Αν ορίσουμε τη λέξη πολιτική μέσω της ετυμολογικής της ρίζας, αυτή σημαίνει τη διoίκηση της κοινότητας ή της πόλεως (Σ.τ.Μ.: ελληνικά στο κείμενο) από τα μέλη της, τους πολίτες της. Η πολιτική σήμαινε επίσης την αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων για τους ξένους ή τους αλλοδαπούς που δεν συνδέονταν με τον πληθυσμό της πόλεως μέσω δεσμών αίματος. Δηλαδή, σήμαινε την ιδέα μιας κοινής humanitas (Σ.τ.Μ.: ιδιότητας του ανθρώπου), σε αντιδιαστολή προς το γενεαλογικά συγκροτημένο «λαό». Μαζί με αυτές τις θεμελιώδεις εξελίξεις, η πολιτική σημαδεύτηκε από την αυξανόμενη εκκοσμίκευση των κοινωνικών υποθέσεων, ένα νέο σεβασμό για το άτομο, και μια αναπτυσσόμενη εκτίμηση για τους ορθολογικούς κώδικες συμπεριφοράς σε βάρος των απερίσκεπτων εθιμικών προσταγών.

Δε θέλω να υποβάλω την ιδέα ότι το προνόμιο, η ανισότητα των δικαιωμάτων, οι υπερφυσικές λόξες, ή ακόμη και η καχυποψία απέναντι στον «ξένο» εξαφανίστηκαν πλήρως με την άνοδο των πόλεων και της πολιτικής. Στη διάρκεια των πιο ριζοσπαστικών και δημοκρατικών περιόδων της Γαλλικής Επανάστασης, για παράδειγμα, το Παρίσι έβριθε φόβων για «συνωμοσίες από το εξωτερικό» και μιας ξενοφοβικής καχυποψίας των αλλοδαπών. Ούτε οι γυναίκες μοιράζονταν πλήρως τις ελευθερίες που απολάμβαναν οι άντρες. Το σημείο που θέλω να τονίσω, ωστόσο, είναι ότι κάτι πολύ καινούριο δημιουργήθηκε από την πόλη, κάτι που δε μπορεί να κλειστεί στο «μαντρί» ούτε του κοινωνικού, ούτε του κράτους: δηλαδή, μια δημόσια σφαίρα και ένας πολιτικός χώρος. Αυτή η σφαίρα και αυτός ο χώρος περιορίστηκαν και επεκτάθηκαν με την πάροδο του χρόνου, αλλά ποτέ δεν εξαφανίστηκαν πλήρως από την ιστορία. Ήταν διαρκώς σε διαμάχη με το κράτος, το οποίο προσπάθησε σε ποικίλλοντες βαθμούς να συγκεντρώσει την εξουσία και να μετατρέψει την άσκησή της σε επάγγελμα, και συχνά έγινε αυτοσκοπός, όπως η κρατική εξουσία που αναδύθηκε στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, οι απόλυτες μοναρχίες της Ευρώπης του δέκατου-έβδομου αιώνα, και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα διακυβέρνησης που εγκαστάθηκαν στη Ρωσία και την Κίνα στον αιώνα μας.


Η σημασία της Κοινότητας και του Συνομοσπονδισμού

Το μόνιμο φυσικό πεδίο της πολιτικής ήταν σχεδόν πάντοτε η πόλη ή το χωριό – πιο γενικά, η κοινότητα. Το μέγεθος μιας πολιτικά βιώσιμης πόλης δεν είναι ασήμαντο, αυτό είναι βέβαιο. Για τους Έλληνες (Σ.τ.Μ.: Αρχαίους Έλληνες), ειδικά για τον Αριστοτέλη, μια πόλη ή πόλις (Σ.τ.Μ.: ελληνικά στο κείμενο) δε θα πρέπει να είναι τόσο μεγάλη ώστε να μη μπορεί να ασχοληθεί με τις υποθέσεις της σε μια πρόσωπο-με-πρόσωπο βάση ή να αποκλείει έναν κάποιο βαθμό οικειότητας μεταξύ των πολιτών της. Αυτοί οι κανόνες, σε καμία περίπτωση σταθεροί ή απαράβατοι, είχαν ως στόχο να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη της πόλης με τρόπους που άμεσα αντιμάχονταν το αναδυόμενο κράτος. Με δεδομένο ένα μετριοπαθές – αλλά σε καμία περίπτωση μικρό – μέγεθος, οι ψηφοφορίες μπορούσαν να διευθετηθούν θεσμικά, έτσι ώστε οι υποθέσεις της κοινότητας να διευθύνονται από εναλλασσόμενους, ασχολούμενους με τα κοινά άντρες, με έναν ελάχιστο, προσεκτικά ελεγχόμενο βαθμό αντιπροσώπευσης.
Για να είναι κάποιος πολιτικό πρόσωπο, υποτίθετο, απαιτούνταν ορισμένες υλικές αναγκαίες προϋποθέσεις. Μια μικρή ποσότητα ελεύθερου χρόνου χρειαζόταν για να συμμετέχει κανείς στις πολιτικές υποθέσεις, μια άνεση που πιθανά καλυπτόταν από την εργασία των δούλων, αν και δεν είναι σε καμία περίπτωση αληθές ότι όλοι οι ενεργοί Έλληνες πολίτες ήταν κάτοχοι δούλων. Ακόμη πιο σημαντική από την ύπαρξη ελεύθερου χρόνου ήταν η ανάγκη για ατομική εκπαίδευση ή διαμόρφωση χαρακτήρα – η Ελληνική έννοια της παιδείας (Σ.τ.Μ.: ελληνικά στο κείμενο) – η οποία ενεφύσησε τη λογική πειθαρχία (Σ.τ.Μ.: μη επιβεβλημένη πειθαρχία) μέσω της οποίας οι πολίτες κρατούσαν την ευπρέπεια που χρειάζεται για να διατηρηθεί μια συνέλευση βιώσιμη. Ένα ιδανικό κοινωνικής θητείας ήταν απαραίτητο για να υπερτερήσει των στενών, εγωιστικών παρορμήσεων και να αναπτυχθεί το ιδανικό του γενικού συμφέροντος. Αυτό επιτεύχθηκε με την εγκατάσταση ενός σύνθετου δικτύου σχέσεων, που εκτείνονταν από πιστές φιλίες – η Ελληνική έννοια της φιλίας (Σ.τ.Μ.: ελληνικά στο κείμενο) – μέχρι κοινές εμπειρίες σε πολιτικές γιορτές και στη στρατιωτική υπηρεσία.
Αλλά η πολιτική με αυτή την έννοια δεν ήταν ένα αυστηρά Ελληνικό φαινόμενο. Παρόμοια προβλήματα και ανάγκες παρουσιάστηκαν και λύθηκαν με μια ποικιλία τρόπων στις ελεύθερες πόλεις όχι μόνο στη λεκάνη της Μεσογείου αλλά και στην ηπειρωτική Ευρώπη, στην Αγγλία, και στη Βόρεια Αμερική. Σχεδόν όλες αυτές οι ελεύθερες πόλεις δημιούργησαν μια δημόσια σφαίρα και μια πολιτική που ήταν δημοκρατικές, σε ποικίλους βαθμούς, για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Βαθιά εχθρικές στα συγκεντρωτικά κράτη, οι ελεύθερες πόλεις και οι ομοσπονδίες τους αποτέλεσαν μερικές από τις καμπές στις οποίες η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με τη δυνατότητα να εγκαταστήσει κοινωνίες βασισμένες σε κοινοτικές συνομοσπονδίες ή σε έθνη-κράτη.
Το κράτος, επίσης, είχε μια ιστορική ανάπτυξη και δεν μπορεί να αναχθεί σε μια απλοϊκή ανιστορική εικόνα. Μετά από τα αρχαία κράτη, ιστορικά ακολούθησαν τα οιονεί-κράτη (quasi-states), τα μοναρχικά κράτη, τα φεουδαρχικά κράτη, και τα κοινοβουλευτικά (republican) κράτη. Τα ολοκληρωτικά κράτη αυτού του αιώνα ξεπερνούν τις σκληρότερες τυραννίες του παρελθόντος. Ωστόσο, ουσιώδης στην άνοδο του έθνους-κράτους ήταν η ικανότητα των συγκεντρωτικών κρατών να αποδυναμώνουν τη ζωτικότητα των δομών της πόλης, της κωμόπολης (Σ.τ.Μ.: σε πολλά σημεία του κειμένου ο συγγραφέας με τη λέξη κωμόπολη εννοεί αυτό που με τα δικά μας δεδομένα θα αποκαλούσαμε χωριό) και του χωριού, και να αντικαταστήσουν τις λειτουργίες τους από γραφειοκρατίες, αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Μια υπόρρητη αλληλεπίδραση ανάμεσα στην κοινότητα και το κράτος, που συχνά ξέσπαγε σε ανοιχτή σύγκρουση, έχει λάβει χώρα δια μέσου όλης της ιστορίας, και έχει διαμορφώσει το κοινωνικό τοπίο της παρούσας εποχής. Δυστυχώς, δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στο γεγονός ότι η ικανότητα των κρατών να ασκήσουν την εξουσία τους σε πλήρη βαθμό, συχνά έχει περιοριστεί από τα κοινοτικά εμπόδια που αντιμετώπισαν.
Ο εθνικισμός, όπως και ο κρατισμός, έχει αφήσει τα σημάδια του τόσο βαθιά στη σύγχρονη σκέψη που η ίδια η ιδέα μιας κοινοτιστικής πολιτικής ως επιλογής για κοινωνική οργάνωση έχει κατ’ ουσίαν διαγραφεί.. Ένας λόγος είναι, όπως έχω ήδη τονίσει, ότι η πολιτική στις μέρες μας έχει ταυτιστεί απολύτως με την κρατική διαχείριση (statecraft), την μετατροπή της άσκησης της εξουσίας σε επάγγελμα. Το ότι ο πολιτικός χώρος και το κράτος έχουν συχνά βρεθεί σε οξεία διαμάχη μεταξύ τους – μάλιστα, σε συγκρούσεις που ξέσπασαν σε αιματηρούς εμφύλιους πολέμους – έχει σχεδόν πλήρως παραβλεφθεί. Τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος, από την Αγγλική Επανάσταση της δεκαετίας του 1640 μέχρι αυτά στον αιώνα μας, έχουν πάντοτε συνοδευτεί από δυνατές κοινοτικές εξεγέρσεις και εξαρτιόνταν για την επιτυχία τους από ισχυρούς κοινοτικούς δεσμούς. Το ότι φόβοι κοινοτικής αυτονομίας ακόμη κατατρύχουν το έθνος-κράτος μπορεί να φανεί στα επιχειρήματα που φέρονται εναντίον της. Φαινόμενα τόσο «νεκρά» όσο η ελεύθερη κοινότητα και η συμμετοχική δημοκρατία θα έπρεπε ενδεχομένως να προκαλούν σαφώς λιγότερα αντεπιχειρήματα από αυτά που συνεχίζουμε να συναντούμε.
Η άνοδος της μοντέρνας μεγαλούπολης δεν έχει θέσει τέλος στην ιστορική αναζήτηση για την κοινότητα και την πολιτική της πόλης, περισσότερο απ’ όσο η άνοδος των πολυεθνικών επιχειρήσεων έχει απομακρύνει το ζήτημα του εθνικισμού από τη σύγχρονη ημερήσια διάταξη. Πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, η Φρανκφούρτη, το Μιλάνο και η Μαδρίτη μπορούν να είναι πολιτικά αποκεντρωμένες θεσμικά, είτε μέσω δικτύων γειτονιάς είτε μέσω περιφερειακών δικτύων, παρ’ όλο το μεγάλο δομικό τους μέγεθος και την εσωτερική τους αλληλεξάρτηση. Μάλιστα, το πόσο καλά λειτουργούν αν δεν αποκεντρώνονται δομικά είναι ένα οικολογικό ζήτημα ύψιστης σπουδαιότητας, όπως μας δείχνουν τα προβλήματα της μόλυνσης του αέρα, των επαρκών αποθεμάτων νερού, της εγκληματικότητας, της ποιότητας της ζωής, και αυτό των συγκοινωνιών.
Η ιστορία έχει δείξει πολύ δραματικά ότι μείζονες πόλεις της Ευρώπης με πληθυσμούς που προσέγγιζαν το ένα εκατομμύριο και με πρωτόγονα μέσα επικοινωνίας λειτουργούσαν μέσω καλά-συντονισμένων αποκεντρωμένων θεσμών εκπληκτικής πολιτικής ζωτικότητας. Από τις πόλεις της Καστίλης που ξέσπασαν στην εξέγερση των Comuneros στην αρχή της δεκαετίας του 1500, μέχρι τους παρισινούς τομείς ή τις συνελεύσεις των αρχών της δεκαετίας του 1790, και το Κίνημα των Πολιτών της Μαδρίτης της δεκαετίας του 1960 (για να αναφέρουμε μονάχα μερικά παραδείγματα), τα κοινοτικά κινήματα στις μεγάλες πόλεις έχουν θέσει κρίσιμα ζητήματα για το που θα πρέπει να συγκεντρώνεται η εξουσία και για το πως θα πρέπει να διευθύνεται θεσμικά η κοινωνική ζωή.
Το ότι μια κοινότητα μπορεί να είναι όσο τοπικιστική είναι μια φυλή είναι αρκετά προφανές – και αυτό δεν είναι λιγότερο αληθές σήμερα απ’ ότι ήταν στο παρελθόν. Για το λόγο αυτόν, κάθε κοινοτικό κίνημα που δεν είναι συνομοσπονδιακό – δηλαδή, που δεν εντάσσεται σε ένα δίκτυο αμοιβαίων υποχρεώσεων με κωμοπόλεις και πόλεις στην περιοχή του – δε μπορεί να θεωρηθεί ως μια πραγματικά πολιτική οντότητα με οποιαδήποτε παραδοσιακή σημασία περισσότερο απ’ ότι μια γειτονιά που δε συνεργάζεται με άλλες γειτονιές στην πόλη στην οποία βρίσκεται. Ο συνομοσπονδισμός, που βασίζεται σε κοινές ευθύνες, στο ότι οι συνομοσπονδιακοί αντιπρόσωποι είναι πλήρως υπόλογοι στις κοινότητές τους, στο δικαίωμα της ανάκλησης, και στο ότι οι αντιπρόσωποι δρουν αποκλειστικά ως εντολοδόχοι, αποτελεί ένα αναπόσπαστο τμήμα μιας νέας πολιτικής. Το να απαιτούμε ότι οι υπάρχουσες κωμοπόλεις και πόλεις πρέπει να αντιγράφουν το έθνος-κράτος σε ένα τοπικό επίπεδο είναι το να εγκαταλείπουμε κάθε δέσμευση για κοινωνική αλλαγή ως τέτοια.
Αυτό που είναι πελώριας πρακτικής σημασίας είναι ότι οι προ-κρατικοί θεσμοί, οι παραδόσεις, και οι απόψεις παραμένουν ζωντανές σε ποικίλλοντες βαθμούς παντού σχεδόν στον κόσμο. Η αντίσταση στην επέκταση καταπιεστικών κρατών έχει καλλιεργηθεί από κοινοτικά δίκτυα χωριών, γειτονιών και πόλεων? παρατηρήστε τέτοιους αγώνες στη Νότια Αφρική, στη Μέση Ανατολή, και στη Λατινική Αμερική. Οι δονήσεις που ταρακουνούν τώρα (Σ.τ.Μ.: θυμίζουμε ότι το κείμενο δημοσιεύθηκε το 1989) τη Σοβιετική Ρωσία δεν οφείλονται αποκλειστικά σε αιτήματα για περισσότερη ελευθερία αλλά σε κινήματα για περιφερειακή και τοπική αυτονομία που αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξή της ως ένα συγκεντρωτικό έθνος-κράτος.
Το να αγνοήσουμε την κοινοτική βάση αυτού του κινήματος θα είναι όσο μυωπικό θα ήταν και το να αγνοούσαμε τη λανθάνουσα αστάθεια κάθε έθνους-κράτους? ακόμη χειρότερο θα ήταν να πάρουμε το έθνος-κράτος όπως είναι ως δεδομένο, και να ασχοληθούμε μ’ αυτό απλά σύμφωνα με τους δικούς του όρους. Πράγματι, το αν ένα κράτος θα παραμείνει «περισσότερο» ή «λιγότερο» κράτος – καθόλου αστεία υπόθεση για ριζοσπάστες θεωρητικούς τόσο ανόμοιους όσο ο Μπακούνιν και ο Μαρξ – εξαρτάται σημαντικά από τη δύναμη των τοπικών, συνομοσπονδιακών, και κοινοτικών κινημάτων να το αντιμετωπίσουν και (ας ελπίσουμε) να εγκαταστήσουν μια δυαδική εξουσία που θα το αντικαταστήσει. Ο σπουδαιότατος ρόλος που έπαιξε το Κίνημα των Πολιτών της Μαδρίτης πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες στο να αποδυναμώσει το καθεστώς του Φράνκο θα χρειαζόταν σημαντική εργασία για να το τιμήσουμε όπως του αξίζει.
Παρά τα Μαρξιστικά οράματα μιας κατά μεγάλο μέρος οικονομιστικής διαμάχης μεταξύ «της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου» τα επαναστατικά κινήματα της εργατικής τάξης του παρελθόντος δεν ήταν απλώς βιομηχανικά κινήματα. Το ζωηρό παρισινό εργατικό κίνημα, που είχε σε μεγάλο βαθμό σχέση με τους χειροτέχνες ως προς το χαρακτήρα του, για παράδειγμα, ήταν επίσης ένα κοινοτικό κίνημα που επικεντρώνονταν σε συνοικίες και καλλιεργούταν από μια πλούσια ζωή στη γειτονιά. Από τους Ισοπεδωτές (Levelers) του Λονδίνου του δέκατου-έβδομου αιώνα μέχρι τους αναρχο-συνδικαλιστές της Βαρκελώνης στο δικό μας αιώνα, η ριζοσπαστική δραστηριότητα έχει διατηρηθεί από ισχυρούς κοινοτικούς δεσμούς, μια δημόσια σφαίρα που προσφερόταν από δρόμους, πλατείες και καφενεία.


Η Ανάγκη για μια Νέα Πολιτική

Αυτή η κοινοτική ζωή δε μπορεί να αγνοηθεί στη ριζοσπαστική πρακτική και πρέπει ακόμη και να αναδημιουργηθεί εκεί όπου έχει υπονομευτεί από το σύγχρονο κράτος. Μια νέα πολιτική, με τις ρίζες της στις κωμοπόλεις, στις γειτονιές, στις πόλεις και στις περιφέρειες, αποτελεί τη μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση στον αναιμικό κοινοβουλευτισμό που διεισδύει σε διάφορα Πράσινα κόμματα και παρόμοια κοινωνικά κινήματα – με άλλα λόγια, στην προσφυγή τους σε καθαρή και εκφαυλιστική κρατική διαχείριση στην οποία τα μεγαλύτερα αστικά κόμματα μπορεί πάντα να αναμένεται ότι θα τα ξεπεράσουν σε τεχνάσματα και θα τα απορροφήσουν σε συνασπισμούς. Η διάρκεια αποκλειστικά μονο-θεματικών κινημάτων, επίσης, είναι περιορισμένη στα προβλήματα στα οποία αυτά αντιτίθενται. Η μαχητική δράση γύρω από τέτοια ζητήματα δε θα πρέπει να συγχέεται με τον μακρο-πρόθεσμο ριζοσπαστισμό που απαιτείται για να αλλαχθεί η συνειδητοποίηση και σε τελική ανάλυση η ίδια η κοινωνία. Τέτοια κινήματα φουντώνουν και μετά πεθαίνουν, ακόμα και όταν είναι πετυχημένα. Τους λείπουν τα θεσμικά υποστυλώματα που είναι τόσο απαραίτητα για να δημιουργηθούν κινήματα με διάρκεια για την κοινωνική αλλαγή, και το πεδίο στο οποίο θα μπορούν αυτά να είναι μια μόνιμη παρουσία στην πολιτική διαμάχη.
Έτσι εξηγείται η τεράστια ανάγκη για γνησίως πολιτικά κινήματα στη βάση, ενωμένα συνομοσπονδιακά, τα οποία είναι δεσμευμένα σε μόνιμους και δημοκρατικούς θεσμούς που μπορούν να εξελιχθούν σε πραγματικά ελευθεριακούς.
Η ζωή θα ήταν πραγματικά θαυμαστή, αν όχι ως απίστευτη, αν γεννιόμασταν με όλη την εκπαίδευση, τη μόρφωση, τις επιδεξιότητες και τον πνευματικό εξοπλισμό που χρειαζόμαστε για να εξασκήσουμε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη. Αλίμονο, πρέπει να περάσουμε το μόχθο της απόκτησης αυτών των ικανοτήτων, μια επίπονη διαδικασία που απαιτεί αγώνα, αναμέτρηση, εκπαίδευση, και ανάπτυξη. Είναι αρκετά απίθανο το ότι μια ριζοσπαστική κοινοτική προσέγγιση, επίσης, θα έχει κάποιο νόημα ως απλώς ένα εύκολο μέσο για θεσμική αλλαγή. Πρέπει να αγωνιστεί κανείς για να την κερδίσει αν είναι τη διατηρήσει, ακριβώς όπως ο αγώνας για μια ελεύθερη κοινωνία πρέπει κι αυτός να είναι τόσο απελευθερωτικός και αυτο-μεταμορφωνόμενος όσο η ύπαρξη μιας ελεύθερης κοινωνίας.
Η κοινότητα είναι μια δυνητική ωρολογιακή βόμβα. Το να δημιουργήσουμε τοπικά δίκτυα και να προσπαθήσουμε να μεταμορφώσουμε τους κοινοτικούς θεσμούς που αντιγράφουν πιστά το κράτος, είναι το να αντιμετωπίσουμε μια ιστορική πρόκληση – μια αληθινά πολιτική πρόκληση – που υπάρχει εδώ και αιώνες. Νέα κοινωνικά κινήματα παραπαίουν σήμερα λόγω της απουσίας μιας πολιτικής προοπτικής που θα τους φέρει μέσα στον πολιτικό στίβο, γι’ αυτό και «φοράνε το πουκάμισο του κοινοβουλευτισμού» τόσο εύκολα. Ιστορικά, η ελευθεριακή θεωρία έχει σταθερά επικεντρωθεί στην ελεύθερη κοινότητα η οποία έπρεπε να προσφέρει τον κυτταρικό ιστό για μια νέα κοινωνία. Το να αγνοήσει κανείς το δυναμικό αυτής της ελεύθερης κοινότητας επειδή δεν είναι ακόμη ελεύθερη, είναι το να προσπεράσει έναν χώρο της πολιτικής που βρίσκεται «σε χειμερία νάρκη», ο οποίος θα μπορούσε να δώσει ζωντανό νόημα στο μεγάλο ελευθεριακό αίτημα: μια Κομμούνα από Κομμούνες. Γιατί σε αυτούς τους κοινοτικούς θεσμούς και στις αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε στη δομή τους – μετατρέποντάς τους όλο και πιο πολύ σε μια νέα δημόσια σφαίρα – βρίσκεται το μόνιμο θεσμικό θεμέλιο για μια δυαδική εξουσία στη βάση, μια αντίληψη της έννοιας του πολίτη στη βάση, και για κοινοτικοποιημένα οικονομικά συστήματα που μπορούν να αντισταθμίσουν την αυξανόμενη εξουσία του συγκεντρωτικού έθνους-κράτους και των συγκεντρωτικών οικονομικών επιχειρήσεων.

του MURRAY BOOKCHIN
 

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το άρθρο «Ριζοσπαστική Πολιτική σε μια Εποχή Aνεπτυγμένου Kαπιταλισμού» το οποίο περιέχεται στο περιοδικό Green Perspectives νο 18, Νοέμβρης 1989

Τη μετάφραση έκανε ο Αλέξανδρος Γκεζερλής

ΕΥΤΟΠΙΑ (τεύχος 5)