Λέγεται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Στην περίπτωση του κοπυράιτ, τα λόμπι έχουν μάθει ότι μπορούν να έχουν νέα μονοπωλιακά οφέλη και να πληρώνονται επιπλέον δικαιώματα, κάθε φορά που βγαίνει μια νέα τεχνολογία. Φτάνει να παραπονεθούν αρκετά, στους νομοθέτες.
Τα τελευταία 100 χρόνια υπήρξε μεγάλη πρόοδος στους τρόπους διάδοσης του πολιτιστικού υλικού και των πληροφοριών.
Ταυτόχρονα υπήρξαν απολύτως λανθασμένα νομοθετήματα υπέρ του Παλιού κι εις βάρος του Καινούριου, μόνο και μόνο επειδή το Παλιό παραπονιόταν.
Κατ ‘αρχάς, ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτά που τα λόμπι του κοπυράιτ προσπάθησαν να απαγορεύσουν και να θέσουν εκτός νόμου, ή ζήτησαν να πληρώνονται με χρήματα των φορολογουμένων, ως αντιστάθμισμα για την ύπαρξή τους:

Ξεκίνησαν γύρω στο 1905, όταν το αυτόματο πιάνο άρχισε να γίνεται δημοφιλές. Όσοι πουλούσαν παρτιτούρες ισχυρίστηκαν πως αυτό θα ήταν το τέλος της τέχνης και ότι πλέον δεν θα μπορούσαν να ζήσουν (οι μεσάζοντες μεταξύ συνθετών και κοινού), γι ‘αυτό ζήτησαν να απαγορευθεί το αυτόματο πιάνο.
Μια περίφημη επιστολή του 1906 ισχυρίζεται ότι τόσο το γραμμόφωνο και το αυτόματο πιάνο θα σημάνουν το τέλος της τέχνης και το τέλος μιας ζωηρής, μελωδικής ανθρωπότητας.
Στη δεκαετία του 1920, όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι ραδιοφωνικές εκπομπές, τα λόμπι του κοπυράιτ ζητούσαν την απαγόρευση τους επειδή είχαν πέσει τα κέρδη τους. Οι πωλήσεις δίσκων μειώθηκαν από 75 εκατομμύρια δολάρια το 1929 σε 5 εκατομμύρια δολάρια το 1933 (αν και η πτώση των κερδών συνέπεσε με τη Μεγάλη Ύφεση.)
Τα λόμπι του κοπυράιτ μήνυσαν τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και οι εταιρείες συλλογικής διαχείρισης άρχισαν να συλλέγουν μέρος των κερδών των σταθμών, μέσα από ένα σύστημα “αδειοδότησης”. Αν και προτάθηκαν νόμοι που θα απομόνωναν το νέο Μέσο από τα λόμπι του κοπυράιτ, δεν πέρασαν.

Στη δεκαετία του 1930
, οι ταινίες βωβού κινηματογράφου είχαν ήδη καταργηθεί από τις ταινίες με ήχο. Κάθε θέατρο όμως είχε μια ορχήστρα που έπαιζε μουσική συνοδεύοντας το βωβό κινηματογράφο, και τώρα, οι ορχήστρες έμειναν χωρίς δουλειά. Τα συνδικάτα τους απαίτησαν εγγυημένη απασχόληση για αυτούς τους εκτελεστές.

Στη δεκαετία του 1940
, οι κινηματογραφικές εταιρείες παραπονιόταν ότι η τηλεόραση θα σήμαινε τον θάνατο των ταινιών, καθώς τα κέρδη τους μειώθηκαν κατά 75% μέσα σε πέντε χρόνια.
Διάσημη άποψή τους: “Ποιος θα πληρώσει για να δει μια ταινία, όταν μπορεί να τη δεί στο σπίτι δωρεάν;”

Το 1972
, το λόμπι του κοπυράιτ προσπάθησε να απαγορεύσει το φωτοτυπικό μηχάνημα. Αυτή η κίνηση έγινε από εκδότες βιβλίων και περιοδικών. Διάσημη άποψή τους: “Δεν είναι μακριά η μέρα που κανείς δεν θα χρειάζεται να αγοράζει βιβλία.”
(Σ.Μ. Τελικά μας έμεινε ο φόρος “πνευματικών δικαιωμάτων” στο φωτοτυπικό χαρτί, τα σκάνερ, τα φωτοτυπικά, τα άδεια CD και DVD)

Η δεκαετία του 1970
είδε την έλευση της κασέτας ήχου, με την οποία τα λόμπι του κοπυράιτ φτάσανε στα άκρα διακηρύσσοντας τα δικαιώματα τους. Βγάλανε παντού διαφημίσεις “Οι οικιακές κασέτες σκοτώνουν τη μουσική!” (Σ.Μ. Σου θυμίζει κάτι;)
Το συγκρότημα Dead Kennedys απάντησε με ελαφρά αλλαγή του μηνύματος “Οι οικιακές κασέτες σκοτώνουν τα κέρδη των δισκογραφικών” και “Αφήσαμε αυτή πλευρά [της ταινίας] κενή, ώστε να βοηθήσουμε.”

Η δεκαετία του 1970
είχε μια ακόμη σημαντική αλλαγή, όταν DJ και ηχεία άρχισαν να παίρνουν τη θέση της ζωντανής ορχήστρας.
Οι Ενώσεις και τα λόμπι του κοπυράιτ αντέδρασαν εντονότατα και πρότειναν “ειδικό τέλος» που θα χρεώνεται σε τοποθεσίες όπου παίζει μουσική o DJ, το οποίο θα συλλέγεται από ιδιωτικούς οργανισμούς, σύμφωνα με κυβερνητική εντολή και θα ανακατανέμεται στα συγκροτήματα.
Η σκέψη αρχικά προκαλεί γέλιο, το οποίο σταματά απότομα μόλις αναλογιστούμε ότι η πληρωμή “δικαιώματός δημόσιας εκτέλεσης μηχανικά αναπαραχθέντων έργων” ζει και βασιλεύει 40 χρόνια μετά.

Η δεκαετία του 1980
είναι ένα ειδικό κεφάλαιο με την έλευση της βιντεοκασέτας.
Διάσημη άποψή τους: (Δήλωση ενώπιον του Κογκρέσου των ΗΠΑ) «Το βίντεο είναι για τον Αμερικανό παραγωγό ταινιών και το αμερικανικό κοινό, ότι ο Στραγγαλιστής της Βοστώνης για μια μοναχική γυναίκα».
Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο και το βίντεο έφτασε πολύ κοντά στο να εξολοθρευτεί από τα λόμπι του κοπυράιτ, κερδίζοντας τελικά την υπόθεση με 5 έναντι 4 ψήφων.
Επίσης, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, είδαμε την πλήρη αποτυχία του Digital Audio Tape (DAT) η οποία μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι τα λόμπι του κοπυράιτ είχαν τη δυνατότητα να περάσουν την άποψή τους στο σχεδιασμό: Η κασέτα, αν και τεχνικά ανώτερη των αναλογικών, ήταν σκόπιμα ακατάλληλη προς χρήση για την αντιγραφή μουσικής. Έτσι οι άνθρωποι την απέρριψαν.
Είναι ένα παράδειγμα μιας καλής τεχνολογίας που τα λόμπι του κοπυράιτ κατάφεραν να “σκοτώσουν” ακριβώς επειδή πέρασε το δικό τους, ως προς το πώς πρέπει να λειτουργεί η ψηφιακή κασέτα (κλειδωμενη), ώστε να μην διαταράξει την υφιστάμενη κατάσταση.

Το 1994
, το Ινστιτούτο Fraunhofer δημοσίευσε μια πρότυπη υλοποίηση ψηφιακής κωδικοποίησης, που έφερε την επανάσταση στον ψηφιακό ήχο, επιτρέποντας σε ήχο ποιότητας CD να καταλαμβάνει το 1/10 του χώρου στο δίσκο, χώρο ιδιαίτερα πολύτιμο τότε. Τεχνικά γνωστό ως MPEG-1 Audio Layer ΙΙΙ, γρήγορα έγινε γνωστό ως MP3.
Ο κλάδος του κοπυράιτ ούρλιαζε και πάλι, αποκαλώντας την “μια τεχνολογία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για εγκληματική δραστηριότητα”.
Η πρώτη επιτυχημένη συσκευή MP3 player, το Diamond Rio, είδε το φως το 1998. Είχε 32 megabytes μνήμης. Παρά τις καλές πωλήσεις, η βιομηχανία πνευματικών δικαιωμάτων μήνυσε τον κατασκευαστή, τη Diamond Multimedia και την κατέστρεψε: Ενώ η αγωγή κατέπεσε, η εταιρεία δεν μπόρεσε να ανακάμψει από τα βάρη της υπεράσπισης. Το μονοπώλιο των μεσαζόντων προσπάθησαν επιθετικά να απαγορεύσει τους MP3 players.
Ο αιώνας έκλεισε με τους μεσάζοντες του κοπυράιτ να πιέζουν, μέσω ενός νέου νόμου στις Ηνωμένες Πολιτείες του Digital Millennium Copyright Act, που θα σκότωνε τα Social Media και το Διαδίκτυο εισάγοντας την ευθύνη του ενδιάμεσου, – ουσιαστικά σκοτώνοντας τα sites κοινωνικής δικτύωσης, πριν καν αναπτυχθούν.
Με πολλή προσπάθεια η βιομηχανία της τεχνολογίας κατάφερε να αποτρέψει την καταστροφή, με τις εταιρείες τεχνολογίας να μην έχουν ευθύνη, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι έτοιμες να πετάξουν τους πολίτες στα λιοντάρια, κατόπιν αιτήματος των μεσαζόντων.
Τα Social Media και το διαδίκτυο επέζησαν της επίθεσης του λόμπι του κοπυράιτ αλλά μείνανε με σημαντικές βλάβες και επιβραδύνθηκαν.
Αμέσως μετά το γύρισμα του αιώνα, η χρήση των ψηφιακών συσκευών εγγραφής βίντεο ονομάστηκε “κλοπή”, γιατί επέτρεπε την παράκαμψη των διαφημίσεων (θαρρείς και κανείς δεν το έκανε πριν).

Το 2003
, τα λόμπι του κοπυράιτ προσπάθησαν να επιβάλλουν την άποψή τους τους στο σχεδιασμό της τηλεόρασης υψηλής ευκρίνειας με το λεγόμενο “broadcast flag” που θα καθιστούσε παράνομη την κατασκευή συσκευών ικανών να αντιγράψουν ταινίες.
Στις ΗΠΑ, η FCC ως εκ θαύματος ενέκρινε το αίτημα, αλλά κεραυνοβολήθηκε από τα δικαστήρια που είπαν ότι είχε υπερβεί την εντολή της.
Αυτό που έχουμε τελικά είναι ένας αιώνας εξαπάτησης, ένας αιώνας ενδεικτικός της εσωτερικής κουλτούρας του κλάδου του κοπυράιτ.
Κάθε φορά που κάτι νέο εμφανίζεται, τα λόμπι του κοπυράιτ έχουν μάθει να κλαίνε σαν μωρά που χρειάζονται περισσότερο φαγητό και πετυχαίνουν σχεδόν κάθε φορά να βάλουν νομοθέτες να διοχετεύσουν χρήματα των φορολογουμένων στο δρόμο τους ή να περιορίσουν ανταγωνιστικές βιομηχανίες. Και κάθε φορά που το καταφέρνουν η συμπεριφορά αυτή ενισχύεται περαιτέρω.

Έχουμε καθυστερήσει πολύ να αφαιρέσουμε τα αρχοντικά προνόμια των λόμπι του κοπυράιτ.
Ήρθε η ώρα να μάθουν να μην περιμένουν το βομαδιάτικο χαρτζιλίκι τους από την κυβέρνηση και τους πολίτες, αλλά να σηκωθούν από την αναπαυτική καρέκλα τους, να κάνουν καμιά δουλειά και να μάθουν τι σημαίνει ανταγωνισμός σε μια ελεύθερη, έντιμη αγορά.
Rick Falkvinge, Ιδρυτής του Σουηδικού και πρώτου Κόμματος Πειρατών.
Απόδοση στα Ελληνικά: A.pp

ΠΗΓΗ