Κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ο κόσμος αγωνίζεται για την δουλειά του, για τις σπουδές του, για τις συνθήκες ζωής του, για να μην αποφασίζουν άλλοι στη θέση του: οι Δημοκρατικές Συνελεύσεις (ΔΣ) κάθε είδους –στα τοπικά κινήματα, στα πανεπιστήμια, στο κίνημα των πλατειών τους τελευταίους μήνες κ.λπ.- είναι ένας χώρος όπου μπορούμε να συνάψουμε ανθρώπινες σχέσεις, να ανακτήσουμε μια εξουσία που μας είχαν στερήσει και ν’ ανακαλύψουμε την αληθινή δημοκρατία. Οι σχέσεις ισότητας που αναπτύσσονται μέσα στις συνελεύσεις και οι επιλογές ενώπιον των οποίων βρισκόμαστε, συμμετέχοντας σε αυτές, έρχονται σε ρήξη με την καθημερινότητα και την εκλογικού τύπου πολιτική. Οι ΔΣ είναι από τα σπάνια εκείνα μέρη όπου μπορούμε να εξοικειωθούμε με τον δημόσιο λόγο, με τη δημόσια συζήτηση και τη συλλογική λήψη αποφάσεων. Η συμμετοχή μας σε μια ΔΣ ενδέχεται να έχει διάφορα αποτελέσματα: μπορεί μας να οδηγήσει σε μια σταθερή πολιτική αφύπνιση, στην πολιτική μας στρατολόγηση ή ακόμα και σε μια πραγματική απέχθεια για τις συλλογικούς αγώνες, αναλόγως του τι θα συναντήσουμε σε αυτήν.
Οι ΔΣ αποτελούν μια μικρή κοινότητα, όπου άνθρωποι που μέχρι ετούτη τη στιγμή ήταν διασκορπισμένοι λόγω των διαφορετικών ωραρίων εργασίας, των χώρων δουλειάς και κατοικίας αλλά και των γενικότερων διαφορών τους, τώρα πια συναντιούνται και ξαναβρίσκονται. Αναπτύσσονται λοιπόν πολύτιμοι δεσμοί ανάμεσα σε συλλογικότητες, κοινωνικούς κύκλους και ηλικιακές ομάδες. Οι πολλαπλές αυτές ανταλλαγές μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε τους εαυτούς μας με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που επιβάλλουν οι ιεραρχίες ή τα επίσημα πρότυπα· επιτρέπουν την επεξεργασία άλλων θεωρήσεων για την κοινωνία, διαφορετικών απ’ αυτές που προωθούν τα ΜΜΕ και η μαζική κουλτούρα. Είναι η στιγμή όπου καθένας και η καθεμία μπορεί να εφεύρει μια αληθινή δημοκρατία, αυτό, δηλαδή, που συνήθως αποκαλείται άμεση δημοκρατία: έτσι μπορούν να γεννηθούν καινοτόμες ιδέες, πρωτότυπες πρακτικές και νέες συνήθειες. Εδώ είναι που μπορεί ν’ αναγεννηθεί μια μορφή σκέψης και πρακτικής που καμία παραδοσιακή πολιτική οργάνωση (κόμμα, γραφειοκρατικό συνδικάτο κ.λπ.) δεν είναι ακόμα ικανή να ενσαρκώσει.
Αυτό σημαίνει ότι μια συνέλευση είναι ένας τόπος εξουσίας και μάλιστα δημοκρατικής: σε περίπτωση όμως που η εξουσία αυτή δεν είναι μοιρασμένη σε όλους και όλες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, είναι επειδή μια μειοψηφία κατόρθωσε να την σφετεριστεί. Αυτό σημαίνει ότι ούτε οι άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν εκεί θα κατορθώσουν να υπερασπιστούν τις διεκδικήσεις τους ούτε και θα μπορέσει, φυσικά, να εκφραστεί ο πλούτος, η ορμή και η αυθεντικότητα της κινητοποίησής τους.
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΕΣ
Η αναπάντεχη μάζωξη ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων -που λίγο γνωρίζονται μεταξύ τους- με σκοπό να αναλάβουν επειγόντως δράση, μέσα σε επισφαλείς και πρωτόγνωρες συνθήκες, δημιουργεί άγχος και ενθουσιασμό, εξάπτοντας τη φαντασία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο παρατηρείται η τάση να προστρέχουμε σε λογιών-λογιών «ειδικούς»: επαγγελματίες συνδικαλιστές, κόμματα ή προϋπάρχουσες συλλογικότητες και ομάδες. Συχνά όλοι αυτοί αντλούν την νομιμοποίησή τους από το γεγονός ότι συμμετείχαν στις συνελευσιακές διαδικασίες από την αρχή των κινητοποιήσεων ή από την άνεση που έχουν στο να μιλάνε δημόσια, όπως επίσης, βέβαια, κι απ’ την εμπειρία τους σε τέτοια ζητήματα. Η ενεργή τους συμμετοχή δίνει την εντύπωση ότι είναι «μαζί μας». Ο πραγματικός τους σκοπός όμως δεν είναι να λάβουν υπόψη τους τις επιθυμίες και τις απόψεις της συνέλευσης: αυτό που επιδιώκουν είναι να τη χρησιμοποιήσουν, προκειμένου να μας φορέσουν καπέλο μια σειρά από αιτήματα και έναν τρόπο οργάνωσης που εξυπηρετούν αποκλειστικά τα δικά τους πολιτικά συμφέροντα ή την κομματική και (μικρο)πολιτική τους καριέρα.
Ο τρόπος δράσης τους είναι πάντοτε ο ίδιος αλλά, παρ’ όλα αυτά, παραμένει αποτελεσματικός:
–Προετοιμασία: Οι κομματικοί και γενικότερα «μη ανένταχτοι» έχουν ήδη συσκεφτεί πριν ξεκινήσει η ΔΣ για να καθορίσουν την τακτική τους. Τα συνθήματα και τα αιτήματά είναι έτοιμα, οι προκηρύξεις έχουν μοιραστεί, οι αφίσες κολλήθηκαν και τα πανό κρεμάστηκαν, ενώ ακόμα και η ημερήσια διάταξη έχει ήδη καθοριστεί εκ των προτέρων και δεν μένει παρά να επικυρωθεί, μαζί με όλα τα προηγούμενα, από την συνέλευση.
–Έλεγχος: Το ρόλο του γραμματέα της συνέλευσης ή του προεδρείου (σε περίπτωση που βρισκόμαστε, π.χ., στη ΓΣ ενός φοιτητικού συλλόγου), επιδιώκει πάντοτε να τον έχει ένας από όλους αυτούς τους «ειδικούς», προκειμένου να προσανατολίζει κατά το δοκούν την πορεία της συνέλευσης και να προσπαθεί, έτσι, ανάλογα με το τι συμφέρει την οργάνωσή του, να αποσιωπά ή να υπερτονίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης ή τις προς ψήφιση προτάσεις, καθοδηγώντας τη σειρά των ομιλητών κ.λπ. Είναι συνήθως οι ίδιοι που αναλαμβάνουν να μιλήσουν στον Τύπο ή σ’ άλλες συλλογικότητες (όπως συμβαίνει κατά τις φοιτητικές κινητοποιήσεις με τους διάφορους «εκπροσώπους» που βλέπουμε στα κανάλια, οι οποίοι έχουν οριστεί από τον εαυτό τους και μόνο!). Είναι επίσης οι ίδιοι που απαρτίζουν το γνωστό μπούγιο που κάθεται όρθιο γύρω από το μικρόφωνο στις φοιτητικές συνελεύσεις ή στη Λαϊκή Συνέλευση του Συντάγματος.
–Απασχόληση: Οι χειραγωγοί όμως δεν βρίσκονται μονάχα στο προεδρείο. Διασπείρονται σ’ όλη τη συνέλευση για να παίρνουν τον λόγο και υποστηρίζουν ο ένας την ομιλία του άλλου («όπως είπε και ο σύντροφος προηγουμένως» κ.λπ.), έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση πως οι απόψεις τους τυγχάνουν ευρείας αποδοχής. Στήνουν πηγαδάκια την ώρα της συνέλευσης για να πείσουν κόσμο ή ν’ απασχολούν τους αντιπάλους τους. Κι έτσι, σε περιπτώσεις που υπάρχει κάποιο σημαντικό γι’ αυτούς διακύβευμα, θα δούμε καμιά δεκαπενταριά ομιλητές να παίρνουν τον (ξύλινο) λόγο για να πουν το ίδιο ακριβώς ποίημα, που δίνει τη «γραμμή» της οργάνωσης.
–Στρατολόγηση: Κυκλοφορώντας το κείμενο ενός ψηφίσματος ή μιας καμπάνιας για τα οποία ζητούν υποστήριξη, τους δίνεται η ευκαιρία να συλλέξουν τα στοιχεία μας, ώστε να προσδιορίσουν την ταυτότητά μας και να μας έχουν στο χέρι εάν αντιτιθέμαστε στις πρακτικές τους· εναλλακτικά θα μας προτείνουν την ανάληψη ορισμένων ασήμαντων υποχρεώσεων –πάντα υπό τον έλεγχό τους-, έτσι ώστε να έχουν κι ένα έρεισμα στους «ανένταχτους», με απώτερο σκοπό, πολύ συχνά, να μας εγγράψουν στην οργάνωσή τους. Όλα αυτά τα ετοιμοφόρετα συνολάκια που επιβάλλουν αυτά τα άτομα, μέσω του καπελώματος, τόσο στο πεδίο των διεκδικήσεων και των αιτημάτων, όσο και σε αυτό των πολιτικών αρχών και της οργάνωσης, ουδεμία σχέση έχουν με τις επιθυμίες του υπόλοιπου κόσμου. Γι’ αυτό και η προσπάθεια σύστασης μιας δημοκρατικής συνέλευσης είναι εξαρχής συνδεδεμένη με την προσπάθεια αντιμετώπισης όλων αυτών των στρατευμένων γραφειοκρατών που δεν διστάζουν να χειραγωγήσουν, να απειλήσουν και να σαμποτάρουν τις διαδικασίες, όπου το κρίνουν απαραίτητο.
ΑΣ ΟΡΓΑΝΩΘΟΥΜΕ ΣΕ ΟΜΑΔΕΣ ΔΡΑΣΗΣ
Ωστόσο, μια ομάδα ατόμων μπορεί να οργανωθεί και να παρέμβει ως δραστήρια μειοψηφία, για να καταγγείλει τα καπελώματα και την προσπάθεια μονοπώλησης της εξουσίας. Σκοπός μιας τέτοιας κίνησης δεν είναι, φυσικά, η αντικατάσταση της υπάρχουσας κλίκας των γραφειοκρατών από μια άλλη, η οποία θα συνεχίσει να αποφασίζει υπογείως και ερήμην της συνέλευσης, αλλά η διευκόλυνση της ελεύθερης και ισότιμης έκφρασης όλων των συμμετεχόντων, ούτως ώστε να βοηθηθεί η εμπέδωση των δημοκρατικών διαδικασιών.
Τούτη η μειοψηφία μπορεί να βοηθήσει τη συνέλευση να ωριμάσει έχοντας καταρχήν μια σεμνή συμπεριφορά, η οποία θα συνεισφέρει στην εμπέδωση ενός κλίματος δημιουργικότητας, όπου ο καθένας και η καθεμία μας ακούει πραγματικά τους υπόλοιπους και τις υπόλοιπες. Κανείς δεν έχει ανάγκη από μαθήματα ή από προσταγές· αυτό που, αντίθετα, χρειαζόμαστε είναι παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ελευθερία και την εφευρετικότητα του καθενός και της καθεμιάς μας. Δεν τίθεται, λοιπόν, θέμα κατήχησης, αλλά διευκόλυνσης με κάθε μέσο της ανάδυσης μιας ανεξάρτητης συλλογικής βούλησης. Μια τέτοια ομάδα μπορεί με την παρουσία της να ενθαρρύνει την ανταλλαγή απόψεων, τη σκέψη και την ανάληψη πρωτοβουλιών.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΑΔΙΕΞΟΔΩΝ
Εντούτοις, ο παραγκωνισμός των εκκολαπτόμενων καθοδηγητών και ηγετίσκων αφήνει ένα κενό που μπορεί να δημιουργήσει μια δύσκολη κατάσταση. Προτού γίνει ένα όργανο λήψης συλλογικών αποφάσεων, μια αγωνιζόμενη ΔΣ είναι πρώτα απ’ όλα ένας τόπος συνάντησης διαφορετικών ανθρώπων. Η κατάκτηση της αυτονομίας (συχνά πρωτόγνωρης) από μια ομάδα ανθρώπων που δεν γνωρίζονται ακόμα καλά-καλά μεταξύ τους, περνάει από ένα στάδιο τυχαίας ψηλάφησης. Πράγμα απόλυτα φυσικό, εφόσον στην καθημερινή μας ζωή έχουμε ξεσυνηθίσει ν’ αναλαμβάνουμε ελεύθερα ευθύνες και υπεύθυνες θέσεις. Αντίκρυ όμως σε ό,τι φαντάζει αξεπέραστο, η πρώτη αντίδραση είναι συνήθως μια σειρά έμμεσων υπεκφυγών: εκβιασμός του επείγοντος («δεν έχουμε χρόνο»), της δράσης («πολύ φλυαρούμε, πρέπει να δράσουμε») ή του αριθμού («είμαστε πολλοί/ δεν είμαστε αρκετοί»), που υπονομεύουν κάθε προσπάθεια οικοδόμησης ενός κινήματος. Συχνά επίσης παρατηρείται ένας πολλαπλασιασμός αχρείαστων ψηφοφοριών προκειμένου να μετριαστεί κάπως η αίσθηση μιας έλλειψης συγκρότησης. Συχνά επίσης παρατηρείται μια βουβαμάρα ή μαγκωμένες ομιλίες από φόβο μην τυχόν αμφισβητηθεί κάποιος άγραφος νόμος· οχλαγωγία όταν η ανυπομονησία είναι μεγάλη· μακροσκελείς μονόλογοι ή συλλογικά παραληρήματα που αμέσως εμφανίζονται μόλις αποφασίσουμε ότι μπορούν όλοι και όλες να πάρουν το λόγο ελεύθερα κ.λπ.
Οι δυσκολίες που συναντούμε συχνά μας κάνουν ν’ αναζητούμε έτοιμες λύσεις: άλλοτε αποδεχόμαστε να βλέπουμε ορισμένους να παρεμβαίνουν υπερβολικά συχνά και να μετατρέπονται, έτσι, εκ των πραγμάτων σε διευθύνουσα κλίκα ενός κινήματος που ολοφάνερα χειραγωγούν· άλλες φορές σκεφτόμαστε ότι το μόνο που μετρά είναι ο ωμός συσχετισμός δυνάμεων και συμπεριφερόμαστε ανάλογα- ή αντίθετα, ονειρευόμαστε ότι όλα μπορούν να λυθούν μέσα σ’ ένα ειρηνικό πνεύμα ανταλλαγής απόψεων και ριχνόμαστε στο κυνήγι μιας χιμαιρικής ομοφωνίας. Και έτσι -τις περισσότερες φορές- χάνουμε το κουράγιο μας, απογοητευόμαστε, και αποχωρούμε.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε λοιπόν είναι ναμελετήσουμε κάθε τέτοια περίπτωση. Για παράδειγμα το να λέμε ότι «κανείς δεν αποφασίζει» απλώς διότι δεν υπάρχει προεδρείο, είναι μια ψευδαίσθηση. Οι σχέσεις κυριαρχίας ποτέ δεν κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους απ’ όταν είναι κρυμμένες. Μέσα στη συνέλευση ο καθένας οφείλει διαρκώς να αναρωτιέται: Ποιος αποφασίζει εδώ; Ποιος υπαγορεύει τους κανόνες οργάνωσης, ποιος θέτει τις αρχές λειτουργίας; Διότι αρχές και κανόνες υπάρχουν πάντοτε: καθορίζονται όμως από τη δράση ορισμένων χαρισματικών ατόμων; Ή μήπως βάσει κάποιας άγραφης ηθικής, που ποτέ συζητήθηκε; Σωστό θα ήταν, κατά τον ίδιο τρόπο, να ακυρώνουμε στην πράξη κάθε προσπάθεια καπελώματος ή χειραγώγησης και να καταγγέλλουμε τις ανακόλουθες διακηρύξεις. Όμως κάτι τέτοιο δε θα ήταν ούτε τίμιο ούτε αποτελεσματικό εάν δε συνοδεύεται από μια ανάλυση των καταστάσεων και των αιτίων που επέτρεψαν μια τέτοια εξέλιξη. Τέτοια μπορεί να είναι ένας φόβος μπροστά στην προοπτική της ανοιχτής αντιπαράθεσης με μια πολιτική παράταξη που προσπαθεί να καπελώσει, ή απ’ την άλλη πλευρά, η παραίτηση μπρος στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που η συνέλευση πρέπει να αναλάβει και να φέρει εις πέρας.
Αρχικά η αναγνώριση των διάφορων δυναμικών που αναπτύσσονται μέσα στη συνέλευση, και στη συνέχεια η ανοιχτή και δημόσια συζήτησή τους όπως και η συλλογική τους μελέτη χωρίς εκνευρισμούς ή δισταγμούς, είναι πράγματα που θα βοηθήσουν τα μέλη μιας ΔΣ να σκέφτονται με περισσότερη διαύγεια. Εάν θέλουμε μια συνέλευση να είναι δημοκρατική και πραγματικά αυτόνομη, πρέπει οι σχέσεις εξουσίας να είναι φανερές, να μπορούμε να συμμετέχουμε ισότιμα σε αυτές και να τις κρίνουμε χωρίς ψυχοδράματα και τσακωμούς, όποτε χρειάζεται. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια οργάνωση και τους αντίστοιχους κανόνες, που θα συζητιούνται και θα αλλάζουν όσο και όποτε κρίνεται απαραίτητο, ώστε να εκφράζουν τις ανάγκες της ΔΣ.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Δεν υπάρχει κάποιο αναμφισβήτητο μοντέλο για το πώς πρέπει να λειτουργεί μια ΔΣ. Τίποτα δεν εγγυάται ότι θα υπάρξει συμφωνία ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Όμως αρκετές εμπειρίες του παρελθόντος μας επιτρέπουν να αντλήσουμε κάποιες πρακτικές αρχές, οι οποίες εμφανίζονται συχνά στην πράξη κάθε φορά που εμφανίζονται οι ΔΣ, ως όργανο αγώνα: –
Μια ΔΣ είναι κυρίαρχη. Μόνο αυτή παίρνει αποφάσεις. Η δημιουργία ομάδων εργασίας (θεματικές ομάδες, επιτροπές κ.λπ.) βοηθά, στην περίπτωση που πρέπει να εξυπηρετηθούν κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες, χωρίς να επιβαρύνεται η κεντρική συνέλευση. Ωστόσο δεν πρέπει ποτέ αυτές οι ομάδες να υποκαθιστούν τη ΔΣ, η οποία παραμένει το βασικό όργανο λήψης των αποφάσεων, στην οποία και οφείλουν να δίνουν λόγο τακτικά για ό,τι κάνουν.
–Τα καθήκοντα αναλαμβάνονται εκ περιτροπής. Η συστηματική εναλλαγή όλων των αρμοδιοτήτων (συντονισμός, γραμματεία κ.λπ.) και όλων των καθηκόντων (αφισοκόλληση, σύνταξη προκηρύξεων, καταγραφή των πρακτικών κ.λπ.) αποτρέπει τη δημιουργία μονοπωλίων και τσιφλικιών.
–Οι εκπρόσωποι ελέγχονται και είναι άμεσα ανακλητοί. Η ρητή εξουσιοδότηση και ο ακριβής καθορισμός των εντολών που καλούνται να εκτελέσουν οι εκπρόσωποι (π.χ. αντιπροσώπευση της συνέλευσης σε κάποιο συντονιστικό) όπως και ο μόνιμος έλεγχός αλλά και η δυνατότητα άμεσης ανάκλησής τους αποτελούν αρχές που προωθούν την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συμμετέχοντες.
–Η ανάγκη επαγρύπνησης. Πρέπει να συνηθίσουμε να παλεύουμε με αποφασιστικότητα ενάντια στα φαινόμενα διάβρωσης, στις προσπάθειες χειραγώγησης, στα διάφορα σαμποτάζ, όπως επίσης κι απέναντι στους ίδιους μας τους φόβους, τις μανίες και τους δισταγμούς -που είναι φυσικά ανθρώπινοι.
–Δουλειά πάνω στη συμμετοχή. Το καθετί που γίνεται πρέπει να αποσκοπεί στην συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων ατόμων σε όλα τα επίπεδα. Αυτό προϋποθέτει την δημοσιοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται όπως επίσης και την καταγραφή των πρακτικών κάθε συζήτησης. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι όλες οι πληροφορίες είναι στη διάθεση όλων, επιτρέποντας, έτσι, την κριτική και την ενεργή συμμετοχή.
–Ενθάρρυνση της αναζήτησης. Μία συνέλευση είναι ένας τόπος όπου οι συνήθεις διεκδικήσεις και τα συνθήματα μπορούν να αναθεωρηθούν και να αλλάξουν, ώστε να ταιριάξουν με τις επιθυμίες των συμμετεχόντων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δίνεται χώρος στη δημιουργικότητα και την εφευρετικότητα, ώστε τα προκαθορισμένα ιδεολογικά σχήματα και η ξύλινη γλώσσα να μπαίνουν στην άκρη.
–Ο αυτοπεριορισμός. Η ενθάρρυνση όμως της δημιουργικότητας θα πρέπει να γίνεται εντός κάποιων ορίων. Διότι, πολύ συχνά, όταν οι άνθρωποι βρίσκουν ένα χώρο όπου μπορούν να μιλήσουν ισότιμα με τους υπόλοιπους και να κάνουν τις απόψεις τους να ακουστούν, παρασύρονται και ξεχνάνε τον κεντρικό στόχο: υπερβαίνουν τα χρονικά όρια, ξεφεύγουν από το θέμα και γενικά παρουσιάζουν ναρκισσιστικού τύπου συμπεριφορές, εφόσον έτσι μας αναθρέφουν οι σημερινές κοινωνίες της ανευθυνότητας και της ανάθεσης. Είναι όμως βασικό κομμάτι της δημοκρατίας η προσπάθεια να γίνουμε υπεύθυνοι και υπεύθυνες, αποκτώντας την ικανότητα να βάζουμε από μόνοι μας όρια στον εαυτό μας, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον κάποια ιεραρχία να μας επαναφέρει στην τάξη.
Οι ΔΣ, ως μέσο αγώνα, εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των κινημάτων της δεκαετίας του ’60 στις δυτικές χώρες (π.χ. στο Μάη του ’68), όμως εγγράφονται σε μια ευρύτερη παράδοση που στοχεύει στην διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων από τον ίδιο τον λαό: από τους λεγόμενους «τομείς» της Γαλλικής Επανάστασης (1789), μέχρι τα ρωσικά σοβιέτ του 1917 (πριν τα καταστείλουν ο Λένιν και ο Τρότσκι), τις εργοστασιακές επιτροπές σε Ιταλία (1921) και Ισπανία (1936-1939) και τα εργατικά συμβούλια της Ουγγρικής Επανάστασης (1956). Στις λαϊκές αυτές συνελεύσεις, ο λόγος και η εξουσία δεν είναι πια ιδιωτική περιουσία κάποιων ολιγαρχιών («καλοπροαίρετων» ή μη, δεν έχει σημασία) αλλά αποτελούν πλέον κομμάτι της δημόσιας σφαίρας. Το πλήθος των επιλογών που πρέπει να γίνουν σχετικά με τον αγώνα (απεργίες, αιτήματα, προετοιμασία δράσεων, συντονισμοί κ.λπ.) ή με την διαχείριση ενός χώρου (κατάληψη, δεσμοί με τη γειτονιά κ.λπ.) μας δεσμεύουν όλους και όλες εξίσου: η άμεση δημοκρατία είναι πρώτα απ’ όλα μια διαρκής πάλη κόντρα στην εμφάνιση μιας κλίκας που θέλει να αποφασίζει για εμάς αντί για μας.
ΠΗΓΗ: Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία, Πολιτική συλλογικότητα Κοινοί Τόποι, protagma.wordpress.com