Όταν η πόλη γίνεται συνώνυμη της ασφυξίας, η μόνη θυρίδα διαφυγής είναι η φαντασία. Ιδού μερικές πολιτείες που γέννησε το μυαλό του ανθρώπου. Η ουτοπία (ή ευσεβής πόθος) είναι ένα ιδιαίτερο είδος στην ιστορία του πολιτικού στοχασμού που κάνει την εμφάνισή του σε περιόδους κοινωνικής κρίσης ή, μάλλον, σε αρκετές περιπτώσεις, πριν η κρίση αυτή εκδηλωθεί, ώστε κάποιος θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει ως προφητικό σαλιγκάρι που ξετρυπώνει πριν από την καταιγίδα.
Τα χαρακτηριστικά της είναι τέσσερα:
<!–[if !supportLists]–>· <!–[endif]–>Η αντιθετική της σχέση ως προς τη σύγχρονη πραγματικότητα, καθώς ο εκάστοτε στοχαστής οραματίζεται το διαφορετικό από αυτό που βιώνει, τον τρόπο επούλωσης των προβλημάτων που θεωρεί ότι αντιμετωπίζει η κοινωνία στην οποία ζει· οπότε, κατά έναν τρόπο, η ουτοπία είναι και ένας αντεστραμμένος καθρέφτης που αποκαλύπτει πάνω απ’ όλα το πρόσωπο του δημιουργού της.
<!–[if !supportLists]–>· <!–[endif]–>Το κλειστό της σύστημα. Σ’ αυτόν τον τομέα η ομοφωνία των συγγραφέων ουτοπικών οραματισμών είναι σχεδόν απόλυτη, καθώς –καλώς ή κακώς– σε ιστορικό επίπεδο το πρότυπο είναι η αρχαία Σπάρτη, με τον πλήρη αποκλεισμό ξένων (ως φορέων «αιτιών», δράσης / αντίδρασης) εξαιτίας των πιθανών νεωτεριστικών τους ιδεών, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την πολύτιμη σταθερότητα του πολιτεύματος, που δεν χωρά ούτε την παραμικρή υπόνοια αμφισβήτησης. Το μοντέλο είναι μονολιθικό και δεν διαθέτει ευελιξία διαπραγμάτευσης. Όλα ή τίποτα. Δεν είναι τυχαίο που όλες οι ουτοπίες τοποθετούνται γεωγραφικά είτε σε απομονωμένα νησιά είτε σε απάτητα και απροσπέλαστα οροπέδια.
<!–[if !supportLists]–>· <!–[endif]–>Το ότι απαρτίζεται πολλές φορές από στοιχεία που ανήκουν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους – κάτι προβλέψιμο, καθώς ο στοχαστής περιδιαβαίνει την Ιστορία, υιοθετεί και απορρίπτει, προσαρμόζει σε μια επινοημένη άχρονη προκρούστεια κλίνη όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που πιστεύει πως θα δώσουν λύσεις στα προβλήματα που η οντότητα της «πόλεως» δημιουργεί και αναπαραγάγει. Αν η ουτοπία είχε σώμα, θα έμοιαζε με εκείνο του δημιουργήματος του δρα Φρανκενστάιν.
<!–[if !supportLists]–>· <!–[endif]–>Και, τελικά, το ότι κινείται σε έναν δισυπόστατο χώρο, όπου δεν είναι σαφές αν υπόκειται στους κανόνες του μύθου, της παραβολής, του καθαρού πολιτικού στοχασμού ή του μεσσιανισμού· πάντως, σίγουρα, κύριο μέλημά της είναι η αποστασιοποίηση από την έννοια της Ιστορίας, καθώς υφίσταται χωρίς παρελθόν ή μέλλον, αντικατοπτρίζοντας το αιώνιο όνειρο ενός αέναου παρόντος.
Η μετατόπιση από την επουράνια ουτοπία –που χαρακτήρισε τη σκέψη του ασφυκτικά χριστιανικού Μεσαίωνα– σε μια εγκόσμια, με πολιτικά πραγματικά στοιχεία, είχε ως πρώτη έκφραση την «Ουτοπία» του φιλόσοφου και καγκελάριου του Ερρίκου του Η’, σερ Τόμας Μουρ, ο οποίος είναι και ο δημιουργός της λέξης (από τις ελληνικές «ου» και «τόπος»). Πρόκειται για την –με μυθιστορηματικό μανδύα– αφήγηση του ναυτικού (και μελετητή του Πλάτωνα) Ραφαήλ Υθλοδαίου, ο οποίος περιγράφει τη ζωή στη νήσο Ουτοπία, που επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του. Το νησί έχει πλάτος 300 χλμ., σχήμα μισοφέγγαρου και 54 πόλεις που απέχουν μεταξύ τους 36 χλμ. Κύρια πόλη είναι η Αμαυρωτία. Η κάθε πόλη έχει δικαιοδοσία στη γύρω ύπαιθρο σε ακτίνα 30 χλμ., πρόκειται δηλαδή για μια επιστροφή στο αρχαϊκό μοντέλο της αυτόνομης πόλης-κράτους. Η βάση του ουτοπιανού πολιτικού κράτους και της οικονομίας του είναι η οικογένεια ή το «αγρόκτημα», που αποτελείται από τουλάχιστον 40 άνδρες και γυναίκες. Κάθε χρόνο 20 άτομα επιστρέφουν στην πόλη και, έπειτα από δύο χρόνια εκεί, επανέρχονται στο αγρόκτημα. Κατά τη διάρκεια της απουσίας τους αντικαθίστανται από άλλα 20 άτομα, τα οποία στο ενδιάμεσο αυτό χρονικό διάστημα διδάσκονται τις αγροτικές εργασίες. Η πόλη και η ύπαιθρος κάνουν ανταλλαγή των αγαθών τους κάθε μήνα και οι ειρηνοδίκες φροντίζουν τους κανονισμούς. Οι ειρηνοδίκες (ή φύλαρχοι) είναι η πρώτη βαθμίδα στην κοινωνική ιεραρχία. Πρόκειται για αιρετό ετήσιο αξίωμα. Τον ειρηνοδίκη εκλέγουν οι 30 οικογένειες και σε κάθε 10 ειρηνοδίκες υπάρχει ένας αρχιφύλαρχος. Οι αρχιφύλαρχοι, 200 τον αριθμό, εκλέγουν τον ηγεμόνα που είναι ισόβιος κατά κύριο λόγο, εκτός αν υπάρξει η υποψία ότι συνωμοτεί για την υποδούλωση του λαού. Κατοικούν στην πόλη και κυβερνούν 30 οικογένειες, οι οποίες ορίζονται πολεοδομικά, καθώς αποτελούν μία συνοικία, της οποίας κυριολεκτικά το κέντρο είναι η αίθουσα κατοικίας του ειρηνοδίκη. Όλα τα γεύματα είναι κοινά και αναπόφευκτα σε ένα τέτοιο σύστημα ομοιομορφίας· ο Μουρ κάνει ό,τι μπορεί για να απαλείψει το ένστικτο της αυτοεπιβεβαίωσης και επίδειξης, χρίζοντας τα πολύτιμα μέταλλα ως αντικείμενα περιφρόνησης, κατάλληλα μόνο για παιδικά παιχνίδια, όπως και τα φανταχτερά ρούχα, που θεωρούνται εκτός μόδας (πράγμα εύκολο σε ένα απομονωμένο νησί). Στην Ουτοπία η αρετή βρίσκεται σε ταύτιση με τη φύση, που προτρέπει στην απόλαυση, η οποία είναι ο σκοπός πίσω από τη ζωή στο νησί, ενταγμένη όμως οργανικά στη σφαίρα της κοινωνικής αρμονίας.
«Η πολιτεία του ήλιου», του καλαβρέζου μοναχού Τομάσο Καμπανέλα, βρισκόταν σε μια χώρα πέρα από τον Ισημερινό. Η πόλη αποτελούνταν από 7 δακτυλίους που έφεραν τα ονόματα των 7 πλανητών και υπήρχαν 4 πύλες ταυτισμένες με τα 4 σημεία του ορίζοντα. Στο κέντρο βρισκόταν ένας λόφος, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ένας ναός όπου κατοικούσαν οι Κυβερνήτες, η Δύναμη, η Σοφία και η Αγάπη, μαζί με τους Διδάκτορες, τον Αστρολόγο, τον Κοσμογράφο και τους υπόλοιπους. Υπήρχε πλήρης κοινοκτημοσύνη περιουσίας, γυναικών και ισότητα των φύλων. Οι νεότεροι υπηρετούν τους πρεσβύτερους, ενώ ιδιαίτερα αναπτυγμένη είναι η τεχνολογία: υπάρχουν οχήματα που τα οδηγεί ο άνεμος και πλοία που κινούνται πάνω από το νερό χάρη σε κάποια εφεύρεση (που όμως δεν αναφέρεται). Όλοι δουλεύουν 4 ώρες τη μέρα, γιατί τόσο είναι αρκετό σ’ αυτήν την κοινωνία, χωρίς προσωπική ιδιοκτησία (άρα πέραν της ιδιωτικής συσσώρευσης).
Τομή στη δομή των ουτοπιών αποτελεί το έργο του Ετιέν Καμπέ «Ταξίδι στην Ικαρία» (1845), που ήταν μάλιστα μπεστ σέλερ της εποχής του στους κύκλους των εργατών. Η διαφορά ως προς τις προηγούμενες ουτοπίες έγκειται στο γεγονός ότι η Ικαρία δεν είναι μια απομονωμένη πόλη, αλλά εθνικό κράτος. Η χώρα ήταν διαιρεμένη σε 100 επαρχίες με ίση σχεδόν έκταση και πληθυσμό, μια δεκαδική τεχνική διαίρεση που βρίσκει ιστορικό προηγούμενο στον τρόπο με τον οποίο η Γαλλική Επανάσταση διαίρεσε διοικητικά τη χώρα. Η πόλη της Ικαρίας, αντίστοιχα, αποτελεί έναν τετραγωνισμένο γεωμετρικό πολεοδομικό παράδεισο, όπου μεγάλη φροντίδα δίνεται στις υγειονομικές ρυθμίσεις. Ο πολίτης της Ικαρίας είναι πρώτιστα εργάτης και εργοδότης του είναι το κράτος, που είναι υπεύθυνο για όλους τους τομείς της ζωής, από το να χτίζει σπίτια έως το να οργανώνει τους εργάτες. Το κράτος είναι ιδιοκτήτης, διευθυντής της βιομηχανίας, κάτοχος των μέσων παραγωγής – και εκτελεστές, ένα γραφειοκρατικό σώμα μηχανικών και αξιωματούχων που δρα με άξονα το εθνικό συμφέρον, σαν η χώρα να βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Δεν υπάρχουν μη εκδιδόμενες από το κράτος εφημερίδες (Πράβντα) ούτε δυνατότητα κριτικής έξω από την ελευθερία λόγου στις λαϊκές συνελεύσεις, των οποίων η συλλογική βούληση εκφράζει την κοινή γνώμη.
Η ουτοπία είναι, τελικά, ένα σύμβολο της ικανότητας και του δικαιώματος να σκεφτόμαστε το «άλλο» και έτσι να αμφισβητούμε το «πραγματικό», είναι το όραμα του «άλλου» που οπλίζει συνειδήσεις και χέρια. Και είναι, άραγε, τυχαία η διαχρονική συμφωνία όλων των ουτοπικών συγγραφέων ότι η γη και οι φυσικοί πόροι ανήκουν στην κοινότητα;
Του Κωστή Αλεξανδρόπουλου