Οταν, το 2005, οι αρμόδιοι του άλλοτε υπουργείου Δημόσιας Τάξης -σημερινό υπουργείο Εσωτερικών- ζητούσαν εγγράφως να λαμβάνουν απευθείας εικόνα και ήχο από τις 342 κάμερες παρακολούθησης, με το πρόσχημα «της ασφάλειας των πολιτών», δεν μπορούσαν να φανταστούν πως δύο χρόνια αργότερα θα διαψεύδονταν από τα ίδια τους τα στοιχεία.

Οι δείκτες της εγκληματικότητας για το 2007, που δόθηκαν στη δημοσιότητα στα μέσα Ιανουαρίου από το αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ., κατέρριψαν το πρόσχημα και δικαίωσαν -την ακέφαλη πλέον- Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που, με έγγραφό της τον Αύγουστο του 2005, είχε απαντήσει στο υπουργείο ότι οι κάμερες «δεν μειώνουν την εγκληματικότητα», βασιζόμενη στο αποτέλεσμα επιστημονικής μελέτης του υπουργείου Εσωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, της χώρας δηλαδή με τις περισσότερες κάμερες.

Η μεγάλη αύξηση της λεγόμενης «μικροεγκληματικότητας», όπως οι ληστείες, οι διαρρήξεις και οι κλοπές τροχοφόρων, και η μικρότερη αύξηση σε πολύ μεγαλύτερης σημασίας εγκλήματα, όπως είναι οι ανθρωποκτονίες και οι βιασμοί, είναι μερικά μόνο από τα αδικήματα που επιβεβαιώνουν πως ο μεγάλος αδελφός (293 κάμερες του C4I και 49 προγενέστερες αυτού) δεν προστατεύει τους πολίτες.

Οι αριθμοί που αφορούν κάποια από αυτά τα αδικήματα δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, δεδομένου ότι οι ίδιοι οι πολίτες -όπως προκύπτει κι από μαρτυρίες θυμάτων στην «Ε»- δεν καταγγέλλουν όσα τους συμβαίνουν στην Αστυνομία, επειδή πιστεύουν «πως δεν θα βγει τίποτα». Την άρνηση των θυμάτων να καταγγείλουν στην ΕΛ.ΑΣ. ότι έπεσαν θύματα ληστείας, κλοπής ή βίαιων επιθέσεων επιβεβαιώνει και ο αναπληρωτής καθηγητής Εγκληματολογίας, Βασίλης Καρύδης, που αναφέρει: «Οι ληστείες και οι κλοπές καταγγέλλονται σε ποσοστό 40%, οι βίαιες επιθέσεις και οι απειλές αποτυπώνονται κατά 30%, ενώ τα σεξουαλικά εγκλήματα καταγράφονται σε ποσοστό μόλις 10% του συνόλου των συμβάντων».

Την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός Ινστιτούτου Αντιεγκληματικής Πολιτικής επισημαίνει ο εγκληματολόγος Γιάννης Πανούσης, που τονίζει: «Αν δεν γνωρίζεις το πρόβλημα, δεν μπορείς να βρεις τη λύση».

Η απαξίωση κάθε μορφής εξουσίας, η κοινωνική ανισότητα και ο καταναλωτισμός έχουν δημιουργήσει ένα «άλλοθι» που δικαιολογεί τη μικροεγκληματικότητα, εξηγεί στην «Ε» η κοινωνιολόγος Αλεξάνδρα Κορωναίου, επιχειρώντας να προσεγγίσει τα αίτια που οδηγούν σε εγκληματικές συμπεριφορές.

Ολοι, πάντως, διατυπώνουν την ίδια άποψη: «Οι κάμερες δεν μειώνουν την εγκληματικότητα».


Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ:Τα συστήματα παρακολούθησης δεν μείωσαν το αίσθημα φόβου

Την ειδική επιστημονική μελέτη, που εκπόνησε τον Φεβρουάριο του 2005 το υπουργείο Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (Home Office Research Study 292, Martin Gill, Angela Spriggs, Assessing the impact of CCTV, Φεβρουάριος 2005) είχε χρησιμοποιήσει η ακέφαλη σήμερα Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για να απαντήσει στο τότε υπουργείο Δημόσιας Τάξης που, με το πρόσχημα της ασφάλειας, ζητούσε άδεια «για απευθείας λήψη και επεξεργασία της εικόνας».

«Τα αποτελέσματα είναι ιδιαιτέρως αποθαρρυντικά για την αποτελεσματικότητα των κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης σε σχέση με την ασφάλεια των πολιτών. Συγκεκριμένα, η μελέτη έδειξε ότι στις περισσότερες περιοχές όπου υπήρχε εγκατεστημένο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης, η εγκληματικότητα δεν μειώθηκε και ότι, όπου μειώθηκε, αυτό δεν είναι βέβαιο ότι οφειλόταν στην παρουσία καμερών. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι οι κάτοικοι των περιοχών αυτών θεωρούσαν ότι η παρουσία των καμερών δεν τους έκανε να νιώθουν ασφαλέστεροι. Σύμφωνα με τα πορίσματα της μελέτης, η τοποθέτηση κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης είναι αποτελεσματική σε σχέση με τη μείωση της εγκληματικότητας και την προστασία αγαθών σε μικρής κλίμακας φυλασσόμενους χώρους, όπως χώρους στάθμευσης, αποθήκες εμπορευμάτων κ.λπ. Αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις που να καταδεικνύουν ότι είναι αποτελεσματική σε μεγάλης κλίμακας χώρους, όπως είναι οι δημόσιοι χώροι», ανέφερε στο έγγραφό της, στις 12 Αυγούστου του 2005, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Αναλυτικά η μελέτη, που αποτελεί διεξοδική ανάλυση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας της χρήσης καμερών παρακολούθησης, αναφέρει ότι: «Δεν μειώθηκαν τα “αυθόρμητα” εγκλήματα, σε αντίθεση με τα “προμελετημένα”». Μάλιστα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι «οι κάμερες που τοποθετήθηκαν στο κέντρο της πόλης δεν είχαν ιδιαίτερα αποτελέσματα». «Σε άλλα σημεία υπήρξε αύξηση της εγκληματικότητας και σε άλλα μείωση», σημειώνουν στη μελέτη, χωρίς να είναι βέβαιο ότι η μείωση οφειλόταν σε αυτές.

Στο ερώτημα «αν οι κάμερες μείωσαν το “αίσθημα φόβου”», οι απαντήσεις των πολιτών που συμμετείχαν σε αυτή ήταν συγκεχυμένες. Ενα πολύ μικρό ποσοστό δήλωσε ότι πρέπει να έχουν αντιληφθεί την ύπαρξη κάμερας για να αισθανθούν ασφαλείς, ενώ το μεγαλύτερο δήλωσε ότι η γνώση ύπαρξης κάμερας δεν μειώνει την ανησυχία των πολιτών να πέσουν θύματα εγκληματικής πράξης.

Περισσότερο αποτελεσματικές αποδείχτηκαν οι κάμερες που είχαν τοποθετηθεί σε εισόδους και εξόδους. Ακόμη, η έρευνα έδειξε ότι οι πολίτες σπάνια αλλάζουν συμπεριφορά μετά την τοποθέτηση κάμερας, ενώ μόλις το 15% δήλωσαν ότι επισκέφθηκαν μέρη στα οποία δεν είχαν πάει, επειδή τοποθετήθηκαν σε αυτά κάμερες.

Από τη μελέτη προέκυψε ότι οι κάμερες λειτουργούν αποτρεπτικά: όταν κάποιος φοβάται ότι θα τον πιάσουν στα πράσα, όταν κάποιος φοβάται ότι το υλικό που θα καταγραφεί από τις κάμερες θα χρησιμοποιηθεί για την καταδίκη του και όταν κάποιος έχει απορρίψει ούτως ή άλλως -ανεξάρτητα από την ύπαρξη της κάμερας- την απόφασή του να προβεί σε εγκληματική πράξη.

Αντίθετα, οι κάμερες δεν έχουν αποτέλεσμα σε όσους θεωρούν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν το «μεγάλο αδελφό» και να μην πιαστούν από αυτόν.

Ενα άλλο ενδιαφέρον συμπέρασμα της μελέτης είναι το εξής: «Η αστυνομία επαναπαύεται στην ύπαρξη των καμερών». Τα «ηλεκτρονικά μάτια» μειώνουν τα αντανακλαστικά της, με αποτέλεσμα να μην κάνει σωστά τη δουλειά της.

Η συνολική εγκληματικότητα δεν επηρεάστηκε από την πανοπτική επιτήρηση

Πρέπει πρώτα ν’ αναζητηθούν τα αίτια

«Οι κάμερες δεν μειώνουν την εγκληματικότητα… Η Ελλάδα δεν γνωρίζει τι εγκληματικότητα έχει, κατά συνέπεια δεν ξέρει ποια αντιεγκληματική πολιτική πρέπει να ακολουθήσει».

Η άποψη αυτή δεν ανήκει σε έναν απλό αναγνώστη των στατιστικών στοιχείων της εγκληματικότητας του 2007 στη χώρα μας· ανήκει στον εγκληματολόγο Γιάννη Πανούση που -ούτε λίγο ούτε πολύ- λέει: όταν δεν ξέρεις το πρόβλημα, δεν μπορείς να το λύσεις.

Ο εγκληματολόγος και πρόεδρος του Τμήματος ΜΜΕ & Επικοινωνίας, μιλώντας στην «Ε», επισημαίνει -για πολλοστή φορά την τελευταία 10ετία- την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός Ινστιτούτου Αντιεγκληματικής Πολιτικής, το οποίο θα επεξεργάζεται τους δείκτες της εγκληματικότητας από στοιχεία «αντικειμενικά, αξιόπιστα και μετρημένα», τα οποία θα εστιάζουν στα αίτια του εγκλήματος.

«Τα στοιχεία που μας δίνουν οι στατιστικές κατά βάση αποτυπώνουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δίωξη -εν μέρει και τον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία- όχι όμως τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το έγκλημα», επισημαίνει. Οι δείκτες της εγκληματικότητας, άλλωστε -εξηγεί-, προέρχονται από την Αστυνομία και όχι από τη Δικαιοσύνη, κατά συνέπεια ό,τι έχει καταγραφεί, έχει υπολογιστεί χωρίς να υπάρχει το δικαστικό αποτέλεσμα της κάθε μίας υπόθεσης.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη στοιχείων που αφορούν τις ηλικίες, το φύλλο των συλληφθέντων, τα επαγγέλματά τους, τη γεωγραφική κατανομή, το κοινωνικό κόστος και άλλα δημογραφικά χαρακτηριστικά, δεν δίνουν τη δυνατότητα να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

Πολλώ δε μάλλον να ειπωθεί σε ανεπίσημο ενημερωτικό σημείωμα του αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. πως «αρκετά από τα εγκλήματα του δρόμου θα είχαν αποφευχθεί εάν λαμβάνονταν από τα θύματα τα στοιχειώδη μέτρα αποφυγής της θυματοποίησής τους», ιδιαίτερα στη χώρα που, σύμφωνα με αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ., «έχει τη μεγαλύτερη αναλογία αστυνομικού ανά πολίτη στην Ευρώπη».

Σχολιάζοντας τα στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα και λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν το έτος 1993, τη χρονιά δηλαδή κατά την οποία υπήρξε έξαρση της εγκληματικότητας, και τη δεκαετία 1997-2007, ο κ. Πανούσης επισημαίνει πως στις ανθρωποκτονίες και στους βιασμούς τα πράγματα δεν είναι τόσο τρομακτικά όσο φαίνονται.

«Στις ανθρωποκτονίες υπάρχει πτώση. Πτώση ή σταθερότητα υπάρχει και στους αριθμούς που αφορούν τους δράστες. Υπάρχει όμως σταθερότητα και στις εξιχνιάσεις, όταν θα περίμενε κανείς αύξηση με τα μέσα που διαθέτουν πλέον οι Αρχές στη διάθεσή τους. Αυτό που δεν γνωρίζουμε, είναι αν οι ανθρωποκτονίες αφορούν συζυγοκτονίες ή ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Είναι άλλο πράγμα το ένα και άλλο πράγμα το άλλο», εξηγεί. «Οι λόγοι τέλεσης του εγκλήματος και οι ιδιότητες των προσώπων είναι αυτά που μπορούν να μας τρομάξουν, όχι οι αριθμοί», συμπληρώνει, ενώ, αναφερόμενος στους βιασμούς, εξηγεί πως υπάρχει πτωτική τάση τόσο στη διάπραξη του αδικήματος όσο και στις εξιχνιάσεις.

Προφανή αύξηση στη λεγόμενη «μικροεγκληματικότητα» -στις ληστείες, τις διαρρήξεις και τις κλοπές τροχοφόρων- διαπιστώνει ο εγκληματολόγος. «Ανεβαίνουν οι δείκτες της εγκληματικότητας σε ό,τι έχει σχέση με βία, χρήματα και περιουσία», αναφέρει, επισημαίνοντας παράλληλα πως «και πάλι δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για κλοπές επιβίωσης, για ανθρώπους που κλέβουν για να ζήσουν ή για κλοπές από οργανωμένα κυκλώματα, δεν ξέρουμε τα ποσά των ληστειών και των διαρρήξεων για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα».

«Σημαντική αύξηση καταγράφεται στις κλοπές τροχοφόρων. Και πάλι όμως δεν γνωρίζουμε αν οι κλοπές αυτές αφορούν, για παράδειγμα, υποθέσεις χρήσης ή αν πρόκειται για κυκλώματα που πωλούν τα οχήματα αυτά στο εξωτερικό», συμπληρώνει.

«Οι κάμερες, που έχουν τοποθετηθεί παντού με το πρόσχημα της ασφάλειας, γιατί δεν έχουν αποφέρει τα αποτελέσματα που επικαλούνται κάποιοι για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους;», τον ρωτάμε.

«Οι κάμερες αυτές καθαυτές δεν μειώνουν την εγκληματικότητα. Δεν μειώνουν τους λόγους για τους οποίους εγκληματεί κάποιος. Αυτός που θέλει να κάνει κάτι, μετακινείται χωρικά, μεταφέρει αλλού την εγκληματικότητα ή βρίσκει τρόπους για να κάνει ό,τι κάνει. Τα αίτια που είναι πίσω από την πράξη του, όμως, παραμένουν τα ίδια. Η εγκληματικότητα δεν θα μειωθεί, αν δεν αναζητηθούν αυτά», απαντά.

Αυτό το μαρτυρούν, άλλωστε, και οι αριθμοί. Την τελευταία 10ετία (1997-2007), σε όλη τη χώρα, διαπράχθηκαν: 1.491 ανθρωποκτονίες και 1.409 απόπειρες, 1.851 βιασμοί και 731 απόπειρες, 22.992 ληστείες και 1.605 απόπειρες, 561.851 κλοπές-διαρρήξεις και 15.701 απόπειρες, 215.040 κλοπές τροχοφόρων και 1.510 απόπειρες.

Από τις ανθρωποκτονίες εξιχνιάστηκαν οι 2.260 και συνελήφθησαν 3.111. Από τις υποθέσεις που αφορούσαν βιασμούς εξιχνιάστηκαν οι 1.909 και έγιναν 2.284 συλλήψεις. Εξιχνιάστηκαν 8.045 ληστείες και έγιναν 9.838 συλλήψεις, ενώ εξιχνιάστηκαν και 93.221 κλοπές-διαρρήξεις και έγιναν 75.749 συλλήψεις. Οσον αφορά τις κλοπές τροχοφόρων, εξιχνιάστηκαν οι 86.797 και έγιναν 13.285 συλλήψεις. Στις εξιχνιάσεις δεν έχουν υπολογιστεί οι συλλήψεις του 1997, αφού δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα στοιχεία.
 

Αμφιβάλλω αν οι κάμερες τοποθετήθηκαν για την ασφάλεια μας

Ο καταναλωτισμός, η διαφθορά στους κρατικούς θεσμούς, οι χαμένες αξίες και η γενικότερη αίσθηση ότι όλο το σύστημα είναι σάπιο είναι -σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Αλεξάνδρα Κορωναίου- μερικές από τις αιτίες αύξησης της λεγόμενης «μικροεγκληματικότητας» και παράλληλα το… άλλοθι που χρειάζονται κάποιοι για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους.

«Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της διαφθοράς και το γεγονός ότι κάποιοι, που έχουν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, διακινούν το λεγόμενο “μαύρο χρήμα”, δημιουργούν τη γενικότερη αίσθηση ότι όλο το σύστημα είναι σάπιο. Οταν στην καθημερινότητα, για παράδειγμα, πηγαίνεις στον μπακάλη, στον κρεοπώλη, στον μανάβη και σε κλέβει, πουλώντας σου χαλασμένα προϊόντα, νιώθεις ότι είσαι χαζός. Για την ακρίβεια, ότι όποιος δεν κλέβει, είναι χαζός», μας εξηγεί.

«Η φράση “όλοι κλέβουν” εξηγεί πολλά. Ακόμα περισσότερα εξηγεί το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι που κατέχουν σημαντικές θέσεις σε κάθε μορφής εξουσία, μπορούν να κλέβουν και να μένουν ατιμώρητοι. Αυτό διαβρώνει την κοινωνία. Δημιουργεί ένα άλλοθι· “εγώ μπροστά τους δεν έκλεψα τίποτα” σκέφτονται κάποιοι, που πιθανότατα -κι ενδεχομένως δικαιολογημένα- θεωρούν ότι θα μείνουν και αυτοί ατιμώρητοι», συμπληρώνει.

Δεν είναι όμως οι μόνοι παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση της μικροεγκληματικότητας, των λεγόμενων «οικονομικών εγκλημάτων», τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση.

Οπως λέει η κ. Κορωναίου, «η κοινωνία είναι πολύ πιο καταναλωτική. Είναι μια κοινωνία του θεάματος, που έχει αναγορεύσει το χρήμα σε μετρητή των πάντων. Στον βαθμό που έχει φτωχούς, ανέργους, δύο μέτρα και δύο σταθμά, πολλοί στρέφονται στη ληστεία για να αποκτήσουν με πολύ πιο εύκολο τρόπο υλικά αντικείμενα».

«Φτωχός δεν νιώθει μόνον αυτός που δεν έχει να φάει, αλλά και εκείνος που δεν έχει, για παράδειγμα, καινούργιο αυτοκίνητο, δεύτερο σπίτι, εξοχικό, μεγάλη τηλεόραση… Εκείνος που δεν έχει κάποια υλικά αγαθά, τα οποία έχουν οι άλλοι», επισημαίνει, αναφέροντας ότι «ο ορισμός της φτώχειας αλλάζει από την κοινωνία».

«Από την άλλη πλευρά, οι ληστείες αποτελούν ένα καθημερινό φαινόμενο. Κανείς δεν δίνει τόσο μεγάλη σημασία, όπως στο παρελθόν. Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει τη φράση, “εσύ να είσαι καλά, όλα τα άλλα γίνονται”. Οι ληστείες αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, έχουν αυξητική τάση και δείχνουν το οικονομικό αδιέξοδο που πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν, όμως δεν προκαλούν τόσο θόρυβο πια, γιατί τις έχουμε εντάξει στην πραγματικότητά μας», λέει η κ. Κορωναίου.

«Η πίστη των πολιτών στους κρατικούς θεσμούς είναι κλονισμένη. Δεν υπάρχει θεσμός που να μην τον αγγίζει η διαφθορά, και γι’ αυτό υπάρχει γενικότερη απαξίωση. Οι πολίτες δεν έχουν εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Ετσι, πολλοί δεν καταγγέλλουν όσα τούς συμβαίνουν. Περιορίζονται απλά στο να περιγράφουν τι τους συνέβη», προσθέτει.

Αναφερόμενη στην αστυνομοκρατία και στις κάμερες παρακολούθησης, σχολιάζει: «Οταν ο πολίτης δεν εισπράττει την εικόνα μιας αποτελεσματικής Αστυνομίας, η παρουσία των αστυνομικών δυνάμεων δεν τον κάνει να νιώθει ασφαλής. Ούτε φυσικά η παρουσία των καμερών παρακολούθησης, για τις οποίες θα μου επιτρέψετε να αμφιβάλλω αν τοποθετήθηκαν για την ασφάλειά μας».

Καταλήγοντας, η κοινωνιολόγος Αλεξάνδρα Κορωναίου επισημαίνει ότι διαπιστώνει μια στροφή της κοινωνίας, που δίνει «πολύ μεγαλύτερη σημασία στα εγκλήματα που έχουν σχέση με τον προσωπικό πόνο, τον βασανισμό, τον φόβο και την ταπείνωση που προκαλεί ένα έγκλημα».

«Βλέπουμε ότι οι βιασμοί και οι ανθρωποκτονίες δεν έχουν τόσο μεγάλη αύξηση. Προκαλούν όμως το κοινό αίσθημα περισσότερο από ό,τι οι ληστείες ή οι κλοπές. Εν αντιθέσει με τις προηγούμενες δεκαετίες, φαίνεται ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής, ακόμη κι αν το αποτέλεσμα του εγκλήματος δεν είναι αποκλειστικά ορατό, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των βιασμών. Σε περιπτώσεις που αφορούν γυναίκες και παιδιά, και οτιδήποτε αδύναμο και αγνό γίνεται θύμα, διακρίνονται νέες ευαισθησίες σε σχέση με το τι είναι το έγκλημα».


Της ΑΡΓΥΡΩΣ ΜΩΡΟΥ