Δίπλα από την εμπορευματική οικονομία (που υλοποιείται από τους οικονομικούς φορείς και ρυθμίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς), και τη δημόσια ή κρατική (η οποία υλοποιείται από το κράτος με βάση τη αναδιανεμητική αρχή), υπάρχει και η οικονομία που υλοποιείται από τους πολίτες με ίδια πρωτοβουλία και διέπεται όχι από την αρχή του ανταγωνισμού αλλά από την αρχή της αμοιβαιότητας (reciprοcité), της συνεργατικότητας και της εμπιστοσύνης, και ονομάζεται σήμερα κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (ή παραδοσιακά, τρίτος τομέας).

Πρόκειται για μια έννοια, και κυρίως πρακτική, ζωντανή και δυναμική, με πολύπλοκα και ποικιλόμορφα χαρακτηριστικά, οικονομικά, πολιτικά και συμβολικά, αλλά και οξύμωρα και αντιφατικά στοιχεία. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτές τις οικονομίες δεν είναι στεγανά, και η μία βρίσκεται σε όσμωση με την άλλη, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα στην επιστημολογική συγκρότηση της έννοιας. Σε κάθε σφαίρα δηλαδή (πολιτών, κρατική ή δημόσια, και οικονομική-εμπορευματική) συναντάμε οργανώσεις οι οποίες διαπερνώνται, με λιγότερη ή περισσότερη ένταση, από τη αρχή που διέπει τη σφαίρα τους αλλά και από την αρχή των άλλων σφαιρών (E. Dacheux, D. Goujo, 2002). Μια ένωση ή σύλλογος, για παράδειγμα, που ανήκει στη κοινωνική ή αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να μη διαπερνάται μόνο από τη αρχή της αμοιβαιότητας αλλά και από τη λογική της αναδιανομής ιδίως για περιπτώσεις όπου ασκείται κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία (στη πρόνοια και στην υγεία για παράδειγμα), ή την αναζήτηση κέρδους. (Αυτό ισχύει ιδίως για ενώσεις που υλοποιούν προγράμματα οικονομικής επανένταξης ή επαγγελματικής κατάρτισης).

Η εξέλιξη του «τρίτου» οικονομικού φαινομένου ή τρίτου τομέα (Attac, 2006, σ. 126, C. Bord, 2008) μπορεί να διακριθεί μέσα από την ιστορική εξέλιξή του, σε δύο τύπους: ο πρώτος αναφέρεται στην «κλασσική–ιστορική» κοινωνική οικονομία η οποία εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα (Cl. Vienney, 1994 & 2008, Th. Jeantet et R. Verdier, 1984) και ορίζεται περισσότερο από τους τύπους των καταστατικών της (συνεταιρισμοί, μη κερδοσκοπικές ενώσεις, ταμεία αλληλασφάλισης κ.λ.π.), τα οποία εγγυώνται ένα δημοκρατικό τρόπο λειτουργίας, μη προσωπική ιδιοποίηση ενδεχόμενων κερδών και συλλογικό και αναπαλλοτρίωτο χαρακτήρα του κεφαλαίου. Βέβαια, σήμερα, πολλές από τις πρώτες αυτές μορφές της κλασσικής κοινωνικής οικονομίας, όπως συνεταιριστικές και αλληλοβοηθητικές (mutuelles) επιχειρήσεις (π.χ. η ισπανική συνεταιριστική Μοντραγκόν, η γαλλική συνεταιριστική τράπεζα Crédit agricole)), είναι πλήρως ενσωματωμένες στο σύστημα-«παιχνίδι» της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού όμοια με τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Μάλιστα όπως και οι τελευταίες, και για να ανταγωνισθούν αυτές, έχουν την τάση να διεθνοποιούνται, ιδρύοντας θυγατρικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό οι οποίες λειτουργούν όπως αυτές, με καπιταλιστικά δηλαδή πρότυπα και κανόνες, χωρίς δηλαδή τους αξιακούς συνεταιριστικούς και δημοκρατικούς κανόνες (με τους οποίους όμως, παραδόξως, σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί η μητρική επιχείρηση) (Dorival, 2005). Σε απάντηση αυτών των παρεκκλίσεων, άλλες οργανώσεις κοινωνικής οικονομίας, που μοιράζονται τις ίδιες συνεταιριστικές και δημοκρατικές αξίες, επέλεξαν ως στρατηγική την διεθνική συμμαχική δικτύωση μεταξύ τους υπό τη μορφή ενώσεων, με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη (π.χ. η δημιουργία το 1992 του δικτύου Euresa στον τομέα των ασφαλίσεων) (ibid.)

Ο δεύτερος τύπoς του τρίτου οικονομικού φαινομένου, αναφέρεται στην αλληλέγγυα ή «εναλλακτική» οικονομία, η οποία φέρεται εμφανιζόμενη από τις αρχές της δεκαετίας του 80, και δίνει το βάρος στην αλληλέγγυα φύση των δραστηριοτήτων της (εναλλακτικό-ισοδίκαιο/ηθικό- εμπόριο, συστήματα τοπικών ανταλλαγών-LETS /SEL, αλληλέγγυα χρηματοδότηση-αποταμίευση, ενσωμάτωση μέσω οικονομικών δραστηριοτήτων).

Από την άλλη γίνεται λόγος, από την δεκαετία του 90, για παραδείγματα ίδρυσης και δραστηριοποίησης κυρίως κοινωνικών επιχειρήσεων (οι οποίες αποτελούν αντικείμενο έντονων κριτικών, βλ. παρακάτω) αλλά και άλλων εναλλακτικών σχημάτων παρέμβασης της λεγόμενης «νέας κοινωνικής οικονομίας» με κύρια χαρακτηριστικά της τις νέες παραγωγικές δραστηριότητες, την δυνατότητά τους να δημιουργούν νέες θέσεις απασχόλησης και τη συμβολή τους στην τοπική ανάπτυξη (Β. Πατρώνης – Κ. Μαυρέας, 2005, σ. 254). Στο πλαίσιο της «νέας κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας», έχουν κάνει την εμφάνισή τους την τελευταία δεκαετία, ιδίως στη Γαλλία, ποικίλα εναλλακτικά σχήματα-πειράματα μικρο-οικονομικής – τοπικής εμβέλειας που αμφισβητούν, ως ένα βαθμό μόνο, την οικονομία της αγοράς και του ανταγωνισμού (νέες μορφές αλληλεγγύης προς τους αποκλεισμένους, νέες σχέσεις με τη φύση, μέσω αειφορικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, νέοι τρόποι παραγωγής και κατανάλωσης) (Η. Rouillé d’Orfeuil 2002, Β. Παπακριβόπουλος 2003, S. Allemand 2005, L. Gardin 2006). Όλες αυτές οι εκ των κάτω πρωτοβουλίες της «οικονομίας των πολιτών» συχνά συνενώνονται σε συνεταιρισμούς ή δίκτυα ανάλογα προς την δραστηριότητα, και συνιστούν οικονομικές δομές που δεν εντάσσονται (A. Lipietz, οπ. παρ., σ. 59) ούτε στον κρατικό ούτε στον καπιταλιστικό ιδιωτικό τομέα, και σήμερα συναιρούνται, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (ή, κατά τον A. Lipietz, τρίτο τομέα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ή κοινωνικής ωφελιμότητας).

Οι νέες αυτές δικτυακές μορφές ανταλλαγών μηδενίζουν σχεδόν το κόστος συναλλαγής με αποτέλεσμα, όπως παρατηρεί και ο J. Rifkin (2005, σ. 297) η κλασσική αγορά να μην αποτελεί βιώσιμο τρόπο (κλασσικής) επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μάλιστα σύμφωνα με τον ίδιο (ibid. σ. 315), οι συνθήκες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης ωθούν (ως αντίδοτο και ανάχωμα θα λέγαμε) σε ένα νέο δικτυακό και συνεργατικό μοντέλο και με πολιτικές προεκτάσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλα αυτά τα νέα μικρο-τοπικά πειράματα, ακόμα κι όταν βρίσκονται, όπως προείπαμε, στο περιθώριο της αγοράς, δεν κινδυνεύουν αργά ή γρήγορα να εξαφανισθούν ή να ενσωματωθούν στο (ή εργαλειοποιηθούν και εμπορευματοποιηθούν από το) κυρίαρχο σύστημα της ανάπτυξης και της αγοράς επειδή ακριβώς συνδέονται με πολλούς τρόπους, με τις τελευταίο(Σ. Λατούς, 2008, σ. 246).

Μερικές τέτοιες πρόσφατες εναλλακτικές οικονομικές (αλλά και κοινωνικές- ένεκα του κοινωνικού δεσμού που δημιουργούν) εμπειρίες, παρουσιάζονται κατωτέρω:

1.         Για παράδειγμα το «αλληλέγγυο κολοκύθι» (courgette solidaire). Πρόκειται για μια Ένωση για την διατήρηση της αγροτικής γεωργίας (Amap) στα βορειοανατολικά του Παρισιού (Lilas) που περιλαμβάνει ως μέλη 100 νοικοκυριά. Τα νοικοκυριά αυτά συμβάλλονται για ένα χρόνο με ένα αγρότη βιοκαλλιεργητή, ο οποίος παραδίδει κάθε εβδομάδα στα νοικοκυριά αυτά εποχικά λαχανικά (4 κιλά ανά οικογένεια). Οι οικογένειες αυτές, βεβαίως, δεσμεύονται να αγοράζουν την παραγωγή.

 Στο «κοινωνικά και οικολογικά υπεύθυνο» και αλληλέγγυο αυτό δίκτυο, που προέρχεται από πρωτοβουλία των πολιτών, κερδισμένοι βγαίνουν και ο μικρο- παραγωγός, ο οποίος δεν υφίσταται τις τυχαιότητες της αγοράς και έχει σταθερό εισόδημα, αλλά και οι οικογένειες που αγοράζουν υγιεινά προϊόντα φθηνότερα κατά 20% από τις συνήθεις τιμές της επίσημης αγοράς,. Επί πλέον οι Ενώσεις αυτές δημιουργούν θέσεις απασχόλησης στο δίκτυο από τα ίδια τα μέλη τους (στην παραγωγή στην διανομή με ίδια μέσα μεταφοράς σε μικρο-τοπικό εμπορικό δίκτυο). Τέλος προστατεύεται το περιβάλλον αλλά και δημιουργούνται και ενδυναμώνονται κοινωνικοί δεσμοί και συντροφικότητα. Στη Γαλλία υπάρχουν περίπου 500 τέτοιες ενώσεις (AMAP) που περιλαμβάνουν 25.000 νοικοκυριά και δεν έχουν σχέση με συνεταιρισμούς καταναλωτών. Το πρώτο δημιουργήθηκε το 2001 στην περιοχή του Var, κατά έμπνευση από το αμερικανικό Community Supported Agricultural. Βέβαια το δίκτυο είναι για αντικειμενικούς λόγους (έλλειψη γαιών) περιορισμένο, δεν μπορεί δηλαδή να ανταποκριθεί στην ζήτηση και τα νέα υποψήφια μέλη μπαίνουν σε λίστα αναμονής, (Alternatives Economiques no.271/2008, σ. 31. Cl. Lamine-N. Perrot, 2008). Ας σημειωθεί ότι την ίδια ιδέα, στο πλαίσιο του κινήματος «πόλεις σε μετάβαση» με πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού Rob Hopkins (Ζιάκα, 2009), συναντάμε και στην Μεγ. Βρετανία και συγκεκριμένα στην πόλη Stroud στο Gloustrershiere. Στην πόλη αυτή έχει αναπτυχθεί ένα δίκτυο αγοράς ντόπιων προϊόντων στο πλαίσιο της «Κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας», όπου κάθε κάτοικος που εντάσσεται σε αυτό το δίκτυο-πρόγραμμα χρηματοδοτεί έναν αγρότη για να τον προμηθεύει απευθείας τρόφιμα(ibid.). Το πρώτο τέτοιο σχέδιο ξεκίνησε το 2001 από δύο άτομα που νοίκιασαν ένα χωράφι και καλλιέργησαν βιολογικά κηπευτικά. Στη συνέχεια συνεταιρίσθηκαν και νοίκιασαν 70 στρέμματα προμηθεύοντας φθηνότερα 189 νοικοκυριά((Ibid))

 

Στη Γαλλία πάλι, δραστηριοποιούνται επίσης τα régies de quartier και το REPAS. Τα πρώτα αποτελούν ενώσεις που δραστηριοποιούνται σε γειτονιές υποβαθμισμένες και αποσκοπούν στην δημιουργία κοινωνικού δεσμού με προσφορά εργασίας κοινωνικής χρησιμότητας (υπηρεσία γειτονιάς, πχ, καθαρισμοί κτηρίων, συντήρηση κοινόχρηστων και πράσινων χώρων κλπ), ενώ το δεύτερο είναι Δίκτυο Ανταλλαγής και Εναλλακτικών Πρακτικών, το οπαίο εμπνέεται από το compagnonnage του προηγούμενου αιώνα, με αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη,(B. Barras et. al. (2002).

Αξιομνημόνευτη είναι επίσης η περίπτωση των «κήπων του δικτύου Cocagne» (ιδρύθηκε το 1999 από τον J-Guy Henckel). Το δίκτυο, που συνενώνει 85 δομές κοινωνικής επανένταξης, συνδέοντας τον αγώνα κατά του αποκλεισμού με την αειφόρο ανάπτυξη μέσω βιολογικών μικρο- καλλιεργειών σε κήπους, θέτει σε άμεση σχέση παραγωγό και καταναλωτή. Οι κηπουροί είναι συνήθως νέοι με το ελάχιστο εγγυημένο στη Γαλλία εισόδημα (RMI) που προσλαμβάνονται για να προμηθεύουν βιολογικά λαχανικά, που οι ίδιοι καλλιεργούν ανά εβδομάδα, σε μέλη-καταναλωτές ενώσεων και συλλόγων. Κάθε χρόνο δημιουργούνται 10 κήποι και σήμερα το δίκτυο αυτό απασχολεί 3000 άτομα και αριθμεί 12 000 μέλη -καταναλωτές (L. Jeanneau, 2007, σ. 41). Παράλληλα υφίστανται οι οικογενειακοί κήποι (“jardins familiaux” που χρονολογούνται από το 1932 ως «εργατικοί κήποι» και διέπονται από το νόμο της 10 Νοεμβρίου 1976 και το π.δ. 79-1026 της 30 Νοεμβρίου 1979, M. Prieur, 2004, σ. 766) όπως π.χ. στην πόλη Stains στο προάστιο Seine- Saint –Denis του Παρισιού, με 15 εκτάρια τέτοιων κήπων, οι οποίοι καλλιεργούνται από κατοίκους (664 σήμερα τον αριθμό) διάφορων ηλικιών, εθνότητας, φύλου κλπ, οι οποίοι και ανταλλάσουν πολλές φορές τα προϊόντα τους πληρώνοντας 46 ευρώ ή 120 ευρώ το χρόνο ανάλογα με τα τετραγωνικά μέτρα των καλλιεργήσιμων αγροτεμαχίων, τα οποία ανήκουν στο δήμο ή στη νομαρχία. Πρόκειται για νέους χώρους κοινοτικοποίησης, αντίστασης και ελευθερίας μακριά από φιλανθρωπικές προσεγγίσεις, όπως ήταν αρχικά(Cl.-M. Vadrot, 2009), αλλά και χώρους συνδεδεμένους με την προστασία και διαχείριση του αστικού περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Έτσι ο νόμος του 1976 προβλέπει ότι τυχόν κρατικές επιδοτήσεις για την απόκτηση ή διευθέτηση τέτοιων χώρων θα χορηγούνται μόνο εάν ικανοποιούν τα προαναφερθέντα περιβαλλοντικά και ποιοτικά κριτήρια. Την ίδια πρακτική συναντάμε στην Μεγ. Βρετανία στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κινήματος «πόλεις σε μετάβαση», όπου στο Νοτιοδυτικό Λονδίνο έχει δημιουργηθεί ένα δίκτυο ανθρώπων που ενδιαφέρονταν να καλλιεργήσουν ιδιωτικούς κήπους ή εγκαταλελειμμένα δημοτικά εδάφη. Ταυτόχρονα συνήφθησαν συμβάσεις με τοπικά καταστήματα για την πώληση των ντόπιων αυτών προϊόντων σε κήπους ή δημόσια εδάφη(Ζιάκα, 2009).

Ακόμα μια άλλη «ενσωματωτική» (και όχι ενσωμάτωσης) επιχείρηση μη κερδοσκοπική, με αμεσοδημοκρατική λειτουργία, που «εξειδικεύεται» στην διαλογή και ανακύκλωση υφασμάτων, είναι το Relais με 15 κατανεμημένες δομές και με 1500 μισθωτούς οι οποίοι μπορούν να παραμείνουν στην επιχείρηση και να κάνουν καριέρα. (Dans un pays de Cocagne-Entretien avec J-L Henckel, Le Relais envers et conter tout –entertien avec P. Duponchel, Ed Rue de l’ Echiquier, 2009).

2.         Kατά την δεκαετία του 90, ως απάντηση στα ελλείμματα και τις στρεβλώσεις των κοινωνικών επιχειρήσεων,2 παρατηρούμε την εμφάνιση νέων συνεταιρισμών (B. Barras, 2003) με βάση το ιστορικό πλαίσιο σκέψης της κοινωνικής οικονομίας, (19oς αιώνα), ανανεώνοντάς το προς την κατεύθυνση της πολυλειτουργικότητας ή/και της πολυεταιρικότητας.

Οι νέοι αυτοί συνεταιρισμοί δημιουργούνται σε ποικίλους επίσης τομείς (Draperi, 2005, σ.98): γεωργία (αγροτουρισμός), τοπική και βιώσιμη ανάπτυξη, εναλλακτικό ισοδίκαιο εμπόριο, υπηρεσίες κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτιστικές, εκδόσεις, κατανάλωση. Οι πιο γνωστοί συνεταιρισμοί αυτών των δραστηριοτήτων στη Γαλλία, είναι η Ardelaine στην περιοχή Ardèche (B. Barras, 2003), και στο τομέα της κατανάλωσης οι Nouveaux Robinson, περιοχή Montreuil. Στον τομέα του εναλλακτικού ισοδίκαιου εμπορίου συναντάμε από το 2003 την πρώτη εργατική συνεταιριστική εταιρία παραγωγής (scop) Ethiquable, η οποία απασχολεί 56 μισθωτούς και συνεργάζεται με 39 συνεταιρισμούς μικρών παραγωγών χωρών του Νότου, με 2700 σημεία πώλησης, (Alternatives Economiques (257/2007, σ. 43). Επίσης συνεταιρισμοί δημιουργούνται για υποστήριξη (νομική, λογιστική, καταρτισιακή) σχεδίων δραστηριοτήτων και απασχόλησης σε μη ανταγωνιστικό πνεύμα, κ.α. To 1995 ιδρύθηκαν οι συνεταιρισμοί δραστηριοτήτων και απασχόλησης (cooperatives d’ activités et d’emploi-CAE), οι οποίοι απευθύνονται σε άτομα (κυρίως ανέργους αλλά όχι μόνο) που επιθυμούν να δημιουργήσουν μια βιώσιμη επιχείρηση.

 Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς συνεταιρισμούς παραγωγής (Scop), που συνενώνουν μισθωτούς -μέλη γύρω από ένα σχέδιο, στους νέους αυτούς συνεταιρισμούς συνενώνονται επιχειρηματίες μισθωτοί γύρω από σχέδια που μπορεί να έχουν ή όχι σχέση μεταξύ τους. Στους νέους αυτούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι βρίσκονται στο σταυροδρόμι της κοινωνικής και οικονομικής δράσης, οι υποψήφιοι που υποβάλλουν το σχέδιό τους εισέρχονται στο συνεταιρισμό επωφελούμενοι των νομικών, λογιστικών αλλά και υλικών (γραφείο, φωτοτυπικά, κλπ) διευκολύνσεων που τους προσφέρονται, και γίνονται μισθωτοί με ειδικό καθεστώς, αφού το ύψος του μισθού τους (ο οποίος όμως μπορεί να είναι και κατώτερος από το νόμιμο εθνικό ελάχιστο, γεγονός που εγείρει οξείες συζητήσεις) καθορίζεται ανάλογα με το τζίρο που εισφέρουν στον συνεταιρισμό (ο επιχειρηματίας -μισθωτός καταβάλλει το 10% του τζίρου του, εκτός φόρων, στον συνεταιρισμό). Βέβαια το οικονομικό ρίσκο εξακολουθεί να το φέρει ο υποψήφιος επιχειρηματίας –μέλος του συνεταιρισμού (D. Clerc, 2001, p. 56). Μάλιστα οι πενήντα περίπου σήμερα συνεταιρισμοί στον τομέα των δραστηριοτήτων και της απασχόλησης, (με 3600 τέτοια σχέδια το 2005 σε Γαλλία-κύρια εκπρόσωπος η Cap Services- και Βέλγιο εκ των οποίων τα μισά από γυναίκες, με τζίρο 12 εκατομ. ευρώ και 900 μισθωτές θέσεις εργασίας) ομοσπονδιoποιήθηκαν σε εθνικό επίπεδο, -υπό την «Ένωση της Κοινωνικής Οικονομίας» (UES)- στο δίκτυο της «Συνεργασίας για την επιχειρηματικότητα», η οποία είναι μέλος της γενικής συνομοσπονδίας συνεταιρισμών παραγωγής (CGCoop), Draperi, 2005, σ. 99). Κύριο εργαλείο αυτής της νέας πολυεταιρικής συνεργασίας στη Γαλλία είναι ο ειδικός νόμος (No. 2001-624 της 17-7-2001) που προβλέπει την δυνατότητα ίδρυσης (νέας) «Συνεταιριστικής Εταιρίας Συλλογικού Συμφέροντος». Η έλλειψη και η αναγκαιότητα ενός τέτοιου εργαλείου (που συναντάμε και σε άλλες χώρες, π.χ. Ιταλία), είναι εμφανής στην Ελλάδα.

Γενικότερα -αντί συμπεράσματος

Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία αποτελεί την πιο ενσυνείδητη εκδοχή του κοινωνικού αντικειμένου της οικονομίας, μέσω του επαναπροσδιορισμού και της επαναξιοδότησης της έννοιας της ωφελιμότητας, πέρα από την (στενή) οικονομικό-ανταλλακτική. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ιδεολογική και πρακτική προσπάθεια (όχι όμως και θεωρητική) να συλληφθεί διαφορετικά η σχέση ανθρώπου και οικονομίας, ακόμα και πέρα από τον καπιταλισμό ή και το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, στη βάση της συλλογικότητας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας. Πρόκειται για παλιά πρακτική που επανανακαλύφθηκε πρόσφατα με διάφορες παραλλαγές, μερικές από τις οποίες δεν είναι απαλλαγμένες από την κριτική της απεμπόλησης της αρχικής ιστορικής ιδεολογίας (της κλασσικής κοινωνικής οικονομίας) αλλά και της γενικότερης αριστερής κριτικής αφενός ως «σωσιβίου» του συστήματος και «μπαλώματος» ανάγκης (ως προς την θεσμοθετημένη διάστασή της)3 και αφετέρου της αδυναμίας της, ως εναλλακτικής οικονομίας, να συστήσει παραπέρα ένα χειραφετητικό αντισυστημικό πρόταγμα ατομικής και συλλογικής αυτονομίας.

Οι τελευταίες εξελίξεις (κρίση ταυτότητας–ενσωμάτωσης της κοινωνικής, ιδίως, οικονομίας, σε συνδυασμό με την τελευταία συστημική οικονομική κρίση) μας οδηγούν στη διεξαγωγή της επιστημονικής συζήτησης για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία σε νέες βάσεις, και πιο συγκεκριμένα υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας μιας νέας ρύθμισης και της ικανοποίησης του αιτήματος για οικονομική δημοκρατία. Συγκεκριμένα, σε ποιο βαθμό και υπό ποίους όρους ή συνθήκες, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να συστήσει ένα παράγοντα οικονομικής δημοκρατικοποίησης και νέας ρύθμισης,4 και, τελικά, ένα νέο σχέδιο για την οργάνωσης της κοινωνίας.

Βιβλιογραφία

S. Allemand, Les nouveaux utopistes de l’économie. Produire, consommer, épargner… différemment, Ed. Autrement, 2005

B. Barras, Moutons rebelles. Ardelaine, la fibre développement local, ed. Repas, 2003

B. Barras, M Bourgeois, E. Bourguinat, M.Lulek, Quand l’enrteprise apprend a vivre, Paris, Ed. Ch. Leopold Mayer, 2002

D. Clerc, Un test grandeur nature, Alternatives Economiques, no. 192 /2001, σ. 56

C. Dorival, De la solidarité au cœur de l’économie, Alternatives Economiques nο. 257/2007, σ. 40-43

J-F.Draperi, L’économie sociale. Utopies, pratiques, principes, Ed. Presses de l’Economie sociale, 2005

L. Jeanneau, Des jardins de Cocagne bio et solidaires, Alternatives Economiques no. 257/2007, σ. 41

Γ. Ζιάκα, Ένα κίνημα για την αναγέννηση της γεωργίας στη Μεγάλη Βρετανία, ο Δαίμων της Οικολογίας, τ. 95/2009, σ. 13-15

L. Gardin, Les initiatives solidaires, ed. Erès, 2006                                                                                            

Cl. Lamine-N. Perrot, Les Amap, un nouveau pacte ente producteurs et consommateurs ? Ed. Yves Michel, coll. Societé civile, 2008

Σ. Λατούς, Το στοίχημα της αποανάπτυξης, Βάνιας /περάσματα, 2008

Β. Παπακριβόπουλος, Κοινωνική Οικονομία, «Οικοτοπία», τ. 27/2003, σ. 68-70 Β.

Β. Πατρώνης–Κ. Μαυρέας,. Νέες μορφές κοινωνικής οικονομίας: ευρωπαϊκές εξελίξεις και ελληνικές αδράνειες, in Κ. Χαραλάμπους Μελέτη (επιμ.), Η κοινωνική Οικονομία ανάμεσα στο τοπικό και στο παγκόσμιο, Πρακτικά Δ’ Επιστημονικού συνεδρίου του τμ. στελεχών συνεταιρικών οργανώσεων και εκμεταλλεύσεων (ΣΣΟΕ), Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση, 2005, σ. 253-279

M. Prieur, Droit de l’ environnement, Précis Dalloz, 2004

H.Rouille d’ Οrfeuil, Economie, le réveil des citoyens, La Découverte, Alternatives Εconomiques, 2002

Cl. -M. Vadrot, Les concombres font les bons amis, Politis, Μάιος/Ιούνιος 2009, σ. 12-13

1. Το άρθρο αυτό αποτελεί τμήμα ευρύτερης υπό έκδοση εργασίας των συγγραφέων υπό τον τίτλο «Κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία –Το μετέωρο βήμα μιας δυνατότητας»

2. Η κριτική στις κοινωνικές επιχειρήσεις συνίσταται στο ότι αυτές στηρίζονται στο κράτος (ενώ η ιστορική κοινωνική οικονομία διεκδικεί την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία της από αυτό), απευθύνονται συχνά σε τρίτους «επωφελούμενους» μη εταίρους-μέλη (ενώ η ιστορική κοινωνική οικονομία παρέχει υπηρεσίες στα μέλη της), και διεκδικούν μια «πληθυντική» οικονομία και όχι την ριζική αντικατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας (όπως ήταν η αρχική-ιστορική βούληση της κοινωνικής οικονομίας, Draperi, 2005, σ. 95, και 2003)

3. Μερικοί, είτε απεμπολώντας κάθε δυνατότητα εναλλακτικής λύσης στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος (π.χ. Φωτόπουλος και μερικοί από-μεγεθυνσιακοί) είτε επιζητώντας εντός του συστήματος (A. Caillé) μια πιο αποτελεσματική αντικαπιταλιστική στρατηγική και ταυτίζοντας καπιταλισμό και σύστημα οικονομίας της αγοράς, περιορίζονται στην επιλογή ανάμεσα σ’ ένα άγριο (μεγα) καπιταλισμό και σ’ ένα εξανθρωπισμένο, ηθικό, ή εκπολιτισμένο καπιταλισμό. Γι’ αυτούς η εναλλακτική πρόταση στην καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να είναι οικονομική (ibid.)

4. Αυτό ήταν και το θέμα του εθνικού συνεδρίου της κοινωνικής οικονομίας στην Γαλλία την 1η Οκτωβρίου 2008 (H. Sibille, 2008)

Άρθρο των

Δρ. Τάκη Νικολόπουλου (δικηγόρου Πατρών, εξειδικευμένου στο δίκαιο Περιβάλλοντος)

 και Δρ. Δημήτρη Καπογιάννη (οικονομολόγου)

 διδασκόντων στο τμήμα Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Μεσολογγίου

 ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ «δαίμων ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ» Τ. 97 Οκτωβρίου 2009

Στη μνήμη του πρωτοπόρου έλληνα οικο-νομολόγου και “από-μεγεθυνσιακού”, Σπήλιου Παπασπηλιόπουλου