόρφωσης “οάσεων” μέσα στη καπιταλιστική “έρημο”, παρόλα αυτά αποφεύγει να διευκρινίσει ποιος είναι ο συλλογικός φορέας που θα ενώσει αυτούς τους “αμεσοδημοκρατικούς”-”εναλλακτικούς” δήμους στη πάλη τους ενάντια στην παγκόσμια ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα είναι η πρόταση της από-ανάπτυξης να καταλήγει μια ουτοπία, μια πολιτική πρόταση σε αναζήτηση πολιτικού υποκειμένου.
Επίλογος: Κόκκινο, το απαραίτητο συστατικό του πράσινου Συνοψίζοντας, η αντίληψη της σύνδεσης του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης με την οξυμένη οικολογική κρίση, οδηγεί άμεσα στο συμπέρασμα πως η έξοδος από τον καπιταλισμό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του οικολογικού ζητήματος. Η ανατροπή όμως του καπιταλισμού είναι μεν αναγκαία αλλά όχι από μόνη της ικανή συνθήκη – όπως προδίδει και η περίπτωση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, η κατάργηση μερών της δομής του καπιταλιστικού τρόπου κοινωνικής οργάνωσης δεν συνεπάγεται αυτόματα ένα οικολογικά “υπεύθυνο” σύστημα. Οι αντικαπιταλιστικές προτάσεις επιβάλλεται επομένως να δεχθούν εκ νέου επεξεργασία, με στόχο την ενσωμάτωση οικολογικών στοιχείων. Αν η μόνη πραγματικά “ρεαλιστική” οικολογία είναι η αντικαπιταλιστική οικολογία, προκύπτει άμεσα πως, στα πλαίσια της οικολογικής κρίσης, ο μόνος ρεαλιστικός αντικαπιταλισμός είναι ο οικολογικά υπεύθυνος αντικαπιταλισμός. Η πραγματικότητα της ολοένα και οξυνόμενης οικολογικής κρίσης ανεβάζει τον πήχη του αντικαπιταλιστικού κινήματος, δεδομένου ότι τίθεται επί τάπητος συνολικά η δυνατότητα επιβίωσης του ανθρώπινου είδους. Η βασική διαφοροποίηση σε σχέση με τα παραδοσιακά σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κινήματα του παρελθόντος, που πάλευαν για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, έγκειται στο ότι το φάσμα αυτό διευρύνεται, για να συμπεριλάβει μαζί με την επίλυση του ζητήματος της πείνας, του πολέμου, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, το ζήτημα μιας οικολογικής συμβίωσης με το περιβάλλον, με βάση νέες, “οικολογικά υπεύθυνες” αξίες και ιδανικά. Πολλά στοιχεία της πρότασης για από-ανάπτυξης προσφέρονται εδώ για αξιοποίηση. Στα πλαίσια του καπιταλισμού η οικολογική ανησυχία προκύπτει συχνά ως προνόμιο των λίγων που, έχοντας λύσει το πρωταρχικό για την επιβίωση ζήτημα του “ψωμιού”, έχουν την πολυτέλεια τώρα να ασχοληθούν με τα “τριαντάφυλλα” μιας ποιοτικής ζωής, την ίδια ώρα που οι μάζες βρίσκονται εγκλωβισμένες στον καθημερινό αγώνα για την εξασφάλιση του πρώτου. Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι η μαζική συλλογική δράση με τη μορφή ενός κινήματος που θα παλεύει και για το ψωμί και για τα τριαντάφυλλα.
Βιβλιογραφία ελληνική: –Λατούς, Σερζ (2008) Το στοίχημα της Απο-ανάπτυξης, εκδόσεις Βάνιας –Παπακωσταντίνου, Πέτρος (2010) Επιστροφή στο Μέλλον – η Κρίση του Υπαρκτού Καπιταλισμού και η Αριστερά, εκδόσεις Λιβάνη –Κουρουζίδης, Σάκης (2006) Η Πολιτική Οικολογία στην Ελλάδα / Οικοτοπία, Δαίμων της Οικολογίας (συλλογικό έργο), Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη –Μπενσαϊντ, Ντανιέλ (2009) Μαρξ: Τρόπος χρήσης, εκδόσεις ΚΨΜ –Μπούκτσιν, Μ.- Ρόμπερτς, Α. (1997) Η οικολογία και η επαναστατική σκέψη, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος –Μπούκτσιν, Μ. (1997) Ο Μύθος του Υπερπληθυσμού, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος –Ναξάκης, Χάρης (1997) “Η οικολογικοποίηση της ανάπτυξης – οι επιπτώσεις στο περιβάλλον μετά τη συνθήκη του Μάαστριχ”, Ουτοπία τ.26, σελ. 107-118 –Φωτόπουλος, Τάκης (1997) “Η οικολογική κρίση και η δημοκρατία”, Ουτοπία τ.26, σελ. 53-72 –Λιοδάκης, Γιώργος (1997) “Η σχέση ανθρώπου – φύσης και η ιστορική σημασία της εργασιακής θεωρίας της αξίας”, Ουτοπία τ.26, σελ.79-106 –Λεβύ, Μισέλ (1996) “Από τον Καρλ Μαξ στον Εμιλιάνο Ζαπάτα – η μαρξιστική κριτική της προόδου και το σημερινό στοίχημα των κοινωνικών κινημάτων”, Ουτοπία τ.22 , σελ. 57-68 –Μπιτσάκης, Ευτύχης (1997) “Οικολογία: μια μαρξιστική προσέγγιση”, Ουτοπία τ.26, σελ. 23-52 –Σαμουέλ, Πιερ (1997) “Σκέψεις για την οικολογία”, Ουτοπία τ.26, σελ. 73-77 –Λούκατς, Γκέοργκ (1975) Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, Οδυσσέας (β’ έκδοση 2001) ξενόγλωσση: –Zizek, Slavoj (2008) In Defense of Lost Causes, Verso –Zizek, Slavoj (2009) First as Tragedy, then as Farce, Verso –Zizek, Slavoj (2010) “Living in the End Times according to Slavoj Zizek”, interview at blacklight.vpro.nl http://www.youtube.com/watch?v=Gw8LPn4irao
[1] Φωτόπουλος, Τάκης (1997) “Η οικολογική κρίση και η δημοκρατία”, Ουτοπία τ.26, σελ.54 [2] Ο.π. [3] Ναξάκης, Χάρης (1997) “Η οικολογικοποίηση της ανάπτυξης – οι επιπτώσεις στο περιβάλλον μετά τη συνθήκη του Μάαστριχ”, Ουτοπία τ.26, σελ.108 [4] Ο.π., Φωτόπουλος 1997, σελ.54-55 [5] Λατούς, Σερζ (2008) Το στοίχημα της Απο-ανάπτυξης, εκδόσεις Βάνιας, σελ.56 [6] Ο.π., σελ.55-56 [7] Ο.π., σελ. 61 [8] Ο.π., σελ.73 [9] Μπιτσάκης, Ευτύχης (1997) “Οικολογία: μια μαρξιστική προσέγγιση”, Ουτοπία τ.26, σελ.35 [10] Ο.π., Λατούς 2008, σελ.154 [11] Ο.π.,Μπιτσάκης 1997, σελ.40 [12] Ο.π., σελ.28 [13] Ο.π., Λατούς 2008, σελ.145 [14] Ο.π., σελ.148-149 [15] Σαμουέλ, Πιερ (1997) “Σκέψεις για την οικολογία”, Ουτοπία τ.26, σελ.73-77 [16] Ο.π., σελ.76 [17] Ο.π., σελ.73 [18] Παπακωσταντίνου, Πέτρος (2010) Επιστροφή στο Μέλλον – η Κρίση του Υπαρκτού Καπιταλισμού και η Αριστερά, εκδόσεις Λιβάνη, σελ.109 [19] Ο.π. [20] Ο.π., σελ.110 [21] Ο.π., σελ.110-111 [22] Ο.π., σελ.115 [23] Ο.π. [24] Ο.π., σελ.111 [25] Ο.π., σελ.113 [26] Ο.π., Λατούς 2008, σελ.124-125 [27] Ο.π., σελ.132-133 [28] Ο.π., σελ.134 [29] Ο.π., σελ.187 [30] Ο.π., σελ.195 [31] Ο.π. [32] Ο.π., σελ 196 [33] Ο.π., σελ.197 [34] Ο.π., σελ.201 [35] Ο.π., σελ.201-202 [36] Λούκατς, Γκέοργκ (1975) Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, Οδυσσέας (β’ έκδοση 2001) [37] Ο.π. [38] Ο.π., Λατούς 2008, σελ.199 [39] Ο.π., σελ.231 [40] Ο.π. [41] Ο.π., σελ.232 [42] Ο.π., σελ.237 [43] Ο.π., σελ.239 [44] Ο.π., σελ.252 [45] Ο.π., σελ.253 [46] Ο.π., σελ.255-256 [47] Ο.π., σελ.256 [48] Ο.π., σελ.258 [49] Ο.π., [50] Ο.π. [51] Ο.π., σελ.260 [52] Ο.π., σελ.263 [53] Ο.π., σελ.264 [54] Ο.π., σελ.271 [55] Ο.π., σελ.272 [56] Ο.π., σελ.290 [57] Ο.π., σελ.293 [58] Ο.π., σελ.292 [59] Το απόσπασμα παρατίθεται από τον Ζίζεκ στο: Zizek, Slavoj (2009) FirstasTragedy, thenasFarce, Verso, σελ.154 [60] Zizek, Slavoj (2008) In Defense of Lost Causes, Verso, σελ.441 [61] Ο.π., σελ.441-442 [62] Ο.π., σελ.442 [63] Ο.π. [64] Ο.π., σελ.445 [65] Ο.π., σελ.445 [66] Το παράδειγμα αυτό αναφέρεται στα πλαίσια συνέντευξης, στην εκπομπή Blacklight τουVpro: Zizek, Slavoj (2010) “Living in the End Times according to Slavoj Zizek” http://www.youtube.com/watch?v=Gw8LPn4irao [67] Ο.π., Zizek 2008, σελ.445
Κίμωνας Παπαθωμάς, Σεπτέμβρης 2010, στα πλαίσια του μεταπτυχιακού του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ στην κατεύθυνση της Πολτικής Θεωρίας και Φιλοσοφίας.
Η Λέσχη της ανυπότακτης θεωρίας