Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για την Εκκλησία της Ελλάδος και ορισμένους αξιωματούχους της, έχουν πολλαπλό αντίκτυπο στους δικαιοκρατικούς θεσμούς και, ειδικότερα, στα δικαιώματα του ανθρώπου επαναφέρουν στην επικαιρότητα το πάγιο αίτημα του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος και κλυδωνίζουν την παραδεδομένη αντίληψη ότι παραμένει, δήθεν, επ’ άπειρον εφικτός ο συνδυασμός της ύπαρξης επίσημης κρατικής εκκλησίας με την προσήκουσα προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας. Το ενδεχόμενο χωρισμού δεν πρέπει να προβάλλεται ως «κύρωση» της πολιτείας σε βάρος ενός παρεκτραπέντος βραχίονά της. Ούτε όμως είναι πλέον δυνατό να παραβλέπει η ελληνική πολιτεία το γεγονός ότι η θεσμοθετημένη «ιδιαιτερότητά» της σε αυτό το πεδίο έχει καταστήσει την Ελλάδα προνομιακό διάδικο ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως συστηματικό παραβάτη όλων σχεδόν των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία.
Ι. Εκκλησία και δικαιοσύνη: από τη «συμμαχία» στη συνενοχή
Από το περιεχόμενο των πληροφοριών που κατέκλυσαν την επικαιρότητα, ενδιαφέρει κυρίως η διαπίστωση της διαπλοκής ανάμεσα σε εκκλησιαστικούς και παραδικαστικούς κύκλους.
Οι αδιαφανείς αυτές σχέσεις προσλαμβάνουν επικίνδυνες διαστάσεις όχι τόσο από την πλευρά της εκκλησίας, όσο από την πλευρά της δικαιοσύνης, η οποία, άλλωστε, ενδιαφέρει ως εγγυητική δικλείδα του δημοκρατικού πολιτεύματος και ως λειτουργία κατ’ εξοχήν αρμόδια για τη διαχείριση και προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Όταν κληρικοί συνεννοούνται με δικηγόρους και δικαστικούς προκειμένου να καταστρατηγήσουν την εγγύηση του φυσικού δικαστή ή ακόμη και την κατά τόπον δικαιοδοσία των δικαστηρίων, καθώς και όταν ολόκληροι δικαστικοί σχηματισμοί παρελαύνουν κρυφίως από γραφεία αρχιερέων, καθίσταται εύλογη η καχυποψία όσων πολιτών τυχαίνει ν’ αντιδικούν με κληρικούς ή λαϊκούς ευνοουμένους των παραδικαστικών κυκλωμάτων. Πολύ περισσότερο εύλογη καθίσταται η ανησυχία όσων έχουν εμπιστευθεί στην ελληνική δικαιοσύνη την προστασία της θρησκευτικής τους ελευθερίας. Αν η σχέση κράτους και εκκλησίας αποτελεί πάγιο πολιτικό πρόβλημα, η σχέση εκκλησίας και δικαστικού παρακράτους αποτελεί κοινωνική πληγή.
Θεμέλιο αυτής της πρωτοφανούς διαπλοκής δεν είναι μόνον οι επίμεμπτες συμπεριφορές συγκεκριμένων προσώπων, οι οποίες, εν τέλει, θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά με κινητοποίηση των διαθέσιμων ελεγκτικών μηχανισμών, αλλ’ επί πλέον η θεσμική σύνδεση της Εκκλησίας της Ελλάδος με την ελληνική πολιτεία.
Η επίσημη αυτή σχέση προσφέρει, δυστυχώς, επαρκή κάλυψη σε παραδικαστικά και λοιπά αδιαφανή κυκλώματα. Ενώ η δικαστική εξουσία, προκειμένου να μην τίθεται υπό αμφισβήτηση η αμεροληψία της, διακρίνεται από μιάν εγγενή διστακτικότητα και ευαισθησία όσον αφορά τις σχέσεις των λειτουργών της με μορφώματα και σχηματισμούς της κοινωνίας των πολιτών, η ανασταλτική αυτή προδιάθεση υποχωρεί ενώπιον της Εκκλησίας της Ελλάδος ως ενός κατά κυριολεξία πολιτειακού μηχανισμού. Ενώ θ’ αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν ως πειθαρχικό παράπτωμα η παραμικρή προτίμηση δικαστικού λειτουργού προς μυστικές εταιρείες, πολιτικά κόμματα ή άλλους μηχανισμούς στηριζόμενους σε ιδεολογικές δεσμεύσεις, ο καθημερινός συγχρωτισμός με κληρικούς της επικρατούσης θρησκείας εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως αυτονόητη συνέπεια μιας υποτιθέμενα «φυσικής» συμμαχίας των δύο αυτών χώρων για προσήλωση τάχα στους κοινούς στόχους της δικαιοσύνης και της ηθικής.
Με αυτή την έννοια, η αποκόλληση της εκκλησίας από το κράτος είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη βαθμιαία διαπαιδαγώγηση των δικαστικών και άλλων δημοσίων λειτουργών προς την κατεύθυνση της θρησκευτικής ουδετερότητας. Προς την ίδια κατεύθυνση βαθμιαίας διαπαιδαγώγησης δικαστικών και διαδίκων θα συνέτεινε, άλλωστε, και η απαλλαγή των χώρων απονομής δικαιοσύνης από σύμβολα που υποδηλούν θρησκευτικό χρωματισμό και παραπέμπουν σε ιστορικά προηγούμενα θεοδικίας.
ΙΙ. Ηθική τάξη, έννομη τάξη και αποδεικτικά μέσα
Από τις μεθόδους άντλησης και ανάδειξης των πληροφοριών που κατέκλυσαν τους τελευταίους μήνες την επικαιρότητα, ενδιαφέρει κυρίως η ανησυχητική άμβλυνση της νομικής και κοινωνικής ευαισθησίας απέναντι στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής γενικότερα.
Η απαγόρευση κτήσης και χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων -μόλις πρόσφατη κατάκτηση της ελληνικής έννομης τάξης- ήδη σχετικοποιείται απέναντι στο μείζον δημόσιο συμφέρον που εμφανίζεται να συνιστά η γνώση των επίμαχων σκανδαλωδών περιστατικών.
Επί πλέον, δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο το ότι η αδόκιμη, αξιόμεμπτη και πιθανώς συκοφαντική χρήση των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων πραγματοποιείται κυρίως μέσα από το σύστημα των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Έτσι, οι μεν πολίτες καλούνται να «καταναλώσουν» τα στοιχεία αυτά ομού με τα λοιπά προϊόντα ενημέρωσης, η δε κυριαρχία των ηλεκτρονικών μέσων παρουσιάζεται σαν υποκατάστατο της δικαιοσύνης και σαν μοναδική απάντηση στη διαφθορά, κατ’ εμφανή αλλοίωση του κράτους δικαίου.
Η πρακτική αυτή θέτει τα ακόλουθα ερωτήματα: εν ονόματι της όποιας «κάθαρσης» και «αυτοκάθαρσης», επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα; Και, ειδικότερα, μήπως σε εξ ορισμού «κλειστούς» χώρους, όπως η εκκλησία αλλά και η δικαιοσύνη, σε χώρους δηλαδή που έχουν τους δικούς τους, ποικίλλουσας έντασης, αξιακούς και ηθικούς κώδικες, είναι ανεκτή η κάμψη των εγγυήσεων της ιδιωτικότητας, προκειμένου οι χώροι αυτοί να αποκαθαίρονται από παντός είδους «αμαρτωλούς» και παραβάτες;
Για ορισμένους εκκλησιαστικούς -άρα δημόσιους- λειτουργούς, που διαπραγματεύονται εν μέση οδώ την αγορά αποδεικτικών μέσων παρανόμως μεν κτηθέντων, ενοχοποιητικών δε για εν Χριστώ αδελφούς τους, η απάντηση φαίνεται, ατυχώς, ότι είναι θετική. Αντίθετα, για το κράτος δικαίου, η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική: ο σκοπός δεν αγιάζει όλα τα μέσα. Οι εγγυήσεις των δικαιωμάτων δεν είναι πολλών ταχυτήτων. Για τα δικαιώματα δεν νοούνται ούτε άβατα, ούτε απυρόβλητα, ούτε στεγανά. Η εμβέλεια τους εκτείνεται ως τον πιο περίκλειστο χώρο, ως τον πιο μυστικό θύλακα, και κανένας δεν δικαιούται να τα κρατήσει απ’ έξω. Το μόνο που ο πολίτης δικαιούται να αξιώνει είναι να υπάρχουν οι κατάλληλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί που, εφοδιασμένοι με τα αναγκαία μέσα, θα είναι σε θέση να επιβάλλουν ανά πάσα στιγμή τις αυστηρότερες ενδεχομένως δυνατές κυρώσεις. Και τούτο, ωστόσο, χωρίς διαπόμπευση, χωρίς εξευτελισμό, αλλά με απαρέγκλιτο σεβασμό των δικαιωμάτων των λειτουργών εκείνων που εγκαλούνται.
Τον χρυσό αυτό κανόνα, την εφαρμογή δηλαδή και έναντι της εκκλησίας και των λειτουργών της των νόμων που ισχύουν -με απαρέγκλιτο σεβασμό των δικαιωμάτων τους- η προνομιακή σχέση κράτους και εκκλησίας στη χώρα μας τον διαστρεβλώνει. Διότι, το μεν κράτος διατηρεί την εκκλησία στο απυρόβλητο εν ονόματι μιας διαστρεβλωμένης αντίληψης για την προστασία του κύρους της, η δε εκκλησία αποκρούει κάθε σοβαρό έλεγχο από τα αρμόδια κρατικά όργανα για να περισώσει θεμιτά και αθέμιτα προνόμια.
Για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, η κατάσταση αυτή δεν εγκυμονεί απλώς κινδύνους. Είναι ηθικοπολιτικά απαράδεκτη, γιατί προσβάλλει θεμελιώδεις αρχές της αξιοπρεπούς συμβίωσης, με ισότητα και δικαιοκρατία. Η κατάσταση αυτή πρέπει και μπορεί να αλλάξει. Και η αλλαγή μπορεί να αρχίσει από σήμερα.
ΙΙΙ. Για το ξεπέρασμα της κρίσης. Οι προτάσεις της Ένωσης
Έχοντας υπ’ όψη τα ανωτέρω, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου επαναδιατυπώνει την πάγια θέση της για χωρισμό εκκλησίας και κράτους. Προς τούτο, προτείνει τα ακόλουθα μέτρα, άμεσα και μακροπρόθεσμα, που κατατείνουν όλα σε αυτόν τον σκοπό. Συγκεκριμένα:
1. Η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες, μπορεί να μετατραπεί σε ιδιότυπο (sui generis) νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με βάση ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που θα εξασφαλίζουν την πλήρη διοικητική της αυτοτέλεια. Προϋπόθεση της μεταβολής αυτής είναι η κατάργηση του νόμου 590/77 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
2. Η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες, μπορεί ν’ αναλάβει αυτοδύναμα τη διαχείριση της περιουσίας της. Προϋπόθεση της μεταβολής αυτής είναι η κατάργηση των νόμων 1700/87 και 1811/88, ενώ αυτονόητη συνέπειά της η σταδιακή (μέχρι την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση) ανάληψη από την Εκκλησία της αποκλειστικής ευθύνης για τη μισθοδοσία, ασφάλιση και συνταξιοδότηση του κλήρου.
3. Η ελευθερία της λατρείας πρέπει ν’ απεμπλακεί από τα ποινικά και διοικητικά βάρη των αναχρονιστικών νόμων της δικτατορίας Μεταξά, που διέπουν τον προσηλυτισμό και την ίδρυση ευκτηρίων οίκων (άρθρα 1 & 4 του αναγκαστικού νόμου 1363/38, άρθρο 41 του α.ν. 1369/38, άρθρο 2 του α.ν. 1672/39 και άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος της 20.5/2.6.39).
4. Η εγκύκλια εκπαίδευση, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, πρέπει ν’ απεμπλακεί από τον νομοθετημένο (άρθρο 1 § 1α΄ του νόμου 1566/85) στόχο της «μετάδοσης των γνήσιων στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης», ενώ το μάθημα των θρησκευτικών, με το σημερινό του ομολογιακό προσανατολισμό, πρέπει ν’ αντικατασταθεί από μάθημα θρησκειολογίας. Επί πλέον, αποτελεί αναγκαιότητα η απαλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της εκκλησίας, ιδιαίτερα δε από κατηχητικές παραεκπαιδευτικές δραστηριότητες που καθιστούν τα σχολεία παραρτήματα ενοριών και υπονομεύουν τη συνύπαρξη παιδιών με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Τέλος, αν τυχόν κριθεί σκόπιμο, υπό το ισχύον καθεστώς σχέσεων εκκλησίας και κράτους, ν’ αναβαθμισθεί σε επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης η επαγγελματική κατάρτιση κληρικών, αυτή θα πρέπει αυτονόητα να διέπεται από πλήρη ακαδημαϊκή ελευθερία.
5. Η ποινική νομοθεσία πρέπει ν’ απαλλαγεί από αναχρονιστικές διατάξεις που είτε επιβαρύνουν τις θρησκευτικές κοινότητες με ιδιαίτερους κινδύνους, όπως το άρθρο 196 ΠΚ (κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος), είτε παρέχουν σ’ αυτές προστασία ασύμβατη προς την ελευθερία του λόγου, όπως τα άρθρα 198 (κακόβουλη βλασφημία) & 199 ΠΚ (καθύβριση θρησκευμάτων). Ομοίως, πρέπει ν’ απαλειφθεί η μνεία θρησκευτικών λειτουργών σε διατάξεις που προστατεύουν πολιτειακά μορφώματα, όπως τα άρθρα 175 § 2 (αντιποίηση) και 176 (παράνομη χρήση διακριτικών).
6. Ο θρησκευτικός όρκος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, καθώς και ο θρησκευτικός όρκος ενώπιον δικαστηρίου ως αποδεικτικό μέσο, μπορούν ν’ αντικατασταθούν με διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδηση του ατόμου, ενώ παράλληλα πρέπει να καταργηθεί η παρεμβολή δοξολογίας στην ορκωμοσία πολιτειακών αξιωματούχων, καθώς και ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων στα δημόσια κτίρια και τα δικαστήρια.
7. Προτείνεται ν’ αντιμετωπισθούν, νομοθετικά και διοικητικά, όλες οι δυσχέρειες που άπτονται της δυνατότητας για αποτέφρωση των νεκρών και για απόδοση τιμών σ’ αυτούς χωρίς θρησκευτική τελετή.
8. Ενώ τα παραπάνω ανάγονται άνευ άλλου τινός στην αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη και δεν προσκρούουν σε ισχύουσες διατάξεις του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετασθεί μακροπρόθεσμα η ολοκλήρωση του χωρισμού μεταξύ κράτους και εκκλησίας με συνταγματική αναθεώρηση, στο πλαίσιο της οποίας προτείνεται η κατάργηση του άρθρου 3 του Συντάγματος (και αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 72 § 1), η απάλειψη του επιθέτου «γνωστή» [«θρησκεία»] και της φράσης «ο προσηλυτισμός απαγορεύεται» από το άρθρο 13, και η αντικατάσταση του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών (άρθρα 33 § 2 και 59) από διαβεβαίωση με επίκληση της τιμής και της συνείδησής τους.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου επεξεργάζεται επί μέρους εμπεριστατωμένες θέσεις που εξειδικεύουν τις παραπάνω προτάσεις της, με στόχο να τις θέσει υπό δημόσιο διάλογο στο άμεσο μέλλον.