Στο κείμενο που ακολουθεί  προσπαθούμε να διερευνήσουμε παράγοντες και παραμέτρους που θέτουν οι φυσικές και κοινωνικές επιστήμες στην οικολογική προβληματική. Θα ξεκινήσουμε με την εξέλιξη των ιδεών και την προβληματική που αναπτύχθηκε στις φυσικές επιστήμες από τον Κοπέρνικο μέχρι τις μέρες μας, από την κατάρρευση  της γεωκεντρικής αντίληψης, την κυριαρχία της μηχανιστικής λογικής μέχρι τις σύγχρονες προβληματικές της κβαντομηχανικής.

    Όσον αφορά τις κοινωνικές επιστήμες θα σταθούμε περισσότερο στους βασικότερους εκφραστές των κοινωνικών και οικονομικών θεωριών την  ίδια χρονική περίοδο δηλαδή από το  17ο αιώνα μέχρι τον  20ο αιώνα. Οι παραπάνω περιγραφές είναι αναγκαστικά σύντομες και αποσπασματικές, εφόσον μια πλήρης περιγραφή τους θα ξέφευγε από τα όρια αυτής της εργασίας.
    Στη συνέχεια θα δούμε πως οι ιδέες αυτές των φυσικών και κοινωνικών επιστημών αντικατοπτρίζονται  στην επιστήμη της οικολογίας, το οικολογικό κίνημα, την οικολογική προβληματική γενικότερα και φυσικά την επανατροφοδότηση των παραπάνω επιστημών με  νέες θέσεις και προβληματικές. Αναλυτικότερα θα δούμε τις κύριες τάσεις και προβληματικές στην επιστήμη τη οικολογίας, την σχέση του οικολογικού κινήματος με τον επιστημονικό λόγο, τις προτάσεις και την προβληματική που αναπτύσσεται στο οικολογικό κίνημα και θα προσπαθήσουμε να κάνουμε τη διασύνδεση των ιδεών της επιστήμης με τις προτάσεις του οικολογικού κινήματος.
    Θέση μας είναι ότι όπως κάθε κοινωνική διεργασία έτσι και η επιστημονική  πρακτική μεταφέρει τις ιδέες που έχουν οι επιστήμονες για την κοινωνία και τη φύση. Με άλλα λόγια, μια ανάλυση του επιστημονικού φαινομένου σε επίπεδο μεταεπιστημονικό μπορεί και οφείλει να ανακαλύπτει τις αναλογίες και αλληλοπροσδιορισμούς, που εμφανίζουν το επιστημονικό και κοινωνικό κοσμοείδωλο. Σ’ αυτό το πλαίσιο σκέψης οι επιστημονικές θεωρίες, τα εργαλεία της επιστημονικής πρακτικής και τα πειραματικά σχέδια αντανακλούν στο επίπεδο της επιστήμης την αντίληψη που σχηματίζει η κοινωνία για τον εαυτό της και τον κόσμο. Με δύο λόγια : η  ανάπτυξη της επιστήμης είναι αποτέλεσμα της διαλεκτικής σύνθεσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στις εσωτερικές αντιφάσεις στα πλαίσια της ίδιας της επιστήμης και τις αναγκαιότητες που επιβάλλει  η κοινωνία.


Η εξέλιξη των φυσικών επιστημών

    Η άποψη για τον κόσμο και το σύστημα αξιών που συνθέτουν τα θεμέλια του πολιτισμού μας και που υπόκεινται πλέον σήμερα σε μια προσεκτική αναθεώρηση, διαμορφώθηκαν ως προς τις γενικές τους γραμμές κατά τον 16ο  και 17ο  αιώνα.
    Η επιστημονική επανάσταση ξεκίνησε με τον Κοπέρνικο που μετά από χίλια χρόνια απέρριψε την γεωκεντρική άποψη του Πτολεμαίου και της Βίβλου. Η Γη πλέον δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος, είναι ένας κοινός πλανήτης ενός μικρού άστρου στην άκρη του Γαλαξία. Ο άνθρωπος χάνει την περήφανη θέση του σαν κεντρικό πρόσωπο της θεϊκής δημιουργίας. Το δρόμο του Κοπέρνικου ακολούθησε ο Kepler με τους εμπειρικούς του νόμους για την κίνηση των πλανητών. Όπως, η πραγματική αλλαγή στα επιστημονικά πράγματα σημειώθηκε από το Γαλιλαίο. Ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος που συνδύασε την επιστημονική εμπειρία με τη χρήση της γλώσσας των μαθηματικών. “Η φιλοσοφία”  έλεγε,  “είναι γραμμένη σ’ αυτό το τεράστιο βιβλίο που στέκεται πάντα ανοιχτό εμπρός στα μάτια μας. Δεν μπορούμε όμως να το διαβάσουμε αν δε μάθουμε πρώτα τη γλώσσα και το αλφάβητο στα οποία έχει γραφτεί.  Η γλώσσα του είναι τα μαθηματικά και το αλφάβητο, τα τρίγωνα, οι κύκλοι και τα άλλα γεωμετρικά σχήματα”. Τον ίδιο καιρό στην Αγγλία ο Μπέηκον  διακήρυττε με ενθουσιασμό την εμπειρική μεθοδολογία της επιστήμης.
    Εκείνη την εποχή ο Καρτέσιος απέρριψε το σύνολο των παραδοσιακών γνώσεων και καταπιάστηκε με το χτίσιμο ενός νέου συστήματος σκέψης που σύμφωνα με τον B. Russell “κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί από την εποχή του Αριστοτέλη, και αποτελεί ένα σημάδι αυτοπεποίθησης, δικαιωμένο από την πρόοδο της επιστήμης”. Εφαρμόζοντας τις αριθμητικές σχέσεις στα γεωμετρικά σχήματα ο Καρτέσιος κατάφερε να συσχετίσει την άλγεβρα και τη γεωμετρία και να δημιουργήσει ένα νέο κλάδο μαθηματικών, την αναλυτική γεωμετρία. Τα φυσικά φαινόμενα πια μπορούν να αναχθούν σε ακριβολογικές μαθηματικές σχέσεις. Τη  μαθηματική του ιδιοφυΐα τη διακρίνουμε και στη φιλοσοφία του. Το Λόγος περί  Μεθόδου, ένα από τα κλασικότερα κείμενα της φιλοσοφίας, είναι η μέθοδος με την οποία ο Καρτέσιος απέβλεπε στη σύλληψη της επιστημονικής αλήθειας, με την ορθή καθοδήγηση της λογικής και την αναζήτηση της αλήθειας στις επιστήμες. Αμφισβητεί το σύνολο των παραδοσιακών γνώσεων, τις εντυπώσεις των αισθημάτων μέχρι να φτάσει σε ένα πράγμα που δεν μπορεί να αμφισβητήσει, την ύπαρξη του σκεπτόμενου εαυτού του άρα: cogito, ergo sum, σκέφτομαι, άρα υπάρχω.
    Έτσι έρχεται ο διαχωρισμός νου και ύλης, κάτι που επηρέασε βαθιά τη δυτική σκέψη. Οδήγησε  στο να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας σαν ένα απομονωμένο εγώ στο εσωτερικό του σώματος μας, να θεωρούμε τη διανοητική εργασία ανώτερη της χειρωνακτικής, τους γιατρούς να αγνοούν τη ψυχολογική διάσταση των παθήσεων, τη σύγχυση σε ότι αφορά τη σχέση του νου  με τον εγκέφαλο. Κατά τον W. Heisenberg έναν από τους θεμελιωτές της κβαντικής θεωρίας “ο διαχωρισμός διαπότισε βαθιά τον ανθρώπινο νου στους τρεις αιώνες που ακολούθησαν τον Καρτέσιο και θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη μέχρι να αντικατασταθεί από μια διαφορετική νοοτροπία απέναντι στο πρόβλημα της αντίληψης της πραγματικότητας”. Η μέθοδος του Καρτέσιου είναι αναλυτική. Διασπά τις  σκέψεις και τα προβλήματα σε μικρά κομμάτια και τα τοποθετεί σε μια λογική σειρά. Η αναλυτική μέθοδος ίσως είναι και η σημαντικότερη προσφορά του στην επιστήμη. Με την αναλυτική μέθοδο κατόρθωσε ο άνθρωπος να ταξιδέψει στη Σελήνη, από την άλλη μεριά όμως η υπερβολική έμφαση οδήγησε να πιστεύουμε πως όλες οι όψεις των πολύπλοκων φαινομένων μπορούν να γίνουν κατανοητές χάρη στην αναγωγή τους στα συνθετικά τμήματα.  Για τον Καρτέσιο το υλικό σύμπαν ήταν αποκλειστικά και μόνο μια μηχανή. Η φύση λειτουργούσε σύμφωνα με τους μηχανικούς νόμους και τα πάντα στα πλαίσια του υλικού κόσμου μπορούσαν να ερμηνευτούν σύμφωνα με τη διάταξη και την κίνηση των τμημάτων τους. Η αντίληψη της γης ως ζωντανού οργανισμού, ως μιας τροφού-μητέρας είχε δημιουργήσει μια λατρευτική ηθική που περιόριζε τις καταστροφικές τάσεις των ανθρώπων σε βάρος της. Η φύση είναι πλέον μια τέλεια μηχανή. Οι ηθικοί περιορισμοί εξαφανίστηκαν. Η νέα άποψη για τον κόσμο προσέφερε την επιστημονική ευλογία για τη χειραγώγηση και την εκμετάλλευση της φύσης, τις δύο τυπικές δηλαδή δραστηριότητες του δυτικού πολιτισμού.
    Ο Καρτέσιος δημιούργησε το διανοητικό πλαίσιο της επιστήμης του 17ου  αιώνα, για τα φυσικά φαινόμενα όμως δεν κατάφερε παρά να χαράξει τις χοντρικές γραμμές της θεωρίας. Ο άνθρωπος που πραγματοποίησε το καρτεσιανό όραμα και ολοκλήρωσε την Επιστημονική Επανάσταση ήταν ο Ισαάκ Νεύτωνας. Για να περιγράψει την κίνηση των σωμάτων προχώρησε πέρα από τη μαθηματική τεχνική του Γαλιλαίου και του Καρτέσιου και επινόησε μια καινούργια μαθηματική μέθοδο το  ‘διαφορικό λογισμό’. Αυτό το υπέροχο διανοητικό επίτευγμα χαρακτηρίστηκε από τον Αϊνστάιν σαν ‘το μεγαλύτερο ίσως άλμα σκέψης που θα μπορούσε να κάνει από μόνος του ένας άνθρωπος’.
    Ο Νεύτωνας παρουσίασε τη θεωρία του για τον κόσμο στο βιβλίο: Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας. Τα Principia, όπως αναφέρονται πολλές φορές με το λατινικό τους τίτλο, περιλαμβάνουν ένα κατανοητό, σαφές και συνεκτικό σύστημα ορισμών, προτάσεων και αποδείξεων, που για δυο ολόκληρους αιώνες οι επιστήμονες το αναγνώρισαν σαν την ορθότερη περιγραφή της φύσης.
    Η σκηνή του νευτώνειου σύμπαντος, όπου συμβαίνουν όλα τα φυσικά φαινόμενα, είναι ένας απόλυτος τρισδιάστατος χώρος άδειος και ανεξάρτητος από τα φυσικά φαινόμενα που συμβαίνουν στο εσωτερικό του. Κάθε αλλαγή στα πλαίσια του φυσικού κόσμου περιγράφεται πάλι από  έναν απόλυτο χρόνο που κινείται ομοιόμορφα από το παρελθόν προς το μέλλον. Τα στοιχεία του νευτώνειου κόσμου είναι τα υλικά μόρια από την ίδια υλική ουσία σε διαφορετικά μεγέθη και οι δυνάμεις που κινούν είναι οι βαρυτικές δυνάμεις.
    Έτσι κατά το Νεύτωνα, ο Θεός, ξεκινώντας τη δημιουργία του κόσμου, κατασκεύασε κατ’ αρχήν τα υλικά μόρια, τις δυνάμεις που ασκούνται μεταξύ τους και τους θεμελιώδεις νόμους της κίνησης. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπήκε σε κίνηση ολόκληρο το σύμπαν  και από τότε δεν έπαψε να κινείται σαν μια τεράστια μηχανή, υπακούοντας σε απαράβατους νόμους. Κατά συνέπεια, η μηχανιστική άποψη του κόσμου σχετίζεται άμεσα με έναν αυστηρό ντετερμινισμό. ΄Όλα όσα συμβαίνουν προκαλούνται από ένα προκαθορισμένο αίτιο και καταλήγουν σε προκαθορισμένα αποτελέσματα, που σημαίνει ότι το μέλλον οποιουδήποτε τμήματος του σύμπαντος μπορεί να προβλεφθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Η ύπαρξη του εξωτερικού δημιουργού, θεού, στα πλαίσια της κοσμικής μηχανής όπου διαδραματίζονται τα φυσικά φαινόμενα χωρίς άμεση θεϊκή παρέμβαση, σιγά-σιγά με την πρόοδο της επιστήμης εξαφανίστηκε.
    Στα χρόνια που ακολουθούν η νευτώνεια μηχανική καθιερώνεται γρήγορα σαν η ορθότερη θεωρητική αντίληψη της πραγματικότητας. Οι επιστήμονες επεξεργάζονται το μηχανιστικό πρότυπο τόσο στη φυσική όσο και στη χημεία, τη βιολογία, τη ψυχολογία και τις κοινωνικές επιστήμες.
    Οι πρώτες ρωγμές στο μηχανιστικό πρότυπο επισυμβαίνουν το 19 αιώνα, όταν ένας από τους μεγαλύτερους πειραματιστές ο Μ. Faraday και ένας λαμπρός θεωρητικός ο Maxwell διατυπώνουν την ηλεκτροδυναμική. Υποκαθιστούν την έννοια της δύναμης με την ευφυέστερη σύλληψη του δυναμικού πεδίου και αναδεικνύουν ότι τα δυναμικά πεδία διαθέτουν τη δική τους πραγματικότητα και μπορούν να μελετηθούν ανεξάρτητα από τις αναφορές στα υλικά σώματα. Ενώ ο ηλεκτρομαγνητισμός άρχισε να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της νευτώνειας μηχανικής, οι γεωλόγοι συμπεραίνουν ότι η σημερινή κατάσταση της Γης αντιπροσωπεύει το εξελικτικό αποτέλεσμα μιας συνεχόμενης ανάπτυξης γεννημένης από τη δράση των φυσικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια τεράστιων χρονικών περιόδων. Στη βιολογία πρώτα ο Λαμάρκ και στη συνέχεια ο Δαρβίνος αποδεικνύει τη βιολογική εξέλιξη. Ο τρόπος σκέψης αλλάζει, ο νέος τρόπος προβάλλει την έννοια της εξέλιξης, της αλλαγής, της μεταβολής, της ανάπτυξης. Οι εξελικτικές αρχές στη φυσική εμφανίζονται με τη δημιουργία της θερμοδυναμικής, ‘την επιστήμη της πολυπλοκότητας’. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής δείχνει ότι κοινή τάση όλων των φαινομένων είναι να ακολουθούν μια εξελικτική διαδικασία προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, από την τάξη στην αταξία. Η εντροπία, το μέτρο της αταξίας, αυξάνεται σημειώνοντας την κατεύθυνση του χρόνου.
    Ο λόρδος Kelvin σε μια διάλεξή του, στα τέλη του 19ου αιώνα, για τη θεωρητική Φυσική,  δήλωσε ότι επισκιαζόταν από δύο σύννεφα και γιαυτό την θεωρούσε περίπου τελειωμένη.Το πρώτο είχε σχέση με την σταθερότητα της ταχύτητας του φωτός και το άλλο με την εξάρτηση της ακτινοβολούμενης ενέργειας από το μήκος κύματος. Τα δύο αυτά σύννεφα αποδείχτηκαν σεισμοί στα θεμέλια της Φυσικής. Έτσι στις αρχές του 20 αιώνα ο Αϊνστάιν διατυπώνει τη θεωρία της σχετικότητας που ενοποιεί και συμπληρώνει την κλασική Φυσική, αλλά παράλληλα εισήγαγε ριζικές αλλαγές στις παραδοσιακές αντιλήψεις για το χρόνο και το χώρο υπονομεύοντας έτσι ένα από τα θεμέλια της νευτώνειας άποψης για τον κόσμο. Ο απόλυτος χώρος και χρόνος δεν υπάρχουν. Ο χώρος και ο χρόνος συνιστούν μια ενότητα τα γεγονότα προσδιορίζονται πλέον από τέσσερις διαστάσεις του χωροχρόνου.
    Ο δεύτερος μεγάλος σεισμός ήταν η θεωρία των κβάντα. Διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ου  αιώνα και ήταν έργο μιας μεγάλης διεθνούς ομάδας κορυφαίων επιστημόνων. Οι επιστήμονες έπρεπε να μάθουν να θέτουν τα ερωτήματά τους με διαφορετικό τρόπο γιατί αλλιώς η φύση τους απαντούσε παράλογα όπως σημειώνει  o Heisenberg ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας των κβάντα “Θυμάμαι τις ατέλειωτες συζητήσεις με τον Μπορ. Επαναλαμβάνοντας το ίδιο ερώτημα. Μπορεί να είναι η φύση τόσο παράλογη όσο φαίνεται από τα ατομικά πειράματα;”. Οι νόμοι της ατομικής φυσικής είναι στατιστικοί νόμοι, εκφράζουν τις πιθανότητες των ατομικών συμβάντων που καθορίζονται από τη δυναμική του συστήματος. Ενώ στην κλασική φυσική επικρατεί ο ντετερμινισμός και η συμπεριφορά των τμημάτων καθορίζει τη συμπεριφορά του όλου. Η νέα φυσική έδειξε τα όρια του καρτεσιανού υποδείγματος.
    Η σύγχρονη φυσική ξεπερνώντας τον καρτεσιανό διαχωρισμό απέρριψε το κλασσικό ιδανικό της αντικειμενικής περιγραφής της φύσης και συγχρόνως το μύθο της επιστήμης, απαλλαγμένης από το πολιτιστικό σύστημα αξιών. Τα επιστημονικά αποτελέσματα και οι τεχνολογικές εφαρμογές καθορίζονται από το διανοητικό πλαίσιο. Παρόλο που όλα τα κομμάτια της επιστημονικής έρευνας δεν υπακούουν στο σύστημα αξιών, το ευρύτερο υπόδειγμα που μέσα του εντάσσεται το γεγονός της επιστημονικής έρευνας δεν απαλλάσσεται από τους δεσμούς με το σύστημα αξιών.


Οι μεγάλοι θεωρητικοί των κοινωνικών επιστημών

    Με την είσοδο των νεοτέρων χρόνων τα κοινωνικά θέματα άρχισαν να γίνονται αντικείμενο ανάλυσης και πάλι. Ένας βασικός παράγοντας που ώθησε τους διανοούμενους στην ανάλυση τέτοιων θεμάτων ήταν  οι έριδες στη διάρκεια της μεταρρύθμισης. Πολιτική εξουσία, ηθικές και κοινωνικές αξίες αμφισβητούνται. Η αμφισβήτηση των θεσμών συμπίπτει με μια γενικότερη αναστάτωση στην κοινωνία που οφείλεται στους πολέμους, τη μετανάστευση πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις, τη δημιουργία των μεγάλων πόλεων. Ο κύριος όμως παράγοντας είναι η βιομηχανική επανάσταση, η τρίτη επανάσταση του ανθρώπου. Έως τότε ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε στην παραγωγή αυτούσιες ζωικές και φυτικές δυνάμεις, με τη βιομηχανική επανάσταση χρησιμοποιεί συστηματικά ενέργεια (ατμό, ηλεκτρισμό, ατομική ενέργεια) την οποία παράγει ο ίδιος και τη διοχετεύει με μηχανισμούς που παράγουν έργο. Έτσι ξεπετάγεται ένας καινούργιος,  πρωτόγνωρος κόσμος που τον χαρακτηρίζουν νέες μορφές πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης. Αυτό το νέο κόσμο προσπαθούν να αναλύσουν οι κοινωνικές επιστήμες, μερικές μάλιστα γεννιούνται μαζί με αυτόν.
    Η περίοδος της κλασσικής πολιτικής οικονομίας αρχίζει με τη δημοσίευση του βιβλίου Μια έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών του  Άνταμ Σμιθ (1723-1790). Σύμφωνα με τον Σμιθ, η πηγή του πλούτου μιας κοινωνίας είναι η εργασία των ανθρώπων.   Οι προηγούμενοι οικονομολόγοι πίστευαν ότι πηγές πλούτου ήταν λίγο πολύ σταθερές και ότι η αύξηση του πλούτου ήταν δώρο της φύσης και η εργασία του ανθρώπου απλώς συνέβαλε στο μετασχηματισμό αυτού του πλούτου, χωρίς όμως να τον αυξάνει. Από τους φυσιοκράτες ο Σμιθ δανείστηκε την ιδέα του laissez faire και την έκανε αθάνατη με την περίφημη παρομοίωση του ‘αόρατου χεριού’. Το ‘αόρατο χέρι’  της αγοράς έχει την ικανότητα να καθοδηγεί το συμφέρον των εργοδοτών, των παραγωγών και των καταναλωτών προς την αρμονική ‘καλυτέρευση’ όλων δηλαδή την παραγωγή υλικού πλούτου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κοινωνικό αποτέλεσμα ανεξαρτητοποιείται από τις ατομικές βλέψεις και έτσι θεμελιώνεται μια αντικειμενική επιστήμη της οικονομικής δραστηριότητας.
    Οι τιμές διαμορφώνονται στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς, χάρη στην εξισορροπητική  επίδραση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Οι νευτώνειες αρχές της ισορροπίας, της κίνησης και της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι εδώ. Η νευτώνεια μηχανική αγνοεί την τριβή. Κατά τον Σμιθ οι εξισορροπητικοί μηχανισμοί της αγοράς δρουν ακαριαία.
    Την ίδια περίπου εποχή αρχίζει και η περίοδος της κοινωνιολογίας σαν ξεχωριστής επιστήμης με πατέρα τον Auguste Comte (1798-1857). Η συμβολή του βρίσκεται στο γεγονός ότι προσπάθησε να απομακρύνει την κοινωνιολογία από τον αφηρημένο φιλοσοφικό στοχασμό και να την καταστήσει μια επιστήμη που βασίζεται στην αντικειμενική παρατήρηση. Ο Comte πιστεύει ότι η εξέλιξη της ανθρωπότητας είναι η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, του τρόπου που ο άνθρωπος βλέπει και ερμηνεύει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Έτσι η ανθρωπότητα πέρασε από το στάδιο της θεολογικής ερμηνείας των πραγμάτων στο στάδιο της μεταφυσικής ερμηνείας και από εκεί στο στάδιο της επιστημονικής ή θετικής εξήγησης, τη θεωρία δηλαδή των τριών σταδίων. Για τον Comte η θετική επιστήμη, που αναζητεί τις σταθερές σχέσεις, τους νόμους, που υπάρχουν μεταξύ των φαινομένων, μπορεί να προβλέψει και με βάση την πρόβλεψη αυτή ο άνθρωπος μπορεί να αναλάβει δράση. Η κοινωνία δεν είναι ένα απλό σύνολο ατόμων αλλά υπάρχει εκεί που πραγματώνεται γενική και συνδυασμένη δράση. Τα κοινωνικά φαινόμενα, κατά τον Comte, πρέπει να μελετούνται κάτω από δύο ξεχωριστές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες σκοπιές : τη στατική και τη δυναμική.
    Όποιος καλλιεργεί τη σοβαρή πρόθεση να καταλάβει τις κοινωνικές συνθήκες της ανθρωπότητας είναι υποχρεωμένος να μελετήσει τη σκέψη του Karl Marx (1818-1883). Μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 19ου αιώνα, που το έργο του εξακολουθεί να ασκεί ποικιλότροπη επιρροή μέχρι και σήμερα και τον κατατάσσει μεταξύ των μεγάλων πολιτικών φιλοσόφων, οικονομολόγων και κοινωνιολόγων. Η κοινωνιολογική σκέψη του Marx ξεκινά από τη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Αντίθετα από τις απόψεις του Hegel, για αυτόν το κράτος είναι ένα από τα αποτελέσματα των ανταγωνιστικών σχέσεων που εμφανίζονται και λειτουργούν μέσα στην κοινωνία των πολιτών του Hegel. Για να εξασφαλισθεί ο συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής πρέπει οι παραγωγικές σχέσεις να παραμένουν σταθερές και αυτό το έργο επιτελούν το κράτος και η ιδεολογία. Όταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτυχθούν τόσο, που να οδηγούν σε νέους τρόπους παραγωγής, οι παλιές παραγωγικές σχέσεις ανατρέπονται, μέσα από επαναστατικές διαδικασίες που εγκαθιστούν νέες παραγωγικές σχέσεις, που αντιστοιχούν στους νέους τρόπους παραγωγής. Η φιλοσοφία του Marx είναι ο διαλεκτικός υλισμός, ο υλισμός του όμως δεν είναι μηχανικός, αλλά δυναμικός. Το σύμπαν είναι ένα αιώνιο γίγνεσθαι, και η πρόοδος πετυχαίνεται με τη διαλεκτική σχέση θέση-αντίθεση- σύνθεση σαν σειρά ποιοτικών αλμάτων που είναι αναπόφευκτες λόγω των εσωτερικών τάσεων που ανατρέπουν την υπάρχουσα ισορροπία. Επιδίωξε να διατυπώσει τις θεωρίες του στη γλώσσα του Καρτέσιου και του Νεύτωνα γιαυτό χρησιμοποιεί συχνά τον όρο επιστημονικός, όμως η πλατιά οπτική του πάνω στα κοινωνικά φαινόμενα του επέτρεψε να αρνηθεί να υιοθετήσει την κλασσική θέση του αντικειμενικού παρατηρητή και υπογράμμισε με πάθος τη συμμετοχή στα φαινόμενα, διακηρύσσοντας το αδιαχώριστο κοινωνικής δράσης και κοινωνικής ανάλυσης.
    Τη  θετικιστική παράδοση στη Γαλλία που άρχισε ο Comte συνέχισε ο Emile Durkheim (1858-1917), αν και ο ίδιος δεν συμμεριζόταν τη θετικιστική μεταφυσική του Comte. Ήθελε να δει την κοινωνιολογία να αναπτύσσεται σε μια αυτοτελή επιστήμη και θεωρούσε τον εαυτό του απλώς ορθολογιστή. Για τον Durkheim η κοινωνία δεν είναι μια ιδέα. Είναι μια ιδιότυπη πραγματικότητα που αποτελεί τον ισχυρότερο συνδυασμό φυσικών και ηθικών δυνάμεων. Η κοινωνία υπάρχει έξω και πάνω από τα άτομα, έχει δηλαδή αντικειμενική υπόσταση και είναι ανώτερη και ισχυρότερη από τα άτομα, πράγμα που φανερώνεται με τον εξαναγκασμό που ασκεί σ’ αυτά. Όμως η κοινωνία αποκτά υπόσταση και εκφράζεται μέσα από τα άτομα, με τη συλλογική συνείδηση, που είναι ‘η συνείδηση των συνειδήσεων’. Η συλλογική συνείδηση είναι το στοιχείο εκείνο που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, αποτελεί το θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης και καθορίζει την ατομική συμπεριφορά και τη μορφή που παίρνουν οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι τρόποι που δρουν, σκέπτονται και αισθάνονται τα μέλη της κοινωνίας δεν έχουν ή μάλλον δεν πρέπει να έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα, δεν πρέπει δηλαδή να απορρέουν από ατομικές ιδιορρυθμίες, αλλά να υπακούουν σε κοινωνικές αναγκαιότητες, να εξυπηρετούν το συλλογικό συμφέρον. Γιατί η κοινωνία είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των μελώς της.
    Την εποχή που στη Γαλλία κυριαρχεί ο Durkheim  στη Γερμανία κυρίαρχη μορφή είναι ο Max Weber (1864-1920) . Η κοινωνιολογία για το Weber είναι η επιστήμη που αντικείμενο μελέτης της είναι η κοινωνική δράση. Η κοινωνική δράση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου υποκειμένου , προς το οποίο κατευθύνεται σαν σκόπιμη ενέργεια. Σκοπός της κοινωνιολογίας είναι η κατανόηση της κοινωνικής δράσης για να μπορέσει να εξηγήσει αιτιοκρατικά την πορεία και τα αποτελέσματά της. Η θέση αυτή εκφράζει τη διαμάχη μεταξύ θετικισμού και ιδεαλισμού. Ο γερμανικός ιδεαλισμός έβλεπε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του κόσμου του πνεύματος και του κόσμου της φύσης, πράγμα που διαφοροποιούσε τις επιστήμες σε φυσικές επιστήμες και επιστήμες του πνεύματος. Οι φυσικές επιστήμες μπορούσαν να ερμηνεύσουν το φυσικό κόσμο με βάση τους φυσικούς νόμους, ενώ οι επιστήμες του πνεύματος τα ανθρώπινα φαινόμενα με βάση τη μοναδικότητά τους, σαν ανεπανάληπτα αποτελέσματα αλληλουχίας και συνδυασμού ιστορικά συγκεκριμένων παραγόντων. Σε αντίθεση ο Weber πίστευε ότι οι φυσικές επιστήμες μπορούσαν μόνο να εξηγήσουν απαντώντας στο ερώτημα ‘πως ;’, οι πνευματικές επιστήμες μπορούσαν να εξηγήσουν και να ερμηνεύσουν, να απαντήσουν δηλαδή στο ερώτημα ‘γιατί;’. Η κοινωνιολογία, σαν κατανοούσα επιστήμη, είναι μια επιστήμη εμπειρική. Ο χαρακτήρας της είναι διαπιστωτικός και όχι κανονιστικός. Μια εμπειρική επιστήμη δεν μπορεί να διδάξει τον άνθρωπο τι οφείλει να κάνει αλλά τι μπορεί να κάνει.     Αν και δεν ήταν αποκλειστικός του σκοπός, ο Weber αντέκρουσε τη θεωρία που απέδιδε στο Marx, ό,τι γνώριζε τότε ακόμη από το Marx και κυρίως από την πρώτη γενιά μαρξιστών, ότι όλες οι πίστεις και αξίες δεν είναι τίποτε άλλο από μια απλή υπερδομή που εξηγείται με βάση την οργάνωση παραγωγής. Ο Weber έδειξε ότι και οι πίστεις και οι αξίες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται παράλληλα με άλλους παράγοντες για να εξηγήσουν την ανάπτυξη ενός συστήματος παραγωγής. Έτσι εξήγησε την γένεση και ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Αγγλία και τη Βόρεια Ευρώπη στηριζόμενος στην προτεσταντική ηθική με τις αξίες του ασκητισμού, της πίστης ότι ο θεός εκλέγει αυθαίρετα μερικές ψυχές για να σωθούν, που δημιούργησαν κίνητρα για σκληρή εργασία, αυστηρή ζωή και συγκέντρωση πλούτου (γι’ αυτό το ζήτημα, βλ. Ανθογαλίδου, 2001 ).


Η εξέλιξη της οικολογίας

    Η σύγχρονη  επιστήμη  της οικολογίας έχει τις απαρχές της στο λινεϊκό πρόγραμμα , η διαμόρφωση του οποίου συμπίπτει με την πρώτη φάση της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο Λιννέος βασίζεται στην αντίληψη ότι η φύση είναι θεϊκό δημιούργημα. Στο επίπεδο του φυσικού κόσμου αντανακλάται η σοφία του Θεού και αποκρυσταλλώνεται η αρμονία του θεϊκού λόγου. Η επιστημονική πράξη περιγράφει τους ιδεατούς τύπους βιολογικής οργάνωσης, τους ολότυπους που αποτυπώνουν εικόνες της τέλειας φύσης. Στη συνέχεια η επιστημονική εργασία καταγράφει τον υλικό κόσμο και τον κατατάσσει σε κατηγορίες με βάση την ομοιότητα που εμφανίζουν οι υλικές οντότητες με τους ιδεατούς ολότυπους. Στόχος της επιστημονικής πρακτικής είναι η υπαγωγή του υλικού κόσμου σε ιδεατά σχήματα που περιγράφουν την οικονομία της φύσης, ώστε να γίνει γνωστή στους ανθρώπους η θεϊκή τάξη των πραγμάτων.
    Η επιστήμη της οικολογίας εισέρχεται στη φάση της ωριμότητας στα τέλη του 19ου αιώνα οπότε και χρησιμοποιείται ο όρος οικολογία με την επιστημονική έννοια από τον E. Haeckel. Η ανάδειξη της οικολογίας σε αυτόνομο επιστημονικό πεδίο σχετίζεται με τη φθορά της αντίληψης ότι η φύση συνιστά αστείρευτη πηγή ενέργειας και υλικών στην απόλυτη διάθεση του ανθρώπου. Στις ΗΠΑ, την εποχή εκείνη, εμφανίζονται προβλήματα στη γεωργική, δασική και αλιευτική παραγωγή, ενώ σε ορισμένες περιοχές έχουμε προβλήματα υπερπληθυσμού. Οι πρώτες προσπάθειες έχουν σαν αντικείμενο την επίλυση πρακτικών προβλημάτων, αλλά γρήγορα αναπτύχθηκαν οι σχετικές επιστημονικές θεωρίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάντοτε η επιστημονική πρακτική συνδεόταν στενά με τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής. Από την αρχή του 20ου αιώνα διαμορφώθηκαν δύο σε γενικές γραμμές παράλληλοι δρόμοι ανάπτυξης της επιστήμης της οικολογίας : η ολιστική ή συστημική και η πληθυσμιακή ή ατομιστική σύλληψη του οικολογικού φαινομένου.


Α)   Το ολιστικό πρότυπο

    Η συστημική  οικολογία περιγράφει την φύση σαν ένα τεράστιο μηχανισμό που υπακούει στις αρχές της κυβερνητικής και ρυθμίζεται από μηχανισμούς ανάδρασης. Πρόκειται για μηχανιστική οπτική με τη διαφορά ότι η αναλυτική νευτώνεια εικόνα του μηχανικού ρολογιού έχει αντικατασταθεί από μια πιο σύνθετη. Τα φυσικά οικοσυστήματα θεωρούνται ισόμορφα με τα θερμοδυναμικά ή ηλεκτρομαγνητικά συστήματα και περιγράφονται από τα ίδια διαγράμματα. Η ροή ενέργειας είναι το βασικό στοιχείο που ρυθμίζει την κατάσταση ενός συστήματος. Τα διάφορα μέρη που απαρτίζουν αυτό το σύστημα εκτιμούνται μόνο ως προς αυτή την ιδιότητα, δηλαδή ως μετασχηματιστές ενέργειας. Τα διάφορα στοιχεία, αυτά καθαυτά, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία του συστήματος. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων τμημάτων και ο ενεργειακός τους ρόλος. Τα βασικά κριτήρια την εκτίμηση της κατάστασης του οικοσυστήματος είναι η ισορροπία και η σταθερότητα.
     Η συστημική θεωρεία που αναπτύχθηκε στην διάρκεια του μεσοπολέμου επηρέασε βαθύτατα και εξακολουθεί να επηρεάζει την εξέλιξη της επιστήμης της οικολογίας. Την εποχή αυτή έχει ολοκληρωθεί η καταστροφή του ελεύθερου ατόμου, η κοινωνία είναι πλήρως διαμορφωμένη σε τάξεις, αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας. Η κοινωνική δομή έχει γίνει τόσο περίπλοκη, που το σύστημα χάνει την ικανότητα αυτορύθμισης, που του διασφαλίζει, υποτίθεται, η λειτουργία της αγοράς. Στις καπιταλιστικές μητροπόλεις τα φαινόμενα αποκτούν εκρηκτικές διαστάσεις. Μια εκδοχή για την έξοδο από την κρίση είναι ο τεχνοκρατισμός με βάση την κυβερνητική. Το ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας παραχωρεί διευθυντικές ευθύνες σε τεχνοκράτες  και η ρυθμιστική λειτουργία του συστήματος ασκείται με βάση τον επιστημονικό ορθολογισμό.       Η συστημική θεωρία έγινε η θεωρητική βάση πολλών επιστημών όπως οι οικονομικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες, διάφοροι κλάδοι των μαθηματικών και της φυσικής και φυσικά της οικολογίας. Η θεωρία των συστημάτων, η κυβερνητική, η θεωρία των παιγνίων υπόσχονταν επιτυχή διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων και αποδείχθηκαν, ως ένα βαθμό, κατάλληλες για την οικονομική ανασυγκρότηση των ΗΠΑ από την κρίση του 1930 και των ευρωπαϊκών κρατών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατ’ αντιστοιχία η συστημική θεωρία θεωρήθηκε κατάλληλη για την ανάλυση ενός τόσο πολύπλοκου και πολυπαραγοντικού  συστήματος όπως ο φυσικός κόσμος. Πρόκειται, όπως γίνεται αντιληπτό, για μια τεχνοκρατική θεωρία διαχείρισης και ελέγχου, γιαυτό και διαδόθηκε σε αυτούς τους τομείς της οικολογίας που είχαν σχέση με την ανάπτυξη πρακτικών διαχείρισης φυσικών πόρων. Σύμφωνα με τον Τερζάκη αν η δαρβινική-αναγωγική εικόνα του κόσμου, της ‘πάλης για επιβίωση’, της ‘επιβίωσης του ισχυρότερου’ κ.λ.π., μπορεί να θεωρηθεί το βιολογικό αντίστοιχο του καπιταλισμού, της ελεύθερης οικονομίας και των ανεξάρτητων παραγόντων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, τότε σίγουρα η συστημική οικολογία ανταποκρίνεται στην εποχή του ‘μεγάλου πλανητικού χωριού’, των μεγάλων οικονομικών, πολιτικών και διακρατικών ενώσεων του παγκόσμιου εμπορίου και της ανάγκης κεντρικού σχεδιασμού και ταυτόχρονα βέβαια, του κατακερματισμού της κοινωνικής ζωής. Ο ισομορφισμός του κοινωνικού και βιολογικού κόσμου, όπως αυτοί περιγράφονται μέσα από τις συστημικές θεωρίες, είναι χαρακτηριστικότατος : η κοινωνική διαίρεση και διαστρωμάτωση της ανθρώπινης κοινωνίας αντιστοιχεί στα επίπεδα οργάνωσης του οικοσυστήματος σε καταναλωτές, παραγωγούς, αποικοδομητές, οι έννοιες της παραγωγικότητας, της ισορροπίας και της σταθερότητας είναι κοινού περιεχομένου και κοινής σπουδαιότητας και για τα δύο συστήματα. Επομένως, ο ρόλος του ανθρώπου είναι αυτός του μηχανικού-διαχειριστή των οικοσυστημάτων.
    Ενώ η οικολογία συστημάτων δανείστηκε πολλά στοιχεία της θεωρίας της από άλλους κλάδους, προσέφερε στις επιστήμες το πιο πλήρες πρότυπο για το ‘πώς είναι ο κόσμος’, ένα πραγματικά σύγχρονο ‘φυσικό’ μοντέλο κοινωνικής τάξης, ξεπερνώντας το παλιό πρότυπο του καρτεσιανού ωρολογιακού μηχανισμού.
    Ρεύμα της ολιστικής οικολογίας είναι και η βαθιά οικολογία. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα ετερόκλητο σύνολο θεωρήσεων για τη φύση, των οποίων κοινό χαρακτηριστικό  είναι οι μεταφυσικές – φυσιοκρατικές αντιλήψεις για τον κόσμο και η αναφορά στο συστημικό επιστημονικό πρότυπο για τις αντίστοιχες φιλοσοφικές αντιλήψεις. Για τη βαθιά οικολογία τα είδη της βιόσφαιρας αποτελούν μέρη ενός ενιαίου και απόλυτα συνεκτικού όλου. Το κοσμοείδωλο που προβάλλεται είναι αυτό της οικολογίας συστημάτων, στο οποίο η βαθιά οικολογία δίνει έμφαση στις σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ των μερών, στην ισορροπία, την πολυπλοκότητα και την συνοχή που χαρακτηρίζει όλη την δομή. Η διατήρηση κάθε είδους στη θέση του και στη λειτουργία που επιτελεί είναι αποφασιστικής σημασίας για την ύπαρξη της ολότητας. Ταυτόχρονα, όμως, κάθε είδος αποκτά οντότητα μόνο ως μέρος του συνολικότερου συστήματος. Κάτω από αυτό το πρίσμα το ανθρώπινο είδος δεν είναι ανώτερο ή καλύτερο από τα άλλα είδη, στο βαθμό που όλα τα είδη είναι απαραίτητα για το καλό του όλου, και στο βαθμό που ως είδος μπορεί να υπάρξει μόνο σαν μέρος του όλου. Το περιβάλλον είναι ένας τεράστιος, σύνθετος μηχανισμός και ο άνθρωπος εξαρτάται από την συνοχή και την καλή λειτουργία αυτού του μηχανισμού. Αυτό ταυτόχρονα παραπέμπει , εφόσον όλοι είμαστε ίσοι σαν υποτελείς  όμως μιας ανώτερης οντότητας, στην  ‘υπόθεση της Γαίας’.
    Η ‘υπόθεση της Γαίας’ εμφανίστηκε την δεκαετία του ’70 από τον Lovelock και έτυχε θερμής υποδοχής στους κόλπους του οικολογικού κινήματος και αλλού. Η σύνθεση του κοσμοειδώλου της Γαίας στηρίζεται σε δύο άξονες : τη σύγχρονη συστημική οικολογία και τις βιταλιστικές αντιλήψεις της ρομαντικής φιλοσοφίας του 19ου αιώνα. Η ‘υπόθεση της Γαίας’ συνδέει όλες τις κατά καιρούς διατυπωμένες επιστημονικές υποθέσεις σχετικά  με την βιόσφαιρα και την εξέλιξή της σε μια, εκ κατασκευής, ολιστική θεώρηση του ενιαίου γήινου οικοσυστήματος. Σύμφωνα με την ‘υπόθεση της Γαίας’, ολόκληρος ο πλανήτης, με τα βιοτικά και αβιοτικά στοιχεία που τον αποτελούν, συνιστά ένα γιγάντιο ζωντανό οργανισμό. Όλα τα είδη από τους ιούς έως τις φάλαινες και από τα φύκια  έως τα έλατα, μπορούν να θεωρηθούν μέλη αυτού του  ζωντανού οργανισμού. Η Γαία λειτουργώντας σαν  μια κυβερνητική μηχανή που οργανώνεται από μόνη της, είναι εφοδιασμένη με ιδιότητες που υπερβαίνουν αυτές των συστατικών της μερών και είναι ικανή να μεταβάλλει π.χ. το κλίμα ή την ατμόσφαιρα να ικανοποιεί τις ανάγκες της. Παρουσιάζει δηλαδή συμπεριφορά ανάλογη με αυτή ενός οργανισμού που, με τους μηχανισμούς ομοιόστασης που διαθέτει, είναι ικανός να διατηρεί σταθερές εσωτερικές συνθήκες, καθώς και να προσαρμόζεται στις αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ο Lovelock χρησιμοποιώντας σχετικά με τις μεταβολές της θερμοκρασίας , της σύστασης της ατμόσφαιρας κ.λ.π. προσπάθησε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του ότι η Γη συμπεριφέρεται κατά κάποιο τρόπο σαν νοήμων σύστημα. Έτσι, μέσα από μια επιστημονική επιχειρηματολογία, η εικόνα για τον κόσμο αποκτά μυστικιστικές διαστάσεις. Σύμφωνα με τη θεωρία του  Lovelock , παρ’ όλη την περιβαλλοντική κρίση, η Γαία θα καταφέρει να βρει νέα σημεία ισορροπίας, αδιαφορώντας για ποια είδη θα επιβιώσουν στις νέες συνθήκες, αφού, όπως αναφέρει, ‘σε πλανητική κλίμακα η ζωή είναι αθάνατη’.
    Σύμφωνα με την βαθιά οικολογία η φύση είναι ο παραγωγός και ο φορέας των ηθικών αξιών που πρέπει να ενστερνιστεί ο άνθρωπος. Η φύση είναι ο οδηγός και ο κριτής των ανθρώπινων πράξεων. Οι άνθρωποι είναι υποταγμένοι στη Γαία το ηθικό κριτήριο των πράξεών τους είναι η διατήρηση της ολότητας της Γαίας.
    Ποιος όμως ορίζει ποιοι είναι οι κανόνες της φύσης που πρέπει να σέβονται οι άνθρωποι; Προφανώς αυτή την θέση την διεκδικούν για τον εαυτό τους οι θεωρητικοί  της βαθιάς οικολογίας και οι τεχνοκράτες. Οι φυσιοκρατικές θεωρίες είναι θεωρίες που απαιτούν  ‘ειδικούς’, οι οποίοι αναλαμβάνουν την ερμηνεία της αλήθειας της φύσης. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που στον πυρήνα τέτοιων θεωριών βρίσκονται τεχνοκρατικές αντιλήψεις.
    Ο ντετερμινιστικός χαρακτήρας των θεωριών της βαθιάς οικολογίας δεν αφήνει χώρο ούτε για ανθρώπινη ελευθερία ούτε για ανθρώπινη υποκειμενικότητα, το μέλλον της βιόσφαιρας κρίνεται σε πλανητικό επίπεδο. Έτσι ο ‘βιοκεντρισμός’ και ο ‘αντι-ανθρωποκεντρισμός’ φτάνουν πολλές φορές σε ακραία σημεία. Όπως η άποψη που έχει εκφρασθεί ότι η εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους θα οδηγήσει σε αύξηση της βιοποικιλότητας, γιατί θα διασωθούν είδη που τώρα κινδυνεύουν με αφανισμό από τον άνθρωπο, άρα, μακροπρόθεσμα η Γαία θα ωφεληθεί, ή ότι στον αναπτυγμένο κόσμο θα πρέπει να εφαρμοσθεί το μέτρο της υποχρεωτικής στείρωσης, γιατί η ανατροφή των παιδιών είναι μια ιδιαίτερα δαπανηρή υπόθεση από οικολογική άποψη. Φυσικά τέτοιες θέσεις γίνονται αντικείμενο έντονης κριτικής και μέσα στους κόλπους της βαθιάς οικολογίας.

Η  θεωρία της κοινωνικής οικολογίας
    Μια δημοφιλής θεωρία του οικολογικού κινήματος είναι αυτή της κοινωνικής οικολογίας με πατριάρχη της τον  M. Bookchin. Η κοινωνική οικολογία προσπαθεί να επιβάλλει μια διαλεκτική αντίληψη για τον κόσμο. Θεωρεί τον εαυτό της σαν συνεχιστή της διαλεκτικής παράδοσης, με τη σημαντική διαφορά ότι στέκεται κριτικά τόσο στην ιδεαλιστική διαλεκτική του Hegel, όσο και στην υλιστική διαλεκτική των Marx και Engels. Πρεσβεύει μια ολιστική διαλεκτική, αντιλαμβάνεται δηλαδή το φυσικό κόσμο σαν ένα διαλεκτικό όλο, σαν μια αυτοοργανούμενη και αυτοσχηματιζόμενη οντότητα, χωρίς όμως η ανάπτυξή της να καθορίζεται από κάποιο κοσμικό υποκείμενο ή κάποιες μηχανικές δυνάμεις. Οι έννοιες του ‘όλου’, της ‘κοινότητας’ και της ‘αλληλοσύνδεσης’ δε θα πρέπει να μας κάνουν να βλέπουμε τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν σαν αποτέλεσμα εξελικτικών διαδικασιών και του διαλεκτικού γίγνεσθαι της φύσης. Η εξέλιξη αυτή καθαυτή είναι μια ολιστική διαδικασία και όχι μια διαδικασία μεμονωμένης προσαρμογής.
    Η φιλοσοφία της κοινωνικής οικολογίας αυτοορίζεται και σαν νατουραλιστική. Ο διαλεκτικός λόγος είναι οντολογικός, αντικειμενικός και άρα νατουραλιστικός. Η φύση είναι οντολογική και γνωσιολογική αφετηρία της κοινωνικής οικολογίας. Η κοινωνική οικολογία, αν και κοινωνική, αναζητά τελικά τη θεμελίωσή της στη φύση. Η φύση αποτελεί το παράδειγμα, το πρότυπο για τη διατύπωση των ηθικών αξιών που πρέπει να διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Bookchin αποδίδει στη φύση τις ιδιότητες που θα ήθελε να έχει, προκειμένου να αποδεχθεί  σωστό το θεωρητικό του οικοδόμημα. Με αυτό τον τρόπο προβάλλει την ιδεολογία της στο φυσικό κόσμο και κατόπιν την επαναφέρει στην κοινωνία σα φυσικό πρότυπο, που αναγκαστικά στηρίζει την όλη διαδικασία στην αυθεντία του επιστημονικού λόγου. Έτσι, σύμφωνα με τον Bookchin, οι σύγχρονες επιστήμες της οικολογίας και της εξέλιξης δείχνουν ότι στη φύση τα φαινόμενα χαρακτηρίζονται από αλληλοβοήθεια, αυτοοργάνωση, ελευθερία, υποκειμενικότητα, ενότητα στη διαφορά, αυθορμητισμό και μη ιεραρχικές σχέσεις. Αυτές οι ιδιότητες της φύσης αποκτούν χαρακτήρα αυτοσκοπού και για την ανθρώπινη κοινωνία. Όπως παρατηρούμε και εδώ η εξέλιξη και η οικολογία γίνονται επιστήμες αντικειμενικές και συγχρόνως κανονιστικές, επειδή όχι μόνο μας λένε πως είναι η πραγματικότητα, αλλά και μας προσφέρουν  γνώση για τις αξίες που πρέπει να έχουμε.


Β)  Η πληθυσμιακή οικολογία

    Οι ολιστικές αντιλήψεις το κυρίαρχο ρεύμα στο χώρο της κοινωνικής οικολογίας. Στο χώρο της επιστήμης όμως η περίοδος κυριαρχίας τους ήταν σύντομη και δεν ξεπέρασε την  περίοδο  1950-1970. Αντίθετα στο χώρο της επιστήμης η κυριαρχία της πληθυσμιακής οικολογίας υπήρξε μακρύτερη. Αυτή αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα παράλληλα με την ολιστική οικολογία. Η πληθυσμιακή οικολογία δέχθηκε ισχυρή οικονομική υποστήριξη επειδή οι τεχνικές που διαμόρφωσε π.χ. πίνακες ζωής, καθώς και η γνώση που παρήγαγε π.χ. βιολογικός έλεγχος, έβρισκαν πρακτική εφαρμογή σε προβλήματα που αφορούσαν τη διατήρηση ανανεώσιμων γεωργικών πόρων, όπως το δασικό κεφάλαιο και τα τροφικά διαθέσιμα. Το κοσμοείδωλο της πληθυσμιακής οικολογίας είναι το δαρβινικό. Το δαρβινικό πρότυπο είναι υλιστικό, αφού οργανώνεται με βάση την αρχή του αγώνα για την επιβίωση ανάμεσα σε υλικές οντότητες , τους οργανισμούς. Σε αντίθεση με τους ολιστές, που επιχειρούν να συλλάβουν τα φαινόμενα στη γενικότητά τους, οι δαρβινιστές βιολόγοι ενδιαφέρονται για τον ρεαλισμό την επιστημονικών κατασκευών. Όλη τη βιολογία την διαπερνά ο δομισμός που σημαίνει ότι οι διαδικασίες είναι το επιφαινόμενο δομών π.χ. η κληρονομικότητα απαιτεί αντίστοιχο όργανο για αυτή δηλαδή τα γονίδια.
    Στην αρχική του εκδοχή το δαρβινικό αναγωγικό πρότυπο είναι ισομορφισμός κοινωνικών διεργασιών στο επίπεδο της βιολογίας. Αυτό αντιστοιχεί στο κοσμοείδωλο της ανερχόμενης αστικής ιδεολογίας όπου η κοινωνική δομή γίνεται αντιληπτή από τις ιδιότητες των ατόμων που την συγκροτούν. Τα άτομα έχουν δικές τους ενδογενείς ιδιότητες, ενώ οι κοινωνικές σχέσεις είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των ατόμων. Ο αντίστοιχος οικολογικός ισομορφισμός βλέπει την αιτιότητα να κινείται μονόδρομα από τα μόρια στα άτομα και από εκεί στον οργανισμό και τη βιοκοινότητα. Παρόλ’ αυτά η εξέλιξη του οικολογικού συστήματος ορίζεται από την φυσική επιλογή. Αυτή πραγματοποιείται στη βάση του οργανισμού και ανάλογα με το περιβάλλον που διαβιώνει ο οργανισμός. Οι έννοιες της φύσης και του οργανισμού δεν συγκροτούν ενότητα. Η σχέση της φύσης, δηλαδή του περιβάλλοντος, με τον οργανισμό είναι μονής κατεύθυνσης, από το περιβάλλον προς τον οργανισμό. Οι μεταλλαγές που γίνονται δεν είναι παρά οι απαντήσεις των οργανισμών στην πανίσχυρη φύση στην προσπάθεια που καταβάλλουν αυτοί ώστε να επιβιώσουν. Η παντοδύναμη φύση βρίσκεται έξω από το υποκείμενο και μέσω της φυσικής επιλογής ελέγχει την μοίρα του. Μόνη ελπίδα για την επιβίωση του είδους είναι η καθυπόταξη της φύσης, αλλιώς το ανθρώπινο είδος, όπως και όλα τα άλλα, θα υποστεί τις συνέπειες της φυσικής επιλογής που προδιαγράφουν την μετεξέλιξή του και τελικά την αντικατάστασή του.
    Η πληθυσμιακή οικολογία δεν επηρέασε σημαντικά τη σκέψη της κοινωνικής οικολογίας παρά το επιστημονικό και επιστημολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει και παρά τις διαμάχες που ξέσπασαν κατά καιρούς στους κόλπους της.
    Το κυρίαρχο μοντέλο όμως της σύγχρονης οικολογικής σκέψης στα πλαίσια της πληθυσμιακής οικολογίας ενσωματώνει ιδέες και νεωτερισμούς από την οικολογία των συστημάτων. Η προβληματική που αναπτύσσεται βασίζεται σε αντιλήψεις που κυριαρχούνται από τους όρους ‘αριστοποίηση’ και  ‘στρατηγική’. H αιτιότητα των φαινομένων της ζωής αναζητείται στο επίπεδο του πληθυσμού και από αυτή την άποψη πρόκειται για προσεγγίσεις αναγωγικές. Ωστόσο, ο πληθυσμός νοείται συγκροτημένος από μερικές βιολογικές διαδικασίες (γεννητικότητα, θνησιμότητα, αναπαραγωγή κ.λ.π.). Η ενέργεια που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε οργανισμός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του είναι περιορισμένη. Ο περιορισμός αυτός υποχρεώνει τον οργανισμό να μοιρασθεί την διαθέσιμη ενέργεια με άριστο τρόπο ανάμεσα στις αλληλοσυσχετιζόμενες βιολογικές διαδικασίες (ανάμεσα στα μέρη), ώστε να διασφαλίσει την επιβίωσή του. Από αυτή την άποψη οι σύγχρονες προσεγγίσεις δείχνουν ολιστικό χαρακτήρα. Ο τρόπος που οι οργανισμοί επενδύουν τη διαθέσιμη ενέργεια καθορίζεται από το περιβάλλον που ζουν αυτοί. Έτσι, οι αποφάσεις των οργανισμών συγκροτούν μια ενιαία στρατηγική με στόχο την επιβίωση. Οι στρατηγικές είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής και διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα επιβίωσης των οργανισμών στους περιορισμούς του περιβάλλοντος. Κάθε στρατηγική συγκροτεί ένα ιδεατό ολότυπο, ενώ οι ανώτερες οικολογικές δομές (βιοκοινότητες) συγκροτούνται από αθροίσματα αποτελεσματικών στρατηγικών.
    Από τα παραπάνω φαίνεται το νέο πρόγραμμα προσπαθεί να συμβιβάσει αναγωγικές και συστημικές αντιλήψεις, ενώ κουβαλάει και στοιχεία του λινεϊκού προγράμματος. Η νέα σύνθεση υπερβαίνει την ιεραρχικότητα που επιβάλλουν οι συστημικές προσεγγίσεις καθώς και τον δαρβινικό αναγωγισμό, ενώ επαναφέρει τους λινεϊκούς ιδεατούς ολότυπους. Η καινούργια προσέγγιση κατεβάζει το επίπεδο αναφοράς από το υψηλότερο επίπεδο του οικοσυστήματος στο χαμηλότερο επίπεδο του οργανισμού και η έννοια της αριστοποίησης, δηλαδή της αποτελεσματικότητας, ανάγεται σε οργανώτρια αρχή.
    Με τη νέα προσέγγιση έχουμε επομένως ένα οικολογικό ισομορφισμό ενός νέου τύπου κοινωνικού γίγνεσθαι όπου οι διαστρωματωμένες και κατακερματισμένες μεταβατικές κοινωνίες της εποχής μας έχουν υπερβεί τις εγκάρσιες διαιρέσεις κατά κοινωνικές τάξεις και την ιεραρχική οργάνωση παλαιού τύπου και αναζητούν το δρόμο τους προς το μεταβιομηχανικό όνειρο μέσα από την συνύπαρξη των ετεροτήτων. Πρόκειται για κοινωνίες όπου η ιδεολογία δεν καθορίζεται από τη θέση του υποκειμένου στην παραγωγική διαδικασία.
    Παρ’ όλο το συμβιβασμό ανάμεσα στις προδαρβινικές, τις δαρβινικές και τις ολιστικές προσεγγίσεις, το περιβάλλον εξακολουθεί να παραμένει εκτός παιχνιδιού και να υπερκαθορίζει  τις στρατηγικές των οργανισμών. Η διασπασμένη ενότητα μεταξύ φύσης και κοινωνίας δεν αποκαθίσταται.


Οικολογικό κίνημα και επιστήμη

    Από το 19ο αιώνα, όταν η τεχνολογία χάνει τον αυτόνομο χαρακτήρα της και εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την επιστήμη, είναι δύσκολο να αποσυνδεθούν τεχνολογία και επιστήμη σαν κοινωνικές πρακτικές. Ωστόσο, με κριτήριο την κυριαρχία που ασκείται, μέσω αυτών των πρακτικών , πάνω στη φύση μπορεί να επιχειρηθεί μια διαφοροποίησή τους. Η κυριαρχία της επιστήμης πάνω στη φύση έγκειται στη διαρκώς αυξανόμενη τελειοποίηση ενός θεωρητικού συστήματος που επεξηγεί τους φυσικούς νόμους, ενώ η κυριαρχία της τεχνολογίας πάνω στη φύση συνίσταται στην επινόηση του συνόλου των μέσων που διασφαλίζουν την εκμετάλλευση των διαθεσίμων φυσικών πόρων από ορισμένη κοινωνική ομάδα, σε βάρος, συνήθως, μιας άλλης ομάδας. Με αυτή την έννοια η τεχνολογία έχει έναν αμεσότερο πολιτικό χαρακτήρα καθώς δεν υπάρχει περισσότερο ιστορικά τεκμηριωμένη αιτία κοινωνικών συγκρούσεων από την κοινωνική πάλη για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και επομένως γι’ αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Η επιστήμη, λοιπόν, δεν είναι απαλλαγμένη από κοινωνικές αξιοδοτήσεις. Σύμφωνα με τον Thomas Kuhn, η επιστήμη λειτουργεί στα πλαίσια μιας σχετικά αποστασιοποιημένης επιστημονικής κοινότητας και διατηρεί μια ορισμένη αυτονομία απέναντι στις επικρατούσες αξίες της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία παράγεται. Έτσι, οι επιστημονικές ανακαλύψεις συγκροτούν ένα ευρύ μέτωπο νέων συλλήψεων του φυσικού κόσμου οι οποίες, ανάλογα με την έκβαση της κοινωνικής διαπάλης, προσφέρονται σε εναλλακτικές τεχνολογικές εφαρμογές. Ας δούμε ένα από τα πολλά παραδείγματα. Το 1845 η ανακάλυψη του βιολογικού κύκλου της φυτασθένειας του περονόσπορου της πατάτας, έδωσε αφορμή για μια τομή στην επιστήμη της φυτοπαθολογίας. Η φυτοπαθολογία προχώρησε σαν επιστήμη και, χάρη σ’ αυτή, διασφαλίστηκαν αναγκαίοι διατροφικοί πόροι, ιδιαίτερα σημαντικοί για την επιβίωση φτωχών ανθρώπων. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η φυτοπαθολογία προχώρησε ακόμη περισσότερο αλλά, από ένα σημείο και μετά, οι εφαρμογές της, με την έμφαση που δόθηκε στη χημική προστασία των φυτών και τις συνέπειες της στο περιβάλλον και τον άνθρωπο, έχασε τον αυτονόητα θετικό για την κοινωνία ρόλο της. Οι γνώμες διχάστηκαν. Όσοι την ταυτίζουν με τον προσανατολισμό της προς πρακτικές με κυρίαρχη τη διάσταση της χημικής προστασίας, την αμφισβητούν. Αγνοούν όμως άλλους προσανατολισμούς της, όπως π.χ. την έρευνα ,διακρίβωση και ενίσχυση των εγγενών μηχανισμών αντίστασης των φυτών στα παράσιτα. Το ερώτημα που μπαίνει είναι αν η επιστήμη μπορεί και πρέπει να ταυτίζεται με τις τεχνολογικές εφαρμογές της ή σε σχέση και με εκείνες τις ανακαλύψεις της, οι οποίες, για λόγους που δεν την αφορούν (π.χ. πολιτικούς, οικονομικούς), παραμένουν ανεκμετάλλευτες.
    Από εδώ ξεκινάει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση στους κόλπους του οικολογικού κινήματος. Κάποιοι οικολόγοι απορρίπτουν ολοκληρωτικά την επιστήμη, κρίνοντας από τα αποτελέσματα των πρακτικών εφαρμογών της. Η πυρηνική φυσική είναι απορριπτέα γιατί δημιούργησε το Τσερνόμπιλ , η βιοτεχνολογία, επίσης, γιατί μπορεί να ‘ανακατασκευάσει’ τη φύση κ.ο.κ. Η άποψη αυτή χρειάζεται να προσεχθεί καθώς, αν αναπτυχθεί, τείνει να συνδέσει την επιστήμη με έναν ορισμένο τύπο ορθολογικής σκέψης που, όπως σωστά διαπιστώνεται, λόγω του κύρους της επιστήμης στις βιομηχανικές κοινωνίες, διαχέεται και κυριαρχεί σε όλες τις κοινωνικές πρακτικές. Αμφισβητείται, έτσι, όχι μόνο η επιστήμη αλλά και ο τύπος του ορθολογισμού που κυριαρχεί στις κοινωνίες που την παράγουν. Έτσι οι υπέρμαχοι αυτής της άποψης τείνουν στη συνολική απόρριψη μιας από τις θεμελιώδεις αρχές οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας ενώ, μερικές φορές, στρέφονται και σε αντι-ορθολογικές ή μεταφυσικές αντιλήψεις και πρακτικές. Τα παραδείγματα δε σπανίζουν στους χώρους της οικολογίας είτε αφορούν στη βιοδυναμική γεωργία ή στη φυσιολατρευτική βία ορισμένων τμημάτων του οικολογικού κινήματος. Η σύγχυση επιστήμης και τεχνολογίας οδηγεί σε νέα σύγχυση με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες. Η σύγχυση οφείλεται στην ταύτιση της ορθολογικής σκέψης με την ορθολογικοποίηση. Σύμφωνα με τον E. Morin, ο ορθολογισμός δεν είναι παρά η εφαρμογή των αρχών της συνοχής στα δεδομένα της εμπειρίας, ενώ ορθολογικοποίηση είναι η υπερβολή στη σημασία της λογικής σε σχέση με την εμπειρία, και η άρνηση της πολυπλοκότητας της πραγματικότητας. Η λογική, μέσω της ορθολογικοποίησης, υψώνεται πάνω από τα γεγονότα, οπότε, παραγνωρίζεται  ότι το μέτρο της πραγματικότητας είναι τα καθημερινά βιώματα και ο κοινός νους και όχι ό,τι συλλαμβάνει μια σκέψη περιπλανώμενη σε μια έρημη χώρα αφηρημένων και εμπειρικά απρόσιτων εννοιών. Επομένως, αν ισχύει η διάκριση ορθολογικότητας και ορθολογικοποίησης, και οι δύο αυτοί τρόποι σκέψης έχουν ανοικτές δυνατότητες, κάθε μια από τις οποίες επικρατεί σε βάρος της άλλης, ανάλογα με την έκβαση της διαπάλης των κοινωνικών δυνάμεων που συντάσσονται μαζί τους. Ο ορθολογισμός δεν οδηγεί νομοτελειακά σε σχέσεις εξουσίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο ή του ανθρώπου πάνω στη φύση. Και πάλι σύμφωνα με τον Morin ο ανοικτός ορθός λόγος είναι αναγκαίος για να αντιμετωπιστούν οι καιροφυλακτούντες εσωτερικοί εχθροί του: η ορθολογικοποίηση, η αλλοτρίωση, η θεοποίηση, η εργαλειοποίηση του ίδιου του ορθού λόγου. Ο ορθός λόγος, έτσι, γίνεται ανάχωμα πίστης στη γνώση και συγχρόνως ανάχωμα αμφισβήτησης των απόλυτων αξιών της γνώσης.
    Στην  άλλα πλευρά, μέσα στους κόλπους του οικολογικού κινήματος, συσπειρώνονται οι πιστοί της επιστήμης. Εδώ το πρόβλημα είναι ακόμη πιο σύνθετο, εδώ βρίσκεται μια αντίθεση από τον τρόπο που συγκροτήθηκε η οικολογική σκέψη. Από τη μια πλευρά η οικολογική διαμαρτυρία ενδυναμώθηκε, βασιζόμενη στα τεκμήρια και επιχειρήματα που προσκόμισαν οι θετικές επιστήμες. Κυρίαρχος, δηλαδή για δύο αιώνες ήταν ο λόγος του θετικισμού. Από την άλλη πλευρά, ο θετικιστικός λόγος, σύμφωνα με την κριτική της ιδέας της προόδου που άσκησε το οικολογικό κίνημα, φέρει τη βαρύτερη ευθύνη για την καταστροφή της φύσης. Από την παραπάνω αντίφαση δεν ξέφυγαν και οι πρώτοι επιστήμονες που ενστερνίστηκαν και διέδωσαν την οικολογική αντίληψη. Οι μεγάλοι αυτοί εκλαϊκευτές, όπως ο B. Commoner, η R. Carson, το ζεύγος Erlich, οι συντάκτες της Έκθεσης της Λέσχης της Ρώμης κ.ά., υπήρξαν απλοϊκοί  θετικιστές όταν, με αφετηρία τις επιστημονικές επεξεργασίες τους, αποπειράθηκαν να καταλήξουν σε συμπεράσματα και προτάσεις κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πρότασης για μηδενική ανάπτυξη της Λέσχης της Ρώμης. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο των αναλύσεών τους κυριαρχείται από ένα εσχατολογικό μαλθουσιανισμό, μια απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των επιστημόνων και της οικολογικοποιημένης επιστήμης να διαχειριστούν τις τύχες του πλανήτη και των κατοίκων του. Έτσι, δεν απέφυγαν τον πειρασμό υπεράσπισης ενός κοινωνικού αυταρχισμού με αντιδημοκρατικές απολήξεις. Η οικολογία σαν υπερεπιστήμη, απαλλαγμένη από αξίες, προτείνεται σαν πανάκεια λύση. Καθόλου, επομένως, τυχαία συντηρητικές εξουσίες, καχύποπτες σε συμμετοχικές διαδικασίες, πρόσεξαν αυτό τον οικολογικό λόγο. Ο  H. M. Enzensberger σχολιάζει ότι κοινοτυπίες όπως ‘όλοι βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα’ αποδεικνύουν την απόπειρα συγκάλυψης της ‘μικρής’ διαφοράς μεταξύ της πρώτης και δεύτερης θέσης στο κατάστρωμα, μεταξύ γέφυρας και μηχανοστασίου.
    Το έργο μιας κριτικής ανατοποθέτησης των σχέσεων επιστήμης και οικολογίας, ωστόσο έτυχε και καλύτερης μεταχείρισης. Ο Φ. Τερζάκης επικαλούμενος τους L. von Bertalanaffi και J. Piaget, στο χώρο αντίστοιχα της βιολογίας και της ψυχολογίας, θεωρεί ότι ξεκαθάρισαν προοδευτικά τις θετικιστικές προκαταλήψεις και τα μηχανιστικά στοιχεία μέσα στις τρέχουσες επιστημονικές γλώσσες και μέσα στην ίδια τους την σκέψη. Οδήγησαν, έτσι, με το έργο τους, σε μια κατανόηση της ζωής η οποία ξεπερνάει  κριτικά τις νεοδαρβινικές αντιλήψεις αναδεικνύοντας, σε βάρος της παραδοσιακής ιδέας του ανταγωνισμού, τα στοιχεία της αμοιβαίας ενσωμάτωσης και της συνεργατικής δράσης μεταξύ έμβιων  συστημάτων όλων των επιπέδων. Αφετέρου, η σκέψη τους υπερβαίνει το παραδοσιακό χάσμα μεταξύ ζωής και συνείδησης, δίνοντας έμφαση, σε αντίθεση με κάθε ντετερμινιστική προσέγγιση, στις ιδιότητες της αυτοοργάνωσης, της αυτορύθμισης και αυτοϋπέρβασης. Αυτές οι ιδιότητες συνιστούν ένα είδος στοιχειώδους νόησης, που βρίσκεται και στις απλούστερες μορφές ζωής. Μέσα από τέτοιες αναζητήσεις άρχισε να διαμορφώνεται ένα νέο μεθοδολογικό πρότυπο διεπιστημονικών προσεγγίσεων, ένα νέο επιστημολογικό καθεστώς, που χαρακτηρίζεται από την πρόταξη του ολιστικού μοντέλου. Το λογικό πρότυπο, στο οποίο παραπέμπει η έννοια του ολιστικού, αντιτίθεται στο αναλυτικό μοντέλο, το οποίο υπήρξε επιστημολογικό θεμέλιο του δυτικού ορθολογισμού. Το οικολογικό κίνημα αξιώνοντας την εφαρμογή αυτού του νέου επιστημολογικού μοντέλου θέτει το ερώτημα μιας νέας μορφής οργάνωσης της κοινωνίας. Βασικά στοιχεία αυτής της οργάνωσης είναι η μη ανταγωνιστική συνύπαρξη των ατόμων και ομάδων και η ανασύσταση της οργανικής ανθρώπινης κοινότητας. Όμως, η αλήθεια αυτού του ερωτήματος δεν μπορεί  να θεμελιωθεί στο θεσμικό κύρος μιας επιστημονικής έρευνας αλλά στην επιθυμία του οικολογικού κινήματος να αλλάξει τον κόσμο. Το οικολογικό πρόταγμα είναι το μόνο που θεμελιώνει σαν αξιωματική προϋπόθεση, κατά τον Τερζάκη, κάθε επιστημονική προσέγγιση και δε θεμελιώνεται το ίδιο παρά μονάχα στη δική του ουτοπική και απελευθερωτική  επιλογή. Ανάλογες είναι και οι σκέψεις του L.Trepl. Σύμφωνα με τον Trepl η οικολογία δεν μπορεί να είναι μια ‘επιστήμη απαλλαγμένη από αξίες’, καθώς το αντικείμενό της είναι η φύση μέσα στη σχέση της με την κοινωνία, κάτω από το φως μιας πρακτικής και ουτοπιστικής προβληματικής. Σε αυτό που ερευνά η οικολογία υπεισέρχεται, λοιπόν, ένα κανονιστικό στοιχείο ο τόπος του οποίου είναι η κοινωνική πράξη σαν σύνολο,  η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους καθώς και με την φύση. Έτσι η φύση είναι η στιγμή παραγωγής κανόνων. Οι φαινομενικά ελεύθερες επιλογές σκοπών είναι εξαρτημένες και το τι θα πρέπει να γίνει δεν προκύπτει από την ανάλυση της πραγματικότητας αλλά από την υπέρβασή της, από την προσδοκία όσων θέλουν να ξεφύγουν από την εξουσία του υπάρχοντος. Χρειάζεται, λοιπόν, την ουτοπική πρόθεση. Η οικολογία αντιτιθέμενη στο κανονιστικό πλαίσιο της κυριαρχίας επί της φύσης των επιστημών που αποδέχονται εκ των προτέρων την υποταγή της φύσης σαν κανόνα, διερευνά τις τάσεις και τις δυνατότητες της φύσης στην ουτοπική κατεύθυνση μιας σχέσης απαλλαγμένης από την κυριαρχία. Με αυτή την έννοια, η οικολογία παραμένοντας μια φυσική επιστήμη με αντικείμενο τη φύση, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ζητά τη συνεργασία μιας κριτικής διαλεκτικής κοινωνικής επιστήμης για την καθοδήγηση της πολιτικής πρακτικής. Η οικολογία, συνεπώς, μπορεί να λειτουργεί ‘καθοδηγητικά’ για ένα κίνημα χειραφέτησης μόνο όταν τοποθετεί τον εαυτό της στο πλευρό  μιας κοινωνικής επιστήμης της χειραφέτησης.
    Η νέα οικολογική προβληματική θέτει σαν ουσιαστικό συστατικό του οικολογικού προστάγματος την διαμόρφωση μιας ουτοπίας. Κατά τον Τερζάκη κρίσιμη είναι η ‘ουτοπική και απελευθερωσιακή επιλογή’ του οικολογικού κινήματος. Ενώ ο L. Trepl απαιτεί την ύπαρξη ενός ‘ουτοπικού ορίζοντα μιας σχέσης απαλλαγμένης από την κυριαρχία’.


Οι προτάσεις της οικολογίας

    Πολλοί άνθρωποι  επηρεασμένοι από τη νέα περιβαλλοντική συνείδηση, στράφηκαν στην οικολογία με την ελπίδα ότι θα τους προμηθεύσει αντικειμενικούς κανόνες για την οργάνωση του κόσμου. Στα πλαίσια αυτά απέκτησαν μεγάλη αξία υποθέσεις όπως :
    Η φύση είναι ένα πολύπλοκο αδιαίρετο σύστημα στο οποίο τα αναδραστικά δίκτυα και η ανακύκλωση των υλικών διατηρούν μια αδρή ισορροπία, μια αρμονία στην οποία κάθε είδος έχει την θέση του. Επομένως σκοπός της ανθρωπότητας είναι η αρμονία με τη φύση. Οι φεμινίστριες θεωρούν ότι εφόσον οι αξίες της εκμετάλλευσης, κατάκτησης και κυριαρχίας έχουν συνδεθεί με την δυτική ιδεολογία της αντρικής επιτυχίας, η αλλαγή προσανατολισμού απαιτεί την εφαρμογή από το σύνολο της κοινωνίας των κοινωνικών στάσεων που παραδοσιακά αποδίδονται στις γυναίκες. Ωστόσο, οι φεμινίστριες διαφωνούν μεταξύ τους στο αν αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κληρονομήσιμα ή μεταδίδονται κοινωνικά μέσω φυλετικών κανόνων και ρόλων.
    Στα πολύπλοκα οικοσυστήματα κάθε επιμέρους έχει ένα μοναδικό ρόλο ο οποίος δεν μπορεί να αναληφθεί από κάποιο από τα υπόλοιπα. Για να πραγματοποιήσουν τις λειτουργίες τους τα μέλη του συστήματος βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία δοσοληψιών μεταξύ τους, σε καθεστώς ‘πλουραλιστικής δημοκρατίας’. Μεταξύ των διαφόρων ειδών στη φύση επικρατεί κοινότητα ενδιαφερόντων παρά τις παροδικές αντιπαραθέσεις μεταξύ ανταγωνιστών για πόρους που βρίσκονται σε έλλειψη, ή μεταξύ θηρευτών και της λείας τους.
    Οι πόροι είναι περιορισμένοι λόγω του πεπερασμένου μεγέθους της γης αλλά και του πεπερασμένου, αν και τεράστιου, ποσού ηλιακής ενέργειας που δέχεται η Γη. Αν  χρησιμοποιήσουμε τους φυσικούς πόρους πιο γρήγορα από ότι ανανεώνονται, η κατανάλωση γίνεται πιο δύσκολη, πιο δαπανηρή και η διατήρησή της πιο  επώδυνη. Για αυτό χρειάζεται να προσαρμόσουμε τη ζωή σε ένα αυστηρά πεπερασμένο ‘διαστημόπλοιο Γη’, όπου η κατάλληλη στάση για τον άνθρωπο δεν είναι η ατέρμονη αύξηση της παραγωγής, της κατανάλωσης και του πληθυσμού, αλλά η βιωσιμότητα και η λιτότητα.
    Η βιωσιμότητα της βιόσφαιρας και του παραγωγικού μας συστήματος εξαρτάται από την πολυπλοκότητα  και την ποικιλότητα. Επομένως, η απλοποίηση των οικοσυστημάτων για την αύξηση της οικονομικής τους αποδοτικότητας, η ανάπτυξη των μονοκαλλιεργειών  κατάλληλων για οικονομίες μεγάλης κλίμακας και η στενή εξειδίκευση ανά περιοχή σε προϊόντα που έχουν εκεί τη μεγαλύτερη απόδοση είναι κοντόφθαλμη πρακτική. Η ποικιλότητα και η πολυπλοκότητα πρέπει να διατηρηθούν, αφενός γιατί μακροπρόθεσμα αυξάνουν την παραγωγικότητα και τη σταθερότητα των οικοσυστημάτων, αφετέρου σαν άμυνα στην αναπόφευκτη αβεβαιότητα της φύσης. Μια κατάλληλη ιδεολογία πρέπει να αποδίδει την αξία που έχει η φύση και τα είδη της. Αυτό αποδίδεται σα σεβασμός στη φύση, σαν αίσθηση της ιερότητας της φύσης και σαν αλληλεγγύη με τη φύση.
     Η βιόσφαιρα καταστρέφεται από την απελευθέρωση δεκάδων χιλιάδων νέων ουσιών. Οι οργανισμοί της βιόσφαιρας δεν έχουν εξελιχθεί ώστε να τις αντιμετωπίσουν, γιαυτό πολλές από αυτές τις ουσίες είναι καταστροφικές, δρώντας σα δηλητήρια, σαν καρκινογόνες ή μεταλλαξιογόνες ουσίες ή ακόμα και με τρόπους που δεν ξέρουμε ακόμα. Το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα επιβάλλει κριτήρια στα αγροτικά προϊόντα σχετικά με την ευκολία αποθήκευσης και μεταφοράς υποτιμώντας το ζήτημα της ποιότητας. Το ίδιο το σύστημα είναι υπεύθυνο για τις μετακινήσεις των προϊόντων σε μεγάλες αποστάσεις και τη συνακόλουθη ρύπανση  των θαλασσών και της ατμόσφαιρας. Μέσω του εμπορικού συναγωνισμού καταστρέφει την παραγωγική ικανότητα πολλών  περιοχών, οδηγώντας τις στην εξάρτηση. Επομένως το καθήκον για την ανθρωπότητα είναι να μειώσει την παραγωγή και την απελευθέρωση νέων ουσιών, να απαιτήσει ότι κάθε νέο προϊόν θα πρέπει να αποδεικνύεται απαραίτητο για την ανθρώπινη ευημερία και όχι απλά εμπορεύσιμο, να κάνει καλύτερη χρήση των υπαρχόντων προϊόντων και να ζει απλά. Η ανάλογη αισθητική πρέπει να αντλεί ευχαρίστηση από τη σπανιότητα, την οικονομία, τη διακριτικότητα και την αντοχή, αντί της χλιδής και της δύναμης.
    Η γνώση μας είναι ασήμαντη συγκρινόμενη με την πολυπλοκότητα της φύσης. Ακόμα και οι πιο επίσημες διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι μετασχηματισμοί της φύσης θα έχουν μόνο τα επιθυμητά αποτελέσματα, αποτελούν μαρτυρία της αλαζονείας μας και όχι της σοφίας μας. Επιπλέον, στα εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης όλων των ειδών οι οργανισμοί, τα μόρια και τα βλαστικά πρότυπα έχουν δοκιμασθεί και απορριφθεί, μόνο οι πιο ανθεκτικοί επέζησαν. Επομένως, όπως λέει και ο Barry Commoner, η φύση ξέρει καλύτερα. Η αρμόζουσα στάση απέναντι στη φύση είναι αυτή της ταπεινοφροσύνης και του δέους, και ο κατάλληλος στόχος για την επιστήμη είναι να μάθει πως θα επιβιώνουμε με όσο το δυνατόν λιγότερες επεμβάσεις στη φύση. Μια τέτοια κατεύθυνση έρευνας εκφράζει η αγροτική οικολογία που αποσκοπεί στο φυσικό έλεγχο των ζιζανίων και την ελάττωση των ζιζανιοκτόνων και τη χρήση φυσικών λιπασμάτων. Άλλη μια περίπτωση είναι η εναλλακτική ιατρική που βασίζεται σε φυσικές συνταγές, σε μη επεμβατικές θεραπείες και θεωρεί βασικούς παράγοντες καλής υγείας την ποιότητα της διατροφής, την κατασκευή του χώρου διαβίωσης και τη σχεδίαση του τρόπου εργασίας. Γενικά, κατάλληλη τεχνολογία είναι μια ήπια τεχνολογία.
    Κάθε οικοσύστημα είναι μοναδικό: ό,τι είναι λειτουργικό  σε ένα μέρος μπορεί να είναι καταστροφικό σε ένα άλλο. Η έμφαση στη ‘χωρική εξειδίκευση’ είναι συμβατή μα τη  μεταμοντέρνα δυσπιστία στις γενικεύσεις και στις οικουμενικές διατυπώσεις. Η ‘χωρική εξειδίκευση’ αποκλείει κάθε κεντρικό σχεδιασμό μεγάλης κλίμακας και στη θέση του προτείνει ένα σύστημα αυτόνομων κοινοτήτων που παράγουν κυρίως για τη δική τους κατανάλωση.
    Η ‘χωρική εξειδίκευση’ απαιτεί την ‘επί τόπου’ δημιουργία γνώσης σα μέρος της καθημερινής ζωής, παρά σαν μια ξεχωριστή, κεντρική, ‘ελιτίστικη’ δραστηριότητα. Τέτοιου τύπου παραγωγή γνώσης αφήνει χώρο για την ολοκληρωμένη εμπειρία που βιώνουμε σα συναίσθηση ή εσωτερικό συναίσθημα και γίνεται τόσο πιο δημοκρατική όσο πιο πολύ σέβεται την ατομική εμπειρία του καθένα.
    Αρκετά πράγματα είναι ελκυστικά στις παραπάνω υποθέσεις που συνδυάζουν πρακτικούς και ιδεολογικούς στόχους. Όμως δεν παύουν να είναι ανθρώπινα και όχι φυσικά δημιουργήματα και θα πρέπει να σταθούν στα πόδια τους χωρίς να αξιώνουν προσυπογραφή από τη φύση. Καθένα από τα παραπάνω αξιώματα και προτάσεις είναι μια ιδεολογική θέση. Δηλαδή είναι μια κατασκευή από ‘φυσικά υλικά’, όπως αυτά μετασχηματίστηκαν από συγκεκριμένους ανθρώπους με συγκεκριμένες θέσεις σε συγκεκριμένες κοινωνίες, σύμφωνα με τα προσωπικά τους πιστεύω που με τη σειρά τους διαμορφώνονται από τις ανάγκες και τις εμπειρίες τους. Αυτό δεν ακυρώνει κανένα από τα διατυπωθέντα αξιώματα και προτάσεις, αλλά είναι μια προειδοποίηση ότι η αυταπόδειξη που επικαλούνται μπορεί να είναι απλά μόνο μια λανθασμένη βάση κοινής ιδεολογίας.
    Για παράδειγμα ας δούμε την υπόθεση της  ‘ισορροπίας της φύσης’. Η οπτική ότι αντιτιθέμενες φυσικές δυνάμεις ελέγχουν η μία την άλλη με τελικό αποτέλεσμα να ισορροπούν μεταξύ τους, έχει αρχαίες ρίζες στην ιστορία των ιδεών, ενώ ήταν διαδεδομένη και μεταξύ των οικολόγων μέχρι το 1960. Οι υποθέσεις για την υποστήριξη της άποψης συγκεντρώνονταν γύρω από την αντίληψη ότι η ποικιλότητα αυξάνει τη σταθερότητα της βιοκοινότητας αυξάνοντας τον αριθμό των αναδραστικών κόμβων, οι οποίοι τείνουν να αντιστρέψουν όλες τις αλλαγές που προκαλούνται στη βιοκοινότητα από εξωτερικές διαταραχές ή ανθρώπινες παρεμβάσεις. Όμως ο Robert May έδειξε ότι η αντίληψη είναι λαθεμένη: όσο πιο πολύπλοκες είναι οι σχέσεις σε ένα σύστημα τόσο λιγότερο σταθερό είναι. Επιπλέον οι αναδραστικοί βρόγχοι μπορούν είτε να σταθεροποιήσουν είτε  να αποσταθεροποιήσουν ένα σύστημα, ανάλογα με τη δομή του.
    Σχετική επίσης με την αντίληψη ότι η ποικιλότητα υποστηρίζει τη σταθερότητα είναι και η υπόθεση ότι οι βιοκοινότητες είναι πιο πολυμορφικές σε σταθερά περιβάλλοντα. Αλλά ούτε αυτό είναι αλήθεια. Ο αριθμός των ενδημικών ειδών φαίνεται να είναι μεγαλύτερος σε θέσεις που υπόκεινται συνεχείς περιβαλλοντικές διαταραχές, ενώ οι βιοκοινότητες σε σταθερά περιβάλλοντα συνήθως κυριαρχούνται από λίγους ισχυρούς ανταγωνιστές.
    Άλλο παράδειγμα. Για τη βιόσφαιρα σαν ολότητα μόνο λίγες ομάδες οργανισμών φαίνεται να έχουν ένα ιδιαίτερο και μοναδικό ρόλο στη ρύθμιση του κλίματος. Για παράδειγμα, οι τερμίτες που παράγουν μεθάνιο, τα θειοβακτήρια και τα φύκια της εύκρατης ζώνης ασκούν τέτοια επίδραση που τα κάνει αναντικατάστατα. Αν εμφανισθεί μια μετάλλαξη τερμιτών που παράγει περισσότερο ή λιγότερο μεθάνιο σε σχέση με τα άλλα είδη, η εξάπλωσή της θα εξαρτηθεί κατά πόσο επιτυχής είναι στην επιβίωση και αναπαραγωγή σε σχέση με τα άλλα είδη τερμιτών. Πρέπει να τονίσουμε το ‘σε σχέση’, γιατί αν μια ποικιλία τερμιτών κάνει τη ζωή πιο  δύσκολη συνολικά σε όλους τους τερμίτες, αλλά λιγότερο δύσκολη για την ίδια, θα εξελιχθεί στο πιο διαδεδομένο είδος τερμίτη ανεξάρτητα αν ο πληθυσμός του μειώνεται και τελικά εξαφανίζεται. Επομένως η εξέλιξη της βιόσφαιρας σαν ολότητας δεν μας εγγυάται ότι οι συνθήκες επιβίωσης για κάθε είδος, όπως και για μας, θα παραμείνουν ευνοϊκές. Η αντίληψη ότι ‘η φύση ξέρει καλύτερα’ μετριάζεται από τα απρόοπτα της εξέλιξης.
    Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλα παραδείγματα για να δείξουμε ότι οι απόψεις που εκφράστηκαν για τη φύση δεν είναι οριστικές, ούτε γενικής ισχύος και ότι από τη φύση μπορούν να βγουν διαφορετικά συμπεράσματα.

Αντί επιλόγου

 Ας μην κολακεύουμε πάρα πολύ τους εαυτούς μας για τις ανθρώπινες νίκες πάνω στη φύση.
Για κάθε τέτοια νίκη η φύση παίρνει την εκδίκησή της. Κάθε νίκη πάνω στη φύση επιφέρει
σε πρώτη φάση τα αποτελέσματα που αναμέναμε.
Αλλά στη δεύτερη ή τρίτη φάση έχει τελείως διαφορετικά, μη αναμενόμενα αποτελέσματα,
τα οποία συχνά ακυρώνουν τα πρώτα. Σε κάθε βήμα μας υπενθυμίζεται ότι
“… ανήκουμε στη φύση,  υπάρχουμε διαμέσου αυτής και η υπεροχή μας οφείλεται
στο ότι έχουμε το πλεονέκτημα , έναντι όλων των άλλων ζωντανών πλασμάτων,
να μαθαίνουμε τους νόμους της φύσης και να τους εφαρμόζουμε σωστά.

    Friedrich Engels

    Οι θεμελιώδεις αξίες που η δυτική κουλτούρα αποδίδει στη φύση χρειάζονται κριτική. Στην κουλτούρα μας η φύση θεωρείται ένα απλό μέσο το οποίο εκμεταλλευόμαστε προς δικό μας όφελος. Αυτή η στάση μας καλύπτεται από μια ιδεολογία κυριαρχίας πάνω στη φύση. Μια καθαρά εργαλειακή αντίληψη της φύσης ωστόσο παρουσιάζει αντιφάσεις. Που μπορώ να τραβήξω μια γραμμή μεταξύ του ‘Εγώ’ και της ‘Φύσης’ που χρησιμοποιώ σαν εργαλείο; Το ίδιο πρόβλημα ισχύει και με το θεμέλιο της επιστημονικής μας κουλτούρας, το ‘Λόγο’. Εάν ο Λόγος είναι ένα φυσικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων, δεν είναι μέρος της φύσης; Αλλά εάν ο λόγος είναι ταυτόχρονα ‘φύση’ και ‘εαυτός’ τι σημαίνει χρησιμοποιώ το Λόγο σαν εργαλείο για τη διαπραγμάτευση της φύσης. Επιπλέον, έχει ολοφάνερα δειχτεί ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα της φύσης και εξαρτάται από τη φύση. Πως είναι δυνατόν να αντιλαμβανόμαστε τη φύση σαν εργαλείο; Πως μπορούμε να θεωρούμε κάτι που πάνω του στηρίζεται η ύπαρξή μας εργαλείο;
    Η θεώρηση αυτή της φύσης σαν απλό εργαλείο των ανθρώπινων σκοπών είναι αποδεκτή μόνο από τη δική μας παράδοση, από όλο το ιστορικό σύνολο των ανθρώπινων παραδόσεων. Φυσικά αυτή η αντίληψη αποσκοπεί στην υλική επιτυχία της εκμετάλλευσης της φύσης. Είναι εύκολο να γενικεύσουμε τη σχέση μας με ορισμένους φυσικούς πόρους και να βλέπουμε τη φύση μόνο σα σύνολο αναλώσιμων στοιχείων, σαν ένα απλό προαπαιτούμενο της ανθρώπινης ύπαρξης που πλάθεται σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να ξεφύγουμε από την εργαλειακή  αντίληψη, είναι όμως απαραίτητο. Μια εναλλακτική αντίληψη πρέπει να κτιστεί πάνω στη θεώρηση της φύσης σαν αυταξία. Μια τέτοια αντίληψη πρέπει να εμπεριέχεται σε όλες τις αλληλεπιδράσεις μας με τη φύση.
    Αυτό όμως απαιτεί μια άλλη διάκριση, αυτή μεταξύ ηθικής και ηθικιστικών στάσεων απέναντι στη φύση. Το ηθικιστικό αξίωμα ότι οι άνθρωποι δεν έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στη φύση είναι το ίδιο ακατανόητο με το να λέμε ότι τα λιοντάρια είναι ‘ανήθικα’, όταν τρώνε γαζέλες. Είμαστε δημιουργήματα της φύσης και ζούμε στη φύση και δεν υπάρχει άλλη εκλογή από αυτή την άποψη. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν τροποποιούμε τη φύση ή όχι, αλλά πως και για ποιο σκοπό γίνεται αυτό.
    Γιαυτό πρέπει να αποφεύγεται η κατασκευή εύκολων αντιθέσεων όπως μεταξύ εκτίμησης της φύσης και  αντιμετώπισής της σαν εργαλείο. Πρέπει να χρησιμοποιούμε τη φύση γι να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας και είναι ορολογικό να επιδιώκουμε να είμαστε αποτελεσματικοί σε ότι κάνουμε. Αλλά τα εργαλεία δεν είναι ολόκληρη η ζωή, ούτε είναι η ζωή εργαλείο.
    Το πρόβλημα δεν είναι η ανεπάρκεια ορισμένων προτάσεων και η αντικατάστασή τους από άλλες πιο κατάλληλες, αλλά ότι η σχέση φύσης και πολιτισμού πρέπει να ειδωθεί από πολλές διαφορετικές πλευρές και άσχετα από τα άμεσα οικολογικά προβλήματα. Στην οικολογία πρέπει να βρούμε τρόπους να συνδέσουμε την οικολογική γνώση με τις κοινωνικές υποθέσεις χωρίς να κατασκευάσουμε κανονιστικούς νόμους. Ίσως η βασική υποχρέωσή μας είναι να κάνουμε συνειδητές επιλογές. Ίσως το σύνθημα ‘ζήσε σε αρμονία με τη φύση’ σημαίνει να δούμε με ποιο τρόπο οι πράξεις μας πρέπει να υποστηρίζουν τους σκοπούς μας. Εάν πρόκειται να παράγουμε προϊόντα σε μια περιοχή, πρέπει να προστατέψουμε το έδαφος. Ο πρώτος λειτουργικός ορισμός του να ζεις σε αρμονία με τη φύση είναι ότι αναγνωρίζουμε στην πράξη μια αντιστοιχία μέσων και σκοπών. Αυτό με τη σειρά του απαιτεί ότι οι σκοποί μας πρέπει να είναι συμβατοί και επιτεύξιμοι μεταξύ τους. Δεν μπορούμε να αυξήσουμε την κατανάλωση απεριόριστα, πέρα από την παραγωγική ικανότητα του εδάφους. Οι περιορισμοί στα ανθρώπινα σχέδια είναι ταυτόχρονα πιο σύνθετοι, αλλά και πιο ελαστικοί.
    Τέλος, όπως όλα τα έμβια όντα έτσι και ο άνθρωπος αλλάζει τη φύση. Η μόνη διαφορά μας με τα άλλα έμβια όντα είναι ότι εμείς μπορούμε να καθορίσουμε το είδος των αλλαγών που προκαλούμε, είτε ακολουθώντας συνειδητό σχεδιασμό βασισμένο στην καλύτερη δυνατή γνώση, είτε κινούμενοι εγωιστικά στην υπηρεσία ρηχών συμφερόντων.
    Αυτά προϋποθέτουν ένα επίπεδο γνώσης και κατανόησης πολύ μεγαλύτερο από ότι έχει γίνει μέχρι τώρα κατορθωτό, μια κοινότητα συμφερόντων που δεν υπάρχει σήμερα και μια συνειδητοποίηση που δεν έχει προσεγγιστεί ούτε για πιο μετριοπαθείς σκοπούς. Το θέμα είναι επίσης ότι η φύση δεν μας λέει από μόνη της τι να κάνουμε, δεν είναι από την αρχή δοσμένος παράγοντας κοινωνικών σεναρίων. Η φύση είναι βουβή, δε δίνει συμβουλές. Απαγορεύει μόνο, συχνά post festum. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τις ευθύνες μας ισχυριζόμενοι ότι οι επιλογές μας υπαγορεύτηκαν από τη φύση, ούτε να επιμένουμε ότι δρούμε σοφά μόνο όταν δεν δρούμε.

Βότσης Θεόδωρος (2001)
Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 2, τεύχος 4