Το νέο μεγάλο κύμα ανατιμήσεων στα τρόφιμα το 2010-11, ξεπέρασε σε πολλές περιπτώσεις το προηγούμενο «κύμα» του 2007-08[1] και οδηγεί σε νέες εξεγέρσεις πεινασμένων κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες και στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Όλα δείχνουν ότι η «διατροφική κρίση» με την ένταση, το βάθος και τη διάρκεια που παρουσιάζει, πέρα από τους έκτακτους και συγκυριακούς παράγοντες, έχει και μονιμότερες αιτίες που συνδέονται με τη γενικότερη οικονομική κρίση και την άκρατη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία τραπεζών και πολυεθνικών εταιριών, δείχνοντας τα όρια του σημερινού συστήματος και του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής τροφίμων.
Χαρακτήρας, αιτίες, προεκτάσεις της «διατροφικής κρίσης» Ο όρος «διατροφική κρίση», συνδέεται τόσο με θέματα παραγωγής και επάρκειας τροφίμων, όσο και με θέματα ακρίβειας, ποιότητας τροφίμων, διατροφικής ασφάλειας και χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, καθώς και με τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη βιοποικιλότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Το διατροφικό πρόβλημα δεν είναι βέβαια καινούργιο. Στις αρχές της νέας χιλιετίας, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ για την «ανθρώπινη ανάπτυξη», πάνω από 850 εκατ. άτομα, κυρίως στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, πεινούσαν, ενώ το 2010 είχαν ξεπεράσει το 1,2 δισεκατομμύρια. Οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις πεινασμένων σε δεκάδες χώρες δείχνουν ότι το πρόβλημα οξύνεται. Οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα πάνω από 60% τα δύο τελευταία χρόνια, σημαίνει ότι όσοι ζουν με 1 δολάριο την ημέρα πρέπει να κόψουν στο μισό τη διατροφή τους, με αποτέλεσμα τον υποσιτισμό, τις ασθένειες και θανάτους από ασητεία. Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, οι πεινασμένοι στη τρέχουσα δεκαετία θα ξεπεράσουν 1,5 δισεκατομμύρια άτομα, σε σύνολο 7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων του πλανήτη. Ορισμένοι αναλυτές αποδίδουν τις αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα στις κακές σοδιές λόγω κλιματικών αλλαγών (ξηρασία, πλημμύρες, κά), στην ανατίμηση του πετρελαίου, στην αύξηση της ζήτησης δημητριακών για την παραγωγή βιοκαυσίμων, στην αύξηση της ζήτησης τροφίμων από την Κίνα και Ινδία, στην αύξηση του πληθυσμού της Γης, κά. Προβλέπουν μάλιστα ότι αν δεν βρεθούν τρόποι να αυξηθεί η παραγωγή, οι πεινασμένοι θα ξεπεράσουν τα 2 δισεκατομμύρια το 2050.[2] Ωστόσο για την ερμηνεία του φαινομένου δεν επαρκούν οι αναφορές σε συγκυριακές ή εξωγενείς αιτίες, αλλά χρειάζεται να πάμε βαθύτερα στους παράγοντες που συνδέονται με το όλο σύστημα παραγωγής, ανταλλαγής, κατανομής και κατανάλωσης των παραγόμενων τροφίμων. Ειδικότερα σημαντικό ρόλο στις ανατιμήσεις παίζει η κερδοσκοπία στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων, λόγω υπαρκτών ή τεχνιτών ελλείψεων.[3] Συγκεκριμένα λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι κερδοσκόποι μετακινήθηκαν από τα διάφορα χρηματιστηριακά «προϊόντα» (μετοχές, ομόλογα, swaps, CDS, κά), σε υλικές αξίες (εμπορεύματα, πολύτιμα μέταλλα, πρώτες ύλες, αγροτικά προϊόντα, κά), με αποτέλεσμα την ένταση της κερδοσκοπίας. Τα κερδοσκοπικά παιγνίδια εντείνονται από την ισχυρή θέση που κατέχουν οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων και οι αλυσίδες super-markets, σε βασικούς κρίκους της παραγωγής, επεξεργασίας και διακίνησης αγροτικών προϊόντων και ειδών διατροφής,[4] με αποτέλεσμα να καθορίζουν τις τιμές, αξιοποιώντας άλλοτε τη μεγαλύτερη ζήτηση και άλλογε καταφεύγοντας σε αποθεματοποιήσεις και στη δημιουργία τεχνητών ελλείψεων.[5] Κάτι ανάλογο ισχύει και στον τομέα των αγροτικών εισροών (αγροεφόδια) σε βάρος παραγωγών και σε όφελος των πολυεθνικών εταιριών. Κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν είναι γενικά η «έλλειψη» τροφίμων, αλλά ο άνισος τρόπος κατανομής τους και ο έλεγχος διακίνησης τους, παράλληλα με τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία των μεγάλων εταιριών. Σύμφωνα με τον FAO, τα παραγόμενα σήμερα τρόφιμα είναι αρκετά να θρέψουν όλο τον πληθυσμό της Γης, ακόμα κι αν έφθανε 12 δισεκατομμύρια άτομα.! Όπως επισημαίνουν μελετητές, το παράδοξο της ύπαρξης πλεονασμάτων τροφής και πεινασμένων-υποσιτιζόμενων ανθρώπων, αποτελεί δομικό στοιχείο του υφιστάμενου μοντέλου παραγωγής και διανομής. Η υπαγωγή κάθε ανθρώπινης ανάγκης και δραστηριότητας, στο μηχανισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου, έχει ως αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη να αντικαθιστά ολοένα και περισσότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα.[6] Σοβαρός παράγοντας έλλειψης τροφίμων και αύξησης των τιμών, είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική στον αγροτικό τομέα, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και ειδικότερα στο διεθνές εμπόριο. Συγκεκριμένα οι ρυθμίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και οι περιφερειακές συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» (free trade agreements), λειτουργούν ως «ακήρυκτος πόλεμος» κατά των μικρών παραγωγών.[7] Η φιλελευθεροποίηση των αγροτικών σχέσεων, δηλαδή η πολιτική απορύθμισης και ενίσχυσης του ρόλου των αγορών, οδηγεί σε ένταση της «εμπορευματοποίησης» της αγροτικής παραγωγής και στον οικονομικό καταναγκασμό των αγροτών, να παράγουν για λογαριασμό των πολυεθνικών εταιριών και των αλυσίδων super-markets, με όρους παγκόσμιας αγοράς. Ωστόσο η επικέντρωση της αγροτικής παραγωγής στις εξαγωγές, μειώνει την παραγωγή τροφίμων για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού, αποδιαρθρώνει τις τοπικές κοινωνίες και εντείνει την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση εκατομμυρίων αγροτών που ζουν σε «γκέτο» μεγάλων πόλεων υπό άθλιες συνθήκες.[8] Η πολιτική αυτή εντείνεται από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει, στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες το ΔΝΤ, για παραγωγή τροφίμων με στόχο τις εξαγωγές προς εξεύρεση συναλλάγματος και την εξόφληση του δημόσιου εξωτερικού χρέους. Παράλληλα οι πρακτικές «ντάμπινγκ» που ακολουθούν οι αναπτυγμένες χώρες (εξάγουν τρόφιμα σε χαμηλές τιμές μέσω εξαγωγικών επιδοτήσεων), χτυπούν την ντόπια παραγωγή και εντείνουν τη διατροφική εξάρτηση των αναπτυσσόμενων,[9] εκβιάζοντας στη συνέχεια την παραχώρηση ευνοϊκών ρυθμίσεων, για επενδύσεις, βιομηχανικά προϊόντα, πατέντες, αγορά όπλων κά. Η διατροφική κρίση και οι μεγάλες ανατιμήσεις τροφίμων, δεν αφορούν μόνο τις αναπτυσσόμενες αλλά και τις αναπτυγμένες χώρες. «Η πείνα που πιστεύαμε ότι εξαλείφθηκε γυρίζει στην Ευρώπη», επισημαίνουν με ανακοίνωση τους οι αγροτικές ευρωπαϊκές οργανώσεις COPA και COGECA, με αποτέλεσμα 74 εκατ. πολίτες της ΕΕ να ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας. Από την άλλη η μείωση της παραγωγής δημητριακών και άλλων αγροτικών προϊόντων, εξ’ αιτίας των ρυθμίσεων της νέας ΚΑΠ (κοινής αγροτικής πολιτικής), σε συνδυασμό με την απότομη αύξηση του κόστους παραγωγής (ανατίμηση ενέργειας, λιπασμάτων και ζωοτροφών), πλήττουν σκληρά τους μικρομεσαίους παραγωγούς. Η κατάσταση γίνεται δυσκολότερη στον ευρωπαϊκό νότο, όπου τα κυριότερα «μεσογειακά προϊόντα» (λάδι, ελιές, κρασί, οπωροκηπευτικά, κά), πλήττονται από τα μέτρα αναδιάρθρωσης της ΚΑΠ και έχουν οδηγήσει σε μεγάλη μείωση της παραγωγής. Η ελληνική ύπαιθρος και συνολικά η ελληνική κοινωνία, βιώνει την τελευταία πενταετία τις δραματικές συνέπειες της συγκεκριμένης πολιτικής. Η απότομη άνοδο της τιμής των τροφίμων, αποτελεί μεγάλη ευκαιρία υψηλών κερδών για τους εμπόρους, κερδοσκόπους και μεταποιητές, σε βάρος των λαϊκών καταναλωτών και των μικρομεσαίων παραγωγών. Ακόμα κι οι παραγωγοί σιτηρών παρά τις ανατιμήσεις, πολύ λίγο ωφελούνται, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων πάνε στις εταιρίες-ενδιάμεσους που αγοράζουν και επεξεργάζονται τα σιτηρά για την παραγωγή ειδών διατροφής. Ιδιαίτερα σκληρά πλήττονται από τις ανατιμήσεις ζωοτροφών (στάρι, καλαμπόκι, πίτουρα, κά) οι κτηνοτρόφοι, ενώ οι «τιμές παραγωγού» στο γάλα και κρέας που καθορίζουν τα διάφορα «καρτέλ», παραμένουν σχεδόν στα ίδια επίπεδα, ενώ στην κατανάλωση πωλούνται πανάκριβα. Οι κτηνοτρόφοι και λαϊκές οικογένειες στην Ελλάδα, βιώνουν με ιδιαίτερη ένταση το συγκεκριμένο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια. Ανάμεσα στα θύματα της ανόδου των τιμών είναι και οι εργάτες γης, οι εργαζόμενοι με συμβόλαια παραγωγής και οι οικονομικοί μετανάστες, καθώς και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στις πόλεις, οι περιθωριακές κοινωνικές ομάδες, οι άνεργοι, οι άστεγοι, κά, που ξοδεύουν πάνω από 80-90% του εισοδήματος τους στη διατροφή. Επίσης σημαντικός παράγοντας επιδείνωσης της «διατροφικής κρίσης», είναι οι ανατιμήσεις πετρελαίου και η στροφή της ζήτηση αγροτικών προϊόντων για την παραγωγή «βιοκαυσίμων» ή ορθότερα «αγροκαυσίμων». Τελευταία πολλές πολυεθνικές από ισχυρές χώρες (ΗΠΑ, ΕΕ, κά), για οικονομικούς και περιβαλλοντικούς λόγους, έχουν περάσει στην ανάπτυξη της παραγωγής «βιοντίζελ» (πετρελαίου) και «βιοαιθανόλης» (βενζίνης), με επιχορηγήσεις επενδύσεων από το κράτος, αποκαλύπτοντας την υποκρισία των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών ότι οι επιδοτήσεις στους αγρότες στρεβλώνουν στους κανόνες ανταγωνισμού. Αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτεται με προϊόντα παραγωγής «βιοκαυσίμων», ενώ πολύ μεγάλο μέρος των προϊόντων για είδη διατροφής (σιτηρά, καλαμπόκι, τεύτλα, κά), πάει για παραγωγή «βιοκαυσίμων» μειώνοντας αντίστοιχα την παραγωγή των πρώτων. Η στροφή στα «βιοκαύσιμα» εντείνει από την άλλη την αναζήτηση νέων εκτάσεων και μοιραία οδηγεί σε εκχερσώσεις και καταστροφή δασών, ενίσχυση του μοντέλου της εντατικής γεωργίας και χρήσης αγροχημικών, αύξηση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, ένταση του φαινομένου θερμοκηπίου, επιτάχυνση των κλιματικών αλλαγών, αύξηση ξηρασίας και πλημμύρων, μείωση αγροτικής παραγωγής, κοκ.[10] Παρ’ ότι ο ρόλος των βιοκαυσίμων στην διατροφική κρίση παραμένει ακόμα μικρός,[11] δημιουργείται ωστόσο ηθικό πρόβλημα όταν εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη λιμοκτονούν. Κατά τον υπουργό οικονομικών της Ινδίας Σιταμπάραμ, η συγκεκριμένη επιλογή ισοδυναμεί με «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» και θα πρέπει άμεσα να σταματήσει.[12] Μοντέλο παραγωγής, ποιότητα τροφίμων και περιβάλλον Σημαντική πλευρά της διατροφικής κρίσης αποτελεί και το μοντέλο παραγωγής προϊόντων που έχει άμεση σχέση με την ποιότητα τροφίμων και το περιβάλλον. Ειδικότερα το μοντέλο της «εντατικής γεωργίας», εκτός από την ολιγοπωλιακή συγκέντρωση της παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας τροφίμων, συνδέεται με την εκτεταμένη χρήση αγροχημικών τα οποία υποβαθμίζουν την ποιότητα των προϊόντων, δημιουργούν κινδύνους στην ανθρώπινη υγεία και ασκούν μακροχρόνιες και ανεπανόρθωτες βλάβες στη φύση. Παράλληλα το συγκεκριμένο μοντέλο συνδέεται με τη σπάταλη χρήση φυσικών πόρων, την άκρατη εμπορευματοποίηση και τα στρεβλά παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα. Η ανάγκη ριζικής στροφής στον τρόπο παραγωγής προϊόντων, χρησιμοποιώντας βιώσιμες μέθοδες παραγωγής (παραδοσιακές, βιολογικές, ολοκληρωμένης διαχείρισης), αποτελεί μεγάλης σημασίας ζήτημα και σχετίζεται με τις τοπικές, περιφερειακές και εθνικές διατροφικές ανάγκες και μόνο «εξ’ υπολοίπου» θα πρέπει να συνδέεται με την παραγωγή προϊόντων για εξαγωγές. Συνακόλουθα του βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου είναι και ένα αντίστοιχο μοντέλο κατανάλωσης και «διαίτης», που θα πρέπει να στηρίζεται στις διατροφικές παραδώσεις κάθε χώρας, την τοπική παραγωγή, τους κανόνες υγιεινής διατροφής και ασφάλειας τροφίμων και προστασίας του περιβάλλοντος. Στην περίπτωση της χώρας μας το μοντέλο της «μεσογειακής δίαιτας», διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με το μοντέλο του «fast-food» που προωθούν οι πολυεθνικές. Από την άλλη το μοντέλο της εντατικής γεωργίας και της άκρατης εμπορευματοποίησης, συνδέεται με τα αυξανόμενα κρούσματα υποβάθμισης της ποιότητας των τροφίμων. Τα μεγάλα «διατροφικά σκάνδαλα», όπως οι «τρελές αγελάδες», κοτόπουλα και χοιρινά με διοξίνες, ελαιόλαδο με παραφινέλαιο, κά, αποτελούν εκδηλώσεις ενός και του αυτού φαινομένου. Της ασυδοσίας των «agribusiness» που διευκολύνεται από την απορύθμιση των μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας τροφίμων. Τελευταίο κρούσμα που είδε το φως της δημοσιότητας, ήταν η διοχέτευση στην ελληνική αγορά από τη Γερμανία, μέσω της πολυεθνικής αλυσίδας σούπερ-μάρκετ «Lidl», με την εμπορική ονομασία Marvest, ακατάλληλων κρεάτων (κατεψυγμένος βοδινός κιμάς) στον οποίο υπήρχε το παθογόνο βακτήριο E.coli 0157, το οποίο μπορούσε να προκαλέσει επιδημία (σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπήρξαν δεκάδες θάνατοι) και αποτράπηκε την τελευταία στιγμή χάρις στον έλεγχο και την εντολή καταστροφής τους από τον ΕΦΕΤ. Μια νέα διάσταση στην ποιότητα τροφίμων και την διατροφική κρίση δίνουνοι εταιρίες βιοτεχνολογίας, με τη χρησιμοποίηση «γενετικά τροποποιημένων οργανισμών» (ΓΤΟ) για την παραγωγή μεταλλαγμένων τροφίμων. Η χρήση ΓΤΟ στην παραγωγή «μεταλλαγμένων προϊόντων», εκτός από τους μεγάλους κινδύνους στη δημόσια υγεία, πλήττει τη βιοποικιλότητα, τους μικρομεσαίους παραγωγούς και τη διατροφική ασφάλεια. Ταυτόχρονα ένας μικρός αριθμός πολυεθνικών βιοτεχνολογίας, με επικεφαλής την «Monsanto», με την επιβολή των ΓΤΟ, επιχειρούν να ελέγξουν τη «τροφική αλυσίδα», θέτοντας υπό ιδιόμορφη διατροφική «ομηρία», χώρες, λαούς, παραγωγούς και καταναλωτές. Την τελευταία δεκαετία διεξάγεται μια σκληρή μάχη η οποία δεν έχει κριθεί οριστικά, για το αν θα κυριαρχήσει ή όχι το «διαγονιδιακό» μοντέλο παραγωγής ειδών διατροφής. Ιδιαίτερα έντονα αντανακλάται η συγκεκριμένη μάχη στις αντιφατικές ρυθμίσεις της ΕΕ για τους ΓΤΟ.[13] Ελπιδοφόρα εξέλιξη αποτελεί, κάτω από την πίεση κοινωνικών οργανώσεων και τις αντιδράσεις ορισμένων χωρών (Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας, Ουγγαρίας, Ελλάδας, Λουξεμβούργου), η απαγόρευση της καλλιέργειας «μεταλλαγμένων» ακόμα και εκείνων που είχαν κατ’ αρχήν λάβει έγκριση από την ΕΕ (καλαμπόκι Bt και πατάτα amflora), στο όνομα της «ρήτρας προφύλαξης». Πέρα από τα προβλήματα δημόσιας υγείας, διατροφικής εξάρτησης και καταστροφής μικροπαραγωγών, η χρήση ΓΤΟ σε ανοικτούς αγρούς, επιφέρει ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες στη βιοποικιλότητα, εξ’ αιτίας των κινδύνων «επιμόλυνσης» του γενετικού υλικού που αποτελεί κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι άλλο πράγμα η επιστημονική έρευνα σε εργαστήριο και άλλο τα πειράματα στην ανοικτή φύση, των οποίων οι συνέπειες είναι μη αναστρέψιμες.! Πολύ περισσότερο που ορισμένες μελέτες αποκαλύπτουν,[14] ότι οι ΓΤΟ δεν διασφαλίζουν ούτε την ανθρώπινη υγεία, ούτε τη βιοποικιλότητα, ούτε προσφέρουν κανένα πλεονέκτημα στους παραγωγούς και καταναλωτές, ούτε τέλος επιλύουν το πρόβλημα του υποσιτισμού και της πείνας, παρά μόνο κέρδη στο «καρτέλ βιοτεχνολογίας» που αποτελείται από μικρό αριθμό πολυεθνικών εταιριών με επικεφαλής τη Monsanto, Syngenta, Bayer, Dupont, Group Limagrain, Sakata, KWS, Delta & Pine Line, κά. Διατροφική κρίση και πολιτική τροφίμων στην Ελλάδα Δυστυχώς η ασκούμενη αγροτική πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα και των κατευθύνσεων της νέας ΚΑΠ της ΕΕ, οδηγούν τον αγροτικό τομέα σε πλήρη αποδιάρθρωση εντείνοντας τη διατροφική κρίση. Η αποδέσμευση των επιδοτήσεων από την παραγωγή, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές στους παραγωγούς και την αύξηση του κόστους παραγωγής, συνετέλεσαν στη μείωση του όγκο της και της αξίας και αντίστοιχα του αγροτικού εισοδήματος. Σειρά από βασικές καλλιέργειες έχουν υποστεί δραματική συρρίκνωση (τευτλοκαλλιέργεια από 418.000 στρέμματα το 2005 σε 58.000 το 2011, μαλακό σιτάρι από 1,6 εκατ. στρέμματα σε 1,2 εκατ.στρεμ., βιομηχανική τομάτα από 1.200.000 τόνους σε 600.000 τόνους, σουλτανίνα από 39.000 τόνους σε 1.000 τόνους (!!) κοκ). Η μείωση του όγκου παραγωγής, μείωσε την προστιθεμένη αξία παραγωγής κατά 28% ή κατά 2,1 δις € στο διάστημα 2006-10, μειώνοντας παραπέρα το αγροτικό εισόδημα κατά 13,5%.[15] Η μείωση του αγροτικού εισοδήματος επιδεινώθηκε και από την αύξηση του κόστους παραγωγής και τις χαμηλές τιμές στους παραγωγούς, εξ’ αιτίας της δράσης των διαφόρων καρτέλ, τόσο στον τομέα των αγροτικών εισροών (ζωοτροφές, φάρμακα, λιπάσματα, κά), όσο και των τιμών προς τους παραγωγούς. Αντίθετα προς την κατανάλωση, οι τιμές συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία διευρύνοντας παραπέρα το άνοιγμα της γνωστής «ψαλίδας τιμών». Ειδικότερα οι τιμές ζωοτροφών, στο διάστημα Ιούν.’10 – Ιούν.’11 αυξήθηκαν στο κριθάρι 24,5%, στο καλαμπόκι 32,2%, στο πίτουρο 24% και στο σανό κατά 12,6%, ενώ οι τιμές παραγωγών στο χοιρινό κρέας μειώθηκαν κατά 6,7%, στο πρόβειο 13%, στο κατσικίσιο 12% και στο γάλα 4 ως 6 λεπτά το κιλό.[16] Από την άλλη, οι τιμές στα περισσότερα είδη τροφίμων «τρέχουν» με ετήσιο ρυθμό 10-15%, παρ’ ότι ο επίσημος τιμάριθμος «τρέχει» με 3,6%. Οι μεγάλες ανατιμήσεις είναι ουσιαστικά απόρροια των ολιγοπωλιακών δομών και της ανεξέλεγκτης δράσης των μεσαζόντων και των αλυσίδων Super-Markets[17] στους βασικούς κρίκους της διατροφικής αλυσίδας, ενώ η αύξηση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ από 8% σε 9%) επιβαρύνει επιπλέον με 1,5-2% ποσοστιαίες μονάδες τις τιμές. Οι πιο πάνω εξελίξεις στον αγροτικό τομέα, έχουν μειώσει δραματικά τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας, με αποτέλεσμα τη διόγκωση των εισαγωγών και του εμπορικού ελλείμματος και την ένταση της «διατροφικής εξάρτησης». Ειδικότερα το έλλειμμα αγροτικών προϊόντων ανήλθε (2009) σε 2,3 δις € και κατά το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων (1,9 δις € ή το 30% της αξίας των εισαγομένων τροφίμων). Η αυτάρκεια της χώρας σε κτηνοτροφικά από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ σταθερά μειώνεται (κοτόπουλα από 100% το 1980 σε 67% το 2010, βοδινό από 66% σε 27%, χοιρινό από 84% σε 41% και αιγοπρόβειο από 92% σε 80%). Όμως και στο τομέα των φυτικών προϊόντων, έχουμε μείωση αυτάρκειας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ζάχαρη, όπου η κάλυψη κατά 100% αναγκών το 2006 (320.000 τόνους), λόγω της νέας ΚΑΠ και της μείωσης της τευτλο-καλλιέργειας και το κλείσιμο δύο εργοστασίων ζάχαρης, η παραγωγή περιορίστηκε στους 35.000 τόνους (!), κάνοντας εισαγωγές κυρίως από Γαλλία. Ωστόσο εκτός από τις επιλογές της ΚΑΠ, μεγάλες είναι οι ευθύνες των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τις τελευταίες δεκαετίες που στο όνομα της «ελευθερίας των αγορών», δεν εφάρμοσαν πολιτική ενίσχυσης των μικρομεσαίων παραγωγών και «διατροφικής αυτοδυναμίας» της χώρας. Δυστυχώς η νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ με ορίζοντα το 2014-2020, θα επιδεινώσει το πρόβλημα. Αν υπολογίσουμε ότι το γενικότερο πλαίσιο πολιτικής, στο όνομα «αντιμετώπισης του χρέους», σε συνδυασμό με τη μείωση της αγροτικής παραγωγής και την αύξηση της διατροφικής εξάρτησης, θα επιδεινώνουν τη θέση των αγροτών και τις οικονομικές δυσκολίες της χώρας, με δραματικές συνέπειες στον ελληνικό λαό. Ειδικότερα η πρόταση της Κομισιόν για περιορισμό των κονδυλίων προς τη Γεωργία στο 37,7% του προϋπολογισμού της ΕΕ, σε σχέση με 41,7% στο διάστημα 2007-2013, δείχνει ότι η εισοδηματική κατάσταση των μικρομεσαίων παραγωγών θα επιδεινωθεί, με ταυτόχρονη μείωση της εισροής πόρων στη χώρα κατά 5-9%. Από την άλλη η αλλαγή του τρόπου κατανομής των ενισχύσεων (περιφερειακό μοντέλο όπου όλα τα «δικαιώματα» ενίσχυσης είναι ίσης αξίας με βάση την επιλέξιμη γη ή τους βοσκοτόπους της περιφέρειας), χωρίς να αλλάξει τελικά η δομή τους σε όφελος των μεγάλων παραγωγών, θα επιδεινώσει τη θέση των μικροπαραγωγών. Προκύπτει κατά συνέπεια ζωτική ανάγκη η εφαρμογή εναλλακτικής αγροτικής πολιτικής, εξασφάλισης «διατροφικής αυτοδυναμίας» της χώρας, στήριξης της οικογενειακής γεωργίας, ελέγχου της ποιότητας τροφίμων, καθώς και προστασία των καταναλωτών από τις «καταχρηστικές πρακτικές» των μεγάλων εταιριών. Αυτοδυναμία τροφίμων και προοπτική Ειδικότερα η αντιμετώπιση της διατροφής κρίσης και των μεγάλων ανατιμήσεων ειδών διατροφής και διασφάλισης της ποιότητας των τροφίμων, απαιτεί την καταπολέμηση των βασικών αιτίων που τη γενούν, σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για καθαρά πολιτικό ζήτημα που προϋποθέτει και τους ανάλογους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο με κινητοποιήσεις και παρεμβάσεις, μπορούν κατ’ αρχήν να ληφθούν μέτρα περιορισμού της οξύτητας του προβλήματος, στην προοπτική της ριζικής αντιμετώπισης του. Στα πλαίσια αυτά χρειάζονται άμεσα μέτρα στήριξης των λαϊκών στρωμάτων που θίγονται από την ακρίβεια και ταυτόχρονα μέτρα στήριξης της οικογενειακής γεωργίας, αύξησης της παραγωγής τροφίμων σύμφωνα με τις ανάγκες της χώρας. Το διεθνές αγροτικό κίνημα «Via Campesina», επισημαίνει ότι η πολιτική «αυτοδυναμίας τροφίμων» (food sovereignty), μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του διατροφικού προβλήματος.[18] Δεν χρειάζονται μέτρα εντατικοποίησης της παραγωγής και συγκέντρωσης της σε λιγότερες μονάδες, αλλά μέτρα στήριξης των μικρομεσαίων αγροτών, για την παραγωγή μεγάλης ποικιλίας προϊόντων που θα εξασφαλίσουν ισοζύγιο τροφίμων με βάση τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς. Οι τιμές των προϊόντων πρέπει να σταθεροποιηθούν σε λογικό επίπεδο, τόσο για τους παραγωγούς όσο και τους καταναλωτές. Δηλ. να καλύπτουν το κόστος παραγωγής και ένα μικρό όφελος υπέρ του παραγωγού. Να ενισχυθούν τα δίκτυα απευθείας διάθεσης των προϊόντων από τους παραγωγούς προς τους καταναλωτές. Να διασφαλιστεί το δικαίωμα των χωρών να επιβάλλουν έλεγχο στις εισαγωγές και εξαγωγές τροφίμων και των πρακτικών ντάμπινγκ, για προστασία της εγχώριας παραγωγής. Να στηριχτεί η παραγωγή ασφαλών ποιοτικά προϊόντων, παραδοσιακών και βιολογικών. Πρέπει να σταματήσει η χρήση αγροτικών προϊόντων για την παραγωγή «αγροκαυσίμων» εφ’ όσον ανταγωνίζεται την παραγωγή τροφίμων. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν η άμεση επιβολή «μορατόριουμ», σύμφωνα με την πρόταση του Jean Ziegler πρώην υπεύθυνου του ΟΗΕ για τα «δικαιώματα στη διατροφή». Η δύναμη των πολυεθνικών εταιριών πρέπει να περιοριστεί δραστικά και τα αγροτικά ζητήματα να βγουν έξω από τις αρμοδιότητες του ΠΟΕ. Στόχος της αγροτικής παραγωγής κάθε χώρας πρέπει να είναι η εξασφάλιση της αυτοδυναμίας σε βασικά είδη διατροφής, ενώ οι εξαγωγές-εισαγωγές να παίζουν επικουρικό ρόλο. Οι μικρομεσαίοι παραγωγοί μπορούν να θρέψουν τον κόσμο, γιαυτό και πρέπει να θεωρούνται ως μέρος της λύσης του προβλήματος. Με κατάλληλες πολιτικές και μέτρα στήριξης, μπορούν να παράγουν τα αναγκαία τρόφιμα σε λογικές τιμές, για την αντιμετώπιση της διατροφικής κρίσης. Η πολιτική της «αυτοδυναμίας τροφίμων» δεν αφορά μόνο της αναπτυσσόμενες αλλά και τις αναπτυγμένες χώρες (μαζί και την Ελλάδα) και εκφράζει τα συμφέροντα των μικρομεσαίων παραγωγών και λαϊκών καταναλωτών. Συμπερασματικά, τα τρόφιμα πρέπει να γίνουν κεντρικό θέμα των συζητήσεων, όχι μόνο ως ποσότητα, αλλά κυρίως ως ποιότητα, ως συνηθειών διατροφής, ως σχέσεων παραγωγών-καταναλωτών, ως σχέσεων παραγωγής, πολιτισμού και παράδοσης, αντί για συμφέρον των πολυεθνικών. Η χρήση Γ.Τ.Ο στην παραγωγή προϊόντων και ζωοτροφών, πρέπει να απαγορευτεί και να εφαρμοστεί άμεσα το διεθνές Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για τη Βιοασφάλεια. Η ποιοτική γεωργία και η βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με την προώθηση της «Μεσογειακής δίαιτας», πρέπει να γίνουν θεμελιώδεις αρχές της αγροτική πολιτικής, ειδικότερα για τις ευρωπαϊκές χώρες του Νότου. Ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα, το φαινόμενα παρακμής της ελληνικής υπαίθρου, η επιδείνωση της θέσης των μικρομεσαίων αγροτών και οι δυσοίωνες προοπτικές που διαγράφονται εν όψει της νέας ΚΑΠ, φέρνουν επιτακτικά στο προσκήνιο την εφαρμογή «εναλλακτικής πολιτικής», βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης και απασχόλησης, ασφαλών τροφίμων, ισότιμης διεθνούς συνεργασίας και περιβαλλοντικής ισορροπίας. Η επεξεργασία μιας τέτοιας πολιτικής, σε αντιστοιχία με τα ζωτικά συμφέροντα των αγροτών και της ελληνικής κοινωνίας, δεν μπορεί παρά να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν, τις συντελούμενες κλιματικές αλλαγές, τις τεχνολογικές εξελίξεις και συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης και «παγκοσμιοποίησης» της οικονομικής ζωής, όχι με όρους αποδοχής «τετελεσμένων», αλλά «αποτροπής» αρνητικών εξελίξεων, βελτίωσης της θέσης των αγροτών και «υπέρβασης» των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων, με προοπτική τον κοινωνικό μετασχηματισμό και το σοσιαλισμό. Ειδικότερα η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και παραγωγικότητας της εργασίας, η διατήρηση της αγροτικής απασχόλησης ιδιαίτερα νέων παραγωγών, πρέπει να αποτελεί τον κεντρικό άξονα ανάπτυξης της υπαίθρου, με την εφαρμογή κλαδικών πολιτικών στήριξης της γεωργο-κτηνοτροφικής δραστηριότητας και προστασίας της βιοποικιλότητας. Οι αγροτικές επιδοτήσεις θα πρέπει να δίδονται με κριτήρια οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά και όχι προς όφελος των μεγάλων παραγωγών και ορισμένων κλάδων. Να εξασφαλιστεί συμπληρωματική εισοδηματική ενίσχυση στους αγρότες ορεινών, απομακρυσμένων και άγονων περιοχών που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κόστος παραγωγής. Επίσης στόχος της αγροτικής πολιτικής, σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο, πρέπει να είναι ο έλεγχος της ασυδοσίας των πολυεθνικών, η μείωση της ψαλίδας τιμών μεταξύ παραγωγού-καταναλωτή, η συνολική ασφάλιση της αγροτικής παραγωγής, η παροχή αγροτικών συντάξεων για αξιοπρεπή διαβίωση, οι επενδύσεις σε έργα οικονομικο-τεχνικής υποδομής και σε κοινωνικές υπηρεσίες, η προώθηση του αγροτουρισμού, της προστασίας του λαϊκού πολιτισμού, των τοπικών παραδόσεων, κά. Βασικός σκοπός της αγροτικής πολιτικής πρέπει να είναι η προώθηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, συμβατό με την υγιεινή διατροφή και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την καταπολέμηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και των κλιματικών αλλαγών, σοβαρές ευθύνες έχει το αγροχημικό μοντέλο της συμβατικής γεωργίας (χημική ρύπανση, αποψίλωση, υπεράντληση υπόγειων υδάτων, κά), το οποίο θα πρέπει ν’ αλλάξει, ακριβώς επειδή είναι σε βάρος τόσο των αγροτών, όσο και των λαών και της βιοποικιλότητας του πλανήτη. Με ένα τέτοιο πλαίσιο αγροτικής πολιτικής, ενισχύεται η προοπτική ανάπτυξης της γεωργίας, σε όφελος των μικρομεσαίων αγροτών και καταναλωτών. Αφετηριακό ζήτημα στην προώθηση του μοντέλου της «βιώσιμης εναλλακτικής αγροτικής ανάπτυξης», είναι η απόρριψη της αντίληψης ότι η «αγορά» αποτελεί το βασικό μηχανισμό ρύθμισης των αγροτικών σχέσεων. Η ζωή όλο και πιο επιτακτικά προβάλλει την αναγκαιότητα ρύθμισης των αγορών με όρους κοινωνίας και περιβάλλοντος «επ΄ωφελεία» των μικρομεσαίων αγροτών, των καταναλωτών, της βιοποικιλότητας και του περιβάλλοντος. Οι κυριότεροι άξονες και τομεακές δράσεις στην προώθηση της συγκεκριμένης στρατηγικής, συνοψίζονται στην: Επεξεργασία Εθνικού σχεδίου βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης. Αναδιοργάνωση και δημοκρατική λειτουργία των φορέων άσκησης αγροτικής πολιτικής. Αναδιάρθρωση καλλιεργειών και αύξηση γεωργικής απασχόλησης. Έλεγχος τιμών, μείωση κόστους, στήριξη αγροτικού εισοδήματος και προστασία καταναλωτή. Ασφάλεια και ποιοτικός έλεγχος τροφίμων και ανάδειξη πλεονεκτημάτων «μεσογειακής διατροφής». Προστασία Σπόρων και βιοποικιλότητας. Βιώσιμο πρόγραμμα ανάπτυξης της Κτηνοτροφίας. Προστασία της παράκτιας αλιείας. Δασοπροστασία και ορθολογική διαχείριση υδατικών πόρων. Αγροτουρισμός και πολιτιστικές παραδόσεις. Εξυγίανση και ανάπτυξη των συνεταιρισμών. Οριζόντια μέτρα στήριξης των μικρομεσαίων αγροτών, κά. Η προώθηση της εναλλακτικής στρατηγικής «βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης» και ειδικότερων μέτρων πολιτικής, κάθετου και οριζόντιου χαρακτήρα, προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού και ενωτικού αγροτικού κινήματος, αντίστασης στις ασκούμενες πολιτικές και στόχο την άμεση βελτίωση της θέσης τους. Στο βαθμό της ανάπτυξης των αγώνων, δημιουργούνται παράλληλα οι πολιτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του συνολικού εναλλακτικού «σχεδίου», βιώσιμης ανάπτυξης και «αυτοδυναμίας τροφίμων» και διασφάλισης των μακροπρόθεσμων όρων επιβίωσης των μικρομεσαίων αγροτών. Η δημιουργία προϋποθέσεων μιας «εφ’ όλης της ύλης» αμφισβήτησης και υπέρβασης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, ιδιαίτερα την εργατική τάξη, τη ριζοσπαστική νεολαία, την προοδευτική διανόηση, μεσαία στρώματα των πόλεων και άλλες λαϊκές δυνάμεις. Η κινηματική έκφραση αυτών των δυνάμεων, σε συνδυασμό με τα «πολύχρωμα» κοινωνικά κινήματα, διαμορφώνουν το μεγάλο «μπλοκ» των κοινωνικών δυνάμεων που εμπνέονται πολιτικά από τις ιδέες και τα οράματα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ιδέες και οράματα, που έχουν στόχο τη δημιουργία μιας ανώτερης κοινωνίας της σοσιαλιστικής, όπου οι άνθρωποι θα είναι πάνω από τα κέρδη, χωρίς σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης, μιας κοινωνίας με δημοκρατία και ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότιμη μεταχείριση και δυνατότητα ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας κάθε πολίτη. Μιας κοινωνίας όπου τη διεύθυνση των κοινωνικών υποθέσεων, θα έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι πραγματικοί δημιουργοί του υλικού και πνευματικού πλούτου της κοινωνίας. Αυτό το ιστορικό φορτίο ιδεών και αγώνων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, σε συνθήκες κλιματικών αλλαγών και διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας, προσδίδει στο σοσιαλιστικό όραμα μια νέα διάσταση, την «οικοσοσιαλιστική», άρρηκτα δεμένη με την εναλλακτική στρατηγική της «αυτοδυναμίας τροφίμων». Η «οικοσοσιαλιστική λύση», δεν αποτελεί έναν ακόμα νεολογισμό, έναν ακόμα όρο στο λεξικό της πολιτικής επιστήμης, αλλά συμπυκνώνει τις ανάγκες υπέρβασης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, με όρους «ανθρωπίνων αναγκών», «κοινωνικής δικαιοσύνης», «κοινωνικής απελευθέρωσης» και «οικολογικής ισορροπίας». Στόχος του οικοσοσιαλιστικου εγχειρήματος, είναι μια νέα κοινωνία βασισμένη στον οικολογικό ορθολογισμό, στο δημοκρατικό έλεγχο, στην κοινωνική ισότητα και πρωτοκαθεδρία της αξίας χρήσης επί της ανταλλακτικής αξίας. Αυτοί οι στόχοι απαιτούν δημοκρατικό σχεδιασμό που θα κάνει την κοινωνία ικανή να ορίσει επενδυτικούς και παραγωγικούς στόχους, όσο και νέα τεχνολογική δομή στις παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας. Η κοινοκτημοσύνη των παραγωγικών μέσων, αντικαθιστά την καπιταλιστική ιδιοκτησία, ενώ η διατήρηση και αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, θα είναι θεμελιώδες τμήμα όλης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Μια τέτοια αλλαγή είναι αδύνατη χωρίς δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο των παραγωγικών μέσων και δημοκρατικό σχεδιασμό. Στόχος πάντα η υπέρβαση των κυρίαρχων σχέσεων του συστήματος και επικέντρωση της ανθρώπινης δραστηριότητας στην ικανοποίηση των «κοινωνικών αναγκών» με εξασφάλιση ταυτόχρονα της οικολογικής ισορροπίας. Αθήνα, 12/11/2011 Γιάννης Τόλιος Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών Αντιπρόεδρος ΒΙΟΖΩ
[1] . Οι τιμές των σιτηρών στην διεθνή αγορά στο διάστημα Μάρτιος ’07-Μάρτιος ’08, αυξήθηκαν κατά 130%, οι τιμές του ρυζιού κατά 80%, ενώ του καλαμποκιού κατά 35%. Οι χώρες που εξαρτώνται από εισαγωγές τροφίμων έχουν αυξήσει απότομα τις δαπάνες για τρόφιμα, ενώ οι φτωχές οικογένειες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν τα βασικά μέσα συντήρησης. Σε πολλές χώρες οι τιμές των δημητριακών διπλασιάστηκαν και τριπλασιάστηκαν και έγιναν αιτία μεγάλων διαδηλώσεων και βίαιων επεισοδίων, όπως στην Αϊτή, Καμερούν, Αίγυπτο, Σομαλία, Φιλιππίνες, κά. Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία του «Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας» του ΟΗΕ (FAO), η τιμή του σταριού το 2010 αυξήθηκε κατά 47%, του καλαμποκιού 50%, της σόγιας 34% και προβλέπεται να αυξηθούν περαιτέρω. («Εξπρές», 14.1.11) Επίσης σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το καλοκαίρι 2011 οι τιμές των ειδών διατροφής σε παγκόσμια κλίμακα είχαν αυξηθεί κατά 33% σε σχέση με πέρυσι, ενώ οι τιμές πετρελαίου κατά 45% όπως και οι τιμές των λιπασμάτων. Ειδικότερα οι τιμές του καλαμποκιού αυξήθηκαν κατά 70% και της σόγιας κατά 43%. (Αγροτικός Συνεργατισμός, Σεπτέμβρης ’11, σελ. 24) [2]. Σε άρθρο του ο «Economist» (24.2.11), αναφέρει ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα σε χώρες εξαγωγής αγροτικών προϊόντων (Ρωσία, Αργεντινή, κά), οι πλημμύρες στον Καναδά και Πακιστάν, οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες Κίνας και Ινδίας, η αύξηση των μεγαλουπόλεων στις αναπτυσσόμενες χώρες, η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, κά, έχουν οδηγήσει σε υστέρηση της αύξησης της παραγωγής τροφίμων σε σχέση με τη ζήτηση, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο ο πλανήτης θα μπορέσει να διαθρέψει 9 δισεκατομμύρια πληθυσμό το 2050 όταν σήμερα δεν μπορεί να διαθρέψει 7 δισεκατομμύρια.! (www.economist.com/node/…) [3]. Η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών το 2007/2008 υπολογίζεται σε 2.108 εκατ.τόνους (αύξηση 4,7% σε σχέση με το 2006/2007). Η αύξηση ήταν αρκετά πάνω από τη μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας (2%). Η μέση κατανάλωση δημητριακών για την παραγωγή τροφίμων το 2007/2008 υπολογίζεται σε 1.009 εκατ.τόνους (αύξηση 1%), για ζωοτροφές 756 εκατ.τόνους (αύξηση 2%) και για άλλες χρήσεις 364 εκατ.τόνους, μεταξύ των οποίων και για «αγροκαύσιμα», ενώ τα παγκόσμια αποθέματα υπολογίζονται σε 405 εκτα.τόνους (μείωση 5%). Η μικρή υστέρηση της αύξησης της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση, μπορεί άνετα να αντιμετωπιστεί, μακριά από τα κερδοσκοπικά παιγνίδια και να εξασφαλιστούν σταθερές τιμές σε παραγωγούς και καταναλωτές. [4]. Για αναλυτικότερη παρουσίαση βλέπε Γ.Τόλιος (2009), «Περιβάλλον και Αγροτική Πολιτική σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης. Εναλλακτική Πολιτική Αυτοδυναμίας Τροφίμων», εκδ. «Κ.Ψ.Κ.», Αθήνα, σελ. 47-73. [5]. Στα μέσα του 2010 στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου, ένα «μπούσελ» σιτάρι (μονάδα μέτρησης δημητριακών) κόστιζε 5,5 δολάρια και στις αρχές 2011 κόστιζε 8,2 δολάρια, δηλαδή 50% ακριβότερο. Αντίστοιχα το καλαμπόκι από 4 δολ. ανέβηκε στα 6,6 δολ. και η σόγια από 9 σε 14 δολ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το 2003 στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων ήταν τοποθετημένα 12 δις δολ., στο τέλος του 2008 οι τοποθετήσεις υπερέβαιναν τα 30 δις δολ. («Έθνος, 28.1.11) [6]. Για μεγαλύτερη ανάλυση βλέπε, Ευάγγελος Νικολαΐδης: «Γεωργία, Περιβάλλον, Διατροφή», Η Ελληνική Γεωργία στο Παγκόσμιο Αγροτοδιατροφικό Σύστημα», Εκδόσεις «Παπαζήσης», Αθήνα, 2010 [7]. Στα πλαίσια των συμφωνιών του ΠΟΕ, υπάρχει δέσμευση για φιλελευθεροποίηση της αγοράς αγροτικών προϊόντων, με μείωση των δασμών (σημαντική απώλεια δημοσιονομικών εσόδων των αναπτυσσομένων χωρών) και εισαγωγές τουλάχιστον στο 5% της εγχώριας κατανάλωσης. Ταυτόχρονα οι πολυεθνικές προωθούν τα πλεονάσματα τροφίμων σε τιμές ντάμπινγκ (χρησιμοποιώντας άμεσες και έμμεσες μορφές εξαγωγικών επιδοτήσεων), ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις απέχουν από παρεμβάσεις και ρυθμίσεις στην αγορά, προκειμένου να προστατευθούν παραγωγοί και καταναλωτές από τις απότομες διακυμάνσεις των τιμών. [8]. Οι εικόνες εξαθλιωμένων από λιμό σε χώρες της Αφρικής, δεν είναι άσχετες από τις πολιτικές που προωθούν οι πολυεθνικές και η Παγκόσμια Τράπεζα. Η τελευταία διευκολύνει την αγορά τεράστιων εκτάσεων γης από ιδιωτικές εταιρίες, για παραγωγή αγροτικών προϊόντων με στόχο τις εξαγωγές παρά για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού. Για παράδειγμα η Αιθιοπία, μια χώρα που πλήττεται από λιμό, το 2008 η κυβέρνηση διέθεσε 3.500.000 στρέμματα σε ξένες ιδιωτικές εταιρίες και πρόκειται να παραχωρήσει άλλα 250.000 το 2012. (Ελευθεροτυπία, 16.10.11) Το αποτέλεσμα είναι ο εκτοπισμός των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων με πολυάριθμο αγροτικό πληθυσμό από λίγα μεγάλα αγροκτήματα που απασχολούν λίγους αγρότες γης, διώχνοντας χιλιάδες ξεριζωμένους στις πόλεις. Παράλληλα με την εφαρμογή της «συμβολαιακής γεωργίας» μετατρέπουν μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού σε ένα νέο είδος «δουλοπάροικου», πλήρως εξαρτημένων από τις «αγρο-διατροφικές» εταιρίες. [9]. Σύμφωνα με στοιχεία του FAO (Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων), το διατροφικό έλλειμμα των χωρών της Δυτικής Αφρικής, αυξήθηκε κατά 81% στη δεκαετία 1995-2004. Στη διάρκεια της περιόδου, οι εισαγωγές δημητριακών αυξήθηκαν κατά 102%, ζάχαρης 83%, γαλακτοκομικών 152% και στα πτηνοτροφικά κατά 500%. Ωστόσο η περιοχή έχει μεγάλες δυνατότητες παραγωγής τροφίμων και υποκατάστασης εισαγωγών, με την προϋπόθεση εφαρμογή πολιτικής που αντιβαίνει τα δόγματα της «ελευθερίας των αγορών». [10]. Η παραγωγή «αγροκαυσίμων» (agrofuels), με τη χρήση αγροτικών προϊόντων (αμυλούχα, σακχαρούχα και ελαιούχα), παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε για την απασχόληση των αγροτών, για πηγή ενέργειας και για μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης, γρήγορα αποδείχτηκε ότι τα οφέλη είναι πολύ περιορισμένα, ενώ οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες ήταν άκρως αρνητικές. Γιαυτό χρειάζεται άμεσα να «παγώσει» η παραγωγή τους και να αναζητηθούν νέες πηγές ενέργειας κυρίως ανανεώσιμες (αιολική, φωτοβολταϊκά, υδρογόνο, κά). [11]. Σύμφωνα με το «αμερικανικό ομοσπονδιακό γραφείο γεωργίας», το 50% της ανόδου των τιμών στα τρόφιμα οφείλεται στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου και μόνο 15% στην παραγωγή βιοκαυσίμων, ενώ από πλευράς όγκου παραγωγής, μόνο το 1% προς το παρόν της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών χρησιμοποιείται για «αγροκαύσιμα». [12]. Financial Times, 6.5.08 [13]. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με πρόταση της (αρχές 2011), προσπάθησε να περάσει από το «παράθυρο» την άδεια καλλιέργειας «μεταλλαγμένων» ή διαγονιδιακών καλλιεργειών στην ΕΕ, εισηγούμενη τη δυνατότητα να απαγορεύουν όσες χώρες θέλουν τις συγκεκριμένες καλλιέργειες, με αντάλλαγμα να μην μπλοκάρουν την έγκριση νέων μεταλλαγμένων καλλιεργειών. Η συγκεκριμένη πρόταση όμως απερρίφθη από τους υπουργούς Περιβάλλοντος όπως και από το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο με μεγάλη πλειοψηφία (584 υπέρ, 84 κατά και 31 αποχές) ενέκρινε το δικαίωμα των χωρών να αποφασίζουν την απαγόρευση τους στο όνομα της προφύλαξης, προστασίας της βιοποικιλότητας, κινδύνων επιμολύνσης συμβατικών καλλιεργειών, κά. Ταυτόχρονα στο όνομα της αρχής ο «ρυπαίνων πληρώνει», υιοθέτησε και την ευθύνη εκείνων που παράγουν μεταλλαγμένα, σε περίπτωση επιμόλυνσης συμβατικών ή βιολογικών καλλιεργειών με ΓΤΟ. (Ναυτεμπορική, 6.7.11) [14]. Στο βιβλίο της Marie-Monique Robin, «Φάκελος Monsanto, ένας γενετικός εφιάλτης», εκδ. «Πάπυρος», 2010, επισημαίνεται ότι, βάζοντας στη «μηχανή αναζήτησης» τη λέξη «μόλυνση» το όνομα της Monsanto αναφέρεται 343.000, τη λέξη «εγκληματικός» 165.000, «διαφθορά» 129.000, «νόθευση επιστημονικών δεδομένων» 115.000, κοκ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Monsanto, που αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση χρηματιστικού κεφαλαίου. Το 2006, σύμφωνα με τα στοιχεία του βιβλίου (σελ. 496), κύριοι μέτοχοι της Monsanto ήταν: a) Fidelity Investment (9,1%), Axa (6,1%), Deutsche Bank (3,6%), Primecap Management (3,6%), State Street Cor.(3%), Barclays Bank (3%), Morgan Stanley (2,9%), Goldman Sachs (2,7%), Vanguard Group (2,5%), Lord Abbett & Co (2,4%), American Century Investment Management (2,4%), General Electric (2,3%). [15]. Για μεγαλύτερη ανάλυση βλέπε, «Αγροτικός Συνεργατισμός», τεύχος 101, Σεπτέμβρης 2011, σελ. 8-15. [16]. Ριζοσπάστης, 11.9.11 [17]. Σύμφωνα με έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ, η συγκέντρωση της διακίνησης τροφίμων στην Ελλάδα παραμένει πολύ υψηλή, καθώς 3 από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου (2009) κατέχουν το 34,1% των συνολικών πωλήσεων και οι 5 το 44,8%, με τάση παραπέρα ανόδου. «Αγροτικός Συνεργατισμός», τεύχος 101, Σεπτέμβρης 2011, σελ. 13. [18]. Για αναλυτικότερη παρουσίαση της πολιτικής «Αυτοδυναμίας Τροφίμων», βλέπε Διακήρυξη 5ης Διεθνούς Διάσκεψης της «Via Campesina», «Ο Δρόμος των Αγροτών», Αύγ.’-Σεπτ.’ 2008, Αθήνα, έκδοση ΝΕΑΚ.
ΠΗΓΗ: www.biozo.gr